Βαρύ το χέρι του καιρού και το ΄ριξε στο σπίτι!
Παλιές καλές νοικοκυρές, ταξιδεμένες ούλες,
παππούδες μ΄άσπρα τα μαλλιά, καλόκαρδες κυρούλες,
χαρές κρυφέςτης γειτονιάς στο φως του αποσπερίτη.
Κι ήρθε η Ζωή κι αρώτησε, τάχα το πού , το ποιο;
Κ΄έτσι που η Μνήμη ακούμπησε, να θυμηθεί, στο χέρι,
περάσαν τα φαντάσματα παλιών καιρών ασκέρι
κ΄ένα γυαλί μου δώκανε, φαρμάκι για να πιω.
Μα εγώ, καιροί, στο πείσμα σας, με της καρδιάς τη χάρη,
παλάτι το ξανάχτισα το σπίτι μια βραδιά:
τα ταίρια και τ΄αντρόγυνα-πουλάκια τα παιδιά,
κι όλα να πίνουν γελαστά στη φούχτα το φεγγάρι.
Αθανάσιος Κυριαζής (1887-1950)* , "Εκατόμβη", 1920
*Ο Α. Κ. έζησε "στη βαριά σκιά του Παλαμά", χωρίς να ακολουθήσει
τους ποιητές του μεσοπολέμου στην προσπάθεια για ανανέωση
-μορφική και θεματική- της ποίησης. Υπήρξε ανώτερος υπάλληλος
του ΓΛΚ και ιδεολογικά δεν έκρυψε ποτέ ότι τον γοήτευαν
οι ιδέες του σοσιαλισμού.Έγραψε πολλά ποιήματα,
όπου κυριαρχούν τα μοτίβα της νοσταλγίας για τις τρυφερές
στιγμές της παιδικής ζωής, της παλιάς οικογενειακής ευτυχίας
και των ερώτων της νιότης. Η ποίησή του δεν "απογειώνει"
τον αναγνώστη, οπωσδήποτε όμως ξεχωρίζει για τη φυσικότητα
και την απλότητά της, διατηρώντας την αύρα της Ρουμελιώτικης
καταγωγής του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου