Σάββατο, Σεπτεμβρίου 28, 2024

«Κοιτάζω. Είναι καλοκαίρι κι εγώ κοιτάζω τον θάνατο στα μάτια. Αλλιώς δεν γίνεται να ζήσω»...

 

Το ανείπωτο

glickman
(Από την Lisa Kimberly Glickman)

Είμαι μόνος μου εδώ. Μόνος με τους ιερούς μου απόντες. Αλλά για στάσου! Μέσα στο φθινοπωρινό φως αυτού του σπιτιού δεν υπάρχουν απόντες. Όλοι είναι εδώ. Η κατάσταση έχει αλλάξει λίγο, αλλά δεν πειράζει. Ίσα-ίσα που χρειάζεται για να δεις, σαν μέσα από το γυαλί, την ανεκλάλητη ομορφιά του βυθού των πραγμάτων. Όχι για να πεις «τότε», αλλά για να ψιθυρίσεις ακόμα μια φορά το «τώρα» της ζωής σου γεωργημένο από λέξεις που δεν ειπώθηκαν ποτέ γιατί δεν χρειαζόταν. Γι’ αυτό όταν επιστρέφω (είναι σωστό, άραγε, το ρήμα «επιστρέφω»;) στο σπίτι όπου μεγάλωσα, είναι για να θυμηθώ από την αρχή ότι οι πιο βαθιές λέξεις υπάρχουν για να μην λέγονται. Για να θυμάμαι ότι οι λέξεις που σε στηρίζουν στον φοβερό αγώνα της ύπαρξης είναι σαν τη σκόνη του σύμπαντος πάνω στα φτερά μιας πεταλούδας. Άχνα ανασαιμιάς πάνω στα φτερά της είναι οι λέξεις που έχουν φτιαχτεί για να μην ειπωθούν ποτέ. Αν τις πεις, τις σκλαβώνεις και τότε πεθαίνουν από ασφυξία, όπως ακριβώς πεθαίνουν οι πεταλούδες αν τις πιάσεις από τα φτερά.

Τις πιάναμε όταν ήμασταν παιδιά, σ’ εκείνα τα τεράστια καλοκαίρια που δεν τελείωσαν ποτέ κι έμειναν μισοτελειωμένα σαν δαγκωμένη φέτα καρπουζιού· τις πιάναμε και τις βαλσαμώναμε νομίζοντας ότι βλέπουμε την ομορφιά, ενώ κοιτάζαμε τον θάνατο στα μάτια. Την ώρα που ο πατέρας και η μητέρα είχαν πάει να κοιμηθούν για μεσημέρι και η δεκατριάχρονη εξαδέλφη μας έδειχνε, συγκλονισμένη από φόβο και περηφάνια, το στήθος της που άρχιζε να Είναι μόλις. Κοιτάζαμε έκθαμβοι κι εμείς από φόβο, όμοια πεταλούδες πιασμένες από τον ατσάλινο δείκτη και τον αντίχειρα του χάους, ο μικρότερος αδελφός μου κι εγώ, χωρίς να ξέρουμε ότι κι εκείνη τη στιγμή κοιτάζαμε τον θάνατο στα μάτια (που είναι το ίδιο με το να κοιτάζεις την ομορφιά) και ότι πιάναμε κουβέντα μαζί του με τις λέξεις που έγιναν για να μην ειπωθούν ποτέ.

Κι ύστερα, ενώ οι μεγάλοι κοιμούνταν, έφυγα. Βλέπεις, αυτά τα πράγματα ή τα κάνεις όταν ακούγεται το φτερούγισμα της πεταλούδας πάνω από το κεφάλι σου ή δεν τα κάνεις ποτέ. Έφυγα, που λες, γιατί με κατέκλυσε το αμίλητο, αυτή η αγωνία μήπως και δεν αντιληφθείς το μεγάλο συμπέρασμα: ότι γεννήθηκες για να μην μιλήσεις. Ότι γεννήθηκες για να μπορείς να είσαι εδώ (αν είσαι τυχερός μαζί με όλα τ’ άλλα) όταν λείπουν όλοι από το σπίτι κι εσύ να μιλάς με λέξεις που υπάρχουν όταν σιωπάς για να μπορείς να νεύσεις στον Άλλο. Λέξεις που υπάρχουν σαν να μην μιλήθηκαν ποτέ, όπως ποτέ δεν μιλήθηκε η λέξη ελευθερία μέσα από το στήθος ενός δεκατριάχρονου κοριτσιού ή μέσα από το στήθος ενός φυλακισμένου την ώρα που αυνανίζεται και τότε η γλώσσα δεν υπάρχει. Και το αμίλητο είναι ο βόγκος που μεγαλώνει την ύπαρξη και την κάνει συμπαντική.

Για να θυμηθώ το αλφαβητάρι αυτής της σιωπής, είπα να μείνω για λίγο μονάχος μου σ’ αυτό το σπίτι της πολύγλωσσης γαλήνης. Σε λίγο η μητέρα θα ξυπνήσει. Της αρέσει να ξυπνάει πρώτη, είτε είναι πρωί (πάντοτε χαράματα για να δει την ανατολή) είτε μεσημέρι για να προλάβει το φως. Ο πατέρας κάνει ότι κοιμάται. Ξέρει, όπως ξέρουν οι απελπισμένα ερωτευμένοι, ότι η γυναίκα του τον κοιτάζει. Είναι απίστευτα ερωτευμένος μαζί της. Δεν μιλάει, μιλάει το κορμί του μαστιγωμένο άγρια από λέξεις και λέξεις ειπωμένες σαν ανείπωτες, αλλά και λέξεις αμίλητες. Στα μπουντρούμια της Ασφάλειας Καβάλας. Η μητέρα τις βλέπει. Και αγαπάει τις λέξεις της πληγής. Μαστιγώθηκε από το ίδιο μαστίγιο αυτών των λέξεων. «Άνθρωπο δεν έδωσα» είναι η περηφάνια τους. Και τώρα, ένα «τώρα» προ πολλού σαν σκόνη στα φτερά μιας πεταλούδας, δεν ξέρουν φορές-φορές πώς να διδάξουν το κορμί τους.

Η μητέρα με κοιτάζει και χαμογελάει καθώς σκουπίζει λίγη άμμο από το πρόσωπο του πατέρα. «Κοίτα», μου λέει, «ακόμα ονειρεύεται». Κοιτάζω. Είναι καλοκαίρι κι εγώ κοιτάζω τον θάνατο στα μάτια. Αλλιώς δεν γίνεται να ζήσω.

ΚΑΝΑΒΟΥΡΗΣ ΚΩΣΤΑΣ (όλα τα βιβλία του)


Δεν υπάρχουν σχόλια: