3
Η ΣΟΥΜΑ
Η ΣΟΥΜΑ
Επιστρέφοντας από την καταραμένη Αντίμπ, πέταξα τα πράγματα της εκδρομής στην κρεβατοκάμαρα και ορκίστηκα να μην ξανακοιμηθώ εκεί μέσα, ώσπου να τελειώσει το κακό που με βρήκε . Περιορίζομαι στο να παίρνω από τα αποθέματα της ντουλάπας κάποιο ρούχο στην τύχη, που ύστερα από συνεχή χρήση πολλών ημερών το πετώ κουρέλι στο μπάνιο. Ένας τεράστιος σωρός από άπλυτα περιμένει υπομονετικά μπροστά από τη θύρα του πλυντηρίου.
Με έχει πάρει η κάτω βόλτα .
Ένας πόνος παλαιομοδίτικος σφάζει μονίμως τα σωθικά μου. Ακεφιά και ανορεξία, τυπική περίπτωση πεισιθάνατης κατάθλιψης, κατά την ψυχιατρική επιστήμη. Προτιμώ να κουρνιάζω στη βολική μπερζέρα του σαλονιού μ’ ένα μπουκάλι στην αγκαλιά . Ανάβω την πίπα μου και ξεκουκίζω απελπισμένα ένα κομπολόι . Κλείνω τα μάτια , αποφεύγοντας επιμελώς την επώδυνη καθημερινότητα ή , ακόμη χειρότερα , την προοπτική ενός ζοφερού μέλλοντος χωρίς την Αρετή στο πλευρό μου. Περιπλανήσεις στα σοκάκια των αναμνήσεων, τέλεια άλλοθι παραίτησης από τη ζωή.
Στην μπερζέρα λοιπόν, ναυαγός σε ξερονήσι εν μέσω του αχανούς ωκεανού. Καθισμένος σ’ ένα νεφαλάκι μακεδονίτικου τσίπουρου , εποπτεύω τη ζωή μας στη μεσευρώπη. Κάνω και ξανακάνω τη σούμα.. Χρόνος χαμένος ή κερδισμένος; Ο ισολογισμός αδύνατο να ισοσκελιστεί, τώρα μάλιστα που ο καιρός έχει αγριέψει …
Περνάμε την προσκοπική μας περίοδο, καμάρωνε η Αρετή τους πρώτους μήνες στη Γερμανία . Μόλις είχαμε απομακρυνθεί από το χολερικό και μαραζιάρικο ελληνικό μικρόκοσμο και όλα της φάνταζαν μαγικά . Έκανε πως δεν έβλεπε την πραγματικότητα μιας άλλης κοινωνίας πιο σχιζοφρενικής απ’ τη δική τους. Προσπερνούσε δίχως σχόλια τους πυρηνικούς σταθμούς και τα λεφούσια των ξαπλωμένων αλκοολικών δίπλα στους αεραγωγούς των σιδηροδρομικών σταθμών , έκλεινε τα μάτια μπροστά στη ρατσιστική βία , στο δηλητήριο που ξερνούσαν οι τυλιγμένες με κισσό καπνοδόχοι των επιβλητικών βιομηχανιών, στη μοναξιά που σκέπαζε με το βαρύ της μανδύα τους ανθρώπους και τους εξωθούσε σε συμπεριφορές αλλόκοτες , αυτοκτονικές. Μέσα από το παιδικό της καλειδοσκόπιο έβλεπε μόνο το περιποιημένο πρόσωπο της αλλόκοτης χώρας, τα ωραία μουσεία, τους πεντακάθαρους δρόμους , τα κουκλίστικα σπίτια , τις εξυπηρετικές δημόσιες υπηρεσίες , τους ευγενικούς μας γείτονες…
Συμπεριφερόταν αυτιστικά. Πρώτιστο μέλλημά της να ξύσει από πάνω της τα χρόνια της παχιάς ελληνικής κοπριάς . Προσπαθούσε απεγνωσμένα να αποβάλει όσα είχαν σωρεύσει στην ψυχή τους η κουτσαβάκικη αυταρέσκεια , ο εγωιστικός ομφαλοσκοπισμός και η χριστιανορθόδοξη σχιζοφρένεια. Έπαιρνε το πινέλο και περνούσε καθημερινά λίγο πράσινο χρώμα στη ξεφτισμένη της διάθεση . Έβγαλε απ’ το μπαούλο την καταπτοημένη αισιοδοξία της και βάλθηκε να τις κάνει τεχνητές αναπνοές . Προσπαθούσε να ξεχάσει τα πάντα: τις ώρες που χαράμισε διδάσκοντας σε δήθεν σχολεία , τους αδιάβατους δρόμους με τα αρχαιοελληνικά ονόματα, τις πόλεις με τους ξέχειλους κάδους των σκουπιδιών και κυρίως τα «κωλόπαιδα» της ζωής της , τους φίλους που από επαναστάτες των αριστερών οραμάτων μεταλλάχτηκαν σε αδίστακτους υπηρέτες του συστήματος.
Εγώ , ανέκαθεν ψύχραιμος παρατηρητής του ανθρώπινου βίου, στην αρχή της υπενθύμιζα τη φενάκη του ενθουσιασμού της. Την προειδοποιούσα ότι απωθούσε με κόλπα και τερτίπια την επίγνωση της αμετάκλητης εξόφλησης του πενταετούς , άντε εξαετούς, γραμματίου απόδρασης από τον ελλαδικό μας μικρόκοσμο, ότι «όπου κι αν πας η πόλις θα σ’ ακολουθεί, πάντα στους ίδιους δρόμους θα γυρίζεις». Του κάκου! Είχε χωθεί μέσα στο όνειρο και αρνιόταν να δει παραέξω. Ψηλαφούσε το αθέατο σώμα ενός ανύπαρκτου Ποθητού Αντικειμένου, προσποιούνταν ότι είχε ανακαλύψει φλέβα χρυσού σε ένα στερεμένο από καιρό χρυσωρυχείο.
Πες πες όμως κατάφερε να παρασύρει και μένα στη δίνη των παραισθήσεών της. Αγοράσαμε μια σιτεμένη Μερσεντές και αρχίσαμε να ταξιδεύουμε σαν μανιακοί. Τα σακίδιά μας, παραφουσκωμένα από ταξιδιωτικούς οδηγούς και φαγώσιμα, δεν προλάβαιναν να πάρουν ανάσα . Βάζαμε στόχους σημειολογικούς : «Να δούμε το σπίτι του Μελάγχθονα , να επισκεφθούμε το καθολικό μοναστήρι όπου ήταν μαθητής ο Χέρμαν Έσε, να πιούμε κανα καφεδάκι στο σπίτι της Γκαμπριέλε Μούντερ…». Φάγαμε μιαν ολόκληρη μέρα για να εντοπίσουμε το σπίτι του Μπρεχτ στο Άουξμπουργκ ρωτώντας και ξαναρωτώντας ένα κάρο ντόπιους. «O Μπρεχτ είπατε ; Ποιος Μπρεχτ; Ο βιομήχανος; », μας απαντούσαν απορημένοι οι κοκκινομάγουλοι Βαυαροί.
Καταβροχθίζαμε τα χιλιόμετρα σαν τα λουκάνικα κόντρα στα βαρομετρικά χαμηλά και τις παντοειδείς ταλαιπωρίες, που τις πληρώναμε με δευτεριάτικους κεφαλόπονους, πρησμένα πόδια και οδυνηρές οσφυαλγίες.
Ελάχιστος ο χρόνος για ανθρώπινες επαφές. « Η συνήθης μέση ηλικία δεν κάνει εύκολα φιλίες , αλλά συντροφιές για χαβαλέ και κατανάλωση αλκοόλ. Ο μεσήλικας που επιζητεί την ποιότητα στη ζωή διαβάζει καλή λογοτεχνία , ακούει κλασική μουσική και ταξιδεύει προς θεωρίαν και γνώσιν ! », ήταν το αποστομωτικό τροπάρι της Αρετής, κάθε φορά που διατύπωνα παράπονα για την κοινωνική απομόνωσή μας .
Για να πούμε, βέβαια, και του στραβού το δίκιο, με ελάχιστους ανθρώπους υπήρχει η δυνατότητα να αναπτύξουμε ουσιαστικές σχέσεις. Οι μετανάστες της περιοχής αποκλείστηκαν για λόγους αρχής. Όχι από σνομπισμό, αλλά επειδή τα χνώτα μας δεν ταίριαζαν. Δε μας ενοχλούσε η ανυπαρξία μόρφωσης των πιο πολλών , αλλά κυρίως η χοντράδα τους. Προπαντός η κομπλεξική προπέτεια και αλαζονεία που έδειχναν απέναντι σε κάθε διανοούμενο. Αποκομμένοι από τη γερμανική πραγματικότητα, όλη τους η φιλοσοφία συνοψιζόταν στη μαγική φράση Arbeit und sparen . Συναναστρέφονταν μόνο συντοπίτες μέσα από τους άπειρους συλλόγους που είχαν ιδρύσει . Σύλλογος Ποντίων , Σύλλογος Ηπειρωτών , Σύλλογος Καβυλιωτών Ο ωραίος Έβρος… Τι παρέα να κάνεις με ανθρώπους που ξενυχτούν παίζοντας κουμάρι στο καφενείο και βρίζουν ο ένας τον άλλο; Και γιατί σώνει και καλά, εγώ ως άντρας, να περνώ τα σαββατόβραδά μου στα σκυλάδικα έχοντας στο πλάι μου ρωσίδες και πολωνές πουτάνες, που μπορεί να με κολλήσουν στο πιτς φιτίλι σύφιλη ή AIDS ;
Πιο πολύ μας την έδινε η υποκρισία τους . Τις Κυριακές συν γυναιξί και τέκνοις έβαζαν τα καλά τους και έπαιζαν τους ευσεβείς και τους ενάρετους. Έξοχη διαστροφή το να ακούς με υποδειγματική ευλάβεια τον ψάλτη να κακοποιεί τον Απόστολο σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνεις και να ακούς τον παπά , που κυκλοφορούσε από εκκλησία σε εκκλησία με την πεντακοσάρα Μερσεντές του, να εξαπολύει μύδρους εναντίον του χυδαίου υλισμού.
Φυσικά, συνεπείς προς τα πατροπαράδοτα ήθη , μισούσαν ιδιαίτερα όσους συμπατριώτες είχαν πανεπιστημιακή μόρφωση και διακρίνονταν , είτε ως ακαδημαϊκοί δάσκαλοι είτε ως ελεύθεροι επαγγελματίες , στη γερμανική κοινωνία .
Γεμάτοι στερεότυπα για τους ελλαδίτες εκπαιδευτικούς ,τους κατηγορούσαν, σε κάθε ευκαιρία, για τη διπλομισθία τους . Λες και τους πλήρωναν αυτοί από την τσέπη τους. Πάνω απ’ όλα σκύλιαζαν μ’ εκείνους που επέμεναν να ζουν αυτόνομα, δεν έκαναν ιδιαίτερα μαθήματα στα παιδιά τους και , στις συναλλαγές τους με τις δημόσιες υπηρεσίες , δεν προσέφευγαν γονυπετείς σ΄ αυτούς , για να τους κάνουν τους δραγουμάνους με τα τερατώδη γερμανικά τους. « Όλα τα δάχτυλά δεν είναι ίδια », είπα κάποτε στο Λαγόπουλο, πρόεδρο του Συλλόγου Γονέων , όταν παραπονέθηκε , μεταξύ σοβαρού και αστείου, ότι ήμουν ακατάδεχτος . « Δόξα τω Θεώ, κύριε Λαγόπουλε, τα καταφέρνω και μόνος μου. Ούτε ανάπηρος είμαι ούτε μ’ αρέσει να εξαρτώμαι από την καλή σας διάθεση, για την οποία σημειωτέον δεν αμφιβάλλω ότι είναι και ειλικρινής και απεριόριστη. Στην αρχή βέβαια δεν ήξερα καλά το γερμανικό σύστημα και τη λογική του. Είπα όμως ότι είναι θέμα αξιοπρέπειας να τα βγάλω πέρα με τους γερμανούς γραφειοκράτες και σας πληροφορώ ότι μέχρι σήμερα όλα πάνε μια χαρά».
Οι επαφές μας με τους περισσότερους συναδέλφους περιορίζονταν στο σχολικό χώρο. Ορισμένοι από αυτούς είχαν τα σπιτικά τους σε άλλες πόλεις και ήταν αποσπασμένοι για λίγες μόνο ώρες στο σχολείο. Από αυτούς που έμεναν στην πόλη μας οι μισοί επιδίδονταν στο δημοφιλές σπορ των ιδιαιτέρων, με πρώτη και καλύτερη τη φιλόλογο Τσιπουρίδου. Ως εκ τούτου ήταν λογικό που μας απέφευγαν ως αποσυνάγωγους. Ευτυχώς που υπήρχαν οι Σαρηγιαννίδηδες, για να λέμε που και που τον πόνο μας και να πίνουμε κανά ποτήρι κρασί, αλλά και οι Ελπίδηδες, που όργωναν την Ευρώπη οιστρηλατημένοι από την ίδια με μας μανία, να γνωρίσουν δηλαδή από κοντά τις περιοχές που γεννήθηκαν ή έζησαν οι μεγάλες μορφές της νεότερης ευρωπαϊκής διανόησης και να βάλουν τα χέρια τους επί των τύπων των ήλων στα αριστουργήματα της τέχνης.
Ο Αντώνης, με μεταπτυχιακό στην Ιστορία των Επιστημών στο Λονδίνο, τον πήρε μπάλα η ζωή και δεν κατάφερε να ολοκληρώσει το διδακτορικό του. Φαίνεται πάντως ότι δεν τον πολυένοιαζε το ακαδημαϊλίκι. «Καλύτερα που ήρθαν έτσι τα πράγματα…», μου είπε κάποτε , «…γιατί πρώτον , γνώρισα τη Μαρία, και δεύτερον, ανακάλυψα τον πραγματικό εαυτό μου κι αυτό πάλι μέσω … της Μαρίας!». Παθιασμένος φιλοτελιστής και δεινός μπουζουξής, έγραφε το «έργο της ζωής» του, μια παγκόσμια ιστορία βασισμένη στα γραμματόσημα, και τις υπόλοιπες ώρες συνέθετε ...ρεμπέτικα άσματα , τα οποία έπαιζε για το κέφι του κάθε Παρασκευή με την κομπανία του , υπό την επωνυμία Iππικόν ελαφρότατον, στην ελληνική ταβέρνα Pegassus.
Πολύτιμη ήταν επίσης η προσωπική σχέση που ανέπτυξα με τον Αντρέα Σίτινγκερ, έναν ενδιαφέροντα γερμανό διανοοούμενο και σπόρτσμαν, ο οποίος , εκτός από πνευματώδης συζητητής , ήταν αυθεντία σε θέματα πληροφορικής και αποτελούσε το Μέντορά μου σ’ ένα τομέα όπου μέχρι πρότινος είχα μαύρα μεσάνυχτα.
Η Ιωάννα όμως Παπαγγελή ήταν ο άνθρωπος με τον οποίο συνδεθήκαμε στενότερα από την πρώτη στιγμή που πατήσαμε τα ποδάρια μας στον ανήλιαγο αυτόν τόπο . Παλιά καραβάνα της πρώτης μεταναστευτικής γενιάς, κατάφερε με την εξυπνάδα της και την ακάματη ενεργητικότητά της να επιβιώσει, ξεφεύγοντας από τις καταβόθρες των γερμανικών εργοστασίων. Με την ιδιότητα της κοινωνικής λειτουργού στην Ευαγγελική Διακονία μπαινόβγαινε επί χρόνια στα ελληνικά σπίτια και ανακούφιζε ποικιλοτρόπως τον ανθρώπινο πόνο. Διευθετούσε οικογενειακά προβλήματα, στήριζε ψυχολογικά κακοποιημένες γυναίκες , εξασφάλιζε μιαν αξιοπρεπή διαβίωση για τις οικογένειες ασυνείδητων τεμπέληδων , που διέλυαν το σπιτικό τους με τις πρώτες δυσκολίες. Και παρ’ όλο αυτό τον κυκεώνα των δραστηριοτήτων, έβρισκε το χρόνο να μεταφράζει εκλεκτούς έλληνες ποιητές και να οργανώνει απογευματινά προβολής της ελληνικής κουλτούρας στο Λαϊκό Πανεπιστήμιο της πόλης μας .
Κοντά σ’ αυτήν την ευλογημένη γυναίκα βρήκαμε τη θερμή αγάπη του μεσογειακού ανθρώπου και παράλληλα τη διακριτικότητα και την ανεκτικότητα που εκπέμπει ο αληθινός πολίτης του κόσμου . Εκ πεποιθήσεως εργένισσα αναπλήρωνε με την καλή παρέα την έλλειψη μιας επίσημης συντροφικής σχέσης. « Μετά από όσα έχουν δει τα μάτια μου, έλεγε συχνά, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ο γαμική κοινωνία είναι η δυσκολότερη συμβίωση ανάμεσα στα δίποδα όντα. Ευκολότερο είναι να γεφυρώσεις τον Ατλαντικό παρά να πετύχεις το σωστό σύντροφο. Είναι προτιμότερη η περιστασιακή συνεύρεση με ένα καλό σύντροφο, παρά ο αναγκαστικός συναγελασμός με έναν κακό σύζυγο!…» .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου