Το σχολείο ως τόπος κακοποίησης: εξερευνώντας τις θέσεις του Τζον Χολτ
Αλήθεια, πώς θα ήταν η παιδεία αν τα παιδιά με κάποιον τρόπο μπορούσαν να έχουν λόγο στο τι, στο πώς και στο γιατί μαθαίνουν αυτό που εν τέλει μαθαίνουν;
Το παρόν κείμενο σχολιάζει τις θέσεις του θεωρητικού της εκπαίδευσης και παιδαγωγού Τζον Χολτ** γύρω από το ζήτημα του αυταρχισμού που χαρακτηρίζει το εκπαιδευτικό σύστημα, έτσι όπως αυτές εκφράστηκαν στο πρώτο του βιβλίο «Γιατί αποτυγχάνουν τα παιδιά: Το σχολείο αυτός ο εχθρός». Στο βιβλίο αυτό ο Χολτ εξηγεί με ύφος κατανοητό, μη ελιτίστικο και πλούσια επεξηγηματικό το γεγονός ότι το σχολείο είναι ένας μηχανισμός που αχρηστεύει την ενέργεια και τη ζωντάνια του υποκειμένου ή μάλλον τη διοχετεύει προς όφελος της ομοιογένειας και της τυποποίησης. Όπως σημειώνει ο ίδιος, αυτό που εκτιμάται πάνω από όλα στο σχολείο είναι «η υπακοή, η προσαρμογή […] το παιδί πρέπει να κάνει εκείνο που του λένε να κάνει» και «κάτι περισσότερο: το παιδί πρέπει να κάνει εκείνο που απαιτείται να κάνει, χωρίς καν να του το πουν».
Κεντρική ιδέα του βιβλίου είναι η ανάλυση και η κριτική του τρόπου με τον οποίο το παιδί βιώνει τα ερεθίσματα όχι τόσο της σχολικής αποτυχίας, αλλά της σχολικής λειτουργίας στο σύνολό της. Ειδικότερα ο Χολτ υποστηρίζει ότι στο συμβατικό και παραδοσιακό σχολείο ο/η εκπαιδευτικός είναι ο κυρίαρχος της τάξης, ο άνθρωπος που αποφασίζει πότε, πώς και γιατί θα συμβεί το οτιδήποτε· έχει εν ολίγης (θεσμική) εξουσία πάνω στα σώματα και στις σκέψεις των παιδιών, μια εξουσία που εκφράζεται ποικιλοτρόπως. Έχοντας διδάξει ο ίδιος για πολλά χρόνια, έπειτα από χιλιάδες ώρες παρατήρησης και εμπλοκής έφτασε στο συμπέρασμα ότι «τα παιδιά είναι υπόδουλοι λαοί […] το σχολείο, για τα παιδιά, είναι ένα είδος φυλακής».
Κάτω από τέτοιες συνθήκες μπορεί κανείς να φανταστεί πώς κυλά η σχολική ζωή σε ένα τυπικό εκπαιδευτικό ίδρυμα. Τα παιδιά λειτουργούν μέσα σε ένα περιβάλλον το οποίο δεν ενδιαφέρεται για την πραγματική μάθηση, αλλά αντιθέτως ευνοεί και καλλιεργεί τον φόβο, την ντροπή, τη ματαίωση και την αποστροφή προς αυτήν. Ο Χολτ αναφέρει σχετικά ότι «έχουμε κάνει στο πνεύμα τους [των παιδιών] αυτό που θα έκανε στο σώμα τους η έλλειψη τροφής […] τα κάναμε πνευματικά αδύνατα και νωθρά». Τα παιδιά γνωρίζουν ότι στο σχολείο επιβιώνει αυτός/ή που έχει την ικανότητα να επιτυγχάνει στα διαγωνίσματα και να περνά τις εξετάσεις, να αποφεύγει τις -δημόσιες πολλές φορές- τιμωρίες και επιπλήξεις, να υπακούει στις προσταγές των εκπαιδευτικών και των διευθυντών/τριών, να αποσπά συνεχώς την επιβράβευση και γενικά αυτός/ή που είναι προσηλωμένος/η στον τρόπο σκέψης που του/της επιβάλλει το σχέδιο του σχολείου. Και ακριβώς επειδή το γνωρίζουν αυτό, αναπτύσσουν διάφορους μηχανισμούς με σκοπό να βιώσουν όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα την κακοποιητική εμπειρία της (υποχρεωτικής) σχολικής φοίτησης.
Ο Χολτ, περιγράφοντας τα παραπάνω, αναφέρει ότι συχνά «ακολουθούμε τυφλά έναν κανόνα, χωρίς να τον ελέγχουμε και να τον συγκρίνουμε με τα πραγματικά δεδομένα […] υποτιμούμε τη διανοητική ικανότητα των παιδιών και πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει διαφορά αν πούμε έτσι ή αλλιώς το άλφα ή το βήτα πράγμα». Τα παιδιά όμως αδυνατώντας συχνά να βρουν νόημα μέσα στις προβολές αυτές και τις προκαταλήψεις των εκπαιδευτικών «αναστατώνονται και στο τέλος τρομοκρατούνται».
Ηδη από το πρώτο του αυτό βιβλίο φαίνεται ότι ο Χολτ αισθάνεται έντονη δυσφορία τόσο για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται τα παιδιά από τα επίσημα εκπαιδευτικά συστήματα όσο και για τις επιπτώσεις που έχει αυτή η αντιμετώπιση στο μέλλον των παιδιών. Τα παιδιά που είναι αναγκασμένα βάσει της νομοθεσίας να βρίσκονται στο σχολείο υπακούν «στους δεσμοφύλακές τους, τους δασκάλους» και επιτελούν τη συμπεριφορά που αναμένεται, μαθαίνουν με την πάροδο του χρόνου να αποξενώνονται από τον ίδιο τους τον εαυτό, αλλά και από τα ποικίλα ερεθίσματα και τις ποικίλες ευκαιρίες για μάθηση. Οπως γράφει ο ίδιος ο Χολτ, «τα παιδιά πρωτοέρχονται στο σχολείο γεμάτα περιέργεια […] μέσα σε λίγα χρόνια η περισσότερη από την περιέργειά τους είναι νεκρή, ή τουλάχιστον σιωπηλή».
Το σχολείο θεωρεί ότι έχει το μονοπώλιο της μάθησης και της μεταλαμπάδευσης της υπάρχουσας γνώσης στις νεότερες γενιές. Για τα εκπαιδευτικά συστήματα τα παιδιά είναι απλώς οι αποδέκτες (αρχικά) και οι χρήστες (τελικά) αυτού του όγκου γνώσης που διακινείται στα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Δεν έχουν κανέναν απολύτως λόγο στο τι, στο πώς και στο γιατί μαθαίνουν αυτό που εν τέλει μαθαίνουν. Δεν συμμετέχουν με κάποιο τρόπο στον σχεδιασμό και στην οργάνωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, ούτε η γνώμη τους θεωρείται ότι έχει κάποια αξία. Το βιβλίο τού Χολτ μάς καλεί να σκεφτούμε ξανά όλα αυτά τα ζητήματα, αλλά με μια διαφοροποίηση: να τα ξανασκεφτούμε από το μέρος των παιδιών ή μάλλον αντλώντας και μαθαίνοντας από το πώς σκέφτονται τα παιδιά.
*Προπτυχιακός φοιτητής. Τμήμα Επιστημών της Εκπαίδευσης και της Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία. Πανεπιστήμιο Πατρών. mixaliskatsimm@gmail.com
____________
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Ο Τζον Κάλντγουελ Χολτ ήταν Αμερικάνος συγγραφέας και παιδαγωγός, υποστηρικτής της εκπαίδευσης από το σπίτι και της αποσχολειοποίησης, και πρωτοπόρος της θεωρίας των δικαιωμάτων των νέων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου