Δευτέρα, Ιανουαρίου 31, 2011

ΑΠΟ ΤΑ ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ


 ΠΩΣ Η "ΔΟΛΟΠΛΟΚΟΣ" ΗΡΑ ΠΑΡΕΣΥΡΕ
ΤΟΝ ΕΡΩΤΥΛΟ ΔΙΑ ΣΕ ΜΙΑΝ 
ΟΜΟΡΦΗ ΕΡΩΤΙΚΗ ΣΥΝΕΥΡΕΣΗ,
ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΤΟΝ ΚΟΙΜΗΣΕΙ 
ΚΑΙ ΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΕΙ ΤΗΝ ΠΡΟΣΟΧΗ ΤΟΥ
ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΛΕΜΙΚΑ ΔΡΩΜΕΝΑ .
Η ΠΟΛΥΜΗΧΑΝΗ ΘΕΑ ΕΔΩΣΕ ΕΤΣΙ ΤΗΝ  
ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΣΤΟΝ ΠΟΣΕΙΔΩΝΑ ΝΑ ΒΟΗΘΗΣΕΙ
ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΤΡΩΩΝ
[ΙΛΙΑΔΑ: Ξ, στ.  283-377. Μετάφραση: Ιάκωβος Πολυλάς]


Στην Ίδην την πολύβρυσην, μάνα θεριών, εφθάσαν
και στο Λεκτό την θάλασσαν δια την στεριάν αφήκαν,
και κάτω από τα πόδια τους οι λόγγοι σειούν τες άκρες.
Ο Ύπνος στάθηκεν αυτού, μη τον ξανοίξει ο Δίας.
Και ανέβ’ εις έλατο τρανό που είχε βγει στην Ίδην
και ως τον αιθέρ’ απλώνονταν τα απέραντα κλαδιά του.

Αυτού, στου ελάτου τα δασιά κλωνάρια κουρνιασμένος,
προς τ’ ορεινό, καλόφωνο πουλί προσομοιάσθη,
το λέγουν κύμινδη οι θνητοί, κι οι αθάνατοι Χαλκίδα.
Κι Ήρα επάτησε γοργά μίαν κορφήν της Ίδης
τον Γάργαρον, κι ευθύς ο Ζευς την είδ’ ο βροντοφόρος.
Την είδε και όλην την ψυχήν του συνεπήρε ο πόθος,
ωσάν εκείνο τον καιρόν που εχάρηκαν στην κλίνην
το πρώτο γλυκοαγκάλιασμα, κρυφ’ από τους γονείς των.
Αντίκρυ της εστάθηκεν εκείνος και της είπε:

«Τι βιαστικά τον Όλυμπον για δω κατέβης, Ήρα;
Και αμάξι, αν θέλεις ν’ ανεβείς, και άλογα εδώ δεν έχεις.».
Του αντείπε η σεβαστη θεά με δόλον εις τον νουν της:
«Στης θρέπτρας γης τα πέρατα θα πάω να ιδώ την μάνα
Τηθύν, και τον Ωκεανόν, αρχήν των θεών όλων,
οπού με γλυκοανάστησαν στα σπίτια τους εκείνοι.
Πηγαίνω αυτού τες άλυτες να λύσω διαφορές τους.
Ότι πολύν τώρα καιρόν, ως είναι χολωμένοι
δεν θέλουν να συγκοιμηθούν στην νυμφικήν τους κλίνην.

Κι είναι ζεμένα τ’άλογα της Ίδης εις την ρίζαν,
που θα με φέρουν πετακτά της γης και του πελάγου.
Και χάριν σου απ’ τον Όλυμπον καθώς με βλέπεις, ήλθα,
μην έπειτα μου χολωθείς, αν μυστικά στο δώμα
θα πήγαινα του Ωκεανού που τρίσβαθος κυλάει.».

Και ο Δίας της απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης:

«Εκεί να πας έχεις καιρόν, ω Ήρα, και κατόπιν.
Τώρ’ ας πλαγιάσωμεν εμείς τον πόθον να χαρούμε.
Ότι θεάς μήτε θνητής ποτέ παρόμοιος έρως
στα στήθη δεν μου υπόταξε στα βάθη της ψυχής μου,
ούδ’ όταν του Ιξίονος μου άρεσε η γυναίκα,
που τον Πειρίθοον γέννησεν ισόθεον στην γνώσιν.

Ούδ’ όταν η καλόφερνη του Ακρισίου κόρη
Δανάη, που τον δοξαστόν εγέννησε Περσέα,
ουδέ του ενδόξου Φοίνικος η κόρη, που τον Μίνω,
και τον θεϊκόν Ραδάμανθυν εγέννησε από εμένα,
ούδ’ η Σεμέλη ή στων Θηβών την πόλιν η Αλκμήνη,
οπού τον λεοντόκαρδον εγέννησε Ηρακλέα
κι η άλλη τον Διόνυσον, χαράν εις τους ανθρώπους.
Ή της ωραίας Δήμητρος μου άρεσαν τα κάλλη
ή της περίλαμπρης Λητούς, ή πρώτα τα δικά σου,
καθώς για σε πόθος γλυκός με συνεπαίρνει τώρα.».

Κι η δέσποιν’ Ήρ’ απάντησε με δόλον εις τον νουν της:
«Κρονίδη τρομερώτατε, οποίον λόγον είπες!
Αν θέλεις τώρα ερωτικά μαζί να κοιμηθούμε
της Ίδης εις τες κορυφές, σκέψου ότι φαίνοντ’ όλα.
Και τι να γίνει αν μας ιδεί κανείς των αθανάτων
στον ύπνον μας και τρέξει ευθύς και το γνωρίσουν όλοι;
Από παρόμοιο πλάγιασμα στο δώμα σου να γύρω
δεν θα μπορούσα εγώ ποτέ, θα ήταν εντροπή μου,
αλλ’ αν σου το ζητά η καρδιά, τον θάλαμόν σου έχεις
που σου’καμεν ο Ήφαιστος ο ποθητός υιός σου
με στερεά θυρόφυλλα και με τους παραστάτες.
Κει πάμε να πλαγιάσουμε, αφού σου αρέσ’ η κλίνη.».

Κι ο Διας της απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης:
«Ήρα, ποσώς μη φοβηθείς μη των θεών κανένας
ή των ανθρώπων μας ιδεί. Γύρω θ’ απλώσω νεφος
χρυσό που μήδ’ ο Ήλιος ανάμεσα θα βλέπει,
περαστικόν αν έχει φως, τα πάντα να ξανοίγει.».

Είπε και την ομόκλινην αγκάλιασε ο Κρονίδης.
Και η θεία γη τους έβγαλε χλωρό χορτάρι νέο,
κρόκον, τριφύλλι τρυφερό και φουντωμένα κρίνα,
που τους βαστούσαν μαλακά την γην να μην εγγίζουν.
Σ’ αυτά πλαγιάσαν με χρυσήν νεφέλην τυλιγμένοι,
ωραίαν, οπού λαμπερές τους έραινε σταλούλες.

Έτσι στο Γάργαρον ψηλά, καθώς τον συνεπήραν
ύπνος και πόθος, ήσυχα κοιμόταν ο πατέρας
στο πλάγι της συντρόφου του. Και ο Ύπνος προς τα πλοία
των Αχαιών εχύθη ευθύς την είδησιν να φέρει
του γεωφόρου, κι έφθασε και του’πε: «Ω Κοσμοσείστη,
μ’ όλην σου τώρα την καρδιά βοήθα τους Αργείους
προσώρας καν να δοξασθούν, όσο κοιμάται ακόμη
ο Ζευς, που εγώ με κάρωμα γλυκό ζωσμένον έχω,
κι η Ήρα τον ξεγέλασε μαζί της να πλαγιάσει.».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ο Νίκος Σαραντάκος βγήκε σε σύνταξη και μας δωρίζει την απολαυστική αποχαιρετιστήρια ομιλία του (1ο Μέρος)

  Αναμνήσεις ενός μεταφραστή (1ο μέρος) ΝΙΚΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΚΟ...