Σαλβατόρε Τζουλιάνο: Ο αινιγματικός ληστής
Το
1961, τρεις ταινίες γυρίστηκαν σχεδόν ταυτόχρονα στην Ιταλία,
έχοντας ίδιο θέμα: τη ληστοκρατία στα χωριά της Σαρδηνίας και
της Σικελίας. «Οι ληστές του Οργκόζολο» σε σκηνοθεσία
Βιτόριο Ντε Σέτα, ιστορούσε τη ζωή ενός φτωχού βοσκού στην
ορεινή Σαρδηνία, ο οποίος αναγκάζεται να γίνει ληστής όταν του
κλέβουν τα πρόβατα και κατηγορείται εσφαλμένα από τις αρχές.
«Ο ληστής», του Ρενάτο Καστελάνι, γυρισμένη στην Καλαβρία,
παρουσίαζε μια παρόμοια ιστορία με έναν άνδρα που
κατηγορείται άδικα για φόνο, και γίνεται ληστής για να
επιβιώσει. Η τρίτη ταινία θεωρείται η πιο σημαντική. Σε
αντίθεση με τις άλλες δύο στις οποίες πρωταγωνιστούσαν
φανταστικοί χαρακτήρες, αυτή αναφερόταν σε ένα υπαρκτό
πρόσωπο που συνδέθηκε, αρνητικά, με τη νεότερη ιστορία της
Σικελίας. Η ταινία, σε σκηνοθεσία του Φραντσέσκο Ρόζι έφερε
ως τίτλο το ονοματεπώνυμο ενός διαβόητου ληστή, ο οποίος
απασχόλησε την ιταλική επικαιρότητα λίγο μετά το τέλος του
Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το «Σαλβατόρε Τζουλιάνο», (ελλ. τίτλος
«Τζουλιάνο ο Αρχιληστής») έθιγε καίρια το πρόβλημα της
ληστείας και τα κοινωνικοπολιτικά αίτια του φαινομένου στη
Σικελία, αναδεικνύοντας τις ασαφείς και περίπλοκες
διασυνδέσεις μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και της
Μαφίας.
Οι ρίζες αυτής της σκοτεινής ιστορίας απλώνονται πολύ πέραν της εποχής στην οποία αναφέρεται η ταινία. Από τον 16ο μέχρι τον 18ο
αιώνα, ομάδες αγροτών που δεν άντεχαν τους φόρους και την
καταπίεση των γαιοκτημόνων, εγκατέλειπαν τα χωριά τους,
κατέφευγαν στα βουνά και λεηλατούσαν ό,τι μπορούσαν, έχοντας
την υποστήριξη των ταπεινών τάξεων. Οι ληστείες και οι λαϊκές
αναταραχές κορυφώθηκαν την περίοδο που ακολούθησε το
δημοψήφισμα της 4ης
Νοεμβρίου 1860, με το οποίο επισημοποιήθηκε η προσάρτηση των
συνιστωσών όπως η Σικελία, στο νεοσύστατο Βασίλειο της
Ιταλίας. Η ιταλική ενοποίηση, ωστόσο, δεν κατάφερε να
δημιουργήσει μια ενιαία εθνική ταυτότητα, στοιχείο που
αντανακλάται στις απόπειρες ανεξαρτησίας των Σικελών. Το
πάλαι ποτέ κραταιό Βασίλειο της Σικελίας αποτέλεσε παρελθόν
στο νέο ιταλικό κράτος, αλλά ήταν διαρκώς παρόν στον ψυχισμό
των Σικελών, που βίωναν την παρακμή και τη φτώχεια. Οι ληστές
που έδρασαν εκείνα τα χρόνια, απείχαν ως επί το πλείστον από
κοινωνικές διεκδικήσεις.
Αντίθετα, σημειώνει ο ιστορικός
Σαλβατόρε Λούπο που θεωρείται από τους κορυφαίους ειδικούς
στα θέματα της μαφίας, η σικελική ληστεία μετατράπηκε σε
όργανο της εκκολαπτόμενης μαφίας, μέσω της διαπλοκής που
εδραιώθηκε μεταξύ του ληστή και του γκαμπελότο
(ενοίκου μεγάλων φέουδων, αλλά και έκφραση για τοπικό
συμμορίτη). Το 1877, αναφερόμενος στις πολιτικές και
διοικητικές συνθήκες της Σικελίας, ο οικονομολόγος και
γερουσιαστής του νεοσύστατου Βασιλείου της Ιταλίας,
Λεοπόλντο Φρανκέτι, έγραφε: «…Κυρίως ακούμε να μιλάνε για
ληστές. Ακόμη και ο αριθμός των ληστών, με την αυστηρή έννοια της
λέξης, σε σύγκριση με εκείνο άλλων κακοποιών κάθε είδους,
είναι ελάχιστος. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν το πολύ πέντε-έξι
αρχηγοί συμμοριών σε όλο το νησί. Οι σταθερές ομάδες τους,
λιγότερο ή περισσότερο πολυάριθμες, ανάλογα με τις
συνθήκες, ουδέποτε είναι πολύ μεγάλες. Η δράση τους όμως
συνδέεται άρρηκτα με εκείνη άλλων ταραχοποιών, ώστε είναι
αδύνατη η διάκρισή τους». Οι ταραχοποιοί που ανέφερε ο
γερουσιαστής του νεοσύστατου Βασιλείου της Ιταλίας,
Λεοπόλντο Φρανκέτι, ήταν οι πρώιμοι κινηματίες για την
ανεξαρτησία της Σικελίας. Ενός κινήματος που πήρε οριστική
μορφή και ενεργοποιήθηκε τον επόμενο αιώνα.
Το Κίνημα για
την Ανεξαρτησία της Σικελίας ιδρύθηκε το Σεπτέμβριο του 1942,
μεσούντος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, συγκεντρώνοντας
ετερογενείς πολιτικούς εκπροσώπους, διανοούμενους και
ορκισμένους αυτονομιστές. Έδρασε την περίοδο 1943 – 1951,
έχοντας ως βασική επιδίωξη τη δημιουργία ενός κράτους
χωριστού από το ιταλικό, Σε αυτό το κλίμα των σημαντικών
προσδοκιών ασκήθηκε μεγάλη πίεση τόσο από τις αμερικανικές
όσο και από τις αγγλικές μυστικές υπηρεσίες, που προσπαθούσαν
να προσελκύσουν, καθεμία στη σφαίρα της επιρροής της, τους
εκκολαπτόμενους κινηματίες. Τρία χρόνια αργότερα, με την
εισβολή των συμμάχων στη Σικελία, την κατάρρευση του
φασιστικού καθεστώτος και την απελευθέρωση της υπόλοιπης
χώρας, έγινε το επόμενο βήμα του κινήματος, στο οποίο έμελλε να
παίξει σημαντικό ρόλο ο Σαλβατόρε Τζουλιάνο. Υπό την πίεση
της εξτρεμιστικής πτέρυγας, σχηματίστηκε μια
παραστρατιωτική μονάδα, ο Εθελοντικός Στρατός για την
Ανεξαρτησία της Σικελίας (ΕΛΒΙΣ), για την
αντιμετώπιση του οποίου η κυβέρνηση έστειλε μονάδες του
ιταλικού στρατού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη σύναψη μιας
συμμαχίας του ΕΛΒΙΣ με τη συμμορία του Σαλβατόρε Τζουλιάνο,
με τον ίδιο να κάνει την «επίσημη» εμφάνισή του στο σκοτεινό
παρασκήνιο της μεταπολεμικής Ιταλίας.
Ο Σαλβατόρε, πιο
γνωστός με το σικελικό υποκοριστικό Τουρίντου, γεννήθηκε το
1922 στο χωριό Μοντελέπρε. Εξ αυτού, θα ονομαζόταν στη
μετέπειτα διαβόητη δράση του ως ο Βασιλιάς του Μοντελέπρε.
Τα πρώτα δείγματα αυτού που θα γινόταν αργότερα έδωσε το 1943,
όταν ήταν 21 ετών. Δύο μήνες μετά την απόβαση των Συμμάχων στη
Σικελία, ο Σαλβατόρε Τζουλιάνο συνέχισε να κάνει αυτό που
γνώριζε καλά, μεταφέροντας με το άλογό του σακιά με σιτάρι
για τη μαύρη αγορά. Όταν τον σταμάτησαν σε ένα σημείο ελέγχου των
καραμπινιέρων αντέδρασε και, χρησιμοποιώντας το πιστόλι που
του είχε δώσει ένας στρατιώτης με αντάλλαγμα μια φιάλη κρασί,
σκότωσε ένα νεαρό καραμπινιέρο, τραυμάτισε σοβαρά ένα
αξιωματικό και κατόπιν ακολούθησε το μόνο δρόμο που του
απέμεινε: τη φυγή στα βουνά.
Επανεμφανίστηκε λίγους μήνες
αργότερα, ξεκινώντας την αιματηρή του διαδρομή.
Το 1944,
αφού συνέβαλε στην απόδραση αρκετών συγγενών από τις φυλακές,
σχημάτισε μαζί με άλλους κρατούμενους που τον ακολούθησαν
τον πρώτο πυρήνα της συμμορίας του. Στην αρχή διέπρατταν
κυρίως ληστείες και απαγωγές γαιοκτημόνων, επιχειρηματιών
και εμπόρων, με σκοπό τα λύτρα. Εξαρχής επέδειξε ιδιαίτερη
ψυχρότητα και αγριότητα στον τρόπο που εξολόθρευε τους
αντιπάλους του, ειδικά τους ένστολους που τον καταδίωκαν, ή
όσους θεωρούσε ύποπτους για συνεργασία με τις αρχές. Είναι
ενδεικτικός ο συνολικός αριθμός των θυμάτων που αποδίδονται
στη συμμορία του Τζουλιάνο, ο οποίος υπολογίστηκε στους 430.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Φραντσέσκο Πετρότα, είναι
τεκμηριωμένο γεγονός ότι η εγκληματική δράση του Τζουλιάνο
συνδεόταν με την Κόζα Νόστρα και οι άνδρες του δρούσαν υπό τον
αυστηρό έλεγχο των διαφόρων ηγετών της οργάνωσης στις
περιοχές που δρούσε η συμμορία.
Την άνοιξη του 1945, οι
ηγέτες του Κινήματος Ανεξαρτησίας της Σικελίας
συναντήθηκαν με τον Τζουλιάνο και του πρότειναν να ενταχθεί
στην παραστρατιωτική ομάδα τους, τον ΕΛΒΙΣ. Ο Τζουλιάνο
ζήτησε δέκα εκατομμύρια λιρέτες που του δόθηκαν, μαζί με την
υπόσχεση για όπλα και πυρομαχικά, ενώ ο ίδιος διορίστηκε
συνταγματάρχης.
Μετά από αυτή τη συμφωνία ξεκίνησε ανταρτοπόλεμο κατά των αρχών, πραγματοποιώντας επιθέσεις στους στρατώνες και στις περιπόλους των καραμπινιέρων. Σε αυτή την περίοδο, η προπαγάνδα του κινήματος κατάφερε να οικοδομήσει μια εικόνα γύρω από τον Τζουλιάνο όμοια με εκείνη του Ρομπέν των Δασών, φτάνοντας στο σημείο να δικαιολογήσει τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν από τον ίδιο και τους συντρόφους του.
Την ίδια περίοδο, ο δημοσιογράφος Τζάκοπο Ρίτζα, δημοσίευσε στο περιοδικό Tempo μια συνέντευξη του Σαλβατόρε Τζουλιάνο με τίτλο «Για πρώτη φορά ο Τζουλιάνο προσεγγίστηκε, φωτογραφήθηκε και έδωσε συνέντευξη» δημιουργώντας μεγάλη αίσθηση και καθιστώντας τον ευρύτερα γνωστό. Ο Ρίτζα πήγε στη Σικελία συνοδευόμενος από ένα φωτογράφο και, με τη μεσολάβηση ενός αφεντικού της Κόζα Νόστρα, κατάφερε να συναντήσει τον Τζουλιάνο σε ένα απομονωμένο σημείο και να του πάρει συνέντευξη, που συνοδεύτηκε από πολλές φωτογραφίες.
Ένα χρόνο αργότερα,
τα πράγματα θα έπαιρναν μια κρίσιμη στροφή. Με την αμνηστία που
δόθηκε το 1946 για πολιτικά εγκλήματα, και την παράλληλη
προκήρυξη εκλογών, το Κίνημα Ανεξαρτησίας αποφάσισε να
λάβει επίσημα μέρος, γυρίζοντας την πλάτη στον Τζουλιάνο και
τη συμμορία του. Χωρίς την αίγλη, πλέον, του αντάρτη
αυτονομιστή, η κοινή γνώμη άρχισε να τον αντιμετωπίζει ως
κοινό εγκληματία. Το όνομά του παρέμεινε μελανά συνδεδεμένο
με τη σφαγή της Πορτέλα ντέλα Τζινέστρα, την Πρωτομαγιά του
1947. Κατά τη διάρκεια της συγκέντρωσης για τον εορτασμό της
νίκης του Λαϊκού Μπλοκ στις περιφερειακές εκλογές, η συμμορία
επιτέθηκε ανοίγοντας πυρ και προκαλώντας πολλούς θανάτους και
τραυματισμούς. Υποκινητές αυτής της προβοκάτσιας ήταν
μυστικοί πράκτορες των Αμερικανών και των Βρετανών, σε αγαστή
συνεργασία με την Κόζα Νόστρα, με σκοπό να διαλύσουν την
ανερχόμενη εκλογική δύναμη των αριστερών. Μέσω ενός
κυβερνητικού αξιωματούχου υποσχέθηκαν στον Τζουλιάνο ότι θα
έδιναν στον ίδιο και τα μέλη του την αμνηστία που είχαν στερηθεί
ως ποινικοί. Η συμμορία επιτέθηκε στο πλήθος σκοτώνοντας 11
άτομα (ανάμεσά τους και παιδιά) και τραυματίζοντας 37
διαδηλωτές. Η αποστροφή που προκάλεσε η αιματοχυσία άλλαξε
εντελώς τα δεδομένα. Έχοντας επίγνωση ότι είχε γίνει
ενοχλητικός και εν πολλοίς επικίνδυνος για τους πρώην
συνεργούς του, ο Τζουλιάνο επιχείρησε να καλύψει τα νώτα του
με μια επιστολή που έστειλε στη l'Unità, κάνοντας νύξεις για τις
σχέσεις που είχε με γνωστούς πολιτικούς. Η δημοσίευση τάραξε
τα νερά, σημαίνοντας ταυτόχρονα το επερχόμενο τέλος του.
Στις 5 Ιουλίου 1950, ο 28χρονος Σαλβατόρε Τζουλιάνο βρέθηκε
νεκρός στην αυλή ενός σπιτιού στο χωριό Καστελβετράνο. Η
επίσημη δήλωση της Διοίκησης των Δυνάμεων Καταστολής Ληστών
ανέφερε ότι είχε σκοτωθεί κατά τη διάρκεια ανταλλαγής πυρών
με μια μονάδα καραμπινιέρων. Από την αρχή, ωστόσο, υπήρξαν
αρκετές αντιφάσεις στην εκδοχή των ερευνητών για το θάνατο του
ληστή. Ο δημοσιογράφος Τομάζο Μπεσότζι δημοσίευσε μια
έρευνα με τίτλο «Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Τζουλιάνο είναι
νεκρός», στην οποία τόνισε τις αντιφάσεις της επίσημης εκδοχής,
ενώ ένα άλλο άρθρο, του δημοσιογράφου Νικόλα Αντέλφι,
κατονόμασε ως δολοφόνο το συνεργάτη και δεξί χέρι του
Τζουλιάνο, Γκασπάρε Πισιότα.
Το δημοσίευμα αποδείχθηκε
αληθές. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας στη
δίκη για την σφαγή της Πορτέλα ντέλα Τζινέστρα, ο Γκασπάρε
Πισιότα παραδέχτηκε τη συμμετοχή του στην επίθεση και
κατηγόρησε μοναρχικούς και Χριστιανοδημοκράτες βουλευτές
ως εμπνευστές της προβοκάτσιας, δηλώνοντας ότι εκείνοι τον
έστειλαν να πυροβολήσει το πλήθος. Το δικαστήριο έκρινε
αβάσιμες τις κατηγορίες του, καθώς είχε ήδη δώσει εννέα
διαφορετικές εκδοχές για τους πολιτικούς υποκινητές της
σφαγής. Όπως προέκυψε, ο Πισιότα έπαιζε διπλό ρόλο, έχοντας
γίνει έμπιστος της Διοίκησης των Δυνάμεων Καταστολής. Ο
Τζουλιάνο δολοφονήθηκε από τον Πισιότα, ενώ κοιμόταν σε ένα
σπίτι- κρυψώνα στο Καστελβετράνο. Το σώμα του μεταφέρθηκε
κατόπιν στην αυλή του σπιτιού, όπου οι καραμπινιέροι
σκηνοθέτησαν ένα επεισόδιο με ανταλλαγή πυροβολισμών, για να
επιτρέψουν στον Πισιότα να δραπετεύσει και να συνεχίσει τη
δουλειά του ως έμπιστος της αστυνομίας. Η υπόθεση, όμως, δεν
έκλεισε εκεί. Ακολούθησε το τελικό ξεκαθάρισμα, με το
κλείσιμο των ενοχλητικών στομάτων. Τέσσερα χρόνια αργότερα,
ο Γκασπάρε Πισιότα φυλακίζεται και πεθαίνει στο κελί του,
έχοντας πιει καφέ με στρυχνίνη αντί ζάχαρης. Άλλοι ληστές που
ανήκαν στη συμμορία του Τζουλιάνο και γνώριζαν πρόσωπα και
καταστάσεις, πέθαναν χτυπημένοι από μυστηριώδη χέρια. Ο
φάκελος της υπόθεσης κατέληξε στο αρχείο, χωρίς να έχει λυθεί
το αίνιγμα του θανάτου του Τζουλιάνο. Ώσπου, το 1962, ο
Φραντσέσκο Ρόζι αποφάσισε να ασχοληθεί με αυτή τη σκοτεινή
σελίδα της ιταλικής ιστορίας, προσφέροντας παράλληλα ένα
τραχύ πορτρέτο της ίδιας της Σικελίας.[..............................................]
Σαλβατόρε Τζουλιάνο: Ο αινιγματικός ληστής
**********************
Δείτε τη σπουδαία ταινία του Φραντσέσκο Ρόσι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου