Κυριακή, Δεκεμβρίου 01, 2019



Ο μεγάλος ίσκιος του Ζάουμε Καμπρέ

Κυριακή Μπεϊόγλου



Ο μεγάλος ίσκιος του Ζάουμε Καμπρέ

«Κι εγώ το θύμα: Τι άλλο μπορούσα να κάνω από το να αφήνω τις αναμνήσεις να παρελαύνουν από μπροστά μου; Τι άλλο εκτός από το να σκέφτομαι, ω, μακάρι να ήταν διαφορετική η ζωή, μακάρι να ήμασταν ικανοί να προβλέψουμε πέρα από τις πράξεις και τις αποφάσεις (…), να ήταν δυνατόν να ξαναπαίξουμε την παρτίδα, να βάλουμε το replay σε αργή κίνηση και να αναλύσουμε πού σφάλαμε, πού άρχισε να στραβώνει το πράγμα… Ισως η αυστηρή διαύγεια να είναι ένα απαράδεκτο βασανιστήριο. Ή ένας δρόμος που καταλήγει στον κυνισμό» («Η σκιά του ευνούχου», Ζάουμε Καμπρέ, Πόλις).
Ο Ζάουμε Καμπρέ είναι ένας από τους πιο ιδιαίτερους συγγραφείς που έχω συναντήσει ποτέ. Γράφει εκπληκτικά, περίπλοκα και εξαιρετικά μυθιστορήματα. Ο τρόπος που περιγράφει την ιστορία στο βιβλίο του «Η σκιά του ευνούχου» είναι μοναδικός. Μπορεί σε κάποιους να θυμίζει την αφηγηματική τέχνη του Μάρκες, όμως εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν εντελώς διαφορετικό συγγραφέα.
Η ιστορία στη «Σκιά του ευνούχου», όπως και στο αριστοτεχνικό «Confiteor», ξεδιπλώνεται αργά στα μάτια μας, δίνοντάς μας την ευκαιρία να δούμε την ομορφιά της αφήγησης αντί να προσδοκούμε το αποτέλεσμα. Ας μάθουμε όμως ποιος είναι αυτός ο τόσο ακριβός και σπάνιος συγγραφέας.

Από Βαρκελώνη



Ο Ζάουμε Καμπρέ γεννήθηκε στη Βαρκελώνη το 1947. Σπούδασε Καταλανική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης. Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Λέριδα. Εχει γράψει μυθιστορήματα, διηγήματα, θεατρικά έργα, δοκίμια, τηλεοπτικά και κινηματογραφικά σενάρια. Στα ελληνικά κυκλοφορούν επίσης τα βιβλία του «Confiteor» (Πόλις, 2016) και «Οι φωνές του ποταμού Παμάνο» (Πάπυρος, 2008).
Η ιστορία της «Σκιάς του ευνούχου»: Ο Μικέλ Ζενζάνα, τελευταίος απόγονος μιας άλλοτε ισχυρής μεγαλοαστικής οικογένειας της Καταλονίας, νιώθει πια γερασμένος, χωρίς δίψα για ζωή. Κατά τη διάρκεια ενός δείπνου με μια γοητευτική συνάδελφο δημοσιογράφο σε ένα πολυτελές εστιατόριο που στεγάζεται στο παλιό πατρικό του σπίτι, αποφασίζει να μιλήσει για το παρελθόν του: την οικογένειά του, τη στρατευμένη νιότη του, τον αγώνα του εναντίον της δικτατορίας του Φράνκο, τον παθιασμένο έρωτά του για μια βιολονίστρια, την αγάπη του για τις τέχνες. Εργο μελαγχολικής ομορφιάς, χρονικό του τέλους του φρανκισμού, οικογενειακή σάγκα, στοχασμός για την τέχνη, φιλόδοξο ιστορικό και κοινωνικό μυθιστόρημα, η «Σκιά του ευνούχου» είναι γραμμένη με απαράμιλλο ύφος και μοναδική δεξιοτεχνία. Προαναγγέλλονται εδώ τα θέματα και οι πρωτότυπες αφηγηματικές τεχνικές που θα εξερευνήσει ο Καμπρέ στις «Φωνές του ποταμού Παμάνο» και το «Confiteor»: το ζήτημα του κακού, η εξιλέωση, το βάρος του παρελθόντος, η σημασία της καλλιτεχνικής δημιουργίας και, ιδιαιτέρως, της μουσικής. Η δομή του βιβλίου ακολουθεί τη δομή του έργου του Αλμπαν Μπεργκ «Κονσέρτο για βιολί- Στη μνήμη ενός αγγέλου».
Η «Σκιά του ευνούχου» τιμήθηκε με τα βραβεία Lletra d’Or, Ciutat de Barcelona και Critica Serra d’Or και μεταφράστηκε σε δέκα γλώσσες. Κατευθείαν από τα καταλανικά το μετέφρασε για μας ο Ευρυβιάδης Σοφός, ενώ την επιμέλεια έχει κάνει η Χαρά Σκιαδέλλη.
Ο Καμπρέ επιλέγει ως θέμα μια οικογενειακή τραγωδία. Μια οικογένεια στην οποία η θλίψη έχει σκεπάσει το φως της ζωής. Με απόλυτη λογοτεχνική δεξιοτεχνία ο συγγραφέας μάς επιτρέπει να παρακολουθήσουμε τη διαδρομή του πένθους, να περάσουμε με ασφάλεια στην απόλυτη απελπισία τους, την υποκριτική αγάπη, πράγματα που δεν θέλουμε να βιώσουμε στην πραγματική ζωή. Είναι αδύνατον όταν τελειώσεις το βιβλίο να μη συνδεθείς με τους χαρακτήρες του. Σε έχουν ήδη συμπεριλάβει στο μελαγχολικό τοπίο τους. Σ' αυτό συμβάλλει και το Κονσέρτο για βιολί του Αλμπαν Μπεργκ, Σχετική εικόναστη ραχοκοκαλιά του οποίου βασίστηκε όλη η δομή του βιβλίου. Η ιστορία του συγκεκριμένου μουσικού έργου είναι ιδιαίτερα ουσιώδης για την ανάγνωση της «Σκιάς του ευνούχου». Το ελεγειακό Κονσέρτο για βιολί ήταν μια απρόσμενη -μα απολύτως απαραίτητη για οικονομικούς λόγους- παραγγελία από τον Ρωσοαμερικανό βιολιστή Λούις Κράσνερ, την οποία ο Μπεργκ αποδέχτηκε ενώ εργαζόταν πάνω στην όπερά του «Λούλου» (που έμεινε ανολοκλήρωτη εξαιτίας της συγκεκριμένης ανάθεσης) και έμελλε να αναδειχτεί σε μία από τις πιο αναγνωρίσιμες και προσφιλείς του συνθέσεις.

Σε χρόνο ρεκόρ

Ο θάνατος της Μανόν (1936-1935), Αποτέλεσμα εικόνας για Manon (1916-1935κόρης της Αλμα Μάλερ, 
Σχετική εικόνα

επιτάχυνε την ολοκλήρωσή του, γράφτηκε σε μόλις τέσσερις μήνες, χρόνο-ρεκόρ για τον ίδιο, και ο Μπεργκ τής το αφιέρωσε («Στη μνήμη ενός αγγέλου»). Το έργο, ένα ορχηστρικό ρέκβιεμ, που είναι το τελευταίο του και παρουσιάστηκε μετά τον θάνατό του, αναδύεται ως μια εικόνα αποχαιρετισμού, όχι μόνο λόγω της τραγικής εξωτερικής συνθήκης που τελικά κλήθηκε να υπηρετήσει, αλλά και λόγω της δομής του.
Είναι η ιδανική μουσική υπόκρουση για το σπίτι με τα σκοτεινά μυστικά πίσω από το λαμπερό μέτωπο μιας οικογένειας ιδιοκτητών εργοστασίων. Όλα αυτά είναι δημιουργικά ενσωματωμένα στην ιστορία της Καταλονίας και στη βαθιά αγάπη του συγγραφέα για την κλασική μουσική. Σε μια συνέντευξή του στο Parallaxi.gr ο Καμπρέ είχε πει: «Ο αναγνώστης είναι έξυπνος και μπορείς να του ζητήσεις προσοχή. Πρέπει όμως να έχει κάποιος την ικανότητα να του προσφέρει στοιχεία που να έχουν να κάνουν με την πλοκή και το στιλ ώστε να του χρησιμεύσουν ως καλλιτεχνικό ερέθισμα και, ίσως, ως αφορμή για σκέψη… Ξέρω ότι υπάρχουν χιλιάδες απαιτητικοί αναγνώστες, που απαιτούν κείμενα που να τους κάνουν να συλλογιστούν και να σκεφτούν, που δεν συμβιβάζονται στο να περνούν τον χρόνο τους με εκείνα τα άθλια προγράμματα που υπάρχουν σε αρκετές τηλεοράσεις. Αναγνώστες που δεν συμβιβάζονται με το να διαβάζουν το προφανές αλλά ψάχνουν κείμενα που να τους κάνουν να στοχαστούν. Επειδή είμαι αναγνώστης, ξέρω ποια είναι τα γούστα πολλών αναγνωστών. Δεν είναι έτσι όλοι όσοι ανοίγουν ένα βιβλίο, σύμφωνοι. Αλλά δεν μπορούμε να σταματήσουμε να εξηγούμε και να γράφουμε χωρίς να ενδιαφερόμαστε για το επίπεδο των αναγνωστών».

Ζάουμε Καμπρέ:«Ζούμε σε μια δύσκολη εποχή μετάβασης προς το άγνωστο»Parallaxi.gr..


Νομίζω πως περιγράφει ακριβώς αυτό που ένιωσα τελειώνοντας τη «Σκιά του ευνούχου». Διάβασα εξαιρετικά καλή λογοτεχνία που δεν ήθελα να τελειώσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: