Διαπόμπευση και γλώσσα
Παύλος Μεθενίτης
Η
γλώσσα είναι κιβωτός ιστοριών. Τα ήθη και τα έθιμα μιας εποχής, τα
ιστορικά γεγονότα εγγράφονται σε λέξεις και εκφράσεις που συνεχίζουν να
χρησιμοποιούνται από τους επιγενομένους. Με τον καιρό χάνουν ένα μέρος
του νοηματικού τους φορτίου, διατηρώντας όμως τον πυρήνα τους. Αυτό το
DNA των λέξεων, με τις κωδικοποιημένες πληροφορίες του, είναι στ’
αλήθεια ένας καλός τρόπος για να μην ξεχνάμε το παρελθόν μας, όσο
αποτρόπαιο κι αν είναι.
Ας ξεκινήσουμε από την αθώα, φαινομενικά, λέξη «κορόιδο». Το αντικείμενο του χλευασμού προέρχεται, σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, από το «κουρόγιδο», δηλαδή το «κουρεμένο γίδι». Αυτός είναι ένας όρος που χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να περιγράψει τις μοιχαλίδες τον καιρό του Βυζαντίου, που διαπομπεύονταν δημόσια, καβάλα ανάποδα σε ένα γάιδαρο, καθώς το χριστεπώνυμο πλήθος διέσυρε, έβριζε και προσέβαλλε την κουρεμένη γουλί γυναίκα που τόλμησε να διαθέσει το σώμα της όπως επιθυμούσε...
Η κοινωνική απαξία αυτής της ταπεινωτικής κουράς των διαπομπευομένων έχει επιζήσει στη φράση, ή μάλλον στην υβριστική προτροπή, «άντε να κουρεύεσαι». Το ρήμα «κουράζω», δηλαδή «επιφέρω κόπωση», προέρχεται από την κουρά, δηλαδή το κούρεμα. «Κουράζω» στο Βυζάντιο σήμαινε «τιμωρώ με υποχρεωτικό κούρεμα». Η μεγάλη ενόχληση και η καταπόνηση της διαπόμπευσης φαίνεται πως έδωσαν στο ρήμα τη σημερινή σημασία του, της καταπόνησης...
Σήμερα, κάποιοι δυσκολεύονται να πιστέψουν πως κατά τη διάρκεια του ένδοξου χριστιανικού βυζαντινού Μεσαίωνα γίνονταν τέτοια αίσχη. Ομως, η ελληνική γλώσσα είναι αψευδής μάρτυρας των αγριοτήτων της διαπόμπευσης, που ήταν μια εθιμική κυρίως τιμωρία όχι μόνο για τους μοιχούς, αλλά και για τους μέθυσους, τους δειλούς, του κλέφτες και τους προδότες. Ο εξευτελισμός του διαπομπευομένου, που περιφερόταν σε οδούς και πλατείες, προς μεγάλη ικανοποίηση του φιλοθεάμονος όχλου, διασώθηκε στην απαξιωτική λέξη «πομπή» ή «μπομπή». Οι «μπομπές» μιας αμαρτωλής γυναίκας είναι οι ντροπές της, ο δημόσιος διασυρμός της – το τοπωνύμιο «Βαρυμπόμπη», η συνοικία των Αχαρνών, κατά μία εκδοχή αναφέρεται στον τόπο όπου μια διαπομπευμένη γυναίκα βρήκε καταφύγιο από τη βαριά διαπόμπευση που υπέστη. Αυτή η περιφορά λεγόταν ακόμα και «συγύρισμα» - η σημερινή απειλή «θα σε συγυρίσω», δηλαδή «θα σε τιμωρήσω, θα σε επιπλήξω», προέρχεται από την παλιά ονομασία της διαπόμπευσης.
Η διαπόμπευση λοιπόν ήταν μια ολόκληρη τελετουργία – ένα λαϊκό θέαμα. Την έναρξή του ανήγγελλαν οι καμπάνες - απ’ όπου και η έκφραση «του βάρεσα (ή του έριξα) καμπάνα». Καμιά φορά την αρχή της διαπόμπευσης σήμαιναν τα βούκινα ή τα τύμπανα – οι εκφράσεις «έγινε βούκινο» ή «ο κόσμος το 'χει τούμπανο κι εσύ κρυφό καμάρι» είναι από τότε. Καμιά φορά κρέμαγαν κουδούνια στον καταδικασμένο, ώστε να γίνεται πιο ηχηρή η περιφορά του – η έκφραση «του κρέμασαν κουδούνια» είναι από αυτό το έθιμο. Η περιφορά γινόταν στα «φόρα», δηλαδή στις αγορές της Κωνσταντινούπολης, από τον λατινικό όρο «forum», πληθ. «fora». Τότε, πράγματι, όλα έβγαιναν στα φόρα – και όχι «στη φόρα», όπως λανθασμένα επικράτησε.
Τα μαρτύρια των ανθρώπων που υφίσταντο την ατιμωτική διαδικασία της διαπόμπευσης δεν είχαν τελειωμό. Πετούσαν ακαθαρσίες στον διαπομπευόμενο, ενώ πασάλειβαν το πρόσωπό του με ασβόλη, δηλαδή καπνιά – έτσι έχουμε το επίθετο «αποσβολωμένος», που είναι αρχικά ο μουντζουρωμένος με καπνιά, άρα ο ντροπιασμένος, ο αμήχανος, όπως το εννοούμε σήμερα. Αυτή η ασβόλη ονομαζόταν και μούτζας «γάνα» ή «μούζα». Από τη μούζα προέρχεται και η «εθνική» μας χειρονομία, η περίφημη «μούτζα» ή «μούντζα», γιατί την καπνιά την άλειφαν με ανοιχτή την παλάμη στο πρόσωπο της μοιχαλίδας... Ακόμα θεωρούμε τη συκοφάντηση της τιμής κάποιου ως «μουτζούρα» ή «μουτζαλιά». Εάν όμως κάποιος γλίτωνε την ποινή της διαπόμπευσης και όλα τα συμπαρομαρτούντα μαρτύρια, έβγαινε «ασπροπρόσωπος», δηλαδή απέφευγε όλη αυτή τη σπίλωση, μεταφορική και κυριολεκτική, του προσώπου του. Αν όχι, του πετούσαν επίσης λάσπη, πηλό, δηλαδή τον «προπηλάκιζαν» - απ’ όπου και οι εκφράσεις «πετάω λάσπη» και ο νεότερος όρος «λασπολογία», για τη συκοφαντία κατά ενός δημόσιου προσώπου.
Έτσι, ο κουρεμένος γουλί άνθρωπος, ο «κουτρούλης» (δηλαδή με την κούτρα, το κεφάλι, καραφλό σαν τρούλος εκκλησίας), περιφερόταν καβάλα ανάποδα στον γάιδαρο, καθώς το αδηφάγο πλήθος γιόρταζε του «κουτρούλη τον γάμο», δηλαδή τη δημόσια ταπείνωση του κουρεμένου. Σ’ αυτή τη φρικαλέα τελετή, πραγματικά δεν είχε τέλος η ευρηματικότητα του βυζαντινού όχλου. Οι κάτοικοι της Βασιλεύουσας πετούσαν στους δύστυχους ανθρώπους πέτρες, λεμονόκουπες, αλλά και τη «ρετσινιά». Αυτή που σήμερα την εννοούμε ως «συκοφαντία που δύσκολα μπορεί κάποιος να ανασκευάσει» ήταν, σύμφωνα με το Μείζον Ελληνικό Λεξικό, ένα δερμάτινο έμπλαστρο αποτρίχωσης καλυμμένο με ρητίνη, με ρετσίνι, που δεν ξεκολλούσε καθόλου εύκολα...
Σε βαρύτερα εγκλήματα, όπως ήταν η διακεκριμένη κλοπή ή η προδοσία, περνούσαν τον καταδικασμένο «διά πυρός και σιδήρου», δηλαδή τον σημάδευαν με πυρωμένο σίδερο στο πρόσωπο, στο χέρι και στο στήθος. Τότε, «σιδέρωναν» το μούτρο του. Η έκφραση «μούτρο για σιδέρωμα», δηλαδή άνθρωπος που του αξίζει η ποινή του καυτηριασμού, επέζησε στη γλώσσα μόνο ως «μούτρο», που δηλώνει τον ανήθικο, τον κατεργάρη. Και βέβαια, υπήρχαν ακόμα και οι ποινές της τύφλωσης και του κοψίματος της μύτης, που προηγούνταν της δημόσιας διαπόμπευσης, κυρίως για πολιτικά εγκλήματα. Αυτή η ποινή της «ρινοκοπίας» δημιούργησε τους «ρινότμητους», τους ανθρώπους με κομμένη μύτη. Κάποιοι από αυτούς αργότερα συνέχισαν τη ζωή τους βάζοντας μια κέρινη ή ασημένια τεχνητή μύτη για να καλύψουν την τρύπα στο πρόσωπό τους. Από αυτούς προήλθαν τα γνωστά νεοελληνικά ονόματα «Ασημομύτης» και «Κερομύτης»...
Εάν είναι δύσκολο για κάποιους να αφομοιώσουν όλες αυτές τις αγριότητες των Βυζαντινών, ας θυμηθούν τι είπε ο Διονύσιος Σολωμός: «Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές».
Ας ξεκινήσουμε από την αθώα, φαινομενικά, λέξη «κορόιδο». Το αντικείμενο του χλευασμού προέρχεται, σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, από το «κουρόγιδο», δηλαδή το «κουρεμένο γίδι». Αυτός είναι ένας όρος που χρησιμοποιήθηκε αρχικά για να περιγράψει τις μοιχαλίδες τον καιρό του Βυζαντίου, που διαπομπεύονταν δημόσια, καβάλα ανάποδα σε ένα γάιδαρο, καθώς το χριστεπώνυμο πλήθος διέσυρε, έβριζε και προσέβαλλε την κουρεμένη γουλί γυναίκα που τόλμησε να διαθέσει το σώμα της όπως επιθυμούσε...
Η κοινωνική απαξία αυτής της ταπεινωτικής κουράς των διαπομπευομένων έχει επιζήσει στη φράση, ή μάλλον στην υβριστική προτροπή, «άντε να κουρεύεσαι». Το ρήμα «κουράζω», δηλαδή «επιφέρω κόπωση», προέρχεται από την κουρά, δηλαδή το κούρεμα. «Κουράζω» στο Βυζάντιο σήμαινε «τιμωρώ με υποχρεωτικό κούρεμα». Η μεγάλη ενόχληση και η καταπόνηση της διαπόμπευσης φαίνεται πως έδωσαν στο ρήμα τη σημερινή σημασία του, της καταπόνησης...
Σήμερα, κάποιοι δυσκολεύονται να πιστέψουν πως κατά τη διάρκεια του ένδοξου χριστιανικού βυζαντινού Μεσαίωνα γίνονταν τέτοια αίσχη. Ομως, η ελληνική γλώσσα είναι αψευδής μάρτυρας των αγριοτήτων της διαπόμπευσης, που ήταν μια εθιμική κυρίως τιμωρία όχι μόνο για τους μοιχούς, αλλά και για τους μέθυσους, τους δειλούς, του κλέφτες και τους προδότες. Ο εξευτελισμός του διαπομπευομένου, που περιφερόταν σε οδούς και πλατείες, προς μεγάλη ικανοποίηση του φιλοθεάμονος όχλου, διασώθηκε στην απαξιωτική λέξη «πομπή» ή «μπομπή». Οι «μπομπές» μιας αμαρτωλής γυναίκας είναι οι ντροπές της, ο δημόσιος διασυρμός της – το τοπωνύμιο «Βαρυμπόμπη», η συνοικία των Αχαρνών, κατά μία εκδοχή αναφέρεται στον τόπο όπου μια διαπομπευμένη γυναίκα βρήκε καταφύγιο από τη βαριά διαπόμπευση που υπέστη. Αυτή η περιφορά λεγόταν ακόμα και «συγύρισμα» - η σημερινή απειλή «θα σε συγυρίσω», δηλαδή «θα σε τιμωρήσω, θα σε επιπλήξω», προέρχεται από την παλιά ονομασία της διαπόμπευσης.
Η διαπόμπευση λοιπόν ήταν μια ολόκληρη τελετουργία – ένα λαϊκό θέαμα. Την έναρξή του ανήγγελλαν οι καμπάνες - απ’ όπου και η έκφραση «του βάρεσα (ή του έριξα) καμπάνα». Καμιά φορά την αρχή της διαπόμπευσης σήμαιναν τα βούκινα ή τα τύμπανα – οι εκφράσεις «έγινε βούκινο» ή «ο κόσμος το 'χει τούμπανο κι εσύ κρυφό καμάρι» είναι από τότε. Καμιά φορά κρέμαγαν κουδούνια στον καταδικασμένο, ώστε να γίνεται πιο ηχηρή η περιφορά του – η έκφραση «του κρέμασαν κουδούνια» είναι από αυτό το έθιμο. Η περιφορά γινόταν στα «φόρα», δηλαδή στις αγορές της Κωνσταντινούπολης, από τον λατινικό όρο «forum», πληθ. «fora». Τότε, πράγματι, όλα έβγαιναν στα φόρα – και όχι «στη φόρα», όπως λανθασμένα επικράτησε.
Τα μαρτύρια των ανθρώπων που υφίσταντο την ατιμωτική διαδικασία της διαπόμπευσης δεν είχαν τελειωμό. Πετούσαν ακαθαρσίες στον διαπομπευόμενο, ενώ πασάλειβαν το πρόσωπό του με ασβόλη, δηλαδή καπνιά – έτσι έχουμε το επίθετο «αποσβολωμένος», που είναι αρχικά ο μουντζουρωμένος με καπνιά, άρα ο ντροπιασμένος, ο αμήχανος, όπως το εννοούμε σήμερα. Αυτή η ασβόλη ονομαζόταν και μούτζας «γάνα» ή «μούζα». Από τη μούζα προέρχεται και η «εθνική» μας χειρονομία, η περίφημη «μούτζα» ή «μούντζα», γιατί την καπνιά την άλειφαν με ανοιχτή την παλάμη στο πρόσωπο της μοιχαλίδας... Ακόμα θεωρούμε τη συκοφάντηση της τιμής κάποιου ως «μουτζούρα» ή «μουτζαλιά». Εάν όμως κάποιος γλίτωνε την ποινή της διαπόμπευσης και όλα τα συμπαρομαρτούντα μαρτύρια, έβγαινε «ασπροπρόσωπος», δηλαδή απέφευγε όλη αυτή τη σπίλωση, μεταφορική και κυριολεκτική, του προσώπου του. Αν όχι, του πετούσαν επίσης λάσπη, πηλό, δηλαδή τον «προπηλάκιζαν» - απ’ όπου και οι εκφράσεις «πετάω λάσπη» και ο νεότερος όρος «λασπολογία», για τη συκοφαντία κατά ενός δημόσιου προσώπου.
Έτσι, ο κουρεμένος γουλί άνθρωπος, ο «κουτρούλης» (δηλαδή με την κούτρα, το κεφάλι, καραφλό σαν τρούλος εκκλησίας), περιφερόταν καβάλα ανάποδα στον γάιδαρο, καθώς το αδηφάγο πλήθος γιόρταζε του «κουτρούλη τον γάμο», δηλαδή τη δημόσια ταπείνωση του κουρεμένου. Σ’ αυτή τη φρικαλέα τελετή, πραγματικά δεν είχε τέλος η ευρηματικότητα του βυζαντινού όχλου. Οι κάτοικοι της Βασιλεύουσας πετούσαν στους δύστυχους ανθρώπους πέτρες, λεμονόκουπες, αλλά και τη «ρετσινιά». Αυτή που σήμερα την εννοούμε ως «συκοφαντία που δύσκολα μπορεί κάποιος να ανασκευάσει» ήταν, σύμφωνα με το Μείζον Ελληνικό Λεξικό, ένα δερμάτινο έμπλαστρο αποτρίχωσης καλυμμένο με ρητίνη, με ρετσίνι, που δεν ξεκολλούσε καθόλου εύκολα...
Σε βαρύτερα εγκλήματα, όπως ήταν η διακεκριμένη κλοπή ή η προδοσία, περνούσαν τον καταδικασμένο «διά πυρός και σιδήρου», δηλαδή τον σημάδευαν με πυρωμένο σίδερο στο πρόσωπο, στο χέρι και στο στήθος. Τότε, «σιδέρωναν» το μούτρο του. Η έκφραση «μούτρο για σιδέρωμα», δηλαδή άνθρωπος που του αξίζει η ποινή του καυτηριασμού, επέζησε στη γλώσσα μόνο ως «μούτρο», που δηλώνει τον ανήθικο, τον κατεργάρη. Και βέβαια, υπήρχαν ακόμα και οι ποινές της τύφλωσης και του κοψίματος της μύτης, που προηγούνταν της δημόσιας διαπόμπευσης, κυρίως για πολιτικά εγκλήματα. Αυτή η ποινή της «ρινοκοπίας» δημιούργησε τους «ρινότμητους», τους ανθρώπους με κομμένη μύτη. Κάποιοι από αυτούς αργότερα συνέχισαν τη ζωή τους βάζοντας μια κέρινη ή ασημένια τεχνητή μύτη για να καλύψουν την τρύπα στο πρόσωπό τους. Από αυτούς προήλθαν τα γνωστά νεοελληνικά ονόματα «Ασημομύτης» και «Κερομύτης»...
Εάν είναι δύσκολο για κάποιους να αφομοιώσουν όλες αυτές τις αγριότητες των Βυζαντινών, ας θυμηθούν τι είπε ο Διονύσιος Σολωμός: «Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου