Η Μεγκ, η Μπεθ, η Τζο και η Άμι, οι τέσσερις κόρες του δόκτορα Μαρτς, αγαπούν τρυφερά η μια την άλλη. .Η Μεγκ είναι λογική, η Τζο ζωηρή, ένα αληθινό «αγοροκόριτσο», η Μπεθ πολύ γλυκιά κι η Άμι ένα διαβολάκι, ίσως κάπως παραχαϊδεμένη. Καθεμιά τους γνωρίζει τις δοκιμασίες της εκείνο το χρόνο κι όταν έρχονται πια τα Χριστούγεννα, ο αναγνώστης έχει μάθει να γνωρίζει τις κόρες του δόκτορα Μαρτς και να τις αγαπάει. ..
Όμως, ακόμα και οι πιο αγαπημένες οικογένειες γνωρίζουν δύσκολες στιγμές: ο κ. Μαρτς έφυγε για τον πόλεμο και δεν υπάρχουν αρκετά χρήματα στο σπίτι. Ίσως οι μικρές να μην πάρουν δώρα τα Χριστούγεννα.
Ευτυχώς, έχουν μια χαριτωμένη μητέρα, που ξέρει να τις μαθαίνει ν’ ανακαλύπτουν την καλή πλευρά κάθε πράγματος. Και, σε λίγο, βρίσκουν κι ένα σύντροφο στα παιχνίδια τους, το γείτονά τους Λόρι Λόρενς. Αλλά, ξαφνικά, μένουν ολομόναχες. Ο πατέρας τους πέφτει άρρωστος βαριά κι η μητέρα τους πρέπει να πάει να του παρασταθεί. Οι μεγάλες περιπέτειες αρχίζουν. . .
*to mov: " Λουίζα Μέι Άλκοτ - Αμερικανίδα συγγραφέας του 19ου αιώνα
"Τι έχουν, τελικά, να μας πουν οι «Μικρές Κυρίες» σήμερα; Για τη μικρή
Τζo, που θέλει να ασχοληθεί με το πώς φτιάχνονται οι ιστορίες. Για τη
μαμά, που παραμένει αξιοπρεπής, φτωχή, χαρούμενη, έτοιμη να πράττει
ευφρόσυνα το σωστό μέσα σε όλες τις κακουχίες. Για τη μεγάλη αδερφή, που
εμψυχώνει όταν η βασική συνθήκη της ζωής της οικογένειας είναι «κρύο,
χειμώνας, έλλειψη, πόλεμος». Για τη γλυκιά Μπεθ, που θέλει να κάνει
μουσική, αλλά δεν έχει τα λεφτά.Πιστεύω ότι το βιβλίο της Άλκοτ απευθύνει σαφή απελευθερωτικά μηνύματα σε όσες είναι έτοιμες να τα βρουν. Όταν η Τζo λέει ότι θα ζήσει όπως γουστάρει. Όταν παίρνει έναν κουβά μήλα και σκαρφαλώνει σε ένα ήσυχο σημείο να διαβάσει, τρώγοντας θορυβωδώς και απολαμβάνοντας την αφήγηση. Όταν δηλώνει ότι ξετρελαίνεται για ιστορίες, ενώ βαριέται ν' ασχολείται με φορέματα. Και όταν το αγόρι, ο γείτονας των κοριτσιών, φαίνεται να ζει μια άδεια ζωή, μέχρι να τον παίξουν τα κορίτσια. Όταν η Τζo (ή η Άλκοτ;) εκνευρίζεται και λέει «το τι λέει ο κόσμος εμένα δεν με νοιάζει» κι αρπάζει το βιβλίο της."
**ΒΙΒΙΑΝ ΣΤΕΡΓΙΟΥ :Ξαναδιαβάζοντας τις «Μικρές Κυρίες» της Λουίζα Μέι Άλκοτ"LIFO.GR
Tα βιβλία που αγαπήσαμε:
Μικρές Κυρίες
Λουίζα Μέι Άλκοτ
7-8 λεπτά
Οι «Μικρές Κυρίες» αποτελούν μυθιστορηματική αυτοβιογραφία
της δημιουργού τους, της Αμερικανίδας Λουίζας Μέι Άλκοτ (1832-1888). Οι
αρχές του πατέρα της, ο οποίος ήταν δάσκαλος, φιλόσοφος και μέλος του
ρομαντικού και μεταρρυθμιστικού κινήματος των Υπερβατιστών,
αντανακλώνται με πολύ σαφή τρόπο στο έργο, το πιο γνωστό από τα συνολικά
30 βιβλία της. Στο έργο αντανακλώνται, επίσης, ο δικός της χαρακτήρας
-στη μορφή της Τζο-, η μαχητική της θέση κατά της δουλείας και η
ευγένειά της. Στα χρόνια του αμερικανικού Εμφυλίου, κατατάχτηκε ως
εθελόντρια νοσοκόμα. Προσβλήθηκε, όμως, από τυφοειδή πυρετό, τον οποίο
δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει πλήρως. Πέθανε δύο ημέρες μετά το θάνατο
του πατέρα της.
Τη δεκαετία του 1860 άρχισαν να δημοσιεύονται παιδικές
ιστορίες της Άλκοτ στην «Atlantic Monthly». Λόγω της απήχησής τους, της
ζητήθηκε να γράψει ένα μυθιστόρημα για κορίτσια. Αρχικά αρνήθηκε,
αντιδρώντας περίπου όπως η Τζο, το αγοροκόριτσο του βιβλίου. Έχοντας
μεγαλώσει μαζί με πνευματικές μορφές όπως ο Ρ. Γ. Έμερσον, ο Ν. Χόθορν ή
ο Χ. Ντ. Θόρω, θεωρούσε ότι δεν τις άρμοζε κάτι τέτοιο. Τα χρέη της
οικογένειας, όμως, την ανάγκασαν να αλλάξει γνώμη.
Έτσι, το 1868 γράφτηκαν οι πολύ γνωστές πλέον «Μικρές Κυρίες», έργο εμπνευσμένο από τη ζωή της, που αγαπήθηκε από την πρώτη στιγμή της κυκλοφορίας του. Η επιτυχία τους ήταν τόσο μεγάλη και τόσο άμεση, ώστε την επόμενη χρονιά η Άλκοτ έγραψε στο ημερολόγιό της: «Δόξα τω Θεώ. Εξώφλησα όλα μας τα χρέη και έχουμε πια αρκετά για να ζούμε καλά... Τώρα μπορώ να πεθάνω ήσυχη».
Έτσι, το 1868 γράφτηκαν οι πολύ γνωστές πλέον «Μικρές Κυρίες», έργο εμπνευσμένο από τη ζωή της, που αγαπήθηκε από την πρώτη στιγμή της κυκλοφορίας του. Η επιτυχία τους ήταν τόσο μεγάλη και τόσο άμεση, ώστε την επόμενη χρονιά η Άλκοτ έγραψε στο ημερολόγιό της: «Δόξα τω Θεώ. Εξώφλησα όλα μας τα χρέη και έχουμε πια αρκετά για να ζούμε καλά... Τώρα μπορώ να πεθάνω ήσυχη».
Με το κεφάλι στα σύννεφα και τα πόδια στη γη
Το ανοιχτό τέλος των Μικρών κυριών (το γεύμα των παντρεμένων πια κοριτσιών, μετα συζύγων και τέκνων, για τα εξήντα χρόνια της μητέρας Μαρτς) είναι ένα εύρημα που μόλις σήμερα συνειδητοποιώ ότι χρησιμοποίησα κι εγώ στο πρώτο μου μυθιστόρημα Γιάντες.
Η Μεγκ είναι η μεγαλύτερη, άρα και η πιο σοφή. Η Τζο ένα στοχαστικό αγοροκόριτσο. Η Μπεθ είναι η μουσικός που στο τέλος πεθαίνει. Η Έιμυ η γοητευτική καλλιτέχνης με τις ξανθές μπούκλες, που ακολουθεί τους θείους της σε ευρωπαϊκή τουρνέ.
Το άθροισμά τους είναι η γυναίκα που ονειρευόμασταν στη δεκαετία του ʼ70: ένα ατρόμητο πλάσμα γεμάτο αρετές και φιλοδοξίες, εξαιρετικά ευφυές, αλλά και εύθραυστο κατά περίπτωση, μια κοπέλα που δεν δέχεται τη μοίρα της αδιαπραγμάτευτα, αλλά ταξιδεύει, ερωτεύεται, γράφει θεατρικά έργα – και ξέρει κιόλας να μαντάρει μια κάλτσα αν χρειαστεί. Είναι η γυναίκα που θα ικανοποιούσε όχι μόνο εμάς, αλλά και τις μητέρες μας. Μια καλλιτέχνης της ζωής, με το κεφάλι στα σύννεφα και τα πόδια στη γη.
Η γοητεία που άσκησαν αυτά τα μυθιστορήματα στα κορίτσια όλου του κόσμου –από το 1868 που γράφτηκε το πρώτο ώς το 1960 όπου άρχισαν να απασχολούν συνολικά τις δυτικές κοινωνίες τα πολύπλοκα ζητήματα φύλου– οφείλεται στην παραπληρωματικότητα των αδερφών Μαρτς. Τι μαγνητική έλξη ασκεί πάνω μας το πρότυπο μιας γυναίκας που τα κάνει όλα με πάθος: υποφέρει, συγχωρεί, αρρωσταίνει, μάχεται, δημιουργεί, αναζητά και… δεν βρίσκει!
Το ανοιχτό τέλος των Μικρών κυριών (το γεύμα των παντρεμένων πια κοριτσιών, μετα συζύγων και τέκνων, για τα εξήντα χρόνια της μητέρας Μαρτς) είναι ένα εύρημα που μόλις σήμερα συνειδητοποιώ ότι χρησιμοποίησα κι εγώ στο πρώτο μου μυθιστόρημα Γιάντες. Δεν αποκλείεται οι πηγές της έμπνευσης να βρίσκονται στο βιβλίο της Λουίζας Μέι Άλκοτ.
Έζησα μέσα στα βιβλία της με πάθος. Θυμάμαι ακόμη πόσο έκλαψα για το θάνατο της Μπεθ, πόσο θύμωσα με την απόφαση της Τζο να παντρευτεί έναν μεσήλικα Γερμανό δάσκαλο αντί για τον νεαρό Λόρι, πόσο ζήλεψα την Έιμι που γύρισε όλη την Ευρώπη μέσα σε έξι μήνες. Ένα από τα πιο συγκλονιστικά στοιχεία του μυθιστορήματος είναι ο φόβος της ενηλικίωσης, όπως αποτυπώνεται στα έργα και τις ημέρες των αδερφών Μαρτς. Οι Μικρές κυρίες είναι, ας μην το ξεχνάμε, η ιδρυτική πράξη της νεανικής λογοτεχνίας, τότε που ακόμη δεν υπήρχαν μάνατζερ για να κατευθύνουν τους αναγνώστες στα ράφια χωρίζοντας τα βιβλία σε κατηγορίες. Η Λουίζα Μέι Αλκοτ μίλησε πρώτη (σε μια παραλλαγή του ντικενσιανού κόσμου) για το τέλος της αθωότητας, την παράταση της εφηβείας, τα όνειρα που εγκαταλείπονται προς χάρη του ρεαλισμού.
Πριν από μερικά χρόνια, καλεσμένη για μια ανάγνωση στη Βοστόνη, βρέθηκα με μια φίλη στο Κόνκορντ της Μασαχουσέτης. Σαν υπνωτισμένες κατευθυνθήκαμε στο σπίτι των Άλκοτ, που ζούσαν ακριβώς όπως οι ηρωίδες του βιβλίου, με δυο γονείς υπερβολικά δημοκράτες για τα μέτρα της εποχής. Και παρότι ήμουν μητέρα πλέον, μέσα στο Orchard House, με τις πορσελάνες, τα πορτρέτα της οικογένειας Άλκοτ, τον ξυλόφουρνο και το αναδιπλούμενο τραπέζι, στο οποίο η νεαρή Λουίζα έγραψε ταχύτατα τις Μικρές κυρίες της, ξαναέγινα κορίτσι. Και θυμήθηκα κάτι που είχα ξεχάσει: τον αμερικανικό προτεσταντισμό, την αξιοπρεπή φτώχεια, τον ήσυχο μελοδραματισμό του βιβλίου, που μας έμαθε τότε, στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, ότι η ζωή είναι ταυτόχρονα διαρκής πάλη και αναπάντεχο θαύμα.
Αμάντα Μιχαλοπούλου - Συγγραφέας
OΙ "MIKΡΕΣ ΚΥΡΙΕΣ" ΣΕ ΜΙΑ ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΜΕΤΑΦΟΡΑ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΟΘΟΝΗ
Χρήστο Μήτση
Από
-
Θίγοντας με ρομαντική –ίσως αφελή σήμερα– και αφηγηματικά πλούσια διάθεση τα θέματα της ενηλικίωσης και της γυναικείας χειραφέτησης, αποτελούν ένα πρώτης τάξεως θεμελιακό υλικό για ένα καλοστημένο, αναγνωρίσιμο από το μεγάλο κοινό χολιγουντιανό δράμα, όπως ήταν και σχεδόν όλες οι μέχρι τώρα σινε-προσαρμογές του. Πιστή στην ίδια ακαδημαϊκή συνταγή, η καταξιωμένη ηθοποιός («Francis Ha») και ανερχόμενη δημιουργός (δύο οσκαρικές υποψηφιότητες για το «Lady Bird») Γκρέτα Γκέργουιγκ καταθέτει τώρα τη δική της άποψη πάνω στην ιστορία των αδερφών Μαρτς, την οποία όμως προσπαθεί διακριτικά να εκμοντερνίσει ως ύφος και περιεχόμενο.
Η Γκέργουιγκ τονίζει τις αναλογίες με έναν αφηγηματικό εκσυγχρονισμό (το φιζίκ και ο τρόπος ομιλίας των πρωταγωνιστριών, η «καθαρή», ατσαλάκωτη σκηνογραφική επιλογή) που δεν προδίδει τη ρομαντική ψυχή της Άλκοτ, τα γλυκερά ξεσπάσματα της οποίας υπονομεύει με τρυφερή ειρωνεία (η συζήτηση με τον εκδότη περί χάπι εντ). Αποτέλεσμα ένα στερεό όσο κι ελαφρύ, εύληπτο δράμα εποχής με έξι πρωτοκλασάτες οσκαρικές υποψηφιότητες (ταινίας, σεναρίου, α΄ και β΄ γυναικείου ρόλου, μουσικής και κοστουμιών).
ΗΠΑ. 2019. Διάρκεια: 135΄.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου