Γιάννης Δραγασάκης: Η «μαύρη τρύπα» της μεταπολίτευσης: μαθήματα για το μέλλον
Τα
ερωτήματα του περιοδικού είναι καίρια διότι έχουμε εισέλθει σε μια
εποχή μεγάλων μετασχηματισμών και παγκόσμιων ανακατατάξεων, από τις
οποίες κάποιες χώρες θα επωφεληθούν και άλλες θα περιθωριοποιηθούν για
μακρά περίοδο. Επομένως τόσο η θετική όσο και η αρνητική κληρονομιά της
μεταπολίτευσης αποτελούν αναγκαία συστατικά της αυτογνωσίας με την οποία
πρέπει να σχεδιάσουμε το μέλλον μας στις νέες συνθήκες.
Η
δημόσια συζήτηση για τη μεταπολίτευση τείνει να καλύπτει όλη την
περίοδο από την πτώση της δικτατορίας και μετά. Με αυτή την έννοια
μπορούμε να πούμε ότι η «μαύρη τρύπα της μεταπολίτευσης» ήταν η
χρεοκοπία. Επειδή συχνά αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα αποκλειστικά της
δημοσιονομικής σφαίρας θέλω επισημάνω ότι η χρεοκοπία, ήταν αποτέλεσμα
τόσο της δημοσιονομικής διαχείρισης όσο και του παραγωγικού μοντέλου.
Από τη δεκαετία του 1970 και μετά η ελληνική οικονομία είχε διανύσει μια
μακρά πορεία αποβιομηχάνισης και συρρίκνωσης της παραγωγικής της βάσης.
Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ήταν μόνιμα ελλειμματικό και το
έλλειμμα καλυπτόταν με εξωτερικό δανεισμό και άλλες εξωτερικές πηγές
χρηματοδότησης. Η τρωτότητα του παραγωγικού συστήματος ήταν βασική πηγή
συσσώρευσης εξωτερικού χρέους. Από την άλλη πλευρά το κράτος απορροφούσε
το κόστος των κρίσεων, ζημιές των τραπεζών, χρέη του ιδιωτικού τομέα,
χωρίς να μετασχηματίζει την οικονομία έτσι ώστε να την καθιστά
περισσότερο παραγωγική. Ούτε καταπολεμούσε τη φοροδιαφυγή και τη
φοροαποφυγή, προκειμένου να χρηματοδοτεί το κοινωνικό κράτος με υγιή
έσοδα. Η κρατική λειτουργία ήταν μια άλλη βασική πηγή συσσώρευσης
χρέους. Το παραγωγικό πρόβλημα είναι αλληλένδετο με το κοινωνικό. Η
διεύρυνση των ανισοτήτων περιορίζει τα όρια της εγχώριας αποταμίευσης.
Και το έλλειμμα της τελευταίας καλύπτεται επίσης με εξωτερικό δανεισμό
και άλλες πηγές εξωτερικής χρηματοδότησης.
Διαπιστώνουμε
ότι οι μηχανισμοί που δημιουργούν την υπερχρέωση είναι οργανικά
συνυφασμένοι με τον τρόπο παραγωγής και διανομής του παραγόμενου
πλούτου. Υπήρξε επομένως μια αντίφαση ανάμεσα στον ευρωπαϊκό
προσανατολισμό, που ήταν κεντρικός στόχος της μεταπολίτευσης, και στην
απουσία ενός παραγωγικού μοντέλου που να διασφαλίζει τη βιώσιμη
συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ενοποίηση χωρίς η χώρα να περιθωριοποιείται και
η κοινωνία να φτωχοποιείται. Η αντίφαση συγκαλυπτόταν με την υιοθέτηση
ενός μοντέλου ανάπτυξης που βασιζόταν στο δανεισμό. Το 2008 η Ελλάδα
βρέθηκε ευάλωτη και αθωράκιστη απέναντι στη διεθνή χρηματοπιστωτική
κρίση και τελικά δεν απέφυγε τη χρεοκοπία.
Η αλλαγή συνεπώς του εν λόγω προβληματικού μοντέλου είναι προτεραιότητα της νέας περιόδου.
Πώς γεννήθηκε όμως το πρόβλημα αυτό, πως εξελίχθηκε και που βρισκόμαστε σήμερα;
Η γενεαλογία του σύγχρονου αναπτυξιακού προβλήματος
1. Ο νέος παγκόσμιος καταμερισμός
Μετά
την κατάρρευση των συνθηκών του Breton Woods, στις αρχές της δεκαετίας
του 1970, και τη βαθμιαία απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου
διαμορφώνεται ένας νέος διεθνής καταμερισμός εργασίας και κεφαλαίων στον
οποίο το τεχνολογικό προβάδισμα και η γνώση αποτελούν το κύριο
ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Τα εθνικά κράτη δεν αποτελούν πλέον τα όρια
ανάπτυξης των επιχειρήσεων. Με πρωταγωνιστές τις πολυεθνικές
επιχειρήσεις η παραγωγή ανακατανέμεται διεθνώς. Ο νεοφιλελευθερισμός
υιοθετείται για να άρει τα εμπόδια και να διευκολύνει παντοιοτρόπως το
νέο καθεστώς συσσώρευσης σε παγκόσμια κλίμακα. Όταν λοιπόν στην Ελλάδα,
μαζί με τη δικτατορία, αρχίζει να καταρρέει και το μεταπολεμικό μοντέλο
ανάπτυξης, η μεγάλη παγκόσμια αναδιάρθρωση και ανακατανομή παραγωγικών
δραστηριοτήτων είναι σε πλήρη εξέλιξη. Η Ελλάδα έπρεπε να συγκροτήσει τη
νέα παραγωγική της ταυτότητα, να βρει το δικό της δρόμο μέσα στο νέο
παγκοσμιοποιημένο κόσμο και να διαμορφώσει ένα βιώσιμο παραγωγικό
μοντέλο που θα ανταποκρινόταν στις ανάγκες της κοινωνίας αλλά και στις
απαιτήσεις του ευρωπαϊκού πλαισίου στο οποίο είχε επιλέξει να ενταχθεί.
Αυτό απαιτούσε κρατικό σχέδιο και καινοτόμες επιχειρηματικές
πρωτοβουλίες. Δεν υπήρξε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Η Ελλάδα όχι μόνο δεν
κατάφερε να βρει τη δική της θέση στο νέο καταμερισμό εργασίας αλλά
υφίστατο παθητικά τις συνέπειες. Η οικονομία στράφηκε σε δραστηριότητες
χαμηλής τεχνολογίας και σχετικά εύκολου κέρδους, όπως τουρισμός,
εμπόριο, real estate, ορισμένες μεταποιητικές δραστηριότητες.
2. Η παγίδευση
Η
Ελλάδα εντάσσεται το 2000 στις χώρες υψηλού εισοδήματος, όμως παραμένει
παγιδευμένη σε προβλήματα χωρών μέσου εισοδήματος. Η παραγωγική βάση
φθίνει και υποβαθμίζεται σε σχέση με τις διεθνείς απαιτήσεις. Χωρίς
συγκεκριμένο σχέδιο και αναπτυξιακή στρατηγική η ελληνική οικονομία
ακολούθησε μια πορεία έντονης αποβιομηχάνισης και τριτογενοποίησης. Η
μεταποίηση, η οποία το 1973 αντιπροσώπευε το 18% της ελληνικής
οικονομίας, το 1999 είχε περιοριστεί στο 10%. Με ταχείς ρυθμούς
υποχώρησε και ο πρωτογενής τομέας, καθώς από 15% της ελληνικής
οικονομίας το 1973 μειώθηκε στο 7% το 1999. Αντίθετα το μερίδιο του
τουρισμού, του εμπορίου, του χρηματοπιστωτικού τομέα, του real estate
και άλλων υπηρεσιών αυξήθηκε από 55% το 1973 στο 72% το 1999. Η Ελλάδα
είχε παγιδευτεί σε ένα μη βιώσιμο μοντέλο υπηρεσιών και κατανάλωσης που
ήταν εξαρτημένο από εξωτερική χρηματοδότηση. Η κοινωνική συμμαχία και η
δικομματική πολιτική συναίνεση που χτίστηκε γύρω από αυτό, τυφλωμένη από
τα άμεσα οφέλη και την πλαστή ευμάρεια που δημιουργούσε για τμήματα της
κοινωνίας, στηρίζει και στηρίζεται από το υφιστάμενο μοντέλο, ενώ
σημαντικοί διαθέσιμοι πόροι χρηματοδοτούν την αναπαραγωγή του αντί της
στροφής σε πιο παραγωγικές και εξωστρεφείς δραστηριότητες.
3. Η παγίδευση ως κανονικότητα
Η
ευκαιρία για αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου χάθηκε με την ένταξη στην
ευρωζώνη. Η ανάγκη παραγωγικής ανασυγκρότησης είχε αναγνωριστεί. Τα
ερωτήματα είχαν τεθεί: «πώς θα καλύπτεται το έλλειμμα του ισοζυγίου μετά
την ένταξη στο ευρώ; πώς η Ελλάδα θα θωρακιστεί έναντι ασύμμετρων σοκ»;
Σχετικές ερωτήσεις είχα καταθέσει και ο ίδιος, τότε, στη Βουλή. Όμως
αντί να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα, «αποσύρθηκαν» από το δημόσιο
διάλογο καθώς ακόμη και η συζήτηση τους θεωρήθηκε «αναχρονιστική». Η
αποβιομηχάνιση όπως και η συρρίκνωση του πρωτογενή τομέα χαρακτηριζόταν
πλέον ως «εκσυγχρονισμός», όπως βέβαια και οι ιδιωτικοποιήσεις καθώς και
όλη η συνταγή της νεοφιλελεύθερης «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον». Ήταν,
λεγόταν τότε, οι «σύγχρονες τάσεις» προς τις οποίες έπρεπε ως κοινωνία
να προσαρμοστούμε και όχι να αντισταθούμε. Το φαινόμενο δεν ήταν μόνο
ελληνικό. Εντασσόταν σε μια γενικότερη τάση «σύγκλισης» προς ένα
ευρωπαϊκό μοντέλο, στο οποίο ο Βορράς παράγει και ο Νότος καταναλώνει με
δανεικά. Οι κυβερνήσεις που ακολούθησαν και οι πολιτικές που
εφαρμόστηκαν διάβρωσαν περαιτέρω τη βιωσιμότητα τόσο του παραγωγικού
συστήματος όσο και των δημοσίων οικονομικών. Δεν αναγνώρισαν καν το
πρόβλημα, δεν εισήγαγαν καμιά θωράκιση, δεν διαπραγματεύτηκαν καμιά
λύση. Η κατάληξη είναι γνωστή. Δεν ήταν όμως και αναπόφευκτη.
4. Ο νέος κύκλος
Με
τον τερματισμό των μνημονίων, η Ελλάδα μπήκε σε ένα νέο οικονομικό
κύκλο που χαρακτηρίζεται από μεγάλες επιβαρύνσεις: μεγάλο δημόσιο χρέος,
οξύ δημογραφικό πρόβλημα, διευρυμένες ανισότητες, μη βιώσιμο παραγωγικό
μοντέλο. Ενώ όλες οι χώρες που εφάρμοσαν μνημόνια έχουν επιστρέψει στα
προ της κρίσης επίπεδα, στην Ελλάδα η υστέρηση τείνει να μονιμοποιηθεί. Η
απόκλιση από τα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα, είναι αγεφύρωτη καθώς σύμφωνα
με οικονομετρικές προβλέψεις, η σύγκλιση, με τους σημερινούς ρυθμούς, θα
επιτευχθεί μετά το …2050! Για να ανακτήσουμε το χαμένο έδαφος, αλλά και
για να μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητες που προσφέρει η
εποχή μας, χρειαζόμαστε ένα ποιοτικό άλμα σε όλους τους τομείς.
Διαφορετικά ο κίνδυνος μιας νέας χρεοκοπίας και μονιμοποίησης της
υστέρησης θα είναι διαρκώς παρών.
Ποιους στόχους πρέπει να κατακτήσουμε την νέα περίοδο;
Στα
χρόνια της μεταπολίτευσής, όπως και αν ορισθεί, λύθηκαν πολλά
προβλήματα. Έγιναν θετικά βήματα σε πολλούς τομείς. Όμως η χρεοκοπία
έδειξε τα όρια της πολιτικής οικονομίας στην οποία στηρίχθηκε. Είναι
αναγκαίο ένα νέο παράδειγμα, ένας άλλος τρόπος συζήτησης των
προβλημάτων, σχεδιασμού της πολιτικής, λειτουργίας της δημοκρατίας,
κοινωνικού ελέγχου της πολιτικής εξουσίας και των ανεξέλεγκτων
συμφερόντων.
Ένα
πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι η αναγνώριση των προβλημάτων
και ο δημόσιος διάλογος για την αντιμετώπιση τους. Τα μνημόνια δεν ήταν
αναπόφευκτα. Μπορούσαν να είχαν αποτραπεί. Όμως δεν υπήρξε έγκαιρη και
υπεύθυνη αναγνώριση του προβλήματος, ούτε επιχειρήθηκε ποτέ μια σοβαρή
διαπραγμάτευση για την αποτροπή τους. Η ελληνική χρεοκοπία, εκτός των
άλλων, αντιπροσωπεύει το κόστος της χρόνιας συγκάλυψης του προβλήματος
όσο και της μη διαπραγμάτευσης με τις ευρωπαϊκές αρχές για μια αμοιβαία
επωφελή λύση. Κι αυτό πρέπει να λειτουργήσει ως μάθημα για το μέλλον
Κεντρικός
στόχος και διαρκής μέριμνα πρέπει να είναι η δημιουργία των κοινωνικών
και πολιτικών προϋποθέσεων για το ποιοτικό άλμα που χρειαζόμαστε, για
την αποπαγίδευση της κοινωνίας από μη βιώσιμες καταστάσεις και κινδύνους
για νέα ορατά αδιέξοδα. Κορυφαία πολιτική προϋπόθεση είναι η δημιουργία
μιας μεγάλης προοδευτικής κοινωνικής και πολιτικής συμμαχίας για την
αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου σε συνδυασμό με τη δίκαιη πράσινη
μετάβαση και το ψηφιακό μετασχηματισμό.
Κεντρική
διαχωριστική γραμμή και κριτήριο για την ανασύνθεση του πολιτικού
συστήματος, και ειδικότερα του αριστερού και προοδευτικού χώρου, είναι η
αναγνώριση της ανάγκης και η δέσμευση για αλλαγή του παραγωγικού
μοντέλου και των όρων της αναδιανομής του παραγόμενου και συσσωρευμένου
πλούτου, με στόχο την αναβάθμιση της εργασίας, την προστασία του
περιβάλλοντος, την αντιστροφή του Brain Drain, τη βιωσιμότητα και την
κοινωνική δικαιοσύνη.
Η
βούληση για αλλαγή πρέπει να εκφράζεται με ένα συνεκτικό πρόγραμμα
συγκεκριμένων αλλαγών και μετασχηματισμών σε όλους τους τομείς. Δεν
είναι σωστό ότι η «πολλή δημοκρατία» στάθηκε εμπόδιο στο να γίνουν οι
αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Εμπόδιο ήταν το περιεχόμενο, οι στόχοι και η
αυταρχική επιβολή, των κατ’ όνομα μεταρρυθμίσεων, καθώς οι περισσότερες
ήταν «απορρυθμίσεις» που στόχο είχαν να πέσουν τα βάρη στις λαϊκές
τάξεις και να παραταθεί η ζωή του κυρίαρχου συστήματος συμφερόντων.
Χρειαζόμαστε πραγματικές μεταρρυθμίσεις που να λύνουν προβλήματα των
πολιτών, να θωρακίζουν την οικονομία και να μειώνουν τις ανισότητες.
Πρέπει, λοιπόν, να αλλάξει το κοινωνικό βέλος των μεταρρυθμίσεων και να
αναζωογονηθεί η Δημοκρατία. Όταν οι πολίτες είναι ελεύθεροι να ψηφίζουν
αλλά η βούληση τους δεν εισακούγεται, η πολιτική είναι σε κρίση, οι
πολίτες ωθούνται στην αποχή, και η δημοκρατία χάνει τη δύναμη να
αντιμετωπίζει τους εχθρούς της.
Γιάννης Δραγασάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου