Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 19, 2024

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, "Ο Πολιτισμός εις το Χωρίον": ένα συγκλονιστικό διήγημα για τα νέα ήθη στην "αγνή" ανδροκρατούμενη ελληνική επαρχία των τελών του 19ου αιώνα

https://i2.wp.com/e-thessalia.gr/wp-content/uploads/2019/11/%CE%A312-%CE%A63.jpg?w=1533&ssl=1Πρωτοχρονιάτικο διήγημα: “Ο πολιτισμός εις το χωρίον” του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Ως προς την δευτέραν Στέργαιναν δυστυχώς δεν αλήθευσε το ρητόν: «η πρώτη δούλα, η δεύτερη κυρά». Η Θοδωριά, η πτωχή, υπέφερεν όλας τας αγγαρείας, όσας της επέβαλεν ο σύζυγός της. Ασβεστάς εκείνος, φουρνάρισσα αυτή. Το πτωχόν νήπιον, ο Ελευθέρης, δεν είχε χορτάσει το γάλα της μητρός του. Εφαίνετο γηράσασα ήδη, αν και μόλις είχεν υπερβή το τριακοστόν πέμπτον έτος. Ο μπάρμπα- Στέργιος, δέκα πέντε έτη μεγαλείτερός της, την είχε πάρει εις δεύτερον γάμον, και μάλιστα με το σπαθί του· την έκλεψεν. Ο μικρός Ελευθέρης, τετραετής ήδη, ζαρωμένος, χλωμός, ζουριασμένος, και η μήτηρ του ούτε να τον θρέψη ήτον ικανή, ούτε να τον «αποκόψη» ηδύνατο. Οι μαστοί της ως να είχαν παραψηθή από την αντιλαμπήν του φούρνου, εκρέμαντο μαραμμένοι υπό την τραχηλιάν, και ο μικρός δυσκόλως εύρισκεν εκεί σταγόνα γάλακτος.

Της είχαν πεθάνει τα δύο πρώτα παιδιά της, το έν θήλυ, το άλλο μικρόν αγόρι, και τώρα όλαι αι ελπίδες της εκρέμαντο εις τον μικρόν Ελευθέρην. Αλλά μέγας φόβος την είχε κυριεύσει, διότι και αυτό της το παιδί ήτον άρρωστον. Α! η καρδούλα της ήτον καμμένη! Καλλίτερα να μη ‘μβαίνη στον κόσμον άνθρωπος. Ενθυμείτο μετά σπαραγμού την στιγμήν, όταν «αγγελιάστηκε» το μικρόν κοράσιόν της. Πηγαίνει και το βρίσκει στην κούνια του, ξερό, μελανό, μισοπεθαμμένο. Βάζει μια φωνή. Τρέχουν δυο γειτόνισσες. «Τι έχεις; τι είνε;». «Το παιδί μου!»

Φωνάζουν το γιατρό. Όσο ν’ αρθή ο γιατρός, το κορίτσι «έσωσε». Σε μια ώρα, μιαν ωρίτσα! Ήρθεν η γειτόνισσα η Κατερίνα η Μπροστινή, το σαβάνωσε· η Θοδωριά έψαξε και ηύρε τα ρουχάκια του· έσκυφτε μες την κασσέλα να τα εύρη, κ’ εμοιρολογούσε! Η Κατερίνα την εμάλλωνε, λέγουσα ότι δεν μοιρολογούν τον νεκρόν, πριν τον ενδύσουν. Το στόλισαν ώμορφα-ώμορφα, το ξάπλωσαν στο κυλίμι, και το σκέπασαν να μη το βλέπη ο μικρός και κλαίη. Ο Χαραλαμπάκης ήτον δυο χρόνια μεγαλείτερος, κ’ ένοιωθε· τον επήραν η γειτόνισσες και τον απεμάκρυναν, έως να γείνη η εκφορά. Ύστερα το βράδυ, όταν ο Χαραλαμπάκης ερωτούσε: «Πούνε το Χρυσώ, μάννα, πού πάει το Χρυσώ;» του απήντησαν ότι επήγε να κοιμηθή «στα λουλούδια». Κ’ η Κατερίνα η Μπροστινή του είπεν ότι πάει «Στου παππά τ’ αλώνι κη στο περιβόλι». Και ο μικρός εξηκολούθει να ερωτά: «Πότε θαρθή, μάννα, πίσω το Χρυσώ μας;» έως ότου επέρασαν τρεις ημέραι και το εξέχασεν.

Α! Ποιο το είξευρε ότι τόσον γρήγορα έμελλε να υπάγη να την ανταμώση. Στο χρόνο απάνω, ο Χαραλαμπάκης πέφτει άρρωστος. Το γιατρό, ευθύς το γιατρό, να μη ξαναπάθουν τα ίδια. Έρχεται ο γιατρός, το βλέπει, «δεν έχει τίποτε», τους στέλνει ένα γιατρικό, άλλο γιατρικό. Όσο έπαιρνε τα γιατρικά, τόσο άναβεν η ζέστη κ’ η φλόγα πού είχεν. Έρχεται, το ξαναβλέπει, «μετά τρεις ημέρας θα είνε καλά». Μετά τρεις ημέρας ήτον αποθαμμένο. Αχ! με τι καρδιά να ψάξη να βρη τα ρουχάκια του, και με τι χέρια να το στολίση; Ευτυχώς ήτον εκεί η Κατερίνα η Μπροστινή, με την ακούραστον προθυμίαν της, με το λευκόν τλουπάνι υπό την πολίτικην μανδήλαν, με τους ελαφρώς διαγραφομένους μύστακάς της, και την απήλλαξε του κόπου. Με τι στόμα να το μοιρολογήση; Τι τραγούδια να του πη; Ήλθαν η παππάδες και το επήραν και αυτό, και το ετραγούδησαν και το επήγαν «στα λουλούδια», εκεί πού είχαν υπάγει και την μικράν Χρυσώ προ ενός έτους. Τώρα, αυτό το παιδάκι, ο Ελευθέρης, της έμεινεν. Ήτον εξαπλωμένη πλησίον του, ανέχουσα την κεφαλήν διά του βραχίονος υπέρ το προσκέφαλον του παιδίου, έχουσα την κεφαλήν του παιδίου υπό την αριστεράν μασχάλην της. Τα ενθυμείτο όλα όσα υπέφερε, και δεν είχεν ύπνον. Εις την εστίαν οι ολίγοι άνθρακες, χωμένοι εις την στάκτην, ετυφλόκαιαν ακόμη. Υπεράνω της κεφαλής της έκαιε το κανδήλι εμπρός εις τα εικονίσματα, σημειούν με φωτεινήν γραμμήν τας μελαγχολικάς μορφάς των αγίων. Ο σύζυγός της εξηπλωμένος εκ δεξιών της, έρρεγχε προ πολλού, από της ενάτης ώρας. Είχε γυρίσει δις ήδη και από τα δύο πλευρά και ανέπνεε δυνατά, και κάτι εμορμύριζε, και ενίοτε εμυκάτο εις τον ύπνον του. Ο καϋμένος ο μπάρμπα-Στέργιος δεν ήτο και πολύ κακός, αν και ηγάπα να τρώγη το ψωμί του από τα «φουρνιάτικα». Έλεγεν ότι, με το να κολλά τον φούρνον εις την γειτονιάν, η γυναίκα του, έβγαινεν από έναν κόπον να ζυμώνη. Κλαδιά της εκουβαλούσεν άφθονα, με το ονάριόν του, όσα επερίσσευαν από το καμίνι. Ήτον εν τούτοις εργατικός, και δεν την εβασάνιζε πολύ, την γυναίκα του. Μόνον όταν ετύχαινε να πωλήση μαζωμένον ασβέστην, κ’ έπαιρνε τίποτε λεπτά, ποτέ δεν εγύριζε στο σπίτι με τα θυλάκια πλήρη ή με τον στόμαχον κενόν. Συνήθως «τα άναβε τα καντήλια». Και αν μάλιστα ήτο Σάββατον βράδυ «εβαστούσε τρίμερο», καθώς έλεγε η Θοδωριά, και ήτον «εν τη δόξη του» έως το πρωί της δευτέρας. Αλλ’ αυτή το είξευρε το σύστημά του, και όταν τον έβλεπε να είνε στα «πράμματα», δεν του ωμιλούσε, διότι τότε ήτον φόβος μην «της φάη». Μόνον την Δευτέραν, πρωί, πριν αναχωρήση διά να υπάγη στο καμίνι, του εζήτει να της αφήση τίποτε λεπτά, αν του είχαν περισσεύσει, κ’ εκείνος τότε ήρχετο κάπως εις αίσθησιν. Τας προλαβούσας ημέρας των Χριστουγέννων, το είχεν «αλαλάξ τω Κυρίω», διότι είχε πωλήσει πολλά καντάρια ασβέστην, κ’ επήρεν ολίγα τάλληρα. Τώρα, τα Χριστούγεννα πέρασαν, ήρχετο Άις- Βασίλης, κ’ επειδή εν τω μεταξύ ήτο και Κυριακή, δεν είχε μαζεχθή ακόμη. Την εσπέραν ταύτην πάλιν ήτον ολίγον «στο φίλο, στο χορό», αλλ’ ευτυχώς είχεν έλθει ενωρίς απόψε, κ’ εντεύθεν η Θοδωριά εσυμπέρανεν ότι τα τάλληρα θα εσώθηκαν, από την τελευταίαν πώλησιν. Ό,τι όμως ηγνόει είνε ότι, εντός της ημέρας, ο μπάρμπα-Στέργιος επώλησε και άλλον ασβέστην. Και ο λόγος δι’ όν είχεν έλθει ενωρίς ήτο ότι είχε βαρυνθή κάπως την κραιπάλην, και ησθάνετο σφοδρόν πονοκέφαλον. Εν τούτοις η Θοδωριά ηυχαριστήθη, διότι, αφού έβλεπε το παιδί της άρρωστον, έστω και κοιμώμενον, και ο ρογχαλισμός του ανδρός της ήτο ως παρηγοριά της διά την ανησυχίαν της. Εν τούτοις το παιδίον εχειροτέρευεν. Η Θοδωριά, ήτις δεν ηδύνατο να κλείση όμμα επιβλέπουσα αγρύπνως το άρρωστον, είδεν αίφνης ότι το τεκνίον ηγωνία και επνευστία, βήχον ξηρώς. Ωχρόν ήτο το μέτωπόν του, απεξηραμμένα τα χείλη του, τα όμματά του θολά, και ελαφρά ερυθρότης ανέβαινεν από τας παρειάς του εις τους κροτάφους. Η γυνή ενθυμείτο τα συμπτώματα από τα δύο άλλα παιδιά της και ήτο έντρομος και περιδεής.

Τότε έσπευσε να εξυπνήση αποτόμως τον σύζυγόν της.

 — Σήκω, Στέργιο!. . . κοιμάσαι, άνδρα μου;

Ο μπάρμπα-Στέργιος, μισοκοιμισμένος, εξηροτανύσθη κ’ εχασμήθη.

 — Τι είνε;. . . Τι θέλεις;. . . Δεν κοιμάσαι, Θοδωριά;

Κ’ εγύρισεν από το άλλο πλευρόν. Η γυνή τον έσεισε σφοδρώς. — Δεν ακούς, άνδρα; Ξανακοιμήθηκες; Σε καλό σου!

 — Τι λες, μωρή γυναίκα;

 — Σήκω, δεν μπορεί το παιδί μας.

 — Και τι να σ’ κάμω εγώ;. . . Σα δεν μπορεί ας γιάννη. . .

Και ήδη επέπλεεν ως υπεράνω αβύσσου χασκούσης να τον καταπίη κάτωθεν, οίαν εφαντάζετο το στόμα της συζύγου του, και προσεκολλάτο εις το προσκεφάλαιον, ως εις χείλος μαλακής, ηδυπαθούς αιώρας, οποία του εφαίνετο ο ύπνος και ως ο κολυμβητής ο ετοιμαζόμενος εις κατάδυσιν, ητοιμάζετο να βυθισθή εκ νέου εις τον ύπνον. — Θα σηκωθής, πατέρα;

Το «πατέρα» τούτο το είπε με τρόπον η Θοδωριά, ως εκ μέρους δήθεν του νοσούντος τέκνου. Είτα μη δυνηθείσα να κρατήση τα δάκρυα επανέλαβε·

 — Θα σηκωθής, πατέρα, ή θα μ’ αφήσης να πεθάνω κ’ εγώ, καθώς πέθανε το Χρυσώ μας κι’ ο Χαραλαμπάκης μας; Εκείνα τα δυο, πατέρα, είνε «στα λουλούδια», στον άλλον κόσμο, στην αληθινή ζωή, εκεί όπου όλα τα μικρά έχουν έναν πατέρα . . . . Σ’ αυτόν τον κόσμο, εδώ, εγώ άλλον πατέρα από σένα δεν έχω, και συ άλλο παιδί από μένα δεν έχεις. . . .

Ο μπάρμπα-Στέργιος ακούσας το παράπονον τούτο, συνεκινήθη, και απωθήσας το εφάπλωμα, ανεκάθησεν επί της στρωμνής του, κ’ έστρεψε λημώντας τους οφθαλμούς προς την κοιτίδα του παιδίου. Η γυνή του έφερεν αγγείον πλήρες ύδατος, κ’ έβρεξε τους οφθαλμούς του. — Δεν πας να φωνάξης το γιατρό, Στέργιο μου;

 — Τι, γιατρό και γιατρό; έχουν τώρα αυτοί πίστι και σπλάχνα; . . . θαρρείς πως λυπούνται, μωρή γυναίκα; θα πάω, θα τον φωνάξω, θα ρίξω πέτρες στο παραθύρι, και θα κάμη τον κουφό, ή θα σηκωθή να με βρίση και να με διώξη. «Δεν ειξέρατε από πιο νωρίς ναρθήτε; τώρα μεσάνυχτα, ήρθες να ξυπνήσης το γιατρό; Αχ! να είξερες τι σκληροί είνε, γυναίκα!

 — Δεν πειράζει, σύρε συ, και ρίξε τ’ άδικα σ’ εμένα. Πες, η γυναίκα σου δεν σούπε αποβραδής πώς ήτον το παιδί άρρωστο.[......................................]

ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ : =>Πρωτοχρονιάτικο διήγημα: “Ο πολιτισμός εις το χωρίον” του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντηhttps://dromospoihshs.home.blog

https://trikalaview.gr/wp-content/uploads/2019/11/%CE%A312-%CE%A62-1-780x405.jpg

__________________________________________________________

 

ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ

Σοκ! Στο «Σπίτι του Ηθοποιού» ο Νίκος Καλογερόπουλος λόγω σοβαρών  οικονομικών προβλημάτων | Ρεπορτάζ και ειδήσεις για την Οικονομία, τις  Επιχειρήσεις, το Χρηματιστήριο, την Πολιτική Διαβάζει ο Νίκος Καλογερόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια: