Σάββατο, Ιουλίου 27, 2024

Tο «Δεκαήμερο» του Βοκάκιου, με αφορμή μια μεταφορά του στη νέα σειρά στην πλατφόρμα του NETFLIX. Το βιβλίο και η κλασική κινηματογραφική εκδοχή του από τον Πιερ Πάολο Παζολίνι


https://pride.gr/wp-content/uploads/2024/07/mesaionikes-istories-pera-apo-ta-sexoualika-oria-sto-netflix-1.jpg1.Μεσαιωνικές ιστορίες πέρα από τα σεξουαλικά όρια στο Netflix

Χρύσα Βαϊνανίδη

Ερώτηση κουίζ: Ποιο έργο περιγράφηκε από τον New Yorker ως «ίσως το πιο βρόμικο βιβλίο στον δυτικό κόσμο; Μήπως είναι ο «Οδυσσέας» του Τζέιμς Τζόις; Άλλωστε, το μυθιστόρημα αυτό απαγορεύτηκε λόγω «αισχρότητας». Ίσως ο «εραστής της Λαίδης Τσάτερλι», που επίσης απαγορεύτηκε; Ή μήπως το μονίμως προβληματικό «Λολίτα»; Όχι, όχι και πάλι όχι. Ούτε κατά διάνοια.

Τι θα λέγατε για μια συλλογή διηγημάτων που γράφτηκαν τον 14ο αιώνα μετά την πανδημία του Μαύρου Θανάτου; «Το Δεκαήμερο» (The Decameron) γραμμένο στα ιταλικά από τον Τζιοβάνι Μποκάτσιο στις αρχές της δεκαετίας του 1350, αφήνει τους αντιπάλους του στη σκιά. Έχει αφήσει το σημάδι του ακόμα και στην ιταλική γλώσσα, όπου η λέξη boccaccesco (θα λέγαμε «Boccaccio-esque») μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει κάτι πρόστυχο.

«Το Δεκαήμερο», όμως, έχει πολλά περισσότερα να προσφέρει από τις βρόμικες ιστορίες του. Ιδού η εισαγωγή του Τζιοβάνι Μποκάτσιο για το σπουδαιότερο έργο του: «Το σχέδιό μου είναι να αφηγηθώ εκατό ιστορίες, ή μύθους, ή παραβολές, ή ιστορίες, ή όπως θέλετε να τις ονομάσετε. Αφηγήθηκαν σε 10 ημέρες, όπως θα δείτε, από μια αξιότιμη παρέα που αποτελούνταν από επτά κυρίες και τρεις νεαρούς άνδρες, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν όλοι μαζί την εποχή της πανώλης».

Ιστορίες σε φόντο σκοτεινό

Η πανούκλα, αν και αναφέρεται ελάχιστα μετά το πρώτο κεφάλαιο, αποτελεί το φόντο του βιβλίου και δίνει στο έργο μία παράξενη ανατριχίλα. Τα πρώτα αποσπάσματα περιγράφουν με αδυσώπητες λεπτομέρειες τη φρίκη καθώς η ασθένεια καταλαμβάνει τη Φλωρεντία.

Τα πτώματα σαπίζουν στους δρόμους κι ένα είδος ταραχώδους ακολασίας ξεκινά καθώς η κοινωνική τάξη ανατρέπεται. Οι περιορισμοί που κρατούσαν τους άνδρες και τις γυναίκες σε έναν προσεκτικά ρυθμισμένο διαχωρισμό καταρρέουν καθώς τα νοικοκυριά καταστρέφονται. Έξω, χωρίς αξιωματούχους της πόλης να διατηρούν την ειρήνη, βίαιες συμμορίες διασχίζουν την πόλη λεηλατώντας και φωνάζοντας. Στη γύρω ύπαιθρο, τα ζώα χωρίς βοσκό, βόσκουν στα άγονα χωράφια.

Γιατί η υπόθεση έχει απήχηση

Αυτή την ξαφνική αναρχία έχει ως αφετηρία η νέα σειρά του Netflix με τίτλο The Decameron. Σκεπτόμενη τη δική μας πρόσφατη πανδημία, η δημιουργός της σειράς Καθλίν Τζόρνταν λέει ότι ήθελε να διερευνήσει πώς «σε περιόδους κρίσης, το χάσμα μεταξύ των εχόντων και των μη εχόντων μεγαλώνει». Αλλά στο χάος της Φλωρεντίας του Μποκάτσιο, με τη χαλάρωση των κανόνων και των ιεραρχιών, η Τζόρνταν διερευνά επίσης τη δυνατότητα αναπροσαρμογής, όπου υπηρέτριες παριστάνουν τις ερωμένες και οι ευγενείς οδηγούνται στην υποτέλεια.

Το στήσιμο της σειράς προέρχεται κατευθείαν από τον Μποκάτσιο: 10 νεαροί ευγενείς φεύγουν από τη φρίκη της Φλωρεντίας περιμένοντας τα χειρότερα λόγω της πανδημίας σε ένα εξοχικό κτήμα έξω από την πόλη – ένας πολυτελής, σέξι, εναλλακτικός κόσμος που βρίσκεται σε ανησυχία λόγω της υπαρξιακής φρίκης που στοιχειώνει την πόλη.

Όπως ξεκαθαρίζει η εισαγωγή του Τζιοβάνι Μποκάτσιο, το έργο του είναι ένα portmanteau 100 σύντομων ιστοριών, που ενώνονται μεταξύ τους από αυτούς τους νεαρούς αριστοκράτες που θέλουν να περάσει ο ελεύθερος χρόνος τους.

Κάθε μέρα συγκεντρώνονται για να διηγηθούν ο ένας στον άλλον ιστορίες και ένα διαφορετικό μέλος της ομάδας αναλαμβάνει εκ περιτροπής το ρόλο του συντονιστή, ο οποίος μπορεί, αν το επιθυμεί, να επιβάλει ένα θέμα για την αφήγηση της ημέρας: Καταστροφικές σχέσεις, για παράδειγμα, ή σύζυγοι που παίζουν κόλπα στους συζύγους τους ή το αντίστροφο.

Μέρος της απόλαυσης του βιβλίου είναι τα διαφορετικά επίπεδα που διατηρεί το παιχνίδι: Εμείς να τους παρακολουθούμε να λένε ιστορίες, κάνοντας ο ένας τον άλλον να γελάει, να κοκκινίζει, να παραπονιέται ή να λέει μια άλλη ιστορία ως απάντηση.

Η γυναικεία σεξουαλικότητα

Ένα από τα πράγματα που μπορεί να εκπλήξει το σύγχρονο κοινό είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Μποκάτσιο δεν αποφεύγει τη γυναικεία σεξουαλικότητα. Εδώ υπάρχει μια τυχαιότητα ίσων ευκαιριών.

Την έκτη ημέρα, η συζήτηση της ομάδας διακόπτεται από έναν τρομερό θόρυβο που προέρχεται από την κουζίνα. Δύο υπηρέτες, η Licisca και ο Tindaro -μια γυναίκα και ένας άντρας- έχουν έναν φλογερό καβγά. Το θέμα: εάν οι γυναίκες είναι παρθένες την ημέρα του γάμου τους ή όχι. Δεν ακούμε ποτέ την πλευρά του Tindaro, αλλά ακούμε πολλά από την Licisca: «Δεν έχω ούτε μία γειτόνισσα που να ήταν παρθένα όταν παντρεύτηκε», φωνάζει, «και όσο για τις παντρεμένες…».[.................................]

ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ =>Μεσαιωνικές ιστορίες πέρα από τα σεξουαλικά όρια στο Netflix

 


https://www.lifo.gr/sites/default/files/styles/max_1920x1920/public/articles/2020-03-27/sandro_botticelli_075_1.jpg?itok=7AGRFeEu

2. Ξαναδιαβάζοντας το «Δεκαήμερο» του Βοκάκιου

ΤΗΣ ΤΙΝΑΣ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ

Κάτω από τον ήλιο που φωτίζει ειρωνικά τα εκτεθειμένα κορμιά στις πιο όμορφες περιοχές της Ιταλίας, αλλά και στο ελληνικό Άργος, ξεδιπλώνονται οι προφορικές ιστορίες που αφηγούνται αγόρια και κορίτσια για να ξεχάσουν τον θάνατο. Έχοντας αφήσει πίσω τους τη χτυπημένη από την πανώλη περιοχή της Φλωρεντίας, κλεισμένοι σε έναν ωραίο πύργο στα σύνορα της πόλης, μια παρέα νέοι και νέες εξιστορούν πραγματικά περιστατικά και ενσταντανέ, διάφορα παράδοξα και φάρσες από αυτές που επικρατούσαν στον Μεσαίωνα.

Η χαρά της ζωής, η αθωότητα, ο έρωτας σε όλες τις εκφάνσεις του, η ζωτική ορμή που μπορούσε να σαρώσει την αρρώστια, είναι τα βασικά χαρακτηριστικά που διέπουν τις όμορφες νουβέλες, όπως αποκαλούνται ‒άλλες πιο ρομαντικές, άλλες πιο πηγαίες, οι περισσότερες στραμμένες στο φως‒, οι οποίες κατανέμονται σε δέκα μέρες, γραμμένες ακριβώς τη στιγμή που η πόλη είχε χτυπηθεί ανεπανόρθωτα από την πανώλη το 1348, οπότε και αρχίζει και γράφεται το έργο.

Ο μαθητής του Πετράρχη και λάτρης του Δάντη Βοκάκιος δείχνει να θέλγεται από την αλήθεια και τον πόνο του κόσμου, ακόμα και του κάθε κατεργάρη, καθώς γνωρίζει ότι όλοι είναι ισότιμοι απέναντι στον θάνατο, την ερωτική έκσταση και τον πόνο. Όπως, άλλωστε, επισημαίνει και ο ίδιος: «Πολλοί καμώνονται πως ενδιαφέρονται για τη φήμη μου και διατείνονται πως σ' αυτό το στάδιο της ζωής μου θα 'ταν φρονιμότερο να μείνω στον Παρνασσό με συντροφιά τις Μούσες» ‒ αλλά εκείνος γίνεται ένα με αυτούς, για την ακρίβεια η ίδια τους η φωνή.

Η θανατηφόρα πανούκλα, που έχει περάσει τώρα πια, μα που η θύμησή της είναι τόσο θλιβερή για όσους έχουν δει ή έχουν πληροφορηθεί το ρήμαγμα που έχει κάνει ‒ αυτή είναι η προμετωπίδα του βιβλίου μου. Όμως δεν θα 'θελα η φρίκη να σας εμποδίσει να προχωρήσετε. Μη νομίζετε πως τούτο το ανάγνωσμα θα συνεχιστεί μέσα στα δάκρυα και τους στεναγμούς.


Περισσότερο, ωστόσο, από ερωτογραφήματα, όπως συνήθως περιγράφονται, τα αφηγήματα του Βοκάκιου είναι εξομολογήσεις πίστης και αθωότητας από έναν κόσμο που το μόνο που έχει ανάγκη είναι να ξεχάσει τον πόνο και να αφεθεί στο θεραπευτικό φως της Μεσογείου: συχνά οι περιγραφές του εμμένουν στα όμορφα τοπία της Φλωρεντίας ή της Λομβαρδίας ‒τι τραγική ειρωνεία!‒, στα ρωμαλέα νιάτα αλλά και στις γυναίκες, τις οποίες ο Βοκάκιος περιβάλλει, για πρώτη φορά, με τόση τρυφερότητα και αγάπη.

Και τους απευθύνεται μάλιστα άμεσα, κάτι σπάνιο έως αδύνατο στους μεσαιωνικούς χρόνους, καλώντας τες, με όπλο τη φαντασία τους, να αφήσουν πίσω την αρρώστια: «Κάθε φορά, χαριτωμένες αναγνώστριες, που στοχάζομαι πόσο ευαίσθητο, από την ίδια του τη φύση, είναι το φύλο σας, λέω μέσα μου πως τούτο το βιβλίο θα σας κάνει στην αρχή οδυνηρή εντύπωση. Η θανατηφόρα πανούκλα, που έχει περάσει τώρα πια, μα που η θύμησή της είναι τόσο θλιβερή για όσους έχουν δει ή έχουν πληροφορηθεί το ρήμαγμα που έχει κάνει ‒ αυτή είναι η προμετωπίδα του βιβλίου μου. Όμως δεν θα 'θελα η φρίκη να σας εμποδίσει να προχωρήσετε. Μη νομίζετε πως τούτο το ανάγνωσμα θα συνεχιστεί μέσα στα δάκρυα και τους στεναγμούς. Ο βραχνάς της αρχής; Φανταστείτε ένα βουνό που οι κακοτράχαλες πλαγιές του ορθώνονται μπροστά στους ταξιδιώτες, μα εκεί πλάι απλώνεται ένας κάμπος, που η ομορφιά του θέλγει και μαγεύει τόσο περισσότερο, όσο δυσκολότερο ήταν το σκαρφάλωμα και το κατηφόρισμα. Αν η θλίψη γειτονεύει με την ευθυμία, οι συμφορές σκορπούν σαν έρχεται η χαρά».

«Ιστορίες από το Δεκαήμερον», μτφρ. Κοσμάς Πολίτης, εκδόσεις Γράμματα


Αλλά πόσο όμορφη είναι και η ιστορία του ιππότη Φεντερίγκο ντέλι Αλμπερίγκι με το γεράκι, ο οποίος βιώνει έναν ανέλπιστο έρωτα για τη χήρα ντόνα Τζοβάνα. Όταν κάποια στιγμή το παιδί αρρωσταίνει ζητάει από τη μητέρα του να του φέρει το αγαπημένο γεράκι του ιππότη και τότε εκείνη αποφασίζει να πάει στο σπίτι του χρεοκοπημένου πλην όμως τίμιου ευγενούς άνδρα για να το ζητήσει.

Ιδού πώς αφηγείται την ιστορία ο Βοκάκιος («Ιστορίες από το Δεκαήμερον», μτφρ. Κοσμάς Πολίτης, εκδόσεις Γράμματα):


«Αν και βρισκόταν σε έσχατη φτώχεια, ο Φεντερίγκο ντέλι Αλμπερίγκι δεν είχε αντιληφθεί ακόμα σε τι ένδεια τον είχε καταντήσει η ασυλλόγιστη σπατάλη της περιουσίας του. Μα εκείνο το πρωινό, μη βρίσκοντας τίποτα για να τιμήσει την κυρά, για την αγάπη της οποίας είχε τιμήσει τόσους αγνώστους, το 'νιωσε απόλυτα. Του ερχόταν τρέλα απ' την απελπισία του: καταριόταν τη μοίρα του, έψαξε παντού, μα ούτε λεφτά έβρισκε ούτε τίποτα να ενεχυριάσει: η ώρα περνούσε, έπρεπε να βιαστεί, ποθούσε να περιποιηθεί τη σπουδαία κυρά, μα δεν ήθελε να ζητήσει τίποτε από κανέναν, ούτε καν απ' τον σκαφτιά που δούλευε στο κτήμα του ‒ και τότε έπεσε η ματιά του πάνω στο καλό του το γεράκι, μέσα απ' τα κάγκελα του κλουβιού του. Μην έχοντας τίποτε άλλο στη διάθεσή του, το πήρε στο χέρι του και το βρήκε παχουλό, αντάξια λιχουδιά για μια τόσο μεγάλη κυρά. Δίχως να σκεφτεί περισσότερο, του έστριψε τον λαιμό και το έδωσε στην υπηρέτρια να το μαδήσει και να το ετοιμάσει βιαστικά, κι ύστερα να το ψήσει στη σούβλα. Έστρωσαν το τραπέζι ‒βρισκόταν ακόμα ένα από εκείνα τα κατάλευκα τραπεζομάντιλα‒ και ο Φεντερίγκο, με το πρόσωπο γαληνεμένο, γύρισε στον κήπο, κοντά στην κυρά, και της ανάγγειλε πως το φαγητό ήταν έτοιμο. Η κυρά και η φίλη της σηκώθηκαν και κάθισαν στο τραπέζι. Ο Φεντερίγκο τις σέρβιρε με τη μεγαλύτερη ευγένεια και προθυμία, κι έφαγαν μαζί του, δίχως να ξέρουν τι ήταν το καλό γεράκι.

Ξαναδιαβάζοντας το «Δεκαήμερο» του Βοκάκιου
Πόσο όμορφη είναι και η ιστορία του ιππότη Φεντερίγκο ντέλι Αλμπερίγκι με το γεράκι, ο οποίος βιώνει έναν ανέλπιστο έρωτα για τη χήρα ντόνα Τζοβάνα.

Αφού τελείωσε το φαγητό, οι κυράδες έμειναν μαζί του κουβεντιάζοντας και τότε η Τζοβάνα, κρίνοντας πως ήταν πια ώρα να πει τον για ποιον λόγο είχε έρθει, άρχισε να του λέει χαμογελαστά: "Φεντερίγκο, αν βάλεις στον νου σου την περασμένη σου ζωή και την αδιάλλακτη τιμιότητά μου, που ασφαλώς την έκρινες άπονη και σκληρή, θα παραξενευτείς, νομίζω, για τις αξιώσεις μου, όταν θα μάθεις ποιος είναι ο κύριος λόγος που ήρθα. [.........................................]

Ξαναδιαβάζοντας το «Δεκαήμερο» του Βοκάκιου

******************** 

3. Η ΕΚΔΟΧΗ ΤΟΥ ΠΑΖΟΛΙΝΙ ΓΙΑ  ΤΟ "ΔΕΚΑΗΜΕΡΟ"

https://www.androsfilm.gr/wp-content/uploads/2021/06/2021-06-22-DECAMERON-1-1.jpg

Το Δεκαήμερο/The Decameron

Η κινηματογραφημένη απόδοση εννέα αφηγημάτων του Βοκάκιου (από τα 100 που έγραψε περί το 1350 μ.Χ.) είναι η ταινία «Το Δεκαήμερο», σε σκηνοθεσία Πιερ Πάολο Παζολίνι.
Κωμωδία
Ιταλία | 1971 | 111'

Σκηνοθεσία:

Πιέρ Πάολο Παζολίνι: Ο Μεγάλος Αιρετικός: Το πλήρες πρόγραμμα του  αφιερώματος της Ταινιοθήκης της Ελλάδος - νεα › ειδησεισ || cinemagazine.grΠιερ Πάολο Παζολίνι (1922-1975)


Παίζουν: Franco Citti, Ninetto Davoli, Jovan Jovanovic

Στο πρώτο μέρος της Τριλογίας της ζωής, ο Παζολίνι εμπνέεται από ιστορίες του Βοκάκιου και τις οργανώνει σε ένα χαλαρό, αφηγηματικό πλαίσιο. Κινητήρια δύναμη της αφήγησης είναι ο έρωτας - η σαγήνη, η αποπλάνηση, ένας εκστατικός αισθησιασμός.

Ο σκηνοθέτης μετέφερε τις ιστορίες από τον αστικό κόσμο της Φλωρεντίας στο λαϊκό περιβάλλον της Νάπολης. Ένας νεαρός Σικελός εξαπατάται δύο φορές, αλλά στο τέλος καταλήγει πλούσιος. Ενας άνδρας παριστάνει τον κωφάλαλο και μπαίνει σ' ένα μοναστήρι με «περίεργες» μοναχές. Μία γυναίκα προσπαθεί να κρύψει τον εραστή της από τον άνδρα της. Ένας απατεώνας, ακόμα και ετοιμοθάνατος, κοροϊδεύει τον παπά που ήρθε να τον εξομολογήσει. Τρία αδέλφια εκδικούνται τον εραστή της αδελφής τους. Ένα νεαρό κορίτσι ανεβαίνει τη νύχτα στη στέγη, για να συναντήσει τον εραστή της. Μία ομάδα ζωγράφων ψάχνει την έμπνευση. Ενας πονηρός παπάς προσπαθεί να ξελογιάσει τη γυναίκα του φίλου του. Και, τέλος, δύο φίλοι αναρωτιούνται τι συμβαίνει μετά θάνατον. Πρωταγωνιστούν

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ο Γιον Φόσε, το Νόμπελ και η γοητεία της Nordisk (Σκανδιναβικής) λογοτεχνίας

Σκανδιναβική λογοτεχνία Ο Γιον Φόσε, το Νόμπελ και oι Σκανδιναβοί συγγραφείς Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητά με τον μεταφραστή Σωτήρη Σουλιώτ...