Γιατί ανεβαίνει η ακροδεξιά στην ΕΕ: Τι λέει ο δημοσιογράφος-ερευνητής Δημήτρης Ψαρράς
«Το χειρότερο είναι ότι η ακροδεξιά φαίνεται να βρίσκει στηρίγματα σε ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού, τα οποία απλώς δεν έχουν καμιά ελπίδα ότι μπορεί να βελτιωθεί η ζωή τους μέσα από τους υπάρχοντες δημοκρατικούς θεσμούς»
Γνωστός για τις έρευνές του για την ακροδεξιά και εκ των βασικότερων μαρτύρων στη δίκη της Χρυσής Αυγής, η τοποθέτηση του οποίου συνέβαλε στην καταδίκη της ως εγκληματική οργάνωση, ο Δημήτρης Ψαρράς, αποτιμά τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών κι εξηγεί πώς από πολιτικό ρεύμα στα πρώτα χρόνια εμφάνισής της, η άκρα Δεξιά έχει αναχθεί σήμερα σε κανονικότητα. Ο Δημήτρης Ψαρράς, δημοσιογράφος, ερευνητής και συγγραφέας, εξηγεί γιατί είναι λάθος να ταυτίζουμε το ακροδεξιό ρεύμα των ημερών μας με την άνοδο του φασισμού και του ναζισμού στη μεσοπολεμική Ευρώπη και χαρακτηρίζει υποκριτική τη στάση όσων σήμερα πέφτουν απ’ τα σύννεφα από τα εκλογικά αποτελέσματα της 9ης Ιουνίου. «Απλώς δεν θέλουν να κλείσουν την πόρτα σε παλιούς ή μελλοντικούς τους συμμάχους», λέει με νόημα.
Μετά και τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών της 9ης Ιουνίου, είναι, πλέον γεγονός η αποδοχή της άκρας Δεξιάς ως κανονικότητα. Ποιοι οι κίνδυνοι για τις δημοκρατικές αξίες και την πολιτική της ΕΕ;
Είναι γεγονός ότι για πρώτη φορά γιγαντώνεται στις μέρες μας ένα πολιτικό ρεύμα που είχε εμφανιστεί αρκετά χρόνια νωρίτερα, αλλά μέχρι πρόσφατα ευδοκιμούσε σε λίγες ευρωπαϊκές χώρες και αντιμετωπιζόταν από το επιτελείο των Βρυξελλών ως δημιούργημα εξωγενές και πάντως εύκολα εξοβελιστέο φαινόμενο. Όμως τα χρόνια που πέρασαν έδειξαν ότι αποδείχτηκαν ατελέσφορες οι απόπειρες των κυρίαρχων πολιτικών σχημάτων που επικρατούν στην ΕΕ (Δεξιά - Κεντροδεξιά) να ενσωματώσουν αυτά τα ρεύματα. Μπορεί βέβαια αυτά τα νέα πολιτικά σχήματα να υποχρεώθηκαν να αποβάλουν τις πιο ακραίες τους απολήξεις, αλλά το αντίτιμο που πληρώνει σήμερα η Ευρώπη είναι βαρύ. Είναι αυτό που ορθά σημειώνετε ότι η αποδοχή της άκρας Δεξιάς έχει αναχθεί πλέον σε «κανονικότητα».
Και ως παραδείγματα, ποια μπορούμε να αναφέρουμε;
Χαρακτηριστική η περίπτωση της Γαλλίας, όπου η κόρη Λεπέν μπορεί να απέβαλε την ακραία μορφή του Front National που ίδρυσε ο πατέρας της, αλλά τώρα διεκδικεί τη διακυβέρνηση της χώρας επιβάλλοντας θέσεις και αξίες που δεν έχουν καμιά σχέση με τη δημοκρατική προοπτική που κυριαρχούσε στην ΕΕ πριν από 15-20 χρόνια.
Το κακό είναι ότι, ως απάντηση σ’ αυτή τη σκοτεινή προοπτική, τα μέχρι χτες κυρίαρχα πολιτικά σχήματα επαναλαμβάνουν το παλιό σφάλμα: δείχνουν πρόθυμα να υιοθετήσουν μέρος του ακροδεξιού πολιτικού λόγου, ελπίζοντας ότι έτσι θα επαναπατρίσουν μέρος των παλιών ψηφοφόρων τους που έχουν μετατοπιστεί στην ακροδεξιά. Στην πραγματικότητα, μ’ αυτό τον τρόπο προκαλούν το ακριβώς αντίθετο: νομιμοποιούν τα ακραία πολιτικά συνθήματα και παρέχουν πιστοποιητικό «κανονικότητας» στους φορείς της ακροδεξιάς προπαγάνδας.
Το γεγονός ότι τα εκατομμύρια των ψηφοφόρων που στήριξαν την ακροδεξιά δεν είναι όλοι νεοναζί αλλά ανάμεσά τους και εργάτες και αγρότες, φτωχοί και άκληροι, μετανάστες σε πολλές των περιπτώσεων, τι μήνυμα στέλνει;
Πολλές φορές κάνουμε το λάθος να ταυτίζουμε το ακροδεξιό ρεύμα των ημερών μας με την άνοδο του φασισμού και του ναζισμού στη μεσοπολεμική Ευρώπη. Όμως αυτό που συμβαίνει σήμερα δεν έχει τα χαρακτηριστικά ενός ενιαίου πολιτικού ρεύματος. Χαρακτηρίζεται κυρίως από το αίσθημα της απαρέσκειας (αν όχι μίσους και απελπισίας) και την παντελή έλλειψη εμπιστοσύνης απέναντι στις πολιτικές ελίτ που κυριαρχούν σήμερα στην Ευρώπη. Το χειρότερο είναι ότι η ακροδεξιά φαίνεται να βρίσκει στηρίγματα σε ευρύτατα στρώματα του πληθυσμού, τα οποία απλώς δεν έχουν καμιά ελπίδα ότι μπορεί να βελτιωθεί η ζωή τους μέσα από τους υπάρχοντες δημοκρατικούς θεσμούς και κάποια «πολιτική αλλαγή». Αυτός είναι ο λόγος που τα πιο δημοφιλή ακροδεξιά προγράμματα περιορίζονται σε συνθήματα και ευχές, οι οποίες συνοψίζονται σε μία κατάρα: την κατάργηση της δημοκρατίας. Εδώ συναντάμε πράγματι διαταξική απεύθυνση, η οποία από πρώτη ματιά ξενίζει, αλλά δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι αυτά τα μηνύματα ταιριάζουν γάντι με τους «τεχνικούς» περιορισμούς των κυρίαρχων Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης. Να για ποιο λόγο όλα αυτά τα παμπάλαια αντιδραστικά μηνύματα διακινούνται σήμερα με την αίγλη του «σύγχρονου» και του «νέου».
Η επέλαση της άκρας Δεξιάς μπορεί να ανακοπεί με νομικό τρόπο;
Εδώ χρειάζεται μεγάλη προσοχή. Η πρόσφατη εμπειρία των χειρισμών της κυβέρνησης Μητσοτάκη αποδεικνύει ότι είναι ατελέσφορη η επιβολή νομοθετικών περιορισμών σε κόμματα και πολιτικά σχήματα, όσο ακραίο κι αν είναι το πρόγραμμά τους. Είναι άλλο πράγμα η αυστηρή τήρηση της νομοθεσίας, όταν διαπιστώνεται ότι κομματικά σχήματα ασκούν βία και τρομοκρατία στους δρόμους ή επιτίθενται σε όσους θεωρούν «αντιπάλους». Στην Ελλάδα, λ.χ., χρειάστηκε να ξεσηκωθεί ο κόσμος μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα τον Σεπτέμβριο του 2013 για να εξετάσει η Δικαιοσύνη από κοινού τις δεκάδες εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις που έφεραν ως δράστες τα μέλη της Χρυσής Αυγής και έτσι να καταλήξουμε το 2020 στην πρωτόδικη απόφαση που έκρινε ότι το κόμμα υπήρξε μανδύας μιας ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης. Δεν έλειπαν οι νόμοι επί τόσα χρόνια που δεν αντιμετωπιζόταν αυτή η εγκληματική δράση. Απλώς ένα τμήμα του πολιτικού συστήματος καλόβλεπε την ύπαρξη της Χρυσής Αυγής ως μιας οργάνωσης που έκανε τη «βρομοδουλειά» πίσω από τις δυνάμεις ασφαλείας κατά τη διάρκεια δημόσιων εκδηλώσεων, ή και ως μιας ομάδας που αντιμετωπίζει τις κινητοποιήσεις των εργαζομένων και καταστέλλει τα δικαιώματα των μεταναστών σε ορισμένες περιοχές της Αττικής. Αλλά πέρα από τη βίαιη δράση που πρέπει να καταστέλλεται, η πολιτική προπαγάνδα της ακροδεξιάς δεν αντιμετωπίζεται παρά μόνο με την προβολή των αρχών της δημοκρατίας.
Τα αίτια της ανόδου της ακροδεξιάς πανευρωπαϊκά, δεν ήταν αναγνωρίσιμα; Γιατί, κάποιοι, πέφτουν από τα σύννεφα;
Φοβάμαι ότι αυτή η καθυστερημένη αναγνώριση του ακροδεξιού κινδύνου μοιάζει πολύ με τον μύθο του Αισώπου με τον βοσκό που φώναζε «λύκος». Επί χρόνια κάποιοι υπερέβαλλαν, προβάλλοντας μόνο τις πιο ακραίες εκδοχές της ακροδεξιάς, χαϊδεύοντας παράλληλα τις λιγότερο επιθετικές παραλλαγές της. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του ΛΑΟΣ επί Γιώργου Καρατζαφέρη μετά το 2000. Ο ίδιος άνθρωπος που όσο ήταν μέσα στη ΝΔ φρόντιζε να προσκαλεί την ακροδεξιά (χουντικούς, βασιλικούς, χρυσαυγίτες), στη συνέχεια συγκρότησε το δικό του ακροδεξιό κόμμα και τελικά παραχώρησε στη Δεξιά όλους τους στενούς (ακροδεξιούς) του συνεργάτες. Είναι επομένως υποκριτική η στάση όσων πέφτουν απ’ τα σύννεφα. Απλώς δεν θέλουν να κλείσουν την πόρτα σε παλιούς ή μελλοντικούς τους συμμάχους.
Ενιαία ακροδεξιά στην Ευρώπη δεν υπάρχει. Τι χωρίζει την άκρα Δεξιά της Μελόνι στην Ιταλία και τη «Λέγκα» του Σαλβίνι, στην Ιταλία επίσης; Στον ίδιο κυβερνητικό συνασπισμό βρίσκονται… Και ποια απόσταση υπάρχει από τη Λεπέν ή το AfD της Γερμανίας;
Ασφαλώς όλα αυτά τα σχήματα ανήκουν στον ευρύτερο πολιτικό σχηματισμό που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε άκρα Δεξιά, αλλά ούτε τα προγράμματά τους ούτε η ιστορική τους εξέλιξη συμπίπτουν. Και κυρίως δεν συμπίπτουν τα χαρακτηριστικά των ηγετών τους, γεγονός που έχει ιδιαίτερη σημασία. Όμως αυτή τη στιγμή βλέπουμε ανοικτά όλα τα σενάρια νέων σχημάτων συνεργασίας της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς, επειδή για πρώτη φορά εμφανίζονται οι δυνάμεις τους τόσο ενισχυμένες. Και ο μεν Σαλβίνι της «Λέγκα» επιχείρησε πριν από τις εκλογές να διεκδικήσει το χαμένο έδαφος από τη Μελόνι εμφανιζόμενος ως πιο «σκληρός», περιλαμβάνοντας στο ψηφοδέλτιό του ακραία ρατσιστικά και φασιστικά στοιχεία, αλλά αφήνοντας και ανοιχτό το παλιό φιλορωσικό του παρελθόν, ενώ η Μελόνι φλέρταρε προεκλογικά με την υποψηφιότητα της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για την προεδρία της Κομισιόν και αποσπούσε από εκείνην κολακευτικά λόγια για τη συνεργασία τους. Απ’ την άλλη μεριά, δέκα μέρες πριν τις εκλογές, η Λεπέν δήλωνε στην Corriere della Sera «αν το κόμμα μου και της Μελόνι ενωθούν, μπορούμε να συνθέσουμε τη δεύτερη, σε μέγεθος, ομάδα του Ευρωκοινοβουλίου». Βέβαια η Λεπέν ανήκε μαζί με τον Σαλβίνι στην ομάδα «Ταυτότητα και Δημοκρατία», και από κοινού δήλωσαν ότι διακόπτουν κάθε μορφής συνεργασία με το γερμανικό AfD, μετά την ακραία δήλωση του υποψηφίου αυτού του κόμματος για την προεδρία της Κομισιόν ότι «δεν ήταν όλα τα μέλη των Ες Ες εγκληματίες πολέμου».
Και ποιοι μπορεί να κερδίσουν από αυτό; Αν μπορούν…
Φοβάμαι ότι αυτή η εικόνα «χυλού» σ’ αυτούς τους πολιτικούς σχηματισμούς ερμηνεύεται λάθος από τα δεξιά και συντηρητικά ευρωπαϊκά κόμματα που πιστεύουν ότι μπορεί να εκμεταλλευτούν τις αντιθέσεις τους, συμμαχώντας με το ένα σε βάρος κάποιου άλλου. Μ’ αυτό το άνοιγμα της Δεξιάς προς την ακροδεξιά ουσιαστικά νομιμοποιούνται ο ακραίος λόγος και η σκληρή πολιτική ατζέντα. Κινδυνεύουμε δηλαδή, προτού ακόμα αποκτήσουν πραγματική πλειοψηφία στην Ευρώπη αυτές οι πολιτικές δυνάμεις να έχουν κατακτήσει αυτό που παλιά ονομάζαμε πολιτική ηγεμονία. Και τότε θα είναι αργά για τις δημοκρατικές και τις προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις της Ευρώπης.
Η υποχώρηση της Αριστεράς
Πού πήγε η Αριστερά, πανευρωπαϊκά, μετά τις εκλογές αυτές;
Η υποχώρηση της Αριστεράς είναι ασφαλώς η άλλη πλευρά της ανάδυσης της ακροδεξιάς. Η κυρίαρχη συντηρητική ευρωπαϊκή πολιτική που στηρίζεται στη θεωρία των δύο άκρων επέβαλε την απομόνωση της Αριστεράς, την ίδια ώρα που έκλεινε το μάτι σε κάποια πιο «καθωσπρέπει» ακροδεξιά, με την οποία θα μπορούσε να συμπράξει απέναντι στον κοινό αριστερό «κίνδυνο». Αλλά αυτή η υποχώρηση δεν μπορεί να θεωρηθεί μόνιμη ή οριστική. Η αναγνώριση από ευρύτερα κοινωνικά στρώματα του κινδύνου της ακροδεξιάς ισοδυναμεί με την ανάγκη ανασύνταξης πολιτικών σχημάτων που -όπως κι αν ονομάζονται- θα στηριχτούν στις ιδρυτικές αξίες της Αριστεράς: τη δημοκρατία, την ανθρωπιά, τη συλλογικότητα, την άμυνα απέναντι στην εκμετάλλευση. Δυστυχώς είμαστε υποχρεωμένοι και υποχρεωμένες να πιάσουμε το νήμα από την αρχή.
Ο Γιάννης Δεμεντζόγλου στο Τvxs.gr αναδεικνύει την απειλή για τη σύγχρονη Δημοκρατία που συνιστά η άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου