Kανείς βιβλιόφιλος, βιβλιομανής ή απλός αναγνώστης δεν μπορεί να αισθάνεται επαρκής όσο υπάρχει ο Ουμπέρτο Έκο. Μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος, ακαδημαϊκός, συγγραφέας παιδικών βιβλίων, καθηγητής Σημειολογίας στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνιας είναι μερικοί από τους τίτλους που επωμίζεται. Και το έργο του: μυθιστορήματα πετυχημένα, δοκίμια που εξαντλούν κάθε άποψη της σύγχρονης κουλτούρας και όπου η γλώσσα, τα σύμβολα, οι αναφορές του δημιουργούν ένα πλέγμα παρεμβάσεων, αινιγμάτων, αφηγηματικών επινοήσεων. Ο Ουμπέρτο Έκο δεν σπούδασε μέσα από τα βιβλία· υπήρξε ανάμεσά τους, υλοποιώντας τις φαντασιώσεις του Μπόρχες και τις διδαχές του Καλβίνο, επεκτείνοντας την Βιβλιοθήκη του Σύμπαντος. Στις Αναμνήσεις επί χάρτου συγκεντρώνει μικρά, πολύτιμα κείμενα που διερμηνεύουν αυτή την πλευρά του: του μανιακού βιβλιόφιλου, του Αρχιερέα της λατρείας του βιβλίου σε μια εποχή που μεταλλάσσεται η έντυπη μορφή του. Πρόκειται για μια συλλογή από διαλέξεις που έδωσε σε Εθνικές Βιβλιοθήκες, ομιλίες σε Εκθέσεις Παλαιού Βιβλίου, εισαγωγές που συμπεριλαμβάνονται σε αυτόνομα τομίδια διαφορετικών εκδόσεων όπως αλμανάκ βιβλιόφιλων και καλύπτουν χρονικά το διάστημα από τις αρχές της δεκαετίας του ΄90 μέχρι τις μέρες μας.
1 Στο πρώτο μέρος, « Περί βιβλιοφιλίας» , αναπτύσσει τη θεωρία της φυτικής μνήμης, ενός τύπου μνήμης που οφείλεται στην επινόηση της γραφής και της επέτρεψε να προσωποποιηθεί. Το διάβασμα αποτελεί μια σωματική λειτουργία καθώς πνεύμα και σώμα προσαρμόζονται ως προς τον ρυθμό της ανάγνωσης. Αναπτύσσονται ακόμη οι έννοιες του βιβλιόφιλου, που αγαπάει τα βιβλία αλλά όχι κατ΄ ανάγκη και το περιεχόμενο τους, του βιβλιομανούς, που κρατά ζηλότυπα το συλλεκτικό του πάθος κρυφό, της βιβλιοκλοπής, της βιβλιοκλασίας όπου κινδυνεύουν τα βιβλία από τον φονταμενταλισμό και την πυρά. Ο χειρότερος εχθρός του Έκο είναι εκείνος που θα τολμήσει να τον ρωτήσει «Διάβασες όλα αυτά τα βιβλία;», καθώς θα περιέρχεται μπροστά από τους σαράντα χιλιάδες τόμους της βιβλιοθήκης του. Αυτός ο άσχετος μάλλον αγνοεί ότι η βιβλιοθήκη δεν είναι απλώς ο χώρος της προσωπικής μνήμης, αλλά της καθολικής.
2 Στο δεύτερο μέρος, « Ηistorica», επικεντρώνεται σε σπάνιες εκδόσεις βιβλίων, στην αισθητική και στα κριτήρια του κάλλους που διέπουν τις μικρογραφίες. Σκύβει συγκινημένος πάνω από μινιατούρες του Μεσαίωνα προτείνοντας τρόπους ανάγνωσης και προσέγγισης των αριστουργημάτων. Μας ξεναγεί σε δυσπρόσιτα ράφια για να δούμε τα «Νησολόγια», τα έργα του Αθανάσιου Κίρχερ, με τις αποκρυπτογραφικές θεωρίες του, τις χειροποίητες Ρatrologie του αβά Μιν, που οι τόμοι τους θα γέμιζαν δυο σπίτια, με αποκορύφωμα την «υπόθεση Χανάου του 1609» με τις αινιγματικές απεικονίσεις του Αmphitheatrum και τη δραματική αναζήτηση του χαμένου πρότυπου.
3 Στο ξεκαρδιστικό τρίτο μέρος, «Τρελοί Λογοτέχνες και Επιστήμονες», εκτίθενται όλες οι παρεκτροπές των ανθρώπων που εντρύφησαν στα βιβλία, λίστες διάσημων ανθρώπων και συγγραφέων που ξυλοκοπήθηκαν, παλαβοί λογοτέχνες, τρελοί αναγνώστες που δημιούργησαν σέκτες εμπνευσμένοι από βιβλία, συγγραφείς της τέταρτης διάστασης (που εκδίδονται ιδίοις αναλώμασι), κάποιος Cetti που ξανάγραψε τους «Λογοδοσμένους» του Μanzoni, μειώνοντας το ένα τρίτο των συλλαβών για να το συντομέψει, ένα βιβλίο διακοσίων σελίδων που σχολιάζει σαράντα μόλις ποιητικούς στίχους.
4 Το βιβλίο του Έκο τελειώνει με τις «Ετεροτοπίες και Παραχαράξεις», προσωπικά δημιουργικά κείμενα που ουδόλως διαφέρουν από τις ιστορίες και τις παραδοξότητες των προηγούμενων δοκιμίων. Ο «Εσωτερικός μονόλογος ενός e-book» θυμίζει περιπέτεια του Τζόναθαν Σουίφτ στο ψηφιακό μέλλον, ενώ ο «Κώδικας Τemesvar», μέσα σε λίγες σελίδες, εξοστρακίζει τον «Κώδικα ντα Βίντσι» στη σκοτεινιά της αφέλειάς του. Αυτή είναι και η δύναμη του Ουμπέρτο Έκο: εκεί που άλλοι φτιάχνουν ξεθυμασμένους μάγους και αλχημιστές, αυτός προτείνει τη μαγεία της ανάγνωσης, τη σοφία των κειμένων, εμφυσώντας στα βιβλία ψυχή και ανθρώπινο πνεύμα.
1 Στο πρώτο μέρος, « Περί βιβλιοφιλίας» , αναπτύσσει τη θεωρία της φυτικής μνήμης, ενός τύπου μνήμης που οφείλεται στην επινόηση της γραφής και της επέτρεψε να προσωποποιηθεί. Το διάβασμα αποτελεί μια σωματική λειτουργία καθώς πνεύμα και σώμα προσαρμόζονται ως προς τον ρυθμό της ανάγνωσης. Αναπτύσσονται ακόμη οι έννοιες του βιβλιόφιλου, που αγαπάει τα βιβλία αλλά όχι κατ΄ ανάγκη και το περιεχόμενο τους, του βιβλιομανούς, που κρατά ζηλότυπα το συλλεκτικό του πάθος κρυφό, της βιβλιοκλοπής, της βιβλιοκλασίας όπου κινδυνεύουν τα βιβλία από τον φονταμενταλισμό και την πυρά. Ο χειρότερος εχθρός του Έκο είναι εκείνος που θα τολμήσει να τον ρωτήσει «Διάβασες όλα αυτά τα βιβλία;», καθώς θα περιέρχεται μπροστά από τους σαράντα χιλιάδες τόμους της βιβλιοθήκης του. Αυτός ο άσχετος μάλλον αγνοεί ότι η βιβλιοθήκη δεν είναι απλώς ο χώρος της προσωπικής μνήμης, αλλά της καθολικής.
2 Στο δεύτερο μέρος, « Ηistorica», επικεντρώνεται σε σπάνιες εκδόσεις βιβλίων, στην αισθητική και στα κριτήρια του κάλλους που διέπουν τις μικρογραφίες. Σκύβει συγκινημένος πάνω από μινιατούρες του Μεσαίωνα προτείνοντας τρόπους ανάγνωσης και προσέγγισης των αριστουργημάτων. Μας ξεναγεί σε δυσπρόσιτα ράφια για να δούμε τα «Νησολόγια», τα έργα του Αθανάσιου Κίρχερ, με τις αποκρυπτογραφικές θεωρίες του, τις χειροποίητες Ρatrologie του αβά Μιν, που οι τόμοι τους θα γέμιζαν δυο σπίτια, με αποκορύφωμα την «υπόθεση Χανάου του 1609» με τις αινιγματικές απεικονίσεις του Αmphitheatrum και τη δραματική αναζήτηση του χαμένου πρότυπου.
3 Στο ξεκαρδιστικό τρίτο μέρος, «Τρελοί Λογοτέχνες και Επιστήμονες», εκτίθενται όλες οι παρεκτροπές των ανθρώπων που εντρύφησαν στα βιβλία, λίστες διάσημων ανθρώπων και συγγραφέων που ξυλοκοπήθηκαν, παλαβοί λογοτέχνες, τρελοί αναγνώστες που δημιούργησαν σέκτες εμπνευσμένοι από βιβλία, συγγραφείς της τέταρτης διάστασης (που εκδίδονται ιδίοις αναλώμασι), κάποιος Cetti που ξανάγραψε τους «Λογοδοσμένους» του Μanzoni, μειώνοντας το ένα τρίτο των συλλαβών για να το συντομέψει, ένα βιβλίο διακοσίων σελίδων που σχολιάζει σαράντα μόλις ποιητικούς στίχους.
4 Το βιβλίο του Έκο τελειώνει με τις «Ετεροτοπίες και Παραχαράξεις», προσωπικά δημιουργικά κείμενα που ουδόλως διαφέρουν από τις ιστορίες και τις παραδοξότητες των προηγούμενων δοκιμίων. Ο «Εσωτερικός μονόλογος ενός e-book» θυμίζει περιπέτεια του Τζόναθαν Σουίφτ στο ψηφιακό μέλλον, ενώ ο «Κώδικας Τemesvar», μέσα σε λίγες σελίδες, εξοστρακίζει τον «Κώδικα ντα Βίντσι» στη σκοτεινιά της αφέλειάς του. Αυτή είναι και η δύναμη του Ουμπέρτο Έκο: εκεί που άλλοι φτιάχνουν ξεθυμασμένους μάγους και αλχημιστές, αυτός προτείνει τη μαγεία της ανάγνωσης, τη σοφία των κειμένων, εμφυσώντας στα βιβλία ψυχή και ανθρώπινο πνεύμα.
ΤΑ ΝΕΑ, 24/11/2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου