Τι έκα­νε ο Αλέ­ξαν­δρος

Τ’ ολό­σω­μο κε­φά­λι του μ’ εμ­βλή­μα­τα
ολό­περ­σου Δα­ρεί­ου! Και ν’ απαι­τεί
προ­σκύ­νη­ση των μά­γων. Και σε­λή­νης
υπο­τα­γή και των νη­πί­ων σφα­γή,
εάν στις προ­στα­γές δεν υπο­κύ­ψου­με
του περ­σι­κού του με­γα­λεί­ου. Αν­θέλ­λην!

Και δεν λυ­πή­θη­κε τη μά­να του, μή­τε στο νου του
έφε­ρε τον πα­τέ­ρα του –ας εί­ναι και κου­τσό–
να αι­σχυν­θεί, να θυ­μη­θεί το ήθος,
την πε­ρη­φά­νια, την τι­μή των Μα­κε­δό­νων!

«Υπέρ­τα­τος θε­ός και Αχαι­με­νί­δης
δεν εί­σαι, Αλέ­ξαν­δρε. Δυ­να­στι­κώς δεν πρέ­πει
μ’ αι­σθή­μα­τα από λί­βα­νο και χρυ­σο­ποι­κι­λί­ες
να κυ­βερ­νάς με του Αχού­ρα Μάζ­ντα
τους πε­ρισ­σούς κα­θ’ όλα περ­σι­σμούς».

            *

Αλ­λά κι αυ­τού, η αλή­θεια, δεν τ’ αρέ­σουν τέ­τοια
μα τι να κά­νει που εί­ναι βα­σι­λιάς
και των Περ­σών – Πα­τέ­ρας κι αυ­τω­νώ­νε;


Τώ­ρα που ο λό­γος το ’φε­ρε, θυ­μή­σου
και τη Δα­ρεία γυ­ναί­κα του, που του ’χα­σε
παι­δί στη γέν­να﮲  νό­μι­μο περ­σό­που­λο,
μα­κε­δο­νό­που­λο έστω,
ει­κό­να της αρ­ρή­του πά­ντως δό­ξας του.

«Κα­τά το κρί­μα σου, φτω­χό μου, ζή­σον με»,
του έλε­γε στ’ αυ­τί την ώρα της τα­φής του.
«Σπλά­χνο μου εσύ, και πώς να μεί­νω αγνός
ωσάν το απλούν της γνώ­μης σου και ανεύ­θυ­νον;
Αν ήθε­λες προ­λά­βει και μι­λή­σει
στα Μα­κε­δο­νι­κά –κι ας ει­ν’ με περ­σι­κή
πα­ρα­φθο­ρά– θα μου ’λε­γες τα των νη­πί­ων:
Βε­βαί­ω­σόν με, τέ­κνον μου, εν τοις λό­γοις σου
το εμ­φα­νές και αμά­ρα­ντον απεί­ρου πο­λι­τεί­ας».