Όταν δεν θα ΄μαι πια
Όταν θα ΄χω σκεπάσει το πρόσωπο
Μ΄ένα θαμπό πανί, μια προσωπίδα
Καθώς οι μεταμφιεσμένοι
Οι προσωπιδοφόροι
Όταν θα ΄χω περάσει πέρα απ΄τα βουνά
Τα σταθερά αμέτρητα σύνορα
Εκεί που παν και χάνονται
Τ΄αγύριστα ποτάμια
Όταν θα ΄χω μακρύνει, θυμήσου με,
Πες τ΄όνομά μου, φώναξέ με
Μην ξεχαστώ, μην ξαστοχήσω.
Γιώργος Θέμελης*
(Έγκριτος φιλόλογος,
που δίδαξε και στο Πειραματικό Θεσσαλονίκης,
καλός ποιητής και κριτικός, από τους βασικούς
συνεργάτες του περιοδικού Κοχλίας)
ΜΑΡΤΥΡΙΑ
« Και ποιοι είναι, σας παρακαλώ, αυτοί οι συνταγματάρχες, που ήρθαν να με κυβερνήσουν; Με ρώτησαν αν τους θέλω;».
Τα τελευταία χρόνια, καθώς μας διάβαζε τα ποιήματά του, τον έπιαναν λυγμοί. Σταματούσε και μας ζητούσε να τον συγχωρέσουμε.« Δεν είναι τίποτα, μας έλεγε, συγκινούμαι από την ίδια μου τη φωνή , σα να ΄ναι μια άλλη». Άραγε έλεγε την αλήθεια ή προσπαθούσε να μας παραπλανήσει; Ποια να ΄ταν τάχα η «άλλη φωνή;» που τον έκανε να κλαίει; Μας σπάραζε την ψυχή. Έπειτα ξανάρχιζε ν΄απαγγέλλει τέλεια αυτοκυριαρχημένος, αλλά άλλοι λυγμοί έρχονταν σαν κύματα να σκεπάσουν τη δυνατή φωνή, που πριν λίγο ακουγόταν καθαρή, κρυστάλλινη, τελετουργική. Αυτή τη φωνή δε θα την ξεχάσω ποτέ.
Ένα χρόνο πριν απ΄το θάνατό του άρχισε να με παίρνει κι εκείνος στο τηλέφωνο, πράγμα που δεν έκανε τα προηγούμενα χρόνια. Δε με ρωτούσε πώς πάω, αν είμαι καλά, αλλά: «Πώς πάει η ποίηση;»φώναζε μέσα στο τηλέφωνο σαν μανιακός. Πάνω απ΄όλα η ποίηση. με πάθος και προσήλωση. Το μέγα πάθος για τον Γιώργο Θέμελη. Κι όταν ερχόταν στο σπίτι, αφού τελείωναν τα τραταμέντα (=κεράσματα), έλεγε ανυπόμονα : «Λοιπόν θα διαβάσουμε τώρα; Ποιος θα κάνει την αρχή;».
Δεν εννοούσαμε να μαζευτούμε σ΄έναν χώρο χωρίς να διαβάσουμε. Όλα καλά. Οι συζητήσεις , τα τραταμέντα, το ντουμάνιασμα απ΄τ΄αλλεπάλληλα τσιγάρα μας, αλλά τώρα όλ΄αυτά στη μπάντα κι ανοίξτε τόπο να χωρέσει η ποίηση. Αυτό προπάντων ήτανε ο Θέμελης."
Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου , "Γιώργος Θέμελης - Εις Μνήμην", Περιοδ. Νέα Εστία, τευχ. 1243.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου