Αποτέλεσμα αυτής της φιλολογικής προσέγγισης είναι η αναγωγή της
αυτοβιογραφίας σε βιογραφία. Συχνά η ανάγνωση επικυρώνει άκριτα το
κείμενο, μετατρέποντας απλώς την πρωτοπρόσωπη αφήγηση σε τριτοπρόσωπη.
Σπανιότερα, επιχειρεί να εντοπίσει τις αποκλίσεις της αυτοβιογραφικής
προβολής από το «πραγματικό» πρόσωπο του συγγραφέα (δηλαδή: το πρόσωπο
που συνάγουμε από άλλες πηγές, τις οποίες θεωρούμε περισσότερο
αξιόπιστες).
Αν και το έργο του Τζακ Λόντον «Μάρτιν Ήντεν» δεν εντάσσεται στα
καθαρώς εννοούμενα αυτοβιογραφικά έργα, αναμφίβολα όμως στο μυθιστόρημα
αυτό αναγνωρίζονται αυτοβιογραφικές αναφορές-περισσότερες απ’ ό,τι στα
άλλα έργα του-. Ο συγγραφέας Λόντον πλάθοντας το μυθιστορηματικό
συγγραφέα Μάρτιν Ήντεν νιώθει την ανάγκη να καταθέσει την ψυχή του και
ουσιαστικά τον κάνει φερέφωνο των αντιλήψεων του.
Επιχειρώντας μία ιδεολογική προσέγγιση στον «Μάρτιν Ήντεν»
διακρίνουμε τις επιρροές που δέχτηκε ο Τζακ Λόντον από τους: Χέρμπερτ
Σπένσερ, Νίτσε, Δαρβίνου, Μαρξ, καθώς και από τα κινήματα του
σοσιαλισμού και του κοινωνικού δαρβινισμού. Οι επιρροές αυτές είναι
ορατές και στον ήρωα του, τον Μάρτιν Ήντεν.
Η ανάγνωση των «Πρώτων Αρχών» του Σπένσερ άνοιξαν νέους ορίζοντες
στον Μάρτιν Ήντεν. Η αποσπασματική θεώρηση του κόσμου που είχε έως τότε
μεταμορφώθηκε σ’ ένα ολοκληρωμένο σύστημα. Η θεωρία του φιλοσόφου, που
πρώτος (πολύ πριν την εξελικτική θεωρία του Δαρβίνου) διατύπωσε για την
επιβίωση του καταλληλότερου, αποτέλεσε τον ιδεολογικό άξονα του Ήντεν.
Στη συνέχεια ο Νίτσε στο έργο του «Τάδε έφη Ζαρατούστρα» με τη
θεωρία του για τον «υπέρ-άνθρωπο» έδρασε καταλυτικά στη σκέψη του ήρωα.
Αν και ο Λόντον θεωρούσε τον εαυτό του έναν πνευματικό αντίπαλο του
Γερμανού φιλοσόφου και πίστευε πως ο ίδιος ήταν ένας «σοσιαλιστής
υπερήρωας» που επιδείκνυε ενδιαφέρον για τους άλλους. Στο μυθιστόρημα, ο
Ήντεν διατείνεται πως είναι ατομιστής, το κράτος δεν σημαίνει τίποτε
για τον ίδιο και το μόνο που ελπίζει είναι να ‘ρθει κάποτε ο δυνατός
άντρας, ο δυνατός καβαλάρης που θα σώσει το κράτος από την ίδια του τη
σαπίλα. Ο ίδιος ο Λόντον βέβαια ισχυριζόταν ότι ο «Μάρτιν Ήντεν» ήταν
μία προσπάθεια του να επιτεθεί στον ατομικισμό, όμως η προσπάθεια του
αυτή απέβη αδόκιμη καθώς ο ήρωας του δεν επέδειξε σοσιαλιστική
συνεργασία, γι’ αυτό άλλωστε και κανένας κριτικός δεν διέγνωσε τις
προθέσεις του.
Ο Λόντον έχοντας ο ίδιος ζήσει την τραγική εμπειρία του ν’ ανήκει
στην εργατική τάξη δεν θα μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος από την «πάλη
των τάξεων» του Μαρξ. Υποστήριζε τα δικαιώματα των εργατών, οραματιζόταν
την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος και συχνά καταφερόταν
εναντίον της διεφθαρμένης αστικής τάξης. Στο μυθιστόρημα, ο ήρωας
κατακτώντας τη γνώση προσπαθεί να διαχωριστεί από τους αμόρφωτους
εργάτες. Οι άνθρωποι της εργατικής τάξης δεν έχουν ιδανικά,
περιχαρακώνονται, δεν έχουν άλλες φιλοδοξίες πέρα από την οικονομική
τους επιβίωση, συμπεριφέρονται απάνθρωπα στις γυναίκες τους και ως μόνη
διέξοδο θεωρούν τις φτηνές επαφές με τις γυναίκες και το ποτό. Ο
πρωταγωνιστής Ήντεν κάνει μία προσπάθεια να προσεγγίσει την αστική
τάξη, που στα μάτια του φάνταζε ως μορφωμένη και ότι έχει τη συναίσθηση
του ωραίου. Όταν όμως κατορθώνει να γίνει ίσος με αυτούς, παρουσιάζεται
απηυδισμένος από την υποκρισία τους καθώς θεωρεί ότι τον προσέγγισαν
λόγω της φήμης που είχε αποκτήσει και όχι λόγω της προσωπικότητάς του.
Δεν μπορεί να ενταχθεί όμως ξανά στην εργατική τάξη και καταλήγει να μην
πιστεύει πλέον στην ιδέα του ανθρώπου.
Ο κοινωνικός δαρβινισμός, που διατυπώθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα,
βρήκε ένθερμο υποστηρικτή στο πρόσωπο του Λόντον. Η θεωρία αυτή
ισχυριζόταν ότι οι κοινωνίες, όπως ένας οργανισμός, εξελίσσεται με το
πέρασμα των χρόνων. Η φύση, στη συνέχεια, ορίζει ότι ο ισχυρός επιβιώνει
ενώ ο αδύναμος εξαφανίζεται. Ο Λόντον όμως δεχόμενος και την επιρροή
του Σπένσερ και του Νίτσε ανέπτυξε τη ρατσιστική θεώρηση ότι μόνο
συγκεκριμένες φυλές έχουν τη δυνατότητα να εξελιχθούν και πίστευε
ακράδαντα στη βιολογική υπεροχή του λευκού άντρα.
Ο Μάρτιν Ήντεν μιλώντας σ’ ένα συνέδριο των σοσιαλιστών κατακρίνει
την κοινωνία των «σκλάβων», επικρίνει το σοσιαλισμό καθώς τον θεωρεί
αιτία αποδυνάμωσης μιας κοινωνίας και διατείνεται πως μόνο με την
καθοδήγηση ενός ισχυρού λευκού άντρα θα μπορέσει η κοινωνία να
εξελιχθεί.
Επιχειρώντας τη φιλολογική προσέγγιση, μέσα από τη διαδρομή που
ακολούθησε ο Μάρτιν Ήντεν για την συγγραφική του καταξίωση, ανιχνεύονται
οι αγωνιώδεις προσπάθειες που κατέβαλε και ο ίδιος ο συγγραφέας Η
μυθιστορηματική του περσόνα, ο Μάρτιν Ήντεν συγκεντρώνει πολλά από τα
χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του Λόντον.
Ο Τζακ Λόντον, που από πολύ νεαρή ηλικία άρχισε να εργάζεται,
συνειδητοποίησε από πολύ νωρίς τι σήμαινε ν’ ανήκει κανείς στην εργατική
τάξη. Ο αγώνας για τη επιβίωση, αλλά και η έμφυτη περιέργεια του για ν’
ανακαλύψει τη ζωή τον απομάκρυναν από το να λάβει μία συστηματική
μόρφωση. Οι όποιες προσπάθειές του στη συνέχεια –έγινε αυτοδίδακτος-για
να καλύψει αυτό το κενό τον οδήγησαν στη διατύπωση συχνά αντιφατικών
μεταξύ τους θεωριών, που διακρίνονται από την έλλειψη συνοχής και
ακρίβειας. Γι’ αυτό και ενώ υποστήριζε τον κοινωνικό δαρβινισμό και τον
επιστημονικό ρατσισμό, δεν έπαυε να τον προβληματίζει το γεγονός ότι «ο
ανίκητος λευκός άντρας» ήταν ικανός να καταστρέφει άλλους πολιτισμούς.
Αν και ήταν υπέρμαχος της γυναικείας χειραφέτησης και έπλασε μερικές από
τις πιο συγκροτημένες γυναικείες φιγούρες, ο ίδιος ήταν αρκετά
πατριαρχικός απέναντι στις δύο γυναίκες και στις κόρες του. Διακρινόταν
από σοσιαλιστικές αντιλήψεις, όμως τον διέκρινε και ένας ιδιαίτερα
έντονος ατομικισμός.
Πέρα από τον ιδεολογικό τομέα, παρατηρούμε σημεία σύγκλισης και στη
διαδρομή του συγγραφέα Λόντον και του ήρωα Ήντεν. Ο Λόντον από τη μία
μεριά αποφασίζει ν’ αφιερώσει τον εαυτό του στην λογοτεχνική συγγραφή
και η απόφασή του ήταν τόσο ισχυρή, ώστε προτίμησε να αγνοήσει τη
σιγουριά μίας θέσης που του προσφέρθηκε στο ταχυδρομείο-απόφαση που
λαμβάνει και ο ίδιος ο Ήντεν-. Η λογοτεχνική αναγνώριση ήρθε στη ζωή του
σχετικά νωρίς, ήταν μόλις 24 χρονών, όταν το πρώτο του έργο γνώρισε
μεγάλη απήχηση. Θεωρούσε ότι η λογοτεχνική του καταξίωση οφειλόταν στη
σκληρή δουλειά του, «το σκάψιμο», όπως το αποκαλούσε. Η σιδερένια θέλησή
του τον οδήγησε στο να γράφει κάθε πρωί χίλιες λέξεις και η επιμονή του
για να κατορθώσει όλα αυτά που ήθελε, τον έκανε να κοιμάται μόλις
τέσσερις ώρες την ημέρα.
Ο ήρωας του είναι ένας ναυτικός που ρίχνεται στη μάχη της μόρφωσης,
«δουλεύει» δεκαεννέα ώρες και κοιμάται μόλις πέντε, καθώς θεωρεί τον
ύπνο ως απώλεια πολύτιμου χρόνου. Αξιοσημείωτο σημείο στο έργο κατέχει
και ένας διάλογος μεταξύ του Ήντεν και ενός αστού, ο οποίος
αναγνωρίζοντας το στόχο του Ήντεν –να χρησιμοποιήσει τη γνώση ως
εφαλτήριο για την προσωπική του ανάδειξη- τον πείθει να εγκαταλείψει τη
στείρα ακαδημαϊκή μάθηση, που προσπαθεί ν’ αποκτήσει μέσα από μαθήματα,
όπως τα λατινικά, καθώς η «νεκρή» αυτή γλώσσα δεν θα τον οδηγήσει σε
πρακτικό αποτέλεσμα. Ο διάλογος αυτός είναι χαρακτηριστικός, καθώς
καταδεικνύει την διττή υπόσταση της γνώσης: εκείνης που χρησιμοποιείται
για προσωπική «επίδειξη» και εκείνης που αποδεικνύεται χρήσιμος οδηγός.
Αναμφίβολα, η καθημερινή αυτή εξοντωτική προσπάθεια του απεικονίζει τον
αγώνα που και ο ίδιος ο Λόντον έδωσε για να ξεγλιστρήσει από τις σκληρές
εργασιακές συνθήκες των εργοστασίων. Ο έρωτας του για τη Ρουθ, μία
κοπέλα από την αστική τάξη, τον κάνει ν’ αγωνιστεί για να γίνει ισάξιος
στα μάτια της. Πολύ γρήγορα όμως διαπιστώνει ότι η Ρουθ δεν μπορεί να
ξεφύγει από τα δεσμά της αστικής συμβατικότητας που έχει μεγαλώσει και η
μόρφωσή της- αν και τελειόφοιτη Πανεπιστημίου-είναι ιδιαίτερα
περιορισμένη. Η γυναίκα που αγαπά του ζητά επίμονα να «πιάσει μία θέση»
πιστεύοντας στον ορισμό του ανθρώπου που θα δώσει αργότερα ο Σαρτρ:
άνθρωπος στις μέρες μας (;) λέγεται μόνο αυτός που αρχίζει να βγάζει
χρήματα. Το γεγονός όμως αυτό δεν τον κάνει να την απομυθοποιήσει στα
μάτια του και πάντα φαντάζει μπροστά του ως ένα ιδανικό. Αυτό είναι και
ένα από τα σημεία που προβληματίζουν τον αναγνώστη, καθώς ο Ήντεν ενώ
πολύ γρήγορα διακρίνει ότι η αστική τάξη, που φαντάζει λαμπερή, στην
πραγματικότητα είναι ολοφάνερα τελματωμένη, για χάρη του έρωτα όμως
-όπως ισχυρίζεται- αρνείται επίμονα να διαγνώσει αυτή την παρακμή και
στην ίδια τη Ρουθ. Μόνο προς το τέλος του έργου διαπιστώνει ότι στην
πραγματικότητα ερωτεύτηκε μία εξιδανικευμένη εικόνα, χωρίς υλική
υπόσταση.
Ο ήρωας διαβάζει, «αποκωδικοποιεί» το προσωπικό ύφος άλλων
συγγραφέων-ιδιαίτερη μνεία κάνει και στον Κίπλιγκ- και γράφει ασταμάτητα
στέλνοντας τα χειρόγραφά του στους εκδότες περιμένοντας να ζήσει από
τις επιταγές τους. Δέχεται πολλαπλές αρνήσεις, καταφέρεται εναντίον του
σιναφιού των εκδοτών, τους οποίους θεωρεί μία καλοκουρδισμένη απρόσωπη
μηχανή, φτάνει πολύ συχνά στα όρια της οικονομικής ανέχειας, αλλά έχει
πίστη στον εαυτό του και στο έργο του. Πιστεύει ότι ο καλλιτέχνης δεν
μπορεί παρά ν’ αποκτήσει κάποτε τον κριτικό που του αξίζει. Τον κριτικό
που δεν θα μπορεί να κάνει κάτι άλλο παρά ν’ αναγνωρίσει το αληθινό
έργο. Παράλληλα, κάνει αισθητή την παρουσία του και σ’ ένα συνέδριο των
σοσιαλιστών, όχι όμως για να εκφράσει την ιδεολογική του συμπαράσταση,
αλλά για να διακηρύξει την πεποίθησή του για την αδυναμία του συστήματος
αυτού και την αναπόφευκτη αποτυχία του. Οι απόψεις του αυτές τον
φέρνουν σε σημείο απόκλισης από τον συγγραφέα Λόντον, ο οποίος
υποστήριζε τον σοσιαλισμό. Ή μήπως πίσω από τη θέση του Μάρτιν Ήντεν
μπορούμε να διακρίνουμε την αντίφαση στη σκέψη του συγγραφέα;
Η οικονομική πίεση που δέχεται ο πρωταγωνιστής όμως και η απόρριψη
του από τη Ρουθ, που αρνείται να πιστέψει στο ταλέντο του, τον
καταβάλλουν και η λογοτεχνική του καταξίωση έρχεται πολύ αργά για να τη
χαρεί. Εισπράττει τα χρήματα που καταφθάνουν άφθονα, αλλά δεν μπορεί να
νιώσει την παραμικρή συγκίνηση. Τα χαρίζει στους ανθρώπους, που τον
στήριξαν. Αρνείται την επιστροφή της Ρουθ, καθώς θεωρεί ότι τα
συναισθήματά του απέναντι της έχουν αλλάξει, δεν μπορεί να νιώσει πάλι
τον παλιό του έρωτα. Παρόλα αυτά αρνείται και την ανιδιοτελή αγάπη που
του προσφέρει μία κοπέλα από την εργατική τάξη, η Λίζι, γιατί δεν θέλει
να προδώσει την ιδέα του έρωτα. Μην μπορώντας να βρει χαρά πουθενά
αποφασίζει να ταξιδέψει στις Νότιες Θάλασσες και να εγκατασταθεί εκεί.
Στο ταξίδι αποφεύγει να έρθει σε επαφή με τους ανθρώπους, που πλέον τον
κουράζουν αφάνταστα και κοιμάται ασταμάτητα. Μόνη χαρά βρίσκει σ’ ένα
ποίημα του Σουίνμπερν, η ανάγνωση του οποίου τον οδηγεί στη λύση της
αυτοκτονίας.
Το τέλος που επιλέγει ο συγγραφέας να δώσει στον ήρωα του έκανε
πολλούς βιογράφους του να πιστέψουν ότι ο Λόντον- που πέθανε νωρίς, στα
40 του- δεν πέθανε από μία ασθένεια των νεφρών που τον βασάνιζε από
μικρό, αλλά ότι αυτοκτόνησε και ο ίδιος παίρνοντας υπερβολική δόση λάβδανου. Νεότερα στοιχεία όμως αποκλείουν την πιθανότητα αυτή. Άλλωστε
τον ίδιο τον χαρακτήριζε μία ιδιαίτερη αγάπη για τη ζωή, κατάστρωνε
πάντα τολμηρά σχέδια και ο ενθουσιασμός του για το μέλλον ήταν χωρίς
όρια.
Σύμφωνα με τον John Sturrock, οι αυτοβιογράφοι προσφέρουν τη ζωή
τους ώστε να γίνει κατανοητή από τους άλλους χρησιμοποιώντας μια
επικίνδυνα επεξεργασμένη μορφή. Μας μαζεύουν γύρω τους για να μας
διηγηθούν την ιστορία τους εμπιστευτικά και μας τη λένε με τρόπο τόσο
εντυπωσιακά τυπικό, ώστε μας προκαλούν μία κριτική επιφυλακτικότητα η
οποία περιπλέκει-αν δεν καταστρέφει εντελώς-την οικειότητα που θέλουν να
ενθαρρύνουν. Στην αυτοβιογραφία περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο
λογοτεχνικό είδος, πρέπει να αισθανόμαστε ότι αυτά τα κείμενα που
διαβάζουμε κατοικούνται από ένα ζωντανό άνθρωπο, και ότι ο συγγραφέας, ο
οποίος κατά περίεργο τρόπο ήταν παρών μπροστά στον εαυτό του την ώρα
της συγγραφής, είναι και τώρα παρών μπροστά μας, την ώρα που διαβάζουμε.
Η αυτοβιογραφία είναι το τεκμήριο της διαδρομής, ενός μοναδικού
ανθρώπινου πλάσματος μέσα στο χρόνο.
Έφη Παυλογεωργάτου
_
*Τζακ Λόντον (1876-1916) - Βικιπαίδεια
___________________________
ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΕ ΟΠΤΙΚΟΑΚΟΥΣΤΙΚΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗ (Αγγλικά)