«Εκ των ημετέρων, εις Γερμανός στρατιώτης βαρέως τραυματίας»
συνταγματάρχης Πεζικού Χρήστος Γερακίνης
«Οι δωσίλογοι» του Μενέλαου Χαραλαμπίδη – Ένοπλη, πολιτική και οικονομική συνεργασία στα χρόνια της Κατοχής (κριτική)
Για τη μελέτη «Οι δωσίλογοι - Ένοπλη, πολιτική και οικονομική συνεργασία στα χρόνια της Κατοχής» του Μενέλαου Χαραλαμπίδη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Κεντρική εικόνα: Ο τρίτος κατοχικός πρωθυπουργός, Ιωάννης Ράλλης (κέντρο), περιστοιχισμένος από τον διοικητή των Ταγμάτων Ασφαλείας Βασίλειο Δερτιλή και τον αξιωματικό των Ναζί Καρλ Φίσερ.
Γράφει ο Γιώργος Σιακαντάρης
Πριν τη Μεταπολίτευση το επίσημο ελληνικό κράτος αποσιωπούσε την ύπαρξη του δωσιλογισμού και των δωσίλογων. Μετά την πτώση της χούντας και κυρίως μετά την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, το 1982, η δράση των «γερμανοτσολιάδων» μπήκε σαν ξεχωριστό κομμάτι στο παζλ της Δημόσιας Ιστορίας. Μια σειρά μελετών, στηριγμένων σε Αρχεία και σε απομνημονεύματα δρώντων την περίοδο αυτή ανθρώπων, ανέδειξαν την είσοδο του δωσιλογισμού στην ελληνική κοινωνία όχι το 1943, αλλά αμέσως με την κατάχτηση της χώρας από τα ναζιστικά στρατεύματα. Με την είσοδο όμως στον 21ο αιώνα σε τμήμα της ελληνικής ιστοριογραφίας, την αποκαλούμενη και «αναθεωρητική», άρχισε να πνέει ένας διαφορετικός άνεμος. Σύμφωνα με αυτήν ο δωσιλογισμός ξεκίνησε το 1943 με την ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας και ήταν απάντηση στο φόβο από την ενδυνάμωση του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Δηλαδή. τι μας λέει αυτή η ιστοριογραφία; Αν δεν υπήρχε το ΚΚΕ, δεν θα υπήρχε ο δωσιλογισμός; Και τότε πως προέκυψαν οι κατοχικές κυβερνήσεις πριν από την εμφάνιση του ΕΑΜ;
Κύρια πηγή πληροφόρησης όμως του συγγραφέα είναι οι μεταπολεμικές δικογραφίες των λίγων δωσίλογων που κατηγορήθηκαν γι’ αυτή τη συνεργασία και τα πρακτικά των ακόμη λιγότερων δικών που έγιναν. Σ’ αυτές ο δωσιλογισμός «δικαιολογήθηκε» επικαλούμενος την κομμουνιστική απειλή.
Ευτυχώς υπάρχουν ιστορικοί όπως ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης. Αυτός κάνοντας δουλειά επίμονου μυρμηγκιού τρύπωσε στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, σε προσωπικές συλλογές, σε κρατικά και υπουργικά αρχεία, στα ΑΣΚΙ, στις προσωπικές μαρτυρίες, στα ληξιαρχεία δήμων και κοινοτήτων, στα αρχεία του Ελληνικού Ερυθρού Στρατού, με μόνο σκοτεινό σημείο την απαγόρευση πρόσβασης στο Αρχείο του Υπουργείου Εσωτερικών, και ανέσυρε στην επιφάνεια μια σειρά στοιχείων που αποδεικνύουν πως ο δωσιλογισμός έκανε την εμφάνισή του από την πρώτη μέρα της κατοχής της Αθήνας και της χώρας και συνεχίστηκε μέχρι την αποχώρηση των Γερμανών.
Κύρια πηγή πληροφόρησης όμως του συγγραφέα είναι οι μεταπολεμικές δικογραφίες των λίγων δωσίλογων που κατηγορήθηκαν γι’ αυτή τη συνεργασία και τα πρακτικά των ακόμη λιγότερων δικών που έγιναν. Σ’ αυτές ο δωσιλογισμός «δικαιολογήθηκε» επικαλούμενος την κομμουνιστική απειλή. Μάρτυρες υπεράσπισης των δωσίλογων έγιναν άλλοι δωσίλογοι. Όποιοι εξ αυτών είχαν την ατυχία να καταδικαστούν το 1945, πριν από τον Εμφύλιο, σε σχετικά μεγάλες ποινές, είτε πήραν χάρη μετά το 1949 είτε οι ποινές τους μειώθηκαν κατά πολύ και σύντομα αποφυλακίστηκαν. Ο συγγραφέας μιλά για «αθωοδικεία» και όχι για δικαστήρια. Αυτές οι δίκες έχουν επίσης υπέροχα καταγραφεί και από τον Δημήτρη Κουσουρή στο «Οι δίκες των δωσίλογων» (εκδ. Πόλις, 2014). Σε αντίθεση με τις ποινές χάδι των δωσίλογων, τα μετεμφυλιακά δικαστήρια και οι κυβερνήσεις μοίρασαν σ’ όλους όσοι αντιστάθηκαν στους κατακτητές ποινές θανάτου, εξορίας και ατίμωσης. Επιφύλαξαν εξοντωτικές ποινές σ’ όλους όσοι τόλμησαν να υποπέσουν στο «έγκλημα» να αντισταθούν στον κατακτητή μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ. Και ενώ ο Χαραλαμπίδης παρακολουθεί το πώς το μετεμφυλιακό κράτος αθώωνε σωρηδόν τους δωσίλογους, ο Πολυμέρης Βόγλης στο έργο του «Αδύνατη Επανάσταση» (Αλεξάνδρεια 2014) αποκαλύπτει πώς αυτό το ίδιο κράτος και τα δικαστήριά του κράτησαν όλη τους τη σκληρότητα για τους μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ αντιστασιακούς.
Για να επιστρέψω στη μελέτη του Χαραλαμπίδη, με τίτλο Οι δωσίλογοι - Ένοπλη, πολιτική και οικονομική συνεργασία στα χρόνια της Κατοχής (εκδ. Αλεξάνδρεια), αυτή, αν και εστιάζει στη περίπτωση του αθηναϊκού δωσιλογισμού, δίνει και μια εικόνα του σ’ ολόκληρη τη χώρα.
Δωσίλογοι από την πρώτη μέρα
Χαλώντας την ιδανική εικόνα ορισμένων για τον δωσιλογισμό που αναγκάστηκε «ο έρμος» να φτάσει εκεί μόνο εξαιτίας του ΕΑΜ, ο πολύ καλός ιστορικός και μελετητής της Δημόσιας Ιστορίας αυτής της περιόδου, ο συγγραφέας Μενέλαος Χαραλαμπίδης, θεωρεί πως υπήρξε ελληνική Κατοχή από την πρώτη στιγμή που οι Γερμανοί κατέλαβαν την Αθήνα και τη χώρα. «Το επίσημο αφήγημα, το οποίο κάνει λόγο για μικρή μειοψηφία Ελλήνων που συνεργάστηκαν με τον κατακτητή, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα» (σ. 16) Αμέσως οι Γερμανοί προώθησαν τη συγκρότηση κυβέρνησης Ελλήνων δωσίλογων. Στις 30 Απριλίου 1941 οι πρώτοι που έστερξαν ήταν οι Έλληνες στρατηγοί. Αυτοί υπό τον αντιστράτηγο Γεώργιο Τσολάκογλου, ο οποίος είχε υπογράψει τη Συνθηκολόγηση, σχημάτισαν την πρώτη ελληνική κυβέρνηση. Η κυβέρνησή του αντικαταστάθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1942 από αυτήν του καθηγητή της Ιατρικής Σχολής των Αθηνών Κωνσταντίνου Λογοθετόπουλου (κυβέρνηση «τεχνοκρατών») και αυτή με τη σειρά της από μια κυβέρνηση πολιτικών υπό τον Ιωάννη Ράλλη, η οποία κράτησε από τις 7 Απριλίου 1943 έως την αποχώρηση των Γερμανών (12-10-1944).
Και οι τρεις κατοχικές κυβερνήσεις, περισσότερο αυτή του Ράλλη, όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά γιατί τότε η Αντίσταση είχε φουντώσει, χρησιμοποίησαν τη δήθεν απειλή του «εσωτερικού εχθρού» για να πείσουν πως η συνεργασία με τον κατακτητή ήταν «ωραία και πατριωτική πράξη».
Αλλά δεν ήταν μόνο οι κυβερνήσεις, ήταν και ο κρατικός και ο διορισμένος τοπικό-αυτοδιοικητικός μηχανισμός, ιδίως τα Σώματα Ασφαλείας με επικεφαλής τη Χωροφυλακή που πρόσφεραν οικειοθελώς οι περισσότεροι και αναγκαστικά οι λιγότεροι υπηρεσίες στον κατακτητή. Οι ελληνικές κατοχικές κυβερνήσεις εφάρμοσαν περισσότερα απ’ όσα οι Γερμανοί και οι Ιταλοί ζητούσαν απ’ αυτές. Και οι τρεις κυβερνήσεις συνεργασίας έκαναν ό,τι θα ήθελαν να γίνει οι κατακτητές, χωρίς να το κάνουν οι ίδιοι. Αυτές με τη σειρά τους αναζήτησαν την ηθική νομιμοποίηση των πράξεων τους με το επιχείρημα πως έτσι απέτρεψαν η χώρα να διοικηθεί από τους ξένους κατακτητές. Η πρώτη μάλιστα κυβέρνηση για να πείσει πως ήταν αυτόνομη, συνέλαβε ακόμη και παράγοντες της προηγούμενης μεταξικής δικτατορικής κυβέρνησης. Χάρη τους χρώσταγε η πατρίδα (sic). Άλλο που έτσι «αθώωναν» τους ναζί κατακτητές. Προεξάρχοντα ρόλο στην «τήρηση της τάξης», η οποία υποτίθεται ήταν το μείζον καθήκον αυτών των κυβερνήσεων, έπαιξαν τα Σώματα Ασφαλείας και κυρίως οι υπηρεσίες της Χωροφυλακής. Σημαντικό όμως στοιχείο του έργου του Χαραλαμπίδη είναι και η ανάδειξη των εξαιρέσεων, όπως ήταν ο αυτόνομος ρόλος τής, υπό τον Άγγελο Έβερτ, Αστυνομίας Πόλεων. Αυτή δεν συμμετείχε στις διώξεις Ελλήνων και περιορίστηκε στην πάταξη του εγκλήματος. Και οι τρεις κατοχικές κυβερνήσεις, περισσότερο αυτή του Ράλλη, όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά γιατί τότε η Αντίσταση είχε φουντώσει, χρησιμοποίησαν τη δήθεν απειλή του «εσωτερικού εχθρού» για να πείσουν πως η συνεργασία με τον κατακτητή ήταν «ωραία και πατριωτική πράξη».
Η κυβέρνηση Τσολάκογλου κατέπεσε λόγω της αδυναμίας να διαχειριστεί το τεράστιο πρόβλημα του επισιτισμού με τους 250.000 νεκρούς. Αντικαταστάθηκε από αυτήν του «τεχνοκράτη» Λογοθετόπουλου της οποίας το κύριο καθήκον ήταν η επιστράτευση Ελλήνων εργατών για ν’ αποσταλούν στη Γερμανία. Στις 2 Δεκεμβρίου 1942 η νέα κυβέρνηση Λογοθετόπουλου ανέλαβε να υλοποιήσει το «εθνικό καθήκον» της επιστράτευσης Ελλήνων για τα εργοστάσια της Γερμανίας. Στις 24 Φεβρουαρίου 1943, χιλιάδες διαδηλωτές κύκλωσαν το κτήριο των Παλαιών Ανακτόρων (γραφείο του Λογοθετόπουλου) για ν’ αποτρέψουν τη σχεδιαζόμενη επιστράτευση. Έλληνες χωροφύλακες πυροβόλησαν Έλληνες διαδηλωτές. Η φονική δράση των Σωμάτων Ασφαλείας συνεχίστηκε με ακόμη περισσότερα θύματα στις 5 Μαρτίου 1943. Πάντως αυτή η αντίδραση των Ελλήνων πατριωτών ανάγκασε ακόμη και τους κατακτητές να υποχωρήσουν στο αίτημα επιστράτευσης.
Αυτό όμως σηματοδότησε και το τέλος αυτής της κυβέρνησης και της αντικατάστασής της απ’ αυτήν του Ιωάννη Ράλλη στις 7 Απριλίου 1943. Αυτός ήταν ο πρώτος πολιτικός που συνεργάστηκε φανερά με τους Γερμανούς και ο ιδρυτής των Ευζωνικών Ταγμάτων Ασφαλείας, τα οποία δήθεν θα προσπαθούσαν να σώζουν τη χώρα από τον κομμουνισμό, αλλά στην ουσία επιχείρησαν να σώσουν τους Γερμανούς από την αντίσταση της χώρας.
Ο Ιωάννης Ράλλης, πρωθυπουργός το διάστημα 7 Απριλίου 1943 με 12 Οκτωβρίου 1944, χαιρετά αξιωματικούς των Ταγμάτων Ασφαλείας. |
Σημαντικό στοιχείο της μελέτης, το οποίο δεν πρέπει να υποτιμηθεί, είναι πως σε πείσμα εκείνων των μονογραφιών αλλά και μυθιστορημάτων που υποστηρίζουν πως το ΕΑΜ πολέμησε λίγο και μόνο με τα Τάγματα Ασφαλείας, είναι η, μέσω των αρχείων που μελέτησε ο συγγραφέας, πληροφορία πως στις περισσότερες μάχες με αυτά συμμετείχαν και Γερμανοί. Το μίσος αυτών των Ταγμάτων δεν στρεφόταν γενικά και αόριστα κατά του ΕΑΜ, αλλά κατά Ελλήνων που αντιστέκονταν στους Γερμανούς μέσα από τις γραμμές του. Τα Συντάγματα των Ευζωνικών Ταγμάτων Ασφαλείας δεν τα γέννησε μόνο ο φόβος για τους κομμουνιστές, αν και υπήρχε κι αυτή η παράμετρος. Ο κύριος σκοπός τους ήταν η στήριξη των κατοχικών δυνάμεων. Ο πραγματικός λόγος για τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας Αθηνών δεν ήταν η «κόκκινη βία», αλλά η συνεργασία μεγάλου τμήματος του κράτους με τους κατακτητές. Κι δεν φτάνει αυτό, από μια στιγμή και ύστερα άρχισε το «ξέπλυμα» των κατακτητών και αυτοί από εχθροί του έθνους «αναδεικνύονταν ως οι μοναδικοί προασπιστές του ευρωπαϊκού πολιτισμού απέναντι στην ασιατική εισβολή του μπολσεβικισμού» (σ. 85).
Η οικονομική συνεργασία
Η συνεργασία με τους κατακτητές από την πρώτη μέρα δεν ήταν μόνο πολιτική. Ήταν και «οι δουλειές με τον εχθρό», αυτών που άνοιξαν μπίζνες με αυτόν. Αυτός ο εχθρός δεν ήταν καθόλου εχθρικός προς αυτούς. Το αντίθετο. Φίλος ήταν και μάλιστα αρκετά προσοδοφόρος.[.................................................................................................]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου