[ Αλκίφρων : Αθηναίος ρήτορας που έζησε ανάμεσα
στον 3ο και 2ο αιώνα π.Χ.
Συνέγραψε μία σειρά από πλασματικές επιστολές,
οι οποίες θεωρούνται υποδείγματα "αττικού ύφους".
"Συντάκτες" των επιστολών υποτίθεται ότι είναι αγρότες,
ψαράδες, παρασιτικοί τύποι και εταίρες του αθηναϊκού 4ου αιώνα π.Χ.
Οι 124 σωζόμενες επιστολές του χωρίστηκαν από τους
γραμματολόγους σε τέσσερα βιβλία και αποτελούν
την ανάγλυφη εικόνα του ιδιωτικού βίου της εποχής
εκείνης, οι πιο πολλοί δε από τους τύπους του παρουσιάζουν
μιαν εξαιρετική ομοιότητα με τους ανθρώπους της εποχής μας.]
ΑΛΙΕΥΤΙΚΑΙ ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ
13
Ο ΕΥΑΓΡΟΣ ΣΤΟΝ ΦΙΛΟΘΗΡΟ
Mπουνάτσα κι η θάλασσα γεμάτη ψάρια΄
άπλωσα το δίχτυ μου, αλλά ήταν σχισμένο
σε πολλές μεριές. Δεν ήξερα τι να κάνω.
Τότε μου ήρθε η σισύφεια ιδέα να πάω
στον τοκογλύφο τον Χρέμητα και να βάλω
υποθήκη το σκάφος μου για τέσσερα χρυσά
νομίσματα και μ΄αυτά να επισκευάσω τα δίχτυα.
Αμ΄έπος λοιπόν , αμ΄ έργον!
Ο Χρέμης, αυτός ο συνοφρυωμένος σκελετός
με το ταυρίσιο βλέμμα, ποθώντας μάλλον να βάλει
στο χέρι τη βάρκα μου, άφησε κατά μέρος
το βαρύ κι ασήκωτο ύφος του και, κοιτώντας με
στα μάτια χαμογελαστός, με διαβεβαίωσε ότι
ήταν πάντα στη διάθεσή μου.
Ήταν ολοφάνερο , έτσι ξαφνικά που άφησε
κατά μέρος το σκυθρωπό του ύφος, πως δεν
σκεφτόταν κάτι καλό και πως η ανθρωπιά του
ήταν σκέτη υποκρισία.
Όταν ήρθε ο καιρός της πληρωμής και μαζί με
το αρχικό κεφάλαιο ζητούσε και τον τόκο,
χωρίς να δίνει προθεσμία ούτε μία ώρα, τότε
κατάλαβα πως αυτός που είχε στημένο το
παραμάγαζό του στην πύλη του Διομήδη ήταν
ο ίδιος που τόσο καλά γνώριζα , δηλαδή
ο μισάνθρωπος Χρέμης, ο γιος του Φλυέα.
Ήταν λοιπόν έτοιμος να μου αρπάξει το σκάφος.
Βλέποντας εγώ πόσο στριμόκωλα ήταν τα πράματα,
τρέχω αμέσωςστο σπίτι μου και τη χρυσή
αλυσίδα, που κάποτε όταν είχα παράδες την
είχα φτιάξει ως περιδέραιο για τη γυναίκα μου,
την αποσπώ απ΄το λαιμό και πήγα και την
πούλησα στον Πασίωνα τον τραπεζίτη.
Συγκέντρωσα τα χρήματα μαζί με τον τόκο
και πήγα και του τα ΄δωσα, κάνοντας όρκο
να μην προλάβω να ζήσω αν καταφύγω άλλη
φορά σε κάποιον από τους τοκογλύφους,
ακόμα κι αν χρειαστεί να πεθάνω από την πείνα.
Καλύτερα να πεθάνω αξιοπρεπώς, παρά
να γίνω υποχείριο ενός εξηνταβελόνη γέρου.
άπλωσα το δίχτυ μου, αλλά ήταν σχισμένο
σε πολλές μεριές. Δεν ήξερα τι να κάνω.
Τότε μου ήρθε η σισύφεια ιδέα να πάω
στον τοκογλύφο τον Χρέμητα και να βάλω
υποθήκη το σκάφος μου για τέσσερα χρυσά
νομίσματα και μ΄αυτά να επισκευάσω τα δίχτυα.
Αμ΄έπος λοιπόν , αμ΄ έργον!
Ο Χρέμης, αυτός ο συνοφρυωμένος σκελετός
με το ταυρίσιο βλέμμα, ποθώντας μάλλον να βάλει
στο χέρι τη βάρκα μου, άφησε κατά μέρος
το βαρύ κι ασήκωτο ύφος του και, κοιτώντας με
στα μάτια χαμογελαστός, με διαβεβαίωσε ότι
ήταν πάντα στη διάθεσή μου.
Ήταν ολοφάνερο , έτσι ξαφνικά που άφησε
κατά μέρος το σκυθρωπό του ύφος, πως δεν
σκεφτόταν κάτι καλό και πως η ανθρωπιά του
ήταν σκέτη υποκρισία.
Όταν ήρθε ο καιρός της πληρωμής και μαζί με
το αρχικό κεφάλαιο ζητούσε και τον τόκο,
χωρίς να δίνει προθεσμία ούτε μία ώρα, τότε
κατάλαβα πως αυτός που είχε στημένο το
παραμάγαζό του στην πύλη του Διομήδη ήταν
ο ίδιος που τόσο καλά γνώριζα , δηλαδή
ο μισάνθρωπος Χρέμης, ο γιος του Φλυέα.
Ήταν λοιπόν έτοιμος να μου αρπάξει το σκάφος.
Βλέποντας εγώ πόσο στριμόκωλα ήταν τα πράματα,
τρέχω αμέσωςστο σπίτι μου και τη χρυσή
αλυσίδα, που κάποτε όταν είχα παράδες την
είχα φτιάξει ως περιδέραιο για τη γυναίκα μου,
την αποσπώ απ΄το λαιμό και πήγα και την
πούλησα στον Πασίωνα τον τραπεζίτη.
Συγκέντρωσα τα χρήματα μαζί με τον τόκο
και πήγα και του τα ΄δωσα, κάνοντας όρκο
να μην προλάβω να ζήσω αν καταφύγω άλλη
φορά σε κάποιον από τους τοκογλύφους,
ακόμα κι αν χρειαστεί να πεθάνω από την πείνα.
Καλύτερα να πεθάνω αξιοπρεπώς, παρά
να γίνω υποχείριο ενός εξηνταβελόνη γέρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου