Κυριακή, Ιανουαρίου 16, 2011

Η ΠΛΕΞΙΔΑ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟΣ


Βερενίκη ΙΙ της Αιγύπτου
(267-221 π.Χ.) 
Στα 243 π.Χ, ο σύζυγός της Πτολεμαίος ΙΙΙ ο Ευεργέτης ( 246 π.Χ.-221 π.Χ.) ανέλαβε , στο πλαίσιο του Τρίτου Συριακού Πολέμου, μια πολύ επικίνδυνη αποστολή εναντίον των Σελευκιδών, που είχαν δολοφονήσει την αδελφή του.
Η νιόπαντρη σύζυγός του, Βερενίκη, ορκίστηκε στην Αφροδίτη να "θυσιάσει" την πλούσια ξανθή κόμη της , για την οποία ήταν ιδιαίτερα περήφανη, εάν ο άντρας της επέστρεφε ασφαλής.
Όταν ο Πτολεμαίος κατάφερε να επιστρέψει σώος και αβλαβής στο βασίλειό του, η Βερενίκη έκοψε το πλούσιο μαλλί της και το απόθεσε στο ναό της Αφροδίτης. Όμως την επόμενη μέρα διαπιστώθηκε ότι η κόμη είχε εξαφανιστεί, γεγονός που εξαγρίωσε το βασιλικό ζεύγος. Τότε ο αστρονόμος Κόνων ανακοίνωσε ότι η προσφορά της Βερενίκης τόσο πολύ άρεσε στη θεά , ώστε τη μετέφερε στον ουρανό, δίνοντας  έτσι όνομα στον αστερισμό που έκτοτε καλείται "κόμη της Βερενίκης"


Η ΚΟΜΗ ΤΗΣ ΒΕΡΕΝΙΚΗΣ

[Ποίημα που εμπνεύστηκε ο  Καλλίμαχος
(310-240 π.Χ. Λόγιος ελληνιστής, ποιητής
και βιβλιοθηκάριος στη βιβλιοθήκη 
του Πτολεμαίου Β΄στην Αλεξάνδρεια )
από τη γοητευτική ιστορία 
της βασιλικής κόμης και το οποίο δυστυχώς
 σώθηκε μόνο στη λατινική του μετάφραση.
Η πρωτοτυπία του ποιήματος βρίσκεται
στο ότι την αφήγηση του περιστατικού 
κάνει όχι ο ποιητής αλλά η... πλεξίδα της Βερενίκης.
Το ποίημα μεταφράστηκε στην Ελληνική γλώσσα από
από δύο πολύ καλούς ελληνιστές , 
τον ποιητή Μαρίνο Σιγούρο 
και τον φιλολογο Στυλιανό Αλεξίου.]
1.
Εκείνος που του Απείρου είδε τα φώτα
και ξέρει πότε βγαίνουν, πότε σβήνουν,
πως ο Ήλιος σκοτεινιάζει και τ' αστέρια
στους γύρους των ωρών αλλάζουν δρόμους
κι ο Έρωτας πως στη Λάτμο κρυφοκράζει
απ' τον αιθέριο κύκλο την Τριοδίτη-
είδε κι εμέ ψηλά στον ουράνιο φέγγος
λαμπρόμορφη της Βερενίκης κόμη.
Υψώνοντας δεητικά τα χέρια
εκείνη στη θεά μ' έκαμε τάμα
όταν ο βασιλιάς νιόγαμπρος πήγε
πολεμιστής των Ασσυρίων τις χώρες,
αφού έστησε στης παρθενιάς τη νίκην
ερωτικά τρόπαια μια νύχτα μόνο.
Οι νιόνυφες μισούν την Αφροδίτη;
ή σβήνουν τη χαρά ψεύτικα δάκρυα
που θλιβερά στο θάλαμο σταλάζουν;
Μα τους θεούς αληθινά στενάζουν
το ξέρω απ' της βασίλισσας τους θρήνους
στη σκληρή μάχην ο άντρας της σαν πήγε.
Την κλίνη που ερημώθηκε πενθούσες,
ή για το χωρισμό γλυκού αδερφού σου;
Η ερωτική θλίψη βαθιά σε λιώνει
κι ο πόθος την καρδιά πικρά σπαράζει
αλλόφρενη το νου σα να'χεις χάσει!
Μα εγώ σαν μεγαλόψυχη παρθένα
σε γνώρισα και στα μικρά σου χρόνια.
Λησμόνησες το έργο το φημισμένο
που σ' έκαμε του βασιλιά γυναίκα
και κανένας δεν τόλμησε παρόμοιο;
Τον άντρα θλιβερή αποχαιρετούσες
και με τα κρινοδάχτυλά σου χέρια
εσφούγγιζες τα δακρυσμένα μάτια!
Ποιoς τάχα θεός τόσο να σ' έχει αλλάξει!
Και για το γυρισμό του ποθητού σου
στους αθάνατους μ' έχεις κάμει τάμα
με όρκους και με σπονδές απο αίμα ταύρων.
Εκείνος, πριν πολύς καιρός περάσει,
υπόταξε στην Αίγυπτο τις χώρες
της Ασίας κι εγώ για τα έργα τούτα
στων άστρων το χορό ψηλά πηγαίνω
για να λύσω των όρκων της το χρέος
Βασίλισσα, μ' έκοψες άθελά μου
στο ξανθό σου σ' ορκίζομαι κεφάλι,
κι όποιος για σε ψεύτικους όρκους κάνει
πικρά ας το ξεπληρώσει ΄πως το αξίζει
Ν' αντισταθεί στο σίδερο ποιός ξέρει;
Και το ψηλό βουνό έγειρεν ακόμη
που ανέβαινε της Φθίας το ένδοξο τέκνο,
νέο πέλαγο σαν άνοιξαν οι Μήδοι
κι οι βάρβαροι πλεύσανε μες στον Άθω.
Στο σίδερο μπροστά που ξεριζώνει
και όρη, μια κόμη τι μπορεί να κάμει;
Ω Δία, το γένος όλο των χαλύβων
είθε να ξεκληρίσει κι όποιος πρώτος
εζήτησε να βρει στης γης τα σπλάχνα
το σίδερο, για να το πελεκήσει.
Οι αδερφές μου πλεξίδες εθρηνούσαν
το χωρισμό και τη δική μου μοίρα,
όταν με ανεμοσάλευτα φτερούγια
που αντιχτυπούσαν μες στα αιθέρια πλάτη,
εφάνηκε της Χλώρης Αρσινόης
το άλογο, του Αιθίοπα το αδερφι,
μ' εσήκωσε και στο άπειρο μ' επήγε
μες στον αγνό κόρφο της Αφροδίτης.
Κι έστειλε δούλο τότε η Ζεφυρίτη
που μένει στου Κανώβου το ακρογιάλι
για να μην έχει χάρη μόνο
το στέμμα της Αριάδνης να'ναι στ' άστρα,
αλλά κι εμείς, ιερά χρυσά στολίδια,
της ξανθής κόμης να φεγγοβολούμε.
Δακρύβρεχτο με πάει στα θεία τεμένη
η θεά σαν άστρο νέο στ' αρχαία τ' αστέρια.
Στο φως του Λιονταριού και της Παρθένας,
που λάμπουν λάι στην Καλλιστώ την κόρη,
είμαι κι εγώ και προς τη δύση γέρνω
σαν οδηγός του αργόσυρτου Βοώτη
που χάνεται στερνός στα ωκεάνια βάθη.
Οι θεοί τη νύχτα με πατούν, με κρύβουν,
μα σαν χαράζει στην Τηθύα γυρίζω.
[Συχώρεσε ό,τι λέω, Ραμνούσια κόρη
και την αλήθεια δε θα μ' εμποδίσει
της ψυχής τα κρυφά να εξιστορήσω].
Όχι χαρά, μα βαθιά θλίψη νιώθω
γιατί πάντα μακριά είμαι απο την κόρη.
Όταν ήτανε ξέγνιαστη παρθένα
μ' εράντιζε με μύρα μοσκοβόλα.
Νιόνυφες, τώρα που σαν ζευγαρώνει
γάμου λαμπάδα ποθητή, μη δώστε
στους άντρες το κορμί, μην ξεγυμνώστε
τα βυζιά σας, προτού για με σταλάξει
μύρο ακριβό απο σας που λαχταράτε,
όσα προνόμια σε αγνή κλίνη πρέπουν.
Μα όποια του γάμου επρόδωσε την πίστη
η γη ας πιεί την ακάθαρτη σπονδή της,
κι απο ανάξιες δεν θέλω άπρεπα δώρα.
Η ομόνοια μες στα σπίτια σας να μένει
πάντα κι η αγάπη μες στ' αγνά σας στήθια.
Κι εσύ όταν θα τιμάς την Αφροδίτη
με γιορτινές λαμπάδες κάτου απ' τ' άστρα,
βασίλισσα, μη δέεσαι, μονάχα,
με σπονδές χύνε πάντα πλούσιων μύρων
για κείνη και για μένα. Αχ! να μπορούσα
κόμη βασιλική να ξαναγίνω
κι ο Ωρίονας στον Υδροχόον ας φέξει.
(Μετάφραση: Μαρίνος Σιγούρος)
 

2
Εκείνος που των ουρανών τ' αμέτρητα είδε φώτα
και ξέρει πότε θ' ανατείλουν και θα δύσουν,
πώς σκοτεινιάζει η φλογερή λάμψη του γρήγορου ήλιου,
πώς χάνονται οι αστερισμοί και βγαίνουν άλλοι,
πώς η Σελήνη πάει κρυφά προς το βουνό της Λάτμου
όταν η αγάπη από τα ύψη την καλεί στη γη,
αυτός, ο Κόνων, μ΄ είδε στον αιθέρα, μες στη νύχτα,
πλεξούδα απ' τα ξανθά μαλλιά της Βερενίκης,
να λάμπω! Σ' όλους τους θεούς εκείνη μ' είχε τάξει
τείνοντας ικετευτικά τα ωραία της χέρια,
τότε που ο άντρας της απ' τον υμέναιο ξαναμμένος.
έφευγε προς των Ασσυρίων τη γη, να την κουρσέψει.
Και τότε σ' όλους τους θεούς, για χάρη του αδελφού σου,
μ' έκανες τάμα με πολλές θυσίες ταύρων.
για νά 'ρθει πίσω γρήγορα, και την Ασία να υποτάξει-
κ' ήρθε κι αυξήθηκαν οι χώρες της Αιγύπτου.
όλα έγιναν! Και στο ναό των θεών εγώ δοσμένη.
καινούργιο χάρισμα, το τάξιμο εκπληρώνω.
Χωρίς να θέλω απ' τα μαλλιά σου, ρήγισσα, έχω φύγει,
χωρίς να θέλω· στο κεφάλι σου όρκο παίρνω,
(αχ, να πεθάνει όποιος σ' εκείνο ψεύτικο όρκο κάνει),
στο μέταλλο όμως ποιος μπορεί ν' αντισταθεί;
Οι άλλες πλεξούδες οι αδερφές μου έκλαιγαν και μ' αναζητούσαν,
όταν του Αιθίοπα Μέμνονα το αδέρφι,
με φτερούγες που πάλλονταν ωθώντας τον αέρα,
ήρθε μετέωρο, τ' άλογο της Αρσινόης!
Με παίρνει και μεσ΄ απ' του αιθέρα τις σκιές πετώντας
ψηλά με φέρνει και στης θεάς τα γόνατα αλαφρά μ' αφήνει.
Ναι, η Αφροδίτη του Ζεφυρίου άκρου τ' άλογο είχε στείλει
(που έχει στ' ακροθαλάσσι του Κανώπου το ναό της)
για να μην είναι στου ουρανού του ορθού τα μύρια φώτα
μόνο τ' ολόχρυσο στεφάνι της Αριάδνης,
αλλά κ' εγώ πάνω απ' τα ύψη αυτά να λαμπυρίζω,
δώρο ιερό απ' το ξανθό σου το κεφάλι
Υγρή απ' τη δρόσο στα παλάτια των θεών ως μπαίνω, αστέρι
καινούργιο με τ' αρχαία μαζί με βάζει τ' άστρα,
και της Παρθένας και του Λιόντα τ΄ άγριου γειτονεύω
τώρα τα φώτα, με της Καλλιστώς κοντά τ' αστέρια,
και προς τη δύση στρέφομαι οδηγός του οκνού Βοώτη
που αργά πολύ βυθίζεται στον Ωκεανό.
Μα κι αν τη νύχτα ανάερα πόδια των θεών μ' αγγίζουν,
κι αν το πρωί η λευκή Τηθύς με ξαναπαίρνει.
(Ραμνούσια κόρη, όσα θα πώ χωρίς θυμό ας τ' ακούσεις,
δεν θα την κρύψω την αλήθεια εγώ από φόβο.
όχι, και τ' άλλα τ' άστρα ολόγυρα μου ας ψιθυρίζουν
για να μην πώ όσα σκέπτομαι και θέλω),
δε χαίρομαι τόσο γι' αυτό όσο πικρή είν' η θλίψη
που είμαι μακριά από το κεφάλι της κυράς μου.
Μα όταν εσύ, βασίλισσα, κοιτάζοντας τ' αστέρια
λατρεία στην Αφροδίτη θα προσφέρεις με λαμπάδες
και με σπονδές μυρωδικών για με που ήμουν δική σου.
χωρίς φειδώ τα δώρα σου νά ΄ναι παρακαλώ.
Τι θέλω εγώ στους ουρανούς; Μαλλί της Βερενίκης πάλι ας γίνω, και ο Ωριων ας πάει να λάμπει πλάι στον Υδροχόο.

(Μετάφραση: Στυλιανός Αλεξίου. Περιοδικό «Παλίμψηστον» της  Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης Ηρακλείου)

Δεν υπάρχουν σχόλια: