Ελένη Σικελιανός: «Αφηγούμαι ιστορίες για την οικογένειά μου για να επεξεργαστώ τραύματα»
Η Αμερικανίδα ποιήτρια, συγγραφέας και καθηγήτρια πανεπιστημίου μιλάει για τους προγόνους της, Άγγελο Σικελιανό και Εύα Πάλμερ, αλλά και για τη χορεύτρια γιαγιά της, Ελένη Παπαμάρκου, με αφορμή την παράσταση «Εσύ, η ζωώδης μηχανή».
Η ποιήτρια, συγγραφέας και καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Brown Ελένη Σικελιανός, δισέγγονη του Άγγελου Σικελιανού και της Εύας Πάλμερ, βρέθηκε πριν από λίγες μέρες στην Αθήνα με αφορμή την πρεμιέρα της παράστασης «Εσύ, η ζωώδης μηχανή», η οποία βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο της. Στο υβριδικό αφήγημα στο οποίο συνυπάρχουν το χρονικό, το δοκίμιο, η ποίηση και οι φωτογραφίες η Σικελιανός καταγράφει τη ζωή της γιαγιάς της (από την πλευρά της μητέρας της) Ελένης Παπαμάρκου, η οποία στην εποχή της έγινε γνωστή ως χορεύτρια μπουρλέσκ με το όνομα Μελένα ή «Κορίτσι-λεοπάρδαλη». Η «Χρυσή Ελληνίδα» (ένα από τα δεκάδες ψευδώνυμά της) παντρεύτηκε πέντε φορές, γέννησε τρία κορίτσια και έζησε μια ζωή γεμάτη, στα όρια του παράφορου. Με την Ελένη Σικελιανός συναντηθήκαμε ένα βροχερό πρωινό στο Μεταξουργείο και μιλήσαμε για τις ιστορίες της οικογένειάς της.
Όταν ήσασταν παιδί γνωρίζατε ποιοι ήταν ο Άγγελος Σικελιανός και η Εύα Πάλμερ, δηλαδή ο προπάππους και η προγιαγιά σας;
Ναι, βέβαια ήξερα. Ωστόσο επειδή ο πατέρας μου έλειπε συχνά μεγάλωσα με τον παππού μου τον Γλαύκο, γιο της Εύας και του Άγγελου. Έζησα μαζί του όλη μου την παιδική ηλικία και τον ήξερα καλά – πέθανε όταν ήμουν γύρω στα 29-30. Ωστόσο αποκόπηκα από τις ιστορίες των προγόνων μου επειδή δεν ζούσαμε στην Ελλάδα αλλά στις ΗΠΑ, όπου ο κόσμος δεν τους γνώριζε.
Γιατί ο Γλαύκος δεν ήθελε να μιλάει για τον Άγγελο Σικελιανό;
Δεν τον ρώτησα ποτέ. Ίσως να μην το ομολόγησε ούτε καν στον ίδιο του τον εαυτό. Η δική μου ερμηνεία είναι ότι ένιωθε εγκαταλελειμμένος.
Λόγω του δεύτερου γάμου του πατέρα του;
Όχι, πιστεύω πως αισθανόταν έτσι από πριν. Ένιωθε πως ο Άγγελος ήταν νάρκισσος. Δεν το έλεγε έτσι, όμως τον αποκαλούσε παγόνι. Ο Γλαύκος από την άλλη ήταν πολύ σεμνός. Επίσης ήταν ακτιβιστής. Συμμετείχε συχνά σε διαδηλώσεις. Ήταν σίγουρα σοσιαλιστής και σαφέστατα αντικαπιταλιστής. Δεν πίστευε στην ιδιοκτησία. Ζούσε σε ένα μικρό τροχόσπιτο και είχε ακριβώς όσα χρειαζόταν. Ποτέ περισσότερα.
Είχε δει βεβαίως πόσο εύκολα μπορούσε να χαθεί μια μεγάλη περιουσία. Η Εύα Πάλμερ έχασε τα πάντα μέσα σε λίγα χρόνια. Πιστεύετε ότι στην Ελλάδα γνωρίζουμε αρκετά για εκείνη;
Μετά το βιβλίο της Άρτεμης Λεοντή οι Έλληνες γνωρίζουν περισσότερα από πριν. Ήταν τόσο πολλά αυτά που κρατούνταν κρυμμένα για δεκαετίες, κυρίως λόγω ομοφοβίας. Υπήρχε για χρόνια η ανησυχία ότι θα αμαυρωνόταν η κληρονομιά του Άγγελου. Έτσι η σύζυγός του, Αννα Σικελιανού, είχε ζητήσει να κλείσουν τα αρχεία. Η Άρτεμις έκανε εξαιρετική δουλειά, όπως και η Ευθαλία Παπαδάκη η οποία άνοιξε αυτά τα αρχεία.
Παρ’ όλα αυτά η Εύα Πάλμερ ήταν ανοιχτά ομοφυλόφιλη. Με τον Άγγελο Σικελιανό επίσης είχαν βρει τρόπο να ζουν αρμονικά μαζί.
Είναι όντως ενδιαφέρον γιατί η Εύα ζούσε πολύ ανοιχτά την ομοφυλοφιλία της στο Παρίσι, ωστόσο δεν ξέρω αν αυτό συνεχίστηκε όταν ήρθε στην Ελλάδα. Ο Άγγελος πάντως σίγουρα ήξερε, δεν ήταν κάτι κρυφό. Μάλιστα είχε πάει μαζί της στο Παρίσι για να συναντήσει μια από τις ερωμένες της, τη Νάταλι Μπάρνεϊ.
Έβλεπα πρόσφατα τις φωτογραφίες από το σπίτι τους στους Δελφούς.
Λειτουργεί ως μουσείο. Η Εύα έχασε τα πάντα γιατί είχε χρεωθεί για τη διοργάνωση των Δελφικών Γιορτών. Για να μπορέσει να φιλοξενήσει όλους όσους ήθελε πήρε δάνεια και επειδή δεν μπόρεσε να τα αποπληρώσει έχασε το σπίτι. Δεν υπάρχει τίποτε πλέον στην Ελλάδα που να ανήκει στην οικογένεια Σικελιανού.
Ο πατέρας σας και εγγονός τους έζησε άστεγος τα τελευταία τρία χρόνια της ζωής του. Το γνωρίζατε;
Ναι, το ήξερα.
Πώς το αντιμετωπίσατε;
Αχ! Ήταν πάντα… Υπήρχαν περίοδοι κατά τις οποίες ήταν πολύ σταθερός, όμως πάντοτε ήταν στα άκρα. Είχε διαγνωστεί ως διπολικός και, όπως γνωρίζουμε, συχνά τα άτομα με ψυχικές ασθένειες προτιμούν να αυτοθεραπεύονται με ναρκωτικά, καθώς αρνούνται να λάβουν οποιαδήποτε επαγγελματική βοήθεια. Με ζόριζε πολύ το ότι ήταν άστεγος, διότι ήξερα ότι κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν θα ζούσε πολύ. Κάθε μέρα λοιπόν περίμενα να χτυπήσει το τηλέφωνο για να μου ανακοινώσουν τον θάνατό του. Φυσικά, παρότι το περίμενα, ήταν απίστευτο σοκ όταν το έμαθα.
Πότε σκεφτήκατε να γράψετε βιβλίο για τη γιαγιά σας από την πλευρά της μητέρας σας Ελένη Παπαμάρκου;
Μάλλον το είχα πάντοτε κατά νου. Το βιβλίο προέκυψε μετά το «Βιβλίο του Τζον» (εκδ. Πατάκη, μτφρ. Κ. Σχινά) που έγραψα για τον πατέρα μου και κατά κάποιον τρόπο ανταποκρίνεται στην ανάγκη μου να αφηγηθώ τις ιστορίες της οικογένειάς μου, γιατί δεν ταιριάζουν με καμία από όσες άκουγα γύρω μου. Όταν ήμουν παιδί κανένας από τους συμμαθητές μου δεν είχε να αφηγηθεί κάτι αντίστοιχο. Πιστεύω πως μου γεννήθηκε η ανάγκη να τις πω για να επεξεργαστώ εν μέρει το τραύμα. Πιθανότατα πάντως κάποια από τα πρώτα μου ποιήματα είχαν σημείο εκκίνησης τη γιαγιά μου, όπως και τον πατέρα μου. Έγραφα πολύ για εκείνον προτού προκύψουν αυτά τα βιβλία.
Πώς σας φάνηκε αρχικά η ιδέα μιας παράστασης για τη γιαγιά σας, που ήταν χορεύτρια του μπουρλέσκ;
Όταν μου το πρότειναν δέχτηκα και έδωσα απόλυτη ελευθερία να κάνουν αυτό που ήθελαν. Είχαμε πολλές συζητήσεις, μιλήσαμε και μέσω zoom με τη μητέρα μου, την κόρη της «Λεοπάρδαλης». Το μόνο πράγμα που με ανησυχούσε ήταν να μη βγει το αποτέλεσμα πολύ μελοδραματικό. Όταν αντίκρισα τις πρώτες φωτογραφίες δάκρυσα από συγκίνηση. Ήταν πολύ περίεργο να βλέπω όσα είχα στο μυαλό μου να γίνονται κινήσεις από αληθινά σώματα.
Ποιο είναι το τελευταίο πράγμα που θυμάστε από εκείνη;
Πέθανε όταν ήμουν δεκαπέντε χρόνων και στα τελευταία της η μητέρα μου την είχε φέρει να μείνει μαζί μας. Ζούσαμε σε ένα μικρό διαμέρισμα κι εκείνη βρισκόταν στο σαλόνι, μονίμως ξαπλωμένη σε ένα νοσοκομειακό κρεβάτι και συνδεδεμένη με μια μπουκάλα οξυγόνου. Κάθε φορά που ήθελα να φύγω από το σπίτι έπρεπε να περάσω σχεδόν από πάνω της. Από όσα γράφω στο βιβλίο θα έχετε καταλάβει ότι επρόκειτο για πολύ άγριο άτομο. Εύκολα μπορούσε να γίνει τρομακτική και βίαιη. Όμως τους τελευταίους μήνες της ζωής της μετά το σχολείο καθόμουν στο κρεβάτι μαζί της και μιλούσαμε. Από τα τελευταία πράγματα που μου είπε είναι πόσο ήθελε να πάει στη Γρενάδα της Καραϊβικής. Μιλάμε για μια γυναίκα που ποτέ δεν έφυγε από τις ΗΠΑ, που δεν κατάφερε καν να έρθει στην Ελλάδα.
Είχατε πει σε παλιότερες συνεντεύξεις σας ότι πολλές χορεύτριες του μπουρλέσκ πέρασαν τα τελευταία χρόνια της ζωής τους στην έρημο. Γιατί;
Δεν είμαι απόλυτα σίγουρη. Στην περίπτωση των γυναικών που εργάστηκαν στο Λας Βέγκας ίσως έχει να κάνει με το ότι και η ίδια η πόλη είναι χτισμένη στην έρημο, οπότε μάλλον τις εξυπηρετούσε το να ζουν εκεί. Η έρημος Μοχάβε όμως, στην οποία ζούσε η γιαγιά μου, ήταν αρκετά μακριά. Πιστεύω πάντως πως υπάρχει κάτι ακραίο στην έρημο, κάτι που επιτρέπει στους ανθρώπους να μείνουν μακριά από τις κοινωνικές νόρμες και να βιώσουν ένα είδος ελευθερίας.
Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, η γιαγιά σας ένιωθε γενικότερα φοβερή πίεση από τους κανόνες.
Ναι, ισχύει.
Ωστόσο παντρεύτηκε πέντε φορές. Πώς εξηγείται αυτό;
Κατά κάποιον τρόπο η ανάγκη της κάθε φορά να παντρευτεί συνδέεται με αυτό που λέγαμε πριν για την επιθυμία της να πάει στη Γρενάδα. Ήλπιζε πως σε κάποιο άλλο μέρος, κάποιο άλλο μέλλον μπορούσε να είναι καλύτερο από το παρόν της. Καθένας από τους πέντε συζύγους της πιθανόν να της ενέπνευσε διαφορετικές ελπίδες. Υπήρχαν στιγμές στη ζωή της που πίστευε ότι θα έβρισκε την ευτυχία και την πνευματική πλήρωση μέσα από πιο παραδοσιακούς γυναικείους ρόλους. Αν και ο γάμος της με τον μαύρο πάστορα δεν ήταν ακριβώς αυτό που λέμε παραδοσιακός. Ειδικά τη δεκαετία του 1960 που οι διαφυλετικοί γάμοι σε ορισμένες πολιτείες ήταν παράνομοι.
Σύντομα πάντως βαριόταν τον ρόλο της παραδοσιακής συζύγου και μητέρας και επέστρεφε ξανά στα σόου.
Αυτό ακριβώς είναι το θέμα που με απασχολεί στο βιβλίο. Η «ήμερη» οικιακή ζωή που ερχόταν κόντρα στην «αγριότητα» της ελευθερίας της. Βίωσε πολύ την αντίθεση άσπρο – μαύρο. Ηταν πολύ περιορισμένες οι επιλογές της.
Είχατε την ανάγκη να ζήσετε πιο ήρεμη ζωή έπειτα από όλα αυτά;
Είχα σίγουρα την ανάγκη μιας πολύ σταθερής ζωής. Πάντα ήμουν περιπετειώδης αλλά εντός ζώνης ασφαλείας. Στα είκοσί μου, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, είχα γυρίσει την Αφρική. Παρ’ όλα αυτά, πάντα είχα ανάγκη την ασφάλεια της ψυχής, του πνεύματος αλλά και του σώματος. Βιώνοντας όλο αυτό το χάος μού έγινε πολύ νωρίς ξεκάθαρο πώς ήθελα να είναι η ζωή και οι σχέσεις μου. Και μου ήταν επίσης ξεκάθαρο πώς έβλεπα το σώμα μου.
Η γιαγιά σας είχε επίγνωση πόσο μοναδικής ομορφιάς ήταν;
Όχι, δεν το ένιωσε ποτέ αυτό. Όσο τη θυμάμαι δεν ένιωθε ποτέ όμορφη. Το ίδιο και η μαμά μου. Βεβαίως αυτή είναι η κοινωνία στην οποία ζούμε οι γυναίκες. Πάντα νιώθουμε πως δεν είμαστε αρκετά τέλειες, όμορφες ή αρκετά νέες. Η γιαγιά μου έζησε κάτω από την πίεση του αντρικού βλέμματος.
Πώς ήταν η σχέση της μητέρας σας με τη μητέρα της;
Πολύ δύσκολη. Και οι τρεις κόρες της υπέστησαν μεγάλη ψυχική βλάβη από όσα έζησαν. Βίωσαν έντονη βία, καταρχάς σε λεκτικό επίπεδο αλλά και μέσα από την εγκατάλειψή τους για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε ορφανοτροφεία, στα οποία έπεφταν θύματα κακοποίησης.
Έρχεστε συχνά στην Ελλάδα;
Όσο μπορώ. Τον τελευταίο καιρό κυρίως λόγω των βιβλίων έρχομαι περίπου μία φορά τον χρόνο. Μακάρι να μπορούσα περισσότερο.
Διδάσκετε ποίηση και δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο Brown. Πώς είναι αυτή η εμπειρία;
Αγαπώ τους φοιτητές μου, είναι καταπληκτικοί. Ωστόσο δεν αγαπώ το ίδρυμα.
Γιατί;
Είναι μεγάλη ιστορία. Ας πούμε απλώς πως είμαι παιδί της οικογένειάς μου.
ΙΝFO
Το βιβλίο «Εσύ, η ζωώδης μηχανή» (εκδ. Πατάκη, μτφρ. Κατερίνα Σχινά)
ενέπνευσε την ομώνυμη παράσταση σε σκηνοθεσία και δραματουργική
επεξεργασία της Τώνιας Ράλλη που ανεβαίνει στο Rabbithole. Παίζουν
αλφαβητικά: Μ. Αλεξιάδη, Ν. Μαργαρίτη, Ελ. Μεγγρέλη, Κ. Σκανδάλη, Χρ.
Φύτιζα, Athena Wasborn
******************
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
Η Ελένη Σικελιανός διαβάζει ένα απόσπασμα από το νέο της βιβλίο «Εσύ, η ζωώδης μηχανή. Η Χρυσή Ελληνίδα»
Λίγα λόγια για το βιβλίο: H ιστορία της Χρυσής Ελληνίδας, της Ελένης Παπαμάρκου, που παντρεύτηκε πέντε φορές, έκανε τρία παιδιά, ήταν χορεύτρια μπουρλέσκ με το ψευδώνυμο Μελένα, το Κορίτσι Λεοπάρδαλη, αλλά και «η πιο σκληροτράχηλη γυναίκα που έφαγε σίδερο και μάσησε ατσάλι επί προσώπου γης». Αντλώντας από την ιστορία και τη μνήμη, η Σικελιανός γράφει για τη γιαγιά της, έναν κρίκο μιας ευρύτερης οικογενειακής αλυσίδας, που περικλείει μορφινομανείς και ηρωινομανείς, πρόσφυγες, ρεμπέτες, αριστοκράτες από το Ιόνιο, μια από τις πλουσιότερες οικογένειες των Ηνωμένων Πολιτειών που εξάντλησε την περιουσία της επιχειρώντας να αναβιώσει το αρχαιοελληνικό θέατρο, Εβραίους από τη Λιθουανία, μουσικούς, γκαρσόνες, έναν ζωγράφο, αρκετούς ποιητές (έναν υποψήφιο για Νόμπελ), διακινητές οπίου και έναν νάνο (τον έναν από τους πέντε συζύγους της Ελένης). Μετεωριζόμενη ανάμεσα στο πραγματικό και στο φανταστικό, συνδυάζοντας το χρονικό με την ποίηση, το ντοκουμέντο και το δοκίμιο με τη μυθοπλαστική επινόηση, η Σικελιανός θέτει με αριστοτεχνικό τρόπο το ζήτημα της ταυτότητας όπως αναδύεται μέσα από την εμπειρία μιας γυναίκας ελληνικής καταγωγής, δεύτερης γενιάς μετανάστριας στην Αμερική. Βρείτε το βιβλίο εδώ: hhtps://www.patakis.gr/bkm/05761
***********************
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου