Τρίτη, Σεπτεμβρίου 24, 2024

ΜΠΡΟΥΣ ΣΠΡΙΝΓΚΣΤΙΝ :ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΟ ΕΚΔΟΣΗ ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

 Springsteen


Ο Μπρους Σπρίνγκστιν γεννήθηκε για να τρέχει- Αποκλειστικό απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του

Χριστίνα ΤσατσαράγκουΧριστίνα Τσατσαράγκου


23 Σεπτεμβρίου 1949. Στο Monmouth Medical Center στο Λονγκ Μπραντς του Νιου Τζέρσεϊ γεννιέται ένα χαριτωμένο αγόρι με πατέρα τον Ντάγκλας Φρέντερικ “Ντατς” Σπρίνγκστιν οδηγό λεωφορείου και μητέρα την Αντέλ Ανν, από το Bay Ridge του Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης. Ολλανδικής, ιρλανδικής και ιταλικής καταγωγής ο μετέπειτα giga star της ροκ μουσικής Μπρους Σπρίνγκστιν – γνωστός σε όλους με το προσωνύμιο “The Boss” (το Αφεντικό) – μεγάλωσε ως καθολικός στο Φρίχολντ του Νιου Τζέρσεϊ.

Ξεκινώντας από τα πολύ… χαμηλά, ο Μπους έγινε ένα είδωλο, που μέσα από τη μουσική και στους στίχους του “ακούμπησε” και τις καθημερινές “μάχες” των απλών πολιτών στις Ηνωμένες Πολιτείες.

“Fast” Forward… ο Σπρίνγκστιν έχει εισαχθεί στο Rock and Roll Hall of Fame, στο Songwriters Hall of Fame και στο New Jersey Hall of Fame, έχει κερδίσει 20 βραβεία Grammy και ένα βραβείο Όσκαρ (Streets of Philadelphia). Έχει πουλήσει περισσότερα από 65 εκατομμύρια άλμπουμ στις Ηνωμένες Πολιτείες και πάνω από 120 εκατομμύρια σε όλον τον κόσμο, ενώ το 2016, ο Μπαράκ Ομπάμα του απένειμε το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας.

Πουλώντας τον μουσικό του κατάλογο στη Sony το 2021 έναντι 500 εκατομμυρίων δολαρίων, το net worth του έχει ανέβει στα 1,1 δισ. δολάρια, ενώ κάθε συναυλία του με τους E Street Band ακόμα και σήμερα είναι μια ανεπανάληπτη εμπειρία ροκ μέθεξης που δύσκολα ξεχνάς.

Η ζωή που έζησε είχε εκατοντάδες έντονες στιγμές… πολλές ζωές μαζί. Σε μια φάση της ζωής του που κάνει τον μεγάλο απολογισμό του, ο θρυλικός ροκ σταρ γράφει την αυτοβιογραφία του με τίτλο “Born to Run”, την οποία θα μπορούμε πλέον να διαβάσουμε στα ελληνικά από την Keys Books, σε μετάφραση Αλέξη Καλοφωλιά.


Η φράση “Born to Run” είναι το μότο της ζωής του και φυσικά ο τίτλος ενός από τα δύο πιο επιτυχημένα άλμπουμ της καριέρας του, το Born to Run (1975) και το Born in the U.S.A. (1984). 

Σπρίνγκστιν – “BORN TO RUN” ΓΙΑ ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΟΥΣ

Στα τέλη του 1973, ενώ βρισκόταν στον δρόμο στο Τενεσί, ο Σπρίνγκστιν ξύπνησε με τη φράση “Born to Run” κολλημένη στο μυαλό του. Αυτή ήταν η πρώτη σπίθα του μετέπειτα τραγουδιού που έγινε τεράστια επιτυχία.

Στο βιβλίο του “Songs” του 1996, ο Σπρίνγκστιν αναφέρει ότι ενώ η αρχή του τραγουδιού γράφτηκε στην κιθάρα γύρω από το εναρκτήριο riff, η συγγραφή του τραγουδιού ολοκληρώθηκε στο πιάνο, το όργανο στο οποίο γράφτηκε το μεγαλύτερο μέρος του άλμπουμ “Born to Run”.

Για το τωρινό του βιβλίο το “Born To Run” αναφέρει: «Το να γράφεις για τον εαυτό σου είναι μια βρωμοδουλειά. Αλλά σε ένα έργο σαν κι αυτό, ο συγγραφέας έχει δώσει μια υπόσχεση – να μοιραστεί με τον αναγνώστη όσα έχει στο μυαλό του. Αυτό προσπάθησα να κάνω στις σελίδες που ακολουθούν». Ο Σπρίνγκστιν αφοσιώθηκε για επτά χρόνια στη συγγραφή της ιστορίας της ζωής του, με την ίδια ειλικρίνεια, το χιούμορ και την αυθεντικότητα που βρίσκει κανείς και στα τραγούδια του.

Περιγράφει πώς μεγάλωσε σε μια καθολική οικογένεια στο Freehold του New Jersey, μέσα στην ποίηση, τον κίνδυνο και το σκοτάδι που πυροδότησε τη φαντασία του μέχρι τη στιγμή που περιγράφει ως τη «Μεγάλη Έκρηξη»: όταν είδε την πρώτη εμφάνιση του Elvis Presley στην αμερικανική τηλεόραση. Αφηγείται γλαφυρά το πάθος που είχε να γίνει μουσικός, τα πρώτα του live στα μπαρ του Asbury Park και την άνοδο των E Street Band. Με αφοπλιστική ειλικρίνεια μοιράζεται για πρώτη φορά τις προσωπικές του μάχες που ενέπνευσαν τις καλύτερες δουλειές του και μας δείχνει γιατί το τραγούδι «Born to Run» αποκαλύπτει πολλά περισσότερα απ’ όσα νομίζαμε. 

Το “Born to Run” είναι ένα “βιβλίο για εργάτες και ονειροπόλους, για γονείς και παιδιά, για ερωτευμένους και μοναχικούς, για καλλιτέχνες, φρικιά ή για όποιον άλλο θέλει να βουτήξει στα νερά του ιερού ποταμού του ροκ εν ρολ.

Springsteen Tour

Bruce Springsteen με τη σύζυγό του Patti Scialfa /1988 στο Παρίσι.P Photo/Adeline Bommart

Και κυρίως είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που σε αυτή την ηλικία έχει στοχαστεί σε βάθος τις εμπειρίες της ζωής του και τις καταγράφει.

Προδημοσίευση του βιβλίου του Μπρους Σπρίνγκστιν στα ελληνικά αποκλειστικά στο NEWS 24/7

ΣΤΗ ΓΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ

ΕΙΧΑΜΕ ΕΝΑ ΧΙΤ! Μια αληθινή επιτυχία, χωρίς αστεία. Το «Hungry Heart» ανέβηκε στα δέκα πρώτα, διπλασιάζοντας τις πωλήσεις του άλμπουμ μας και φέρνοντας στις συναυλίες μας… γυναίκες. Χριστέ μου, σ’ ευχαριστούμε! Μέχρι εκείνη τη στιγμή, είχαμε ένα αφοσιωμένο κοινό από νεαρούς άντρες που αποτελούσαν την πλειονότητα του ζωντανού μας ακροατηρίου, αλλά το «Hungry Heart» προσέλκυσε και κορίτσια αποδεικνύοντας τη ικανότητα του ραδιοφώνου να μεταμορφώνει το ακροατήριό σου. Η περιοδεία και οι εμφανίσεις μας για το River ήταν πολύ σημαντικές όχι μόνο επειδή πραγματοποιήθηκαν μπροστά σε μεικτό ακροατήριο, αλλά και γιατί επιστρέψαμε στην Ευρώπη έπειτα από απουσία πέντε χρόνων. Ήμασταν λίγο ανήσυχοι, με τις παλιότερες «μάχες» να μας έχουν αφήσει μια πικρή γεύση στο στόμα, αλλά ο Φρανκ Μπαρσαλόνα –το θρυλικό αφεντικό της Premier Talent, του πρακτορείου των περιοδειών μας– μας έπεισε ότι υπήρχε κοινό που μας περίμενε εκεί, φτάνει να πηγαίναμε και να το κατακτούσαμε.

Η πρώτη μας στάση ήταν το Αμβούργο! Εκεί βρισκόταν το Star-Club, ο χώρος όπου ανδρώθηκαν οι Beatles! Λίγες μέρες πριν φύγουμε πέτυχα τον Πιτ Τάουνσεντ ο οποίος συνέβαλε στο άγχος μου για την περιοδεία λέγοντάς μου ότι οι Γερμανοί ήταν το χειρότερο κοινό του πλανήτη. Λίγες μέρες μετά, προσγειωθήκαμε στη Γερμανία και καταλύσαμε σε ένα ξενοδοχείο σε απόσταση ελάχιστων τετραγώνων από μια γιορτή που γινόταν στο κέντρο της πόλης και έμοιαζε βγαλμένη απ’ την εσπλανάδα του Νιου Τζέρσεϊ. Έκανα μερικές βόλτες εκεί για να χαλαρώσω και να συνηθίσουν τα πόδια μου στο «ξένο έδαφος» κι έπειτα ακολούθησε μια βραδιά στο Ρίπερμπαν, τον χώρο «προπόνησης» και «σχολείο» των Fab Four. Νομίζω ότι το Star-Club υπήρχε ακόμα, αλλά αυτό το κομμάτι της πόλης ήταν πλέον γνωστό ως κέντρο του σεξοτουρισμού του Αμβούργου – και της «αγοράς» που είχε αναπτυχθεί γύρω απ’ αυτό.

Τα «παρθένα» μάτια μας είδαν γι’ άλλη μια φορά το απροκάλυπτο, καθ’ όλα νόμιμο σεξουαλικό παζάρι που εξελισσόταν εκεί. Βρέθηκα να περιπλανιέμαι με τους συντρόφους μου σε ένα υπόγειο γκαράζ που φωτιζόταν μόνο από λάμπες υπεριώδους ακτινοβολίας, όπου εκατοντάδες γυναίκες κάθε παρουσιαστικού, χρώματος και εθνικότητας περίμεναν να σε κάνουν ρεζίλι. Έβλεπα τους πελάτες να πιάνουν σύντομες «συζητήσεις», να κλείνουν συμφωνίες και να οδηγούνται στο βάθος του χώρου∙ εκεί υπήρχαν δωμάτια μικρά σαν ντουλάπες, στοιχισμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Βρήκα τις γυναίκες προκλητικές αλλά και λίγο τρομακτικές… Στην τρυφερή ηλικία των τριάντα (!) δεν μπορούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι όλα αυτά ήταν ωραία κι ότι δεν έτρεχε τίποτα. Επέστρεψα στο ξενοδοχείο για μπίρα και λουκάνικο.   Bruce Springsteen / 1984 AP Photo

Είχε έρθει η ώρα του σόου. Παίζαμε στο Congress Centrum, έναν μικρό, μάλλον αποστειρωμένο χώρο. Το κοινό μπήκε μέσα, ξεκινήσαμε και –όπως είχε προβλέψει ο Πιτ– παρέμεινε ασάλευτο σε όλο το πρώτο μέρος της συναυλίας. Ενώ τελειώναμε το πρώτο σετ με το «Badlands», θα πρέπει να πατήθηκε κάποιο μαγικό κουμπί, γιατί ο κόσμος σηκώθηκε μαζικά και όρμησε προς τη σκηνή. Η υπόλοιπη συναυλία μετατράπηκε σε πανδαιμόνιο και ο Φριτς Ράου, ο Γερμανός διοργανωτής μας, μας υποδέχτηκε στα παρασκήνια φωνάζοντας: «Τι κάνατε στους Γερμανούς μου;» 

Αυτή τη φορά, η εμπειρία μας στην Ευρώπη θα ήταν διαφορετική. Επόμενη στάση ήταν το Παρίσι. Στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα δεν παίζαμε σε διάταξη «φεστιβάλ» (ή, αλλιώς, σε αίθουσα χωρίς καθίσματα, μόνο για όρθιους) από φόβο για την ασφάλεια των θεατών. Το θεωρούσα επικίνδυνο. Πολλοί Ευρωπαίοι διοργανωτές είχαν προσπαθήσει να μου εξηγήσουν ότι έτσι γινόταν πάντα εκεί. Στο Παρίσι, τους βάλαμε ν’ απλώσουν ξύλινες πτυσσόμενες καρέκλες στην «πλατεία» του συναυλιακού χώρου. Ενώ παίζαμε το πρώτο σετ μας στον γεμάτο χώρο, είδα τους Γάλλους να σηκώνουν σιγά σιγά τις καρέκλες πάνω απ’ τα κεφάλια τους και να τις μεταφέρουν στο πλάι της αίθουσας για να τις στοιβάξουν σε δύο σωρούς, σαν να ετοιμάζονταν να τους βάλουν φωτιά. Μέχρι το τέλος του σετ μας, η «πλατεία» είχε αδειάσει από καρέκλες και το κοινό «έβραζε». Εντάξει, vive la France! Με τις ίδιες αντιδράσεις μάς υποδέχθηκαν τόσο βορειότερα, στη Νορβηγία, όσο και νοτιότερα, στην Ισπανία. Είχε φτάσει η στιγμή να κατακτήσουμε την Ευρώπη.

Η Ισπανία, λίγα μόλις χρόνια μετά τον θάνατο του Φράνκο, δεν ήταν η χώρα που είναι σήμερα. Ακόμα και το 1981, ο χώρος όπου παίζαμε ήταν περικυκλωμένος από αστυνομικούς με αυτόματα όπλα. Έξω στον δρόμο, κάποια μηχανήματα απ’ την καρότσα του φορτηγού μας με τον εξοπλισμό έκαναν φτερά, ενώ τα άπλυτά μας «βγήκαν» απ’ το ξενοδοχείο μες στη νύχτα, στους δρόμους της Βαρκελώνης, και δεν ξαναεμφανίστηκαν ποτέ. Στην Ισπανία, ένα ράθυμο και γοητευτικό χάος έμοιαζε να καλύπτει κάθε πτυχή της ζωής. Ωστόσο, τα πρόσωπα του κοινού ήταν απ’ τα πιο παθιασμένα και ομορφότερα του πλανήτη. Παίξαμε σε λίγες μόνο χιλιάδες άτομα, αλλά ο σαματάς που ξεσήκωσαν συγκλόνισε το συγκρότημα και μας έμεινε αξέχαστος. Θα επιστρέφαμε οπωσδήποτε.

Σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις, οι θαυμαστές μας που βρίσκονταν στο ακροατήριο μιλούσαν στην πλειονότητά τους αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα – και αυτό στην καλύτερη περίπτωση.  Ωστόσο, αυτό δεν φαινόταν να έχει σημασία. Παίξαμε μπροστά σε ακροατήρια που μας έδειξαν ότι ένιωθαν για τη μουσική ό,τι κι εμείς, δείχνοντας την ίδια αφοσίωση, εκφράζοντας την ίδια έξαψη που σε κατακλύζει στα δεκάξι σου, όταν «αποκρυπτογραφείς» το τελευταίο άλμπουμ του αγαπημένου σου γκρουπ, περιμένοντας μια ολόκληρη εβδομάδα για μια τρίλεπτη τηλεοπτική εμφάνισή του… Ή όταν ξαγρυπνάς όλη νύχτα, ψάχνοντας τους σταθμούς του ραδιοφώνου για ν’ απολαύσεις μία μόνο ακρόαση του αγαπημένου σου δίσκου, πνιγμένη στα παράσιτα. Ίσως να μοιάζαμε «εξωτικοί», καθώς δεν διασχίζαμε συχνά τον Ατλαντικό, εμπνέοντας έτσι ένα διαφορετικό είδος αναγνώρισης. Αυτό που ξέρω είναι ότι το να παίζουμε για τους φίλους μας στο εξωτερικό ήταν –και εξακολουθεί να είναι– μία απ’ τις πιο υπέροχες εμπειρίες της ζωής μου. Πρωτοξεκίνησε το 1981 και δεν σταμάτησε ποτέ.

Στο Βερολίνο, ο Στιβ και εγώ επιχειρήσαμε να περάσουμε απ’ το Φυλάκιο Ελέγχου Τσάρλι για ένα απόγευμα στην ανατολική πλευρά. Ό,τι έντυπο είχες πάνω σου –εφημερίδες, περιοδικά– κατάσχονταν απ’ τους συνοριοφύλακες της Ανατολικής Γερμανίας. Ήταν μια διαφορετική κοινωνία∙ ένιωθες την επιβολή της «μπότας» πάνω της· έβλεπες τη στασιμότητα στους δρόμους και καταλάβαινες ότι η καταπίεση ήταν πραγματική. Η εμπειρία άλλαξε τον Στιβ για πάντα. Μετά το ταξίδι μας στην Ευρώπη, ο άνθρωπος που προηγουμένως διακήρυσσε ότι το ροκ εν ρολ και η πολιτική δεν πρέπει ποτέ να συγχέονται, έγινε τελικά ακτιβιστής και τα τραγούδια του απέκτησαν έντονη πολιτική χροιά. Η δύναμη του τείχους που χώριζε τον κόσμο στα δύο, η ωμή, άσχημη, καθηλωτική του αλήθεια, ήταν αδύνατον ν’ αγνοηθεί ή να υποτιμηθεί. Ήταν μια προσβολή για την ανθρωπότητα∙ είχε σχεδόν κάτι το πορνογραφικό και, από τη στιγμή που το πρωτοαντίκριζες, σου άφηνε μια αίσθηση που δεν μπορούσες να την ξεχάσεις. Η εμπειρία τάραξε βαθιά κάποιους απ’ την μπάντα και όταν φύγαμε για την επόμενη πόλη ανασάναμε με ανακούφιση. Ωστόσο, δεν ξεχάσαμε∙ θα επιστρέφαμε το 1988 για να παίξουμε μπροστά σε μια απέραντη θάλασσα χιλιάδων μουσικόφιλων του ανατολικού μπλοκ, όταν 160.000 και πλέον άτομα με αυτοσχέδιες αμερικανικές σημαίες απλώθηκαν μέχρι εκεί που έφτανε το βλέμμα μας. Ήταν ένα απ’ τα μεγαλύτερα σόου της διαδρομής μας. Έναν χρόνο μετά, το τείχος έπεσε.

Η Ευρώπη μάς άλλαξε σαν συγκρότημα, αναπτερώνοντας την αφοσίωση και την αυτοπεποίθησή μας. Ακόμα και η μονίμως ψυχρή Βρετανία ήταν γεμάτη φωτεινές υποσχέσεις. Το να τολμήσεις ν’ ανέβεις σε μια αγγλική σκηνή για πρώτη φορά μετά το μεγάλο αυτο-σαμποτάζ μας του 1975 ήταν αγχωτικό αλλά και ικανοποιητικό. Πατώντας γερά στα πόδια μας έπειτα από δύο νέα άλμπουμ, πέντε χρόνια προσωπικής μάχης και ισάριθμα χρόνια σκληρών περιοδειών, δεν ήμασταν πλέον τα αφελή αλητάκια της παραλίας του Νιου Τζέρσεϊ που είχαν κατέβει από το 747 της British Airways πριν από μισή δεκαετία. Ήξερα ότι είχα μια φοβερή μπάντα, και αν δεν μπορούσαμε εμείς να κάνουμε τη δουλειά, πείτε μου ποιοι θα μπορούσαν. (Λίγα βράδια μετά τη συναυλία μας στο Μπράιτον πήγα με τον Πιτ Τάουνσεντ σε ένα κλαμπ του Λονδίνου όπου μια καινούρια μπάντα, που είχε μόλις κυκλοφορήσει το πρώτο της άλμπουμ, έπαιζε ένα δυνατό σετ∙ είχαν ένα ασυνήθιστο όνομα: U2… Πού να φανταζόμουν το μέλλον τους;)

Η ευρωπαϊκή περιοδεία του 1981 μας έκανε διεθνές συγκρότημα. Πλέον, ήμασταν έτοιμοι ν’ αντιμετωπίσουμε οποιονδήποτε, σε οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη.

Ο Bruce Springsteen και οι E Street Band perform στη Βαρκελώνη Emilio Morenatti/AP Photo

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΙΣ Η.Π.Α.

Πίσω στην πατρίδα, ενώ διασχίζαμε την έρημο της Αριζόνας, σταμάτησα έξω απ’ το Φίνιξ για να βάλω βενζίνη. Βρέθηκα σε ένα μικρό κατάστημα και καθώς έψαχνα σε ένα ράφι με βιβλία τσέπης, έπεσα πάνω στο Born on the Fourth of July∙ ήταν τα απομνημονεύματα ενός βετεράνου του Βιετνάμ, του Ρον Κόβιτς. Το βιβλίο ήταν η σπαρακτική μαρτυρία του Ρον απ’ την εμπειρία του ως μάχιμου πεζικάριου στη νοτιοανατολική Ασία. Μία ή δύο εβδομάδες μετά, ενώ έμενα στο Sunset Marquis, η θεωρία ότι ο κόσμος είναι μικρός επιβεβαιώθηκε γι’ άλλη μια φορά: Για μέρες, έβλεπα ένα νέο παιδί με μακριά μαλλιά να τριγυρίζει στην πισίνα σε μια αναπηρική πολυθρόνα. Ένα απόγευμα με πλησίασε και μου είπε: «Γεια, είμαι ο Ρον Κόβιτς, έχω γράψει ένα βιβλίο με τίτλο Born on the Fourth of July». Του απάντησα: «Μόλις το διάβασα∙ το βρήκα συγκλονιστικό». Ο Ρον μού μίλησε για τους πολλούς στρατιώτες που επιστρέφοντας απ’ τον πόλεμο πάλευαν να τα βγάλουν πέρα με ένα σωρό σοβαρά προβλήματα και προσφέρθηκε να με πάει στο κέντρο βετεράνων του Βένις για να γνωρίσω κάποιους απ’ τους βετεράνους της Νότιας Καλιφόρνιας. Είπα: «Βεβαίως».

Μετά το τέλος του πολέμου στο Βιετνάμ ακολούθησε μια δεκαετία σιωπής. Η λαϊκή κουλτούρα φαινόταν να μην ξέρει πώς να νοηματοδοτήσει και να διατυπώσει τις σκληρές ιστορίες του «μοναδικού πολέμου που έχασε ποτέ η Αμερική». Υπήρχαν πολύ λίγες ταινίες, δίσκοι ή βιβλία για το Βιετνάμ που είχαν επηρεάσει την κοινή γνώμη προκαλώντας εθνικό αντίκτυπο. Όλα αυτά περνούσαν απ’ το μυαλό μου καθώς πλησιάζαμε στο κέντρο βετεράνων. Είμαι πολύ εύκολος με τους ανθρώπους, αλλά μόλις έφτασα στο κέντρο δεν ήξερα πώς ακριβώς να αντιδράσω ή τι να κάνω. Καλιφορνέζικες εκδοχές των προσώπων της γειτονιάς όπου είχα μεγαλώσει μου αντιγύριζαν το βλέμμα. Μερικοί ήταν άστεγοι, άλλοι είχαν προβλήματα με ναρκωτικά, κάποιοι υπέφεραν από μετατραυματικό στρες ή σωματικές βλάβες που άλλαξαν τη ζωή τους για πάντα. Σκεφτόμουν τους φίλους μου που είχαν σκοτωθεί στον πόλεμο. Δεν ήξερα τι να πω, οπότε απλώς άκουγα. Έπιασα κουβέντα και απάντησα σε ερωτήσεις σχετικά με τη μουσική, καθώς και για τη δική μου, συγκριτικά πολύ προνομιούχα ζωή. Στην επιστροφή, ο Ρον κι εγώ συζητήσαμε για το τι θα μπορούσε να γίνει ώστε να τραβήξουμε την προσοχή του κόσμου σε όσα περνούσαν ακόμα αυτοί οι νέοι άντρες και γυναίκες.

Bruce Springsteen στο La Courneuve ground, βόρεια του Παρισιού. AP Photo/Jean-Claude Figenwald

Η περιοδεία συνεχίστηκε. Στα παρασκήνια, στο Νιου Τζέρσεϊ, γνώρισα έναν άλλον βετεράνο ονόματι Μπόμπι Μούλερ. Είχε υπηρετήσει στο Βιετνάμ ως υπολοχαγός, τραυματίστηκε, επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες σε αναπηρική πολυθρόνα και δραστηριοποιήθηκε στις αντιπολεμικές διαδηλώσεις στην Ουάσιγκτον μαζί με τον Τζον Κέρι και άλλους βετεράνους που είχαν επιστρέψει. Λόγω της διαφοράς των γενεών και της φύσης του πολέμου, πολλοί βετεράνοι που γύριζαν απ’ το Βιετνάμ δεν αισθάνονταν άνετα στη VFW,* όπου τον πρώτο λόγο είχαν οι βετεράνοι απ’ τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Πόλεμο της Κορέας. Ο Μπόμπι πίστευε ότι οι βετεράνοι του Βιετνάμ θα έπρεπε να έχουν τη δική τους οργάνωση που να υπηρετεί τις δικές τους ιατρικές και πολιτικές ανάγκες· μια οργάνωση που επιπλέον θα μπορούσε να λειτουργεί ως «συνείδηση» για τη χώρα, ώστε να μην κάνουμε ποτέ τα ίδια λάθη και να μην υποστούμε ξανά τις ίδιες συνέπειες. Το 1978 είχε ιδρύσει την οργάνωση Vietnam Veterans of America (VVA),** αλλά έλεγε ότι οι περισσότεροι επιχειρηματίες και πολιτικοί τής είχαν γυρίσει την πλάτη. Για να καθιερωθεί η VVA ως βιώσιμο εγχείρημα, χρειαζόταν δημοσιότητα και χρηματοδότηση. Αυτά ήταν δύο πράγματα που ήξερα ότι μπορούσα να τους προσφέρω.

Η συναυλία για τη VVA πραγματοποιήθηκε στο Memorial Sports Arena του Λος Άντζελες στις 20 Αυγούστου 1981. Η σκηνή πλαισιώθηκε από εξέδρες όπου βρίσκονταν βετεράνοι απ’ τα τοπικά κέντρα και το νοσοκομείο βετεράνων του Λος Άντζελες, ανάμεσά τους κάποιοι απ’ αυτούς που είχα γνωρίσει στο πρώτο μου ταξίδι στο Βένις με τον Ρον Κόβιτς. Ο Ρον, που υπήρξε η κινητήρια δύναμη πίσω απ’ όλα αυτά, ήταν παρών. Ο Μπόμπι Μούλερ εκφώνησε έναν σύντομο λόγο απ’ το κέντρο της σκηνής για την αναγκαιότητα του τερματισμού της σιωπής γύρω απ’ το Βιετνάμ και στη συνέχεια παρουσίασε με ενθουσιασμό το συγκρότημα.

Με μπροστάρη τον μεγαλύτερο κοπανατζή απ’ τη στρατολογία του Τζέρσεϊ, οι E Street Band άνοιξαν με το «Who’ll Stop the Rain» των Creedence Clearwater Revival παίζοντας ένα πολύ καλό και δυνατό σετ. Ήταν η αρχή μιας φιλίας ζωής με τον Ρον και τον Μπόμπι και η πρώτη φορά που έθεσα αυτό που έκανα στην υπηρεσία μίας πολιτικής ιδέας. Δεν επρόκειτο ποτέ να γίνω ο Γούντι Γκάθρι –μου άρεσε πάρα πολύ η ροζ Cadillac–, αλλά υπήρχε μια δουλειά που έπρεπε να γίνει.

Bruce Springsteen 1985 / Washington

[.............................................................................................................................]ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ Bruce Springsteen GIFs | Tenor

Ο Μπρους Σπρίνγκστιν γεννήθηκε για να τρέχει

Δεν υπάρχουν σχόλια: