ΟΛΑ ΕΝΑ ΨΕΜΑ
14 Απριλίου (περί το μεσονύκτιον)
Σσσστ! Ο Πι Πι κοιμάται και ροχαλίζει . Όλη τη μέρα επιθετικότητα, χυδαία υπονοούμενα, κοινοτοπίες…
Κατάντια διανοούμενου σε αποσύνθεση.
14
Η ΒΡΑΔΙΑ
Για μια ακόμη φορά στο νοσοκομείο. Κατάσταση απερίγραπτη. Στάθηκε αδύνατο να βρει ένα γιατρό. Όλοι εξαφανισμένοι μυστηριωδώς. Οι νοσοκόμες έτρεχαν και χειρονομούσαν σαν τρελές. Ελληνικό αλαλούμ σε γερμανικό πλαίσιο! Έσυρε μια πολυθρόνα δίπλα στο κρεβάτι της Αρετής και παρακολουθούσε με αγωνία το Μόνιτορ που δούλευε αδιάκοπα . Καρδιακός ρυθμός ομαλός, αναπνευστικές λειτουργίες και οξυγόνωση φυσιολογικά, αποτέλεσμα όμως μηδέν.
Γύρισε στο σπίτι καταπτοημένος. Έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά. Εργασιοθεραπεία! Ο μόνος τρόπος για να μη τρελαθεί. Πέρασε όλο το απόγευμα ετοιμάζοντας σχέδια μαθήματος για τον Επιτάφιο του Θουκυδίδη . Σουρούπωνε όταν του τηλεφώνησε η αδελφή του από την Αθήνα! Ανησυχούσε για την Αρετή. Την ενημέρωσε μέσες άκρες για την κατάστασή της. Του ανακοίνωσε ότι έβγαλε εισιτήριο με την Ολυμπιακή, για να περάσει μαζί του τα Χριστούγεννα. Κοκάλωσε. Η Μαρία τού έλειπε τώρα. Προσπάθησε να τη μεταπείσει. Τού κάκου ! Τον αποπήρε άσχημα. Να αφήσει τις χαζομάρες περί κατάθλιψης, μια ζωή κλανιάρης, αντί να το παλέψει , καθόταν και μούσκευε μαντίλια . Η γνωστή Μαρία . Θα ερχόταν , ό,τι κι αν της έλεγε. Το χρωστούσε στην Αρετούλα, είπε...
- Εντάξει, αφού το θέλεις, δεν μπορώ να σε εμποδίσω, αλλά σε προειδοποιώ να ετοιμαστείς για μαύρα Χριστούγεννα…
- Κοντεύεις να πάρεις σύνταξη κι ακόμα δεν έχεις πετάξει τις πάνες , μου αντιγύρισε σκληρά.
Να αδελφή να μάλαμα! Αντί απαντήσεως κατέβασε τσατισμένος το ακουστικό. Για να του περάσει η φούρκα, ξανάσκυψε στο Θουκυδίδη. Ολοκλήρωσε το διάγραμμα της ενότητας και έγραψε την πρώτη ερώτηση για το κεφάλαιο 40: " Ορισμένοι διανοητές , αναφερόμενοι στο κεφάλαιο αυτό , υποστηρίζουν ότι ο αθηναίος ιστορικός προβάλλει σ΄ αυτό αρχές ζωής που έχουν διαχρονικό χαρακτήρα. Θεωρούν μάλιστα ότι οι αρχές αυτές μπορούν άνετα να χρησιμεύσουν σαν ένας οδηγός ζωής του σύγχρονου ανθρώπου. Ποια είναι η δική σας άποψη;" . Εκεί κόλλησε. Κοιτώντας το πόστερ που κρεμόταν πάνω από το γραφείο, έναν κοκορα του Picasso από μια έκθεση Καταλανικής τέχνης στη Στ., του ήρθε ξαφνικά στο μυαλό η Γκουέρνικα. Να μια καλή ιδέα να πρόσθετε κάτι που να σχετιζόταν με το ωραίο και τη βία, μια μπηχτή για τους Αθηναίους , που, παρά τη φιλοκαλλία τους , υπήρξαν στυγνοί ιμπεριαλιστές. Όμως και βάση για συζήτηση του τύπου η σύγχρονη εποχή και το κύμα βίας που σαρώνει τις κοινωνίες μας ή η δίψα για βία του κατά τα άλλα πεπαιδευμένου δυτικού ανθρώπου .
Συνεχίσε οιστρηλατημένος τη διατύπωση ερωτήσεων , που έμοιαζαν περισσότερο με αινίγματα : Μπορεί το ωραίο να διατηρεί ταυτόχρονα μέσα του και τα σπέρματα της βίας; Ο εραστής του ωραίου είναι δυνατό να συμπεριφέρεται και βίαια; Σταμάτησε και πάλι. Σηκώθηκε από την καρέκλα. Δεν ήταν ! Σε ποιους απευθυνόταν; Ενώ είχε να κάνει με αναλφάβητα σχεδόν ελληνόπουλα , αυτός ετοίμαζε σχέδια μαθημάτων για φοιτητές της Φιλοσοφικής. Έπιασε το κούτελό του που έκαιγε. Αισθανόταν το μυαλό του σαν ένα κομμάτι ξερό τυρί , που το ροκάνιζαν αμέτρητα ποντικάκια.
Ο ήχος του τηλεφώνου τον ξανάφερε στην πραγματικότητα . Έκανε μια κίνηση για να το βγάλει από την μπρίζα, αλλά το μετάνιωσε. Αν ήταν πάλι η Μαρία, αυτή τη φορά θα της τα έψαλλε για τα καλά. Αντ' αυτής άκουσε τη φωνή της Αναστασίας που έπιαρνε για " ένα γεια!". Είχε περάσει από το νοσοκομείο και είδε την Αρετή.
Την ευχαρίστησε για το ενδιαφέρον της .
- Στοιχειώδης υποχρέωση προς την καλύτερη φίλη μου. Είμαι βέβαιη ότι όλα θα πάνε καλά. Εσύ πώς είσαι;
- Υπέροχα! Ποτέ δεν ήμουν καλύτερα. Επιστρέφω στην εποχή των σπηλαίων. Αργά μεν αλλά σταθερά.
- Μα τι πεσιμισμός είναι αυτός, Πέτρο μου; Με απογοητεύεις.
- Κι εσύ στη θέση μου το ίδιο θα έλεγες…
-Όχι , δε θα έλεγα το ίδιο. Θα αντιδρούσα διαφορετικά. Θα το πάλευα , θα έβλεπα φίλους, θα…
Άκουγε τη φωνή της , αυτή τη ζεστή φωνή με τα στρογγυλά ελληνικά και τη μελωδική προφορά, και στην οθόνη του μυαλού του αναδύθηκε το όμορφο πρόσωπό της.
- Τι θα έλεγες για ένα ποτό στο Charivari;, της είπε διακόπτοντάς την. Έτσι , για να μη λες ότι έχω γίνει απόκοσμος…
- Πότε;
- Απόψε!
- Ευχαρίστως , αλλά δε νομίζεις ότι είναι κάπως αργά για σένα ;
-Για τα δεδομένα της ευρωκεντρικής ζωής μου , οπωσδήποτε ναι, αλλά για τα ελληνικά ήθη, όχι! Στην πατρίδα αυτήν την ώρα ετοιμαζόμαστε να βγούμε έξω. Σε βολεύει να περάσω στις εννιά να σε πάρω από το σπίτι σου;
- Είναι επικίνδυνο να ταξιδέψεις με τέτοιον παλιόκαιρο. Οι δρόμοι είναι παγωμένοι. Καλύτερα να με περιμένεις εσύ στο σιδηροδρομικό σου σταθμό. Θα έρθω με το τρένο της Φρ..
- Ρεαλιστική μεν η ιδέα σου, επιμένω όμως να έρθω εγώ σε σένα Θέλω να το σκάσω για λίγο. Η αλλαγή περιβάλλοντος θα μου κάνει καλό. Ψάξε να βρεις καμιά ήσυχη γωνιά , για να τα πούμε με την άνεσή μας .
- Εντάξει . Θα έρθω να σε πάρω από το σταθμό. Μια στιγμή να κοιτάξω για τα δρομολόγια .
Την άκουγε που ψαχούλευε τα χαρτιά της και το ’χε ήδη μετανιώσει. Τι μαλακίες ήταν αυτές που έκανε; Το καθήκον του ήταν δίπλα στη γυναίκα του. Γιατί λειτουργούσε τόσο επιπόλαια;
Ακούστηκε πάλι η φωνή της:
- Το τρένο φτάνει στις εννέα και είκοσι. Αποβάθρα νούμερο τέσσερα. Αναχώρηση από την πόλη σου στις οχτώ και πενήντα από την οχτώ….
- Ο κύβος ερρίφθη και για μένα !, της είπε χωρίς δισταγμό.
- Ωραία ! Θα συναντηθούμε στο βιβλιοπωλείο του σταθμού .
Στο ελάχιστο διάστημα που είχε στη διάθεσή του κατελήφθη από εφηβικό πυρετό. Όρμησε στο λουτρό. Έριξε άφθονα αρωματικά άλατα στην μπανιέρα και σαπουνίστηκε μέχρι μυελού οστέων. Ξυρίστηκε προσεχτικά και φόρεσε , ύστερα από πολλούς μήνες πουκάμισο και γραβάτα .
Πριν φύγει , διάλεξε από τη βιβλιοθήκη ένα κιτρινισμένο βιβλιαράκι και το τύλιξε με εορταστική κόλλα .
*
Παρ’ όλα αυτά ανεβαίνω στην αποβάθρα. Τυλίγω το κασκόλ γύρω από τη μύτη και αρχίζω να βηματίζω πέρα δώθε στην έρημη πλατφόρμα.
Τα λεπτά κυλούν αργά, βασανιστικά, με τις ριπές του αέρα να μαστιγώνουν το πρόσωπό μου, ενώ το χιόνι στροβιλίζεται γύρω από τους προβολείς δημιουργώντας απίθανες πιρουέτες φωτός. Το κρύο αρχίζει να περονιάζει τα πόδια μου.
Πάνω που είμαι έτοιμος να τα παρατήσω και να γυρίσω στο ζεστό διαμέρισμά μου, βλέπω τα φώτα του τρένου που πλησιάζει . Διστάζω . Ν’ ανέβω ή να μην ανέβω; Βγάζω αστραπιαία ένα κέρμα από την τσέπη και το ρίχνω μονά ζυγά στον αέρα. Μονά , φεύγω , ζυγά, μένω …
Το κέρμα πέφτει στην παλάμη μου, αλλά δεν το κοιτάζω. Αλλάζω γνώμη . Σηκώνω το κεφάλι αποφασιστικά . Δεν είμαστε παιδιά. Λίγη περιπέτεια δεν είναι δα και του θανατά. Πατάω γερά στο σκαλοπάτι και ανεβαίνω στο βαγόνι.
Είμαι ένας απ’ τους ελάχιστους τρελούς που ταξιδεύουν με τέτοιον παλιόκαιρο. Βολεύομαι σε μια γωνιά. Στην άλλη άκρη του βαγονιού μια παρέα αφρικανών χασκογελάει μιλώντας σαν να πολυβολεί. Απέναντί τους ένα ζευγάρι περιθωριακών πίνει μπίρες, ενώ ένας τεράστιος ποιμενικός σκύλος ξαπλωμένος στα πόδια τους κοιμάται του καλού καιρού.
Η γλυκιά θαλπωρή του βαγονιού και το ανεπαίσθητο λίκνισμα των τροχών με ρίχνουν σε ένα αποκάρωμα αναπολήσεων. Θυμάμαι το πάθος μας με την Αρετή για τα τρένα τα πρώτα χρόνια του γάμου μας.
Η Αρετή είχε μια βιωματική σχέση με τα τρένα. Ο πεθερός μου, που δούλευε ως αρχιμηχανικός στο σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης , είχε χτίσει το σπίτι του κοντά στο εργοτάξιο των ΣΕΚ. “ Το σπίτι μας”, έλεγε η Αρετή, «…ήταν δίπλα στις γραμμές . Κάθε τόσο οι τοίχοι τραντάζονταν συθέμελα και ντιντινίζανε τα πιατικά στα ράφια. Είχαμε συνηθίσει τόσο το πέρασμά τους, που αισθανόμασταν στενόχωρα τις Κυριακές, όταν αραίωναν τα δρομολόγια. Τρελαινόμουν να κουκουλώνομαι τα βράδια στο κρεβάτι μου και ν’ ακούω από το κολλημένο στ’ αυτί τρανζιστοράκι τις θεατρικές εκπομπές του Πρώτου Προγράμματος. Τι μαγεία να ακούς μες στη νύχτα τα σφυρίγματα των τρένων, καθώς πλησίαζαν στις μπάρες της Μενεμένης! Δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα μυστηρίου και μελαγχολίας , που έδενε μαγικά με τη φωνή του Κατράκη ως Ιωάννη Γαβριήλ Μπόρμαν ή της Λαμπέτη στο Πεγκ, καρδούλα μου…».
Εγώ είχα την τύχη να ταξιδεύω με τρένο από μικρός, αφού τα καλοκαίρια οι γονείς μου με έστελναν πακέτο στους παππούδες σ’ ένα χωριό της Μακεδονίας. Έκλειναν λοιπόν ένα ολόκληρο κουπέ... δικό μου! Μπορεί να μην ήταν η εποχή των παχέων αγελάδων για τον πατέρα μου, αλλά ποτέ δεν τσιγκουνευόταν το χρήμα όταν επρόκειτο για την ασφάλεια του κανακάρη του.
Τι νύχτες κι αυτές! Εξυπακούεται ότι ποτέ δεν κοιμόμουν. Κουβαλούσα μαζί μου μια στοίβα Μάσκες και Μυστήρια και ενάλλασσα τις απολαυστικές στιγμές από την ανάγνωση των περιπετειών του Ντεντέκτιβ Χ ή του Ανθρώπου-αράχνη με τις μαγικές εικόνες των επαρχιακών σταθμών, πνιγμένων από τον καπνό του τρένου . Οι μικροπωλητές που ορμούσαν στα ανοιχτά παράθυρα του τρένου , με τους δίσκους ξέχειλους από σουβλάκια στο Λιανοκλάδι και χαλβά στα Φάρσαλα σουλατσάρουν ακόμα στη μνήμη μου, κάθε φορά που πατάω το πόδι μου σε σιδηροδρομικό σταθμό ή βλέπω κάποιο τρένο….
Όταν γνωριστήκαμε με την Αρετή και ανακαλύψαμε ότι ήμασταν αδελφές ψυχές κοντά στα άλλα και για το κοινό μας πάθος, μας έπιασε ένα είδος τρενίτιδας. Βάλαμε στόχο να ταξιδέψουμε σε όλο το ελληνικό σιδηροδρομικό δίκτυο . Ανεβοκατεβαίναμε σε απίθανους σταθμούς, μόνο και μόνο γιατί μας γοήτευε το όνομά τους: Τιθορέα , Αμφίκλεια, Πυργετός… Μια φορά κατεβήκαμε στην Ξεχασμένη της Ημαθίας και, επειδή χάσαμε το τελευταίο τρένο, που ερχόταν από τη Φλώρινα για τη Θεσσαλονίκη, αναγκαστήκαμε να περάσουμε όλο το βράδυ στο γραφείο του σταθμάρχη πίνοντας τσάι από μια σκουριασμένη χύτρα , που άχνιζε πάνω στην ξυλόσομπα .
Είχαμε γίνει ξεφτέρια σε ταινίες που η υπόθεσή τους σχετιζόταν με σιδηρόδρομο. Καταναλώσαμε τόνους σποράκια μπροστά στην τηλεόραση, παρακολουθώντας για πολλοστή φορά βιντεοταινίες όπως Το τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές , Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές, Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν… Το σπίτι ήταν γεμάτο με βιβλία, φωτογραφίες, πόστερς και μοντέλα τρένων. «Το μόνο που μας λείπει» , έλεγε με λαχτάρα η Αρετή, "είναι ένα καλό ηλεκτρονικό τρενάκι! Λίγο χώρο να είχαμε παραπάνω στο σπίτι…".
*
Πατώντας το πόδι του στην αποβάθρα του σταθμού του Λ. μαζί με τον ήρωά του , ο συγγραφέας δια βεβαιώνει τους αναγνώστες του ότι ο Πέτρος είχε κυριευτεί από ένα νέο κύμα τύψεων . Η πρωτοβουλία του να συναντηθεί με την Αναστασία , σε στιγμές που η γυναίκα του χαροπάλευε στο νοσοκομείο, ήταν ασυγχώρητη. Όμως δεν μπορούσε πια να κάνει πίσω και αναγκαστικά προσχώρησε προς την έξοδο. Η Αναστασία τον περίμενε μπροστά στο βιβλιοπωλείο του σταθμού. Φορούσε μια μακριά μαύρη κάπα. Από το ευρύχωρο άνοιγμά της κουκούλας της πρόβαλλε το όμορφο πρόσωπό της διακριτικά μακιγιαρισμένο. Μάτια σαν κάρβουνα πυρακτωμένα, χείλια βαμμένα σε άλικο χρώμα.. Η μεσογειακή εκδοχή της Ρίτα Χαίηγουορθ στο Gilda , σκέφτηκε ο πρωταγωνιστής μου γοητευμένος . Έτσι συνήθως έπλαθε με τη φαντασία του τις βενετσιάνες των εφηβικών ονειρώξεών του . Μυστηριώδεις και αέρινες , έκαναν τη βραδινή βόλτα τους στο πλευρό του . Η πλατεία του Αγίου Μάρκου ολόφωτη. Στα πρόσωπα των αρσενικών που συναντούσαν καθρεφτιζόταν η ζήλια για τη σκανδαλώδη εύνοια της τύχης του ...
Οι πρώτες στιγμές της συνάντησης κύλησαν μες στην αμηχανία. Τυπικά λόγια , συγκρατημένες χειρονομίες. Εκείνη πρότεινε να πάνε στο Eros, ένα καμπαρεδάκι μεσοπολεμικού στιλ κοντά στο σταθμό κι εκείνος δέχθηκε.
Βγήκανε στο δρόμο, διέσχισαν σαν τους ερωτευμένους πιγκουίνους μια παγωμένη πλατεία και χώθηκαν στο πασάζ ενός πανύψηλου συγκροτήματος.
Ένα κύμα ζέστης τους τύλιξε.. Οι βιτρίνες των καταστημάτων στολισμένες γιορταστικά . Η φωνή του Perry Como μοίραζε καραμελένιους στίχους. Ατμόσφαιρα πασπαλισμένη με βαριά αρώματα , ενώ πανάκριβα κοσμήματα του Καρτιέ αναπαύονταν νωχελικά σε βελούδινα μαξιλαράκια.
Έφτασαν στο κεντρικό αίθριο του κτιρίου. Στη μέση ένα εντυπωσιακό σιντριβάνι γεμάτο με νούφαρα . Οι πίδακες του νερού άγγιζαν σχεδόν την οροφή της αίθουσας , που αποτελούνταν από μια εντυπωσιακή σύνθεση από βιτρό. Η Αναστασία κατευθύνθηκε προς την πόρτα ενός μπαρ και του έκανε νεύμα να την ακολουθήσει.
Κατέβηκαν σε μια ευρύχωρη σάλα γεμάτη κόσμο . Στριμωγμένοι σαν τις σαρδέλες σε μια γωνιά , μοιράστηκαν αναγκαστικά το τραπέζι τους μαζί με άλλα τέσσερα άτομα . Το περιβάλλον ήταν καλόγουστο . Εκατοντάδες κουτιά παλιών εμπορικών προϊόντων κρέμονταν από το ταβάνι ή στοιβάζονταν σε ξύλινες προθήκες. Στους τοίχους αφίσες από ταινίες του βωβού κινηματογράφου, Μουρνάου , Φριτς Λανγκ, Εμίλ Γιάνιγκς, Μαρλέν Ντίντριχ και τα παρόμοια μεσοπολεμικά ...
Ώσπου να έρθουν οι μπίρες, δεν αντάλλαξαν καμιά κουβέντα , αλλά άκουγαν τον πιανίστα που έπαιζε μελωδίες του Κουρτ Βάιλ: Liebes Lied, Alabama Song, Wie man sich bettet…
Ο Πέτρος ένιωσε να τον κυριεύει η γοητεία που απέπνεε ο χώρος και έβγαλε την πίπα του, απωθώντας παράλληλα αποφασιστικά κάποιες αναμνήσεις από την εποχή του Απότσου, όπου με την Αρετή έκαναν το τακτικό εβδομαδιαίο προσκήνυμά τους ένα φεγγάρι που παρεπιδημούσαν στην Αθήνα . Σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε την Αναστασία.
- Μάλλον άστοχη η ιδέα μου να συναντηθούμε με τέτοιον παλιόκαιρο…
- Αν νοιάζεσαι για μένα , μην ανησυχείς. Η αφεντιά μου είναι σαν τα σκάφη παντός καιρού. Τόσα χρόνια στη Γερμανία έχω πια μεταλλαχτεί σε καθαρόαιμη Λορελάι. Τι λες για το μαγαζί;
- Καταπληκτικό! Μου θυμίζει τον Απότσο στην Αθήνα .
- Μπράβο! Έπεσες διάνα. Με μια όμως βασική διαφορά: χωρίς τους υπέροχους μεζέδες του.
- Τι μπορείς να περιμένεις από ανθρώπους που έχουν ως εθνικά τους φαγητό τα λουκάνικα και το ξινό λάχανο ...
Γέλασαν και ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι, έτσι όπως ήταν στριμωγμένοι , η θέρμη της ανάσας της του χάιδευε το πρόσωπο και η επαφή των σωμάτων τους τον ανατρίχιαζε. Βιάστηκε να μαζευτεί όσο μπορούσε στη γωνιά του και έστρεψε τη συζήτηση σε θέματα της επικαιρότητας.
Ξεκίνησαν με την παραδοχή ότι η πολιτική, μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων, έχει στην εποχή μας διαχειριστικό απλώς χαρακτήρα , αφού κύριος στόχος της είναι η εξυπηρέτηση των μεγάλων χρηματιστηρίων και των τραπεζών. Η Αναστασία αναφέρθηκε στην αλματώδη αύξηση της φτώχειας στη Γερμανία και τη συστηματική κατεδάφιση του Κράτους Πρόνοιας, ενώ ο Πέτρος αγόρευσε με ύφος ινστρούχτορα για το ρόλο των επιστημόνων και των δήθεν προοδευτικών διανοουμένων, που σε πείσμα των προφητειών του Γκράμσι, έχουν εξαγοραστεί από τις πολυεθνικές και παίζουν το παιχνίδι της χειραγώγησης των μαζών με άκρα ευσυνειδησία..
- Έχεις δίκιο. Έχω επαφές με πολλούς δημοσιογράφους και ξέρω από τα μέσα πώς
μαγειρεύουν τις ειδήσεις . Ας μη μιλήσουμε για τους επιστήμονες- δολοφόνους που μας διαβεβαιώνουν κάθε λίγο και λιγάκι ότι η ζωή μας δεν κινδυνεύει από τα δηλητήρια που μας ταΐζουν ή μας ποτίζουν οι εταιρίες τους …
Στη συνέχεια πέρασαν στη λογοτεχνική επικαιρότητα. Αυτός ήξερε ότι λάτρευε τον Γκρας και τη ρώτησε για την πρόσφατη βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η Αναστασία απογειώθηκε και άρχισε με τη σειρά της να αγορεύει , ενώ εκείνος την έτρωγε με τα μάτια. Σκεφτόταν ότι ήταν η πρώτη φορά που είχε την πολυτέλεια μιας αποκλειστικής επαφής μαζί της. Από την αρχή της γνωριμίας τους η Αναστασία υπήρξε η κολλητή της Αρετής . Περνούσαν ώρες ατέλειωτες μαζί , ψώνιζαν στα παλιατζίδικα, πήγαιναν σε γκαλερί, είχαν κοινά μυστικά. Αυτός ήταν ο τρίτος της παρέας και ως αρσενικός ήταν πάντα περιττός ανάμεσα σε δύο όψιμες αδελφοπιτές. Μερικές μάλιστα φορές είχε την εντύπωση ότι έπαιζε το ρόλο του παρείσακτου σε ένα κλαμπ ιεροφάντιδων, από το οποίο ήταν αποκλεισμένοι οι αρσενικοί.
Πρόσεξε καλύτερα το πρόσωπό της, θαυμάζοντας την καθαρότητα της σταρένιας επιδερμίδας της, τα εκφραστικάμάτια και την απουσία ρυτίδων. Όλα ήταν τέλεια. Το ερέθιζαν ιδιαίτερα τα χείλη της, σαρκώδη και υγρά , όλο φιληδονία, πράγμα που τον έκανε να σκεφτεί ότι δεν ήξερε τίποτε για την ερωτική της ζωή . Κάποτε είχε πετάξει δυο τρεις κουβέντες για ένα αποτυχημένο δεσμό με ένα γερμανό καλλιτέχνη, αλλά δεν προχώρησε παραπέρα . Υπήρχε , άραγε, η πιθανότητα να μην της αρέσουν οι άντρες; Ποιος ξέρει; Όλα τα παιχνίδια παίζονται στο τερέν του έρωτα , αλλά όποιος κι αν ήταν ο μουστερής του μελωμένου αυτού πλάσματος , θα ήταν εξαιρετικά τυχερός . Και τι δε θα ’δινε να τρυγήσει ΑΥΤΟΣ το πλούσιο στήθος της, να εμβολίσει ΑΥΤΟΣ το χυμώδες σώμα της , να μαλάξει ΑΥΤΟΣ τη βελούδινη σάρκα της…
Η παλλόμενη από ενθουσιασμό φωνή της τον ξανάφερε στην πραγματικότητα:
- …Έχουν πάθει την πλάκα τους, και πολύ το γλεντάω. Χρόνια ολόκληρα τον αποκαλούσαν λυσσασμένο αριστερό σκυλί , ατάλαντο και θορυβοποιό ! Τώρα είναι υποχρεωμένοι να τον τιμήσουν, να του πλέξουν πανηγυρικούς. Ειδικά ο κριτικός Ράιχ-Ρανίτσκι , ο αποκαλούμενος πάπας της λογοτεχνίας, που ποτέ του δεν τον χώνεψε, το φυσάει τώρα και δεν κρυώνει .
Ο πιανίστας έπαιζε τώρα μελωδίες από τραγούδια των καμπαρέ του Βερολίνου της δεκαετίας του 20. Η Αναστασία έπιασε το χέρι του και το έσφιξε τρυφερά .
- Αυτά τα σχετικά με τον Γκρας! Πες μου τώρα τι θα κάνουμε με σένα…
Χλόμιασε . Η θέρμη που μεταγγιζόταν από το κορμί της στο δικό του λες και περνούσε στο αίμα του και του αύξαινε την αρτηριακή πίεση ;
-Τι θέλεις να κάνουμε;, είπε βραχνά.
- Έχεις πάρει την κάτω βόλτα και αυτό μου τη δίνει.
- Σε διαβεβαιώνω ότι η κατάσταση είναι υπό έλεγχο.
- Μακάρι να είναι έτσι , αλλά δε σε πιστεύω. Όμως ό,τι κι αν συμβεί από δω και μπρος , θα είμαι κοντά σου. Ξέρεις ότι το ενδιαφέρον μου δεν είναι εικονικό.
Κοκκίνισε σαν μαθητούδι και τράβηξε απότομα το χέρι του.
- Σ΄ ευχαριστώ! Aν δεν έχεις αντίρρηση, προτείνω να φύγουμε τώρα. Αύριο στο σχολείο έχω μάθημα από την πρώτη ώρα και πρέπει να ξανακοιτάξω τις σημειώσεις μου.
Στα μάτια της μια σκιά απογοήτευσης.
- Έχεις δίκιο, είναι ήδη έντεκα.
Έκανε νεύμα στο σερβιτόρο για το λογαριασμό.
Ο Πέτρος έβγαλε από την τσέπη το βιβλίο.
- Παρά λίγο να το ξεχάσω! Ξέρω ότι σου αρέσει η όπερα. Τις προάλλες ανακάλυψα σε ένα παλιατζίδικο το λιμπρέτο του Cosi fan tutte του Μότσαρτ. Σπάνια έκδοση, του 1809. Σου το χαρίζω μαζί με τις ευχαριστίες μου για την ωραία βραδυά που μου πρόσφερες…
Πήρε βιβλιαράκι και το ξεφύλλισε αμίλητη.
- Τι λες , φεύγουμε; Λίγο ακόμα και ο σταθμάρχης θα κατεβάσει τα ρολά του σταθμού.
Ξαφνικά εκείνη έκανε ένα βήμα εμπρός και τον φίλησε απαλά στα χείλη.
- Ένα φιλί ως ελάχιστη ανταμοιβή για το υπέροχο δώρο σου ! Τι λες; Πάμε τώρα;
*
Έξω από το εμπορικό κέντρο χωρίζουμε χωρίς πολλές κουβέντες. Η Αναστασία παίρνει το μοναδικό ταξί που βρίσκεται στην πιάτσα και εγώ κατευθύνομαι στο σταθμό, περπατώντας με δυσκολία πάνω στο χιόνι. Η συγκοινωνία όμως με τα τοπικά τρένα έχει διακοπεί λόγω της κακοκαιρίας και αναγκαστικά περιμένω την υπερταχεία των δώδεκα και μισή από την Ελβετία.Η αίθουσα αναμονής τίγκα από μεθυσμένους άστεγους. Έχουν κάνει κατάληψη στους πάγκους . Κοιμούνται μακάρια , ενώ στα πόδια τους πελώριοι ποιμενικοί σκύλοι φρουρούν τα άθλια υπάρχοντά τους .
Δεν έχω άλλη επιλογή από την παγωμένη αποβάθρα . Κόβω βόλτες πέρα δώθε τουρτουρίζοντας μαζί με μερικούς γερμανούς , που σχολιάζουν αρνητικά την αδιαφορία της αστυνομίας για τους αλήτες , που έχουν μετατρέψει τους σταθμούς σε κοιτώνες.
Φτάνω επί τέλους στην πόλη μου. Οι καιρικές συνθήκες δραματικές. Ξαστεριά με πανσέληνο ίσον πολική παγωνιά. Βγαίνοντας από το πάρκιν κάνω ηρωικές προσπάθειες να κινήσω το αυτοκινητό μου στον παγωμένο δρόμο, γρήγορα όμως διαπιστώνω ότι τα λάστιχα δεν υπακούουν στα κελεύσματα της μηχανής.
Το παρατώ όπως όπως σε μιαν άκρη, σκεπτόμενος το τσουχτερό πρόστιμο που με περιμένει αύριο , και ψάχνω μάταια για ταξί. Με τέτοιες συνθήκες μόνο κάτι κόπανοι σαν και μένα κυκλοφορούν .
Ακουμπώ στο στέγαστρο της αφετηρίας των ταξί απελπισμένος . Στο μυαλό μου οι κάνουν τραμπάλα οι στίχοι του Σεφέρη :Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ΄ αρέσαν, Τ΄ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις , όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας και τα λοιπά. Δεν έχω άλλη επιλογή από το να πάω στο σπίτι με τα πόδια.
Καταρώμενος θεούς και δαίμονες αρχίζω να βαδίζω σαν την πάπια .
Παγοδρομώ στους έρημους δρόμους . Αγριεύομαι. Κανένα αυτοκίνητο, ούτε ένας διαβάτης . Σπίτια θεοσκότεινα, λες και οι άνθρωποι έχουν εγκαταλείψει την πόλη . Κατηφορίζω την οδό Ρέντγκεν δίπλα στο ποτάμι . Περισσότερο τσουλώ παρά βαδίζω. Το κρύο με περονιάζει. Κάθε τόσο σταματώ και πιάνω τη μύτη μου , για να βεβαιωθώ ότι είναι ακόμη στη θέση της. Τελικά δεν αποφεύγω το μοιραίο : γλιστρώ και πέφτω φαρδύς πλατύς στο πεζοδρόμιο, αλλά , ω του θαύματος, τα καταφέρνω να σηκωθώ και συνεχίσω την πορεία μου σώος και αβλαβής.
Φτάνω επιτέλους στο σπίτι. Πέφτω στο κρεβάτι βλαστημώντας την ώρα και τη στιγμή που είχα τη φαεινή ιδέα να συναντηθώ με την Αναστασία. Περισσότερο με βασανίζει το γεγονός ότι ούτε μια φορά δεν αναφερθήκαμε στην Αρετή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου