Με αφορμή την πρόσφατη δημόσια συζήτηση που προέκυψε έπειτα από (επι)κριτικό κείμενο για τη «Μεγάλη Χίμαιρα» του Μ. Καραγάτση, τίθεται το ερώτημα: «Πόσο θεμιτό και χρήσιμο είναι να κρίνουμε παλιότερα κείμενα, κλασικά ή όχι, σύμφωνα με σημερινές ευαισθησίες ή απόψεις, π.χ. για τη θέση της γυναίκας ή τις έμφυλες ταυτότητες; Μήπως αυτό το εγχείρημα συνιστά έναν κριτικό αναχρονισμό»; Έντεκα σύγχρονοι Έλληνες συγγραφείς επιχειρούν μια απάντηση. Επιμέλεια: Κ.Β. Κατσουλάρης bookpress.gr Όλα ξεκίνησαν με ένα αναλυτικό και οξύτατα κριτικό κείμενο του εκδότη Κώστα Σπαθαράκη (εκδ. Αντίποδες) στο περιοδικό Βλάβη, αρκετούς μήνες πριν. Εκεί διαβάζουμε φράσεις όπως: «Το τίμημα που πληρώνει ο αναγνώστης του Καραγάτση για να διαβάσει ένα νεοελληνικό άρλεκιν είναι δυσανάλογα υψηλό: εγκλωβίζεται σε έναν κόσμο που είναι συγχρόνως εξοργιστικά οικείος και θεαματικά δυσάρεστος, και από τον οποίο δεν υπάρχει καμία διαφυγή». Κι όμως, απ' όσο έχει πέσει στην αντίληψή μου, δεν υπήρξαν αντιδράσεις. Ίσως το γεγονός ότι το κείμενο γράφτηκε σε ένα περιοδικό που το διαβάζει εκ των πραγμάτων περιορισμένο κοινό (αν και ιδιαίτερα επιτυχημένο περιοδικό), ίσως και το γεγονός ότι το κείμενο φέρει τη «βαριά» υπογραφή ενός από τους πιο επιτυχημένους εκδότες των τελευταίων χρόνων, ίσως και για άλλους λόγους, δεν προκάλεσε δημόσια κατακραυγή ή αντίλογο. Αντίθετα, το κείμενο της νεότατης πεζογράφου Ρένας Λούνα στη Lifo σήκωσε τσουνάμι αντιδράσεων, που κυμάνθηκαν από τη δημοσίευση σοβαρών κειμένων με ενστάσεις για την προσέγγιση της συγγραφέα, έως χυδαίες και υβριστικές επιθέσεις. Έκτοτε, αν και πάνε μόλις λίγες μέρες, έχουν ήδη δημοσιευτεί ουκ ολίγα κείμενα σε πολλά και διαφορετικά μέσα, με διαφορετική στόχευση το καθένα. Απ’ όσα έπεσαν στην αντίληψή μου, ξεχωρίζω το κείμενο της Ελισάβετ Κοτζιά (παλιότερο κείμενό της, ξανακοιταγμένο) στον Αναγνώστη, το κείμενο της Βίβιαν Στεργίου στην Καθημερινή, αλλά κι ένα κείμενο από την «αντίπερα όχθη», το κείμενο του Δημήτρη Αντωνίου, που το αναδημοσίευσε στη Σελίδα του το Θέατρο Πορεία, το οποίο διευθύνει ως γνωστόν ο Δημήτρης Τάρλοου, εγγονός του Καραγάτση, από τη μεριά της μητέρας του, της Μαρίνας Καραγάτση, η οποία μάλιστα έφυγε από τη ζωή μόλις λίγες μέρες πριν ξεσπάσει η διαμάχη. Το κείμενο πλέον μπορούμε να το διαβάσουμεστον Αναγνώστη. Στην Book Press δημοσιεύσαμε την Κυριακή δύο κείμενα, ένα του σταθερού συνεργάτη μας, κριτικού λογοτεχνίας Γιώργου Περαντωνάκη, κι ένα του νεαρού συγγραφέα Αντώνη Γουλιανού. στο οποίο περιλαμβάνεται και μια κριτική ανάγνωση του μυθιστορήματος Η γραμμή του ορίζοντος του Χρήστου Βακαλόπουλου. Θελήσαμε όμως να προσπαθήσουμε να ανοίξουμε κι άλλο τη βεντάλια της συζήτησης. Ζητήσαμε τη γνώμη 10 Ελλήνων πεζογράφων διαφορετικών γενεών και ενός κριτικού λογοτεχνίας και πιστεύω ότι το πετύχαμε. Τα κείμενα που ακολουθούν είναι η καλύτερη απόδειξη. Το ερώτημα που τους θέσαμε ήταν: «Πόσο θεμιτό και χρήσιμο είναι να κρίνουμε παλιότερα κείμενα, κλασικά ή όχι, σύμφωνα με σημερινές ευαισθησίες ή απόψεις, π.χ. για τη θέση της γυναίκας ή τις έμφυλες ταυτότητες; Μήπως αυτό το εγχείρημα συνιστά έναν κριτικό αναχρονισμό»; Ακολουθούν οι απαντήσεις: Λένα Διβάνη Τα βιβλία του Καραγάτση βρωμάνε εφηβικό υλικό ανδρικών ονειρώξεων – δηλαδή εκπέμπουν μια δυσβάστακτη δυσωδία τραγίλας με νιτσεική εσάνς που με ενοχλούσε ακόμα κι όταν ήμουν δεκαεφτάχρονο στραβάδι. Άσε που δεν διαβάζονται πια και δεν φταίει μόνον η ματσίλα. Να ήταν ο Σελίν ή ο Ουελμπέκ, να πω χαλάλι του. Αλλά δεν είναι. Τώρα, πέραν της λογοτεχνικής δεινότητας,
υπάρχει και ο Καραγάτσης-απαράδεκτος άνθρωπος ακόμα και για την εποχή
του. Δεν θα ξεχάσω τη «σοβαρή» κριτική του στην πρεμιέρα του
Κουκλόσπιτου στο Εθνικό Θέατρο: το ξέσκισε κυριολεκτικά με το επιχείρημα
ότι θα «κλείσει σπίτια»! Οπότε, προτείνω να τον επανεκδίδουμε με εισαγωγή που να συζητάει με τους αναγνώστες ότι είμαστε όλοι προϊόντα του καιρού μας και της κοινωνικής μας τάξης. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και σε πανεπιστημιακές παραδόσεις κοινωνιολογίας, όπως οι ταινίες του παλιού (κακού) ελληνικού κινηματογράφου του τύπου η «Θεία απ’ το Σικάγο» που αγωνιούσε να παντρέψει τις ανηψιές σπάζοντας στάμνες στα κεφάλια των αντρών. Ντοκουμέντα της Ελλάδας του χτες που συχνά είναι προχτές και όποτε μπορεί σκάει μύτη ακόμα και σήμερα. Άντζελα Δημητρακάκη Το ερώτημα είναι απλό αλλά και περίπλοκο. Είναι απλό ως προς τα εξής: Πρώτον, η ιστορία και η θεωρία της τέχνης ή της λογοτεχνίας γράφεται πάντα από το σήμερα. Δεν υπάρχει άλλη χρονικότητα από την οποία να γραφτεί, ενώ, παράλληλα, το «σήμερα» συνιστά ένα zeitgeist το οποίο, αν και ορίζεται από μια ιστορικά διαμορφωμένη ηγεμονία, επιτρέπει αναπόφευκτα διαφορετικές τοποθετήσεις. Η ιστορικός δεν είναι μία, ιδεολογικά. Ο ιστορικός είναι μια ιδεολογικά φτιαγμένη υποκειμενικότητα. Αν και όλες/όλοι οι ιστορικοί κοιτούν αναγκαστικά το παρελθόν έργο τέχνης από το σήμερα, η διακριτή ιδεολογική τους διαμόρφωση οδηγεί σε διαφορετικές ερμηνείες του εκάστοτε έργου. Πιστεύω ότι τόσο η Μεγάλη Χίμαιρα (1936) του Καραγάτση, όσο και το πιο ενδιαφέρον, κατά τη γνώμη μου, και πιο πρόσφατο Η Μητέρα του Σκύλου (1990) του Μάτεσι («πουτάνες» έχουμε κι εκεί, αλλά πάρα πολύ διαφορετικά), θα ερμηνεύονταν διαφορετικά από έναν συντηρητικό ιστορικό-θεωρητικό απ’ ό,τι από μία φεμινίστρια ιστορικό-θεωρητικό. Και οι δύο ωστόσο θα ήταν δύσκολο να λειτουργήσουν εντελώς πέρα από την ηγεμονία (το πώς ορισμένες ιδέες και αξίες που εξυπηρετούν τα συμφέροντα μιας κοινωνικής ομάδας διαχέονται ως φυσικές). Όποιος κι όποια έχει μελετήσει λίγο Αντόνιο Γκράμσι (1891-1937), που έγραφε έναν αιώνα πριν, το γνωρίζει. Αναφέρω τον αιώνα πριν για να υπαινιχθώ ότι μια ανάλυση ή θέση δεν παλιώνει απαραίτητα με το πέρασμα του χρόνου. Ο λόγος που μας απασχολεί η Μεγάλη Χίμαιρα είναι ακριβώς ότι οι έντονα μισογυνιστικές θέσεις του έργου δεν έχουν παλιώσει, είναι παρούσες, αναγνωρίσιμες. Το ίδιο ισχύει και για πιο μοντέρνα έργα όπως το Κουτσό (1963) του Κορτάσαρ. Και θα μπορούσα ν’ αναφέρω πολλά ακόμη. Το επιχείρημα «μα ήταν της εποχής τους» είναι αστείο γιατί υπήρξε και μία Βιρτζίνια Γουλφ (1882-1941). Ο Καραγάτσης ήταν νεότερος (1908-1960). Και η Γουλφ παλιά έγραφε αλλά δεν έγραφε μισογυνιστικά. Άρα, δεν έγραφαν όλοι κι όλες οι παλιοί συγγραφείς φυσικοποιώντας την κοινωνική ανδροκρατία (η λέξη «σεξισμός» δεν αρκεί, δεν αναδεικνύει το πρόβλημα, το κουκουλώνει κάπως). [................................................] ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ «Φάκελος Καραγάτση»: Πώς να διαβάζουμε τους «κλασικούς»;Υπάρχουν όρια και ποια είναι αυτά; 11 συγγραφείς καταθέτουν τη γνώμη τους |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου