1.Λογοτεχνία και Γαστρονομία
Γαστριμαργικές απολαύσεις και μαγειρέματα στην παγκόσμια λογοτεχνία
Χάρης Περτέσης
Πηγή: tempo.gr
Η σχέση της λογοτεχνίας με τη γαστρονομία είναι διαχρονική, αφού η πρώτη φιλοξενούσε ανέκαθεν στις σελίδες της γευστικά στοιχεία, τα οποία είτε υπηρετούσαν την αφήγηση, είτε συνέβαλαν στην εξέλιξη της ιστορίας. Τα βιβλία περιέχουν ουκ ολίγες αναφορές στο φαγητό και σε ανθρώπινες ανησυχίες που σχετίζονται με την απόλαυση της τροφής, την αγωνία για την εξασφάλισή της, ή τον πόνο εξαιτίας της έλλειψής της. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι το φαγητό αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του ανθρώπου, τα λογοτεχνικά κείμενα εμπεριέχουν πληροφορίες για τον πολιτισμό και την ιστορία ολόκληρων λαών.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Θα ξεκινήσουμε με τη διαπίστωση ότι λογοτεχνία και γαστρονομία αποτελούν αμφότερες τροφή. Διότι όταν μιλάμε για φαγητό, έχουμε να κάνουμε με τροφή για το σώμα, ενώ η λογοτεχνία αποτελεί τροφή για το πνεύμα. Κι επειδή ο προορισμός των δύο είναι τόσο διαφορετικός, γεννάται εύλογα το ερώτημα του πώς μπορεί η μία να αποτελεί επιρροή και πηγή έμπνευσης για την άλλη. Μήπως η μαγειρική και η υψηλή κουζίνα είναι κατά κάποιον τρόπο τέχνες; Αν και μοιάζει ίσως παρακινδυνευμένο, θα μπορούσε κάποιος να το υποστηρίξει, αφού τόσο η λογοτεχνία, όσο και η γαστρονομία εμπεριέχουν στοιχεία όπως είναι οι ιδέες, η φαντασία και η δημιουργική επεξεργασία.
Ωστόσο, η εμπλοκή της γεύσης στη λογοτεχνία και την τέχνη γενικότερα έχει να κάνει με το γεγονός ότι το φαγητό αποτελεί μια διεργασία που λαμβάνει χώρα από το ξεκίνημα της ανθρώπινης ζωής, με αποτέλεσμα να συνδέεται με τις μνήμες μας, ακόμα κι όταν μιλάμε για τα μακρινά παιδικά χρόνια μας. Τα γεύματα είναι «μαγνήτες» που συγκεντρώνουν τους ανθρώπους γύρω από το τραπέζι και με δεδομένο ότι αποτελούν κοινωνικές δραστηριότητες, συνοδεύονται από ανταλλαγή απόψεων και συναισθημάτων, προσφέροντας δημιουργικά λογοτεχνικά ερεθίσματα στους συγγραφείς.
Κοινωνική δραστηριότητα είναι όμως τα γεύματα και για τους χαρακτήρες των λογοτεχνικών έργων, οι οποίοι έρχονται κοντά μεταξύ τους, κουβεντιάζουν και αλληλοεπιδρούν. Τέτοιες περιστάσεις αξιοποιούνται συχνά από τους συγγραφείς για να παρουσιαστούν διάφορα χαρακτηριστικά ή και η συναισθηματική κατάσταση των ηρώων, όπως, για παράδειγμα, η νευρικότητά τους. Για τους λογοτέχνες, η τροφή και η κατανάλωσή της λειτουργούν ως ισχυροί και πολύπλευροι συμβολισμοί. Το φαγητό δεν είναι απαραίτητα κάτι που απλώς καταναλώνεται λόγω βιολογικής ανάγκης, αλλά συχνά αποτελεί μέσο για να αναδειχθεί κάτι άλλο, αντανακλώντας πλούτο ή φτώχεια, πολιτισμικές διαφορές, το αίσθημα του ανήκειν, το στάτους και την ταυτότητα, το φύλο, κλπ. Όταν οι συγγραφείς αναφέρονται στο φαγητό, τις περισσότερες φορές θέλουν να πουν κάτι σημαντικό που σχετίζεται με την αφήγηση, την πλοκή ή κάτι παρόμοιο.
Συγγραφείς σαν τον Προυστ, λοιπόν, δεν ενδιαφέρονται για την απόλαυση του φαγητού, αλλά το χρησιμοποιούν για να δημιουργήσουν ατμόσφαιρα, να χρωματίσουν με μια νότα ρεαλισμού τη διήγησή τους και ακόμα περισσότερο προκειμένου να δώσουν στους αναγνώστες πληροφορίες για το ποιοι είναι οι ήρωες της ιστορίας τους. Επί παραδείγματι, το γεγονός ότι οι ήρωες του Σάλιντζερ μπορεί να τρώνε σαλιγκάρια και σάντουιτς με ελβετικά τυριά έχει σημασία επειδή είναι στοιχείο που συντελεί στη σύνθεση των προφίλ τους.
Δεν είναι όμως πάντα η παρουσία της τροφής που εμπνέει, αλλά και το αντίθετο. Η απουσία της και η πείνα είναι κάτι σύνηθες στα λογοτεχνικά βιβλία, όπως στο περίφημο μυθιστόρημα «Οι Άθλιοι» του Βίκτωρος Ουγκώ, όπου ο πάμφτωχος Γιάννης Αγιάννης καταλήγει στη φυλακή επειδή έκλεψε ένα καρβέλι ψωμί για να φάει, ή επίσης σε μυθιστορήματα του Ντίκενς και του Ζολά, στα οποία απεικονίζονται με γλαφυρό τρόπο η πείνα και η έλλειψη τροφής. Εξάλλου, το φαγητό χρησιμοποιείται συχνά ως μέσο κοινωνικής κριτικής, για να αναδείξει τη φτώχεια των κατώτερων στρωμάτων ή τις συνήθειες, τα ταμπού και τις παραξενιές των ανώτερων τάξεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Τσέχωφ το χρησιμοποιεί στα μυθιστορήματά του για να τονίσει τη σκληρότητα της αριστοκρατίας.
Τρόποι απεικόνισης του φαγητού στα βιβλία
Οι χαρακτήρες των μυθιστορημάτων σπάνια χρειάζονται τροφή για να επιβιώσουν, παρατήρησε ο Άγγλος μυθιστοριογράφος Έντουαρντ Μόργκαν Φόρστερ. Πάντα πεινούν αλλά δεν φτάνει η ώρα να γευματίσουν, λέει. Και έχει εν μέρει δίκιο, αφού μερικοί συγγραφείς δεν παρουσιάζουν ποτέ τους χαρακτήρες τους να τρώνε, είτε σε ιδιωτικό, είτε σε δημόσιο χώρο. Ωστόσο, υπάρχουν διάφοροι τύποι ως προς την παρουσίαση του φαγητού. Κάποιοι λογοτέχνες το χρησιμοποιούν ως δευτερεύον στοιχείο που απλώς υπηρετεί την ιστορία και άλλοι του δίνουν ελαφρώς σημαντικότερη θέση ή και καθοριστική σημασία.
Ακόμα κι όταν όμως γίνονται αναφορές σε γεύματα, συχνά οι ήρωες αδιαφορούν για τα φαγητά που τους σερβίρονται ή δεν μπαίνουν καν στον κόπο να τα δοκιμάσουν. Είναι ουκ ολίγοι οι συγγραφείς που δεν αναφέρουν καν τι τρώνε οι ήρωες, διαπιστώνει από την πλευρά του ο Γάλλος θεωρητικός και κριτικός της λογοτεχνίας Ρολάν Μπαρτ. Τέτοιες περιπτώσεις αποτελούν ο Σταντάλ, ο Λακλό και η Τζέιν Όστιν. Είναι πραγματικά απίθανο να διαβάσει κανείς ότι τρώει οποιοσδήποτε σε μυθιστόρημα της Αγγλίδας συγγραφέως. Μπορεί τα πρωινά και βραδινά γεύματα να είναι άφθονα στις ιστορίες της, να έχουν τη σημασία τους, αλλά δεν περιγράφει ποτέ ότι η Τζέιν, η Έμμα ή άλλος χαρακτήρας τρώνε κάτι συγκεκριμένο, ενώ και γενικά οι αναφορές της σε φαγητά είναι σχετικά σπάνιες.
Στον αντίποδα, οι Ζολά, Προυστ, Χένρι Τζέιμς, Σάλιντζερ, Φλωμπέρ, Ραμπελαί και Δουμάς, εντάσσονται στην κατηγορία εκείνων που παρέχουν στους αναγνώστες τους σχετική πληροφόρηση περί των εδεσμάτων που βρίσκονται στο τραπέζι. Οι τρεις τελευταίοι αρέσκονται να εμφανίζουν συνεχώς τους ήρωες των ιστοριών τους κατά τη διάρκεια του μεσημεριανού γεύματος, του δείπνου, του πρωινού ή του επιδορπίου. Τα ίδια περίπου ισχύουν και για τον Θερβάντες, που παρουσιάζει τον Σάντσο Πάντσα να τρώει ξανά και ξανά κάθε λίγα κεφάλαια, ενώ και ο Χέμινγουεϊ προσφέρει πλούσιες περιγραφές των γευμάτων. Μάλιστα, σε περιπτώσεις όπως του Τζέιμς Τζόις, παρακολουθούμε τους χαρακτήρες να καταναλώνουν πολύ συγκεκριμένα εδέσματα, όπως χοιρινά φιλέτα, περιστέρια, καρύδια, κ.ά. Στην ίδια κατηγορία εντάσσεται επίσης και ο Ίαν Φλέμινγκ, συγγραφέας των μυθιστορημάτων του θρυλικού Τζέιμς Μποντ, ο οποίος πραγματοποιεί εκτενείς περιγραφές για όσα τρώνε ή όσα πρόκειται να φάνε οι χαρακτήρες των ιστοριών του, και πολλοί ακόμα. Ωστόσο, υπάρχει και μια άλλη κατηγορία με λογοτέχνες που όχι μόνο παρουσιάζουν με λεπτομέρειες τα γεύματα των ηρώων, αλλά και ολόκληρη τη διαδικασία παρασκευής τους, αναφέροντας εξαντλητικές λεπτομέρειες. Κάποιες φορές, μάλιστα, μπορεί να αναγράφονται ακόμα και ολόκληρες οι συνταγές στα βιβλία τους, πράγμα που έκανε ο Κερτ Βόνεγκατ.
Έχει παρατηρηθεί ότι αρκετά από τα κορυφαία μυθιστορήματα περιλαμβάνουν κάποιο γεύμα από την αρχή κιόλας του πρώτου κεφαλαίου ή του δευτέρου. Κάτι τέτοιο συμβαίνει στο βιβλίο «Μαντάμ Μποβαρύ» του Φλωμπέρ, καθώς διαβάζουμε μόλις στη δέκατη σελίδα για γεύμα με ψητό μοσχάρι και στη σελίδα είκοσι τέσσερα για παγωμένη κρέμα και αχλάδια. Πρόκειται βέβαια για μια πρόγευση πριν το μεγαλειώδες γαμήλιο γλέντι, όπου σερβίρονται ψητά χοιρινά, βρασμένα μοσχαρίσια εδέσματα και ρυζόγαλο «που τρέμει με το παραμικρό κούνημα του τραπεζιού», όπως με γλαφυρότητα περιγράφεται στο βιβλίο.
[......................................]
ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
Λογοτεχνία και Γαστρονομία
******************************
2. ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΜΕ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΤΟΝ... ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΟΥΖΙΝΑ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΤΑΪΚΟΣ: ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΕΣ ΜΑΓΕΙΡΙΚΕΣ
Ο έρωτας με όρους ευωχίας
Ο Ανδρέας Στάικος, με τις Επικίνδυνες μαγειρικές του, μέσα από τον κόσμο των γεύσεων μας παρασύρει σε μαιάνδρους από ερωτικές ίντριγκες, διαποτισμένες από την ελευθεριότητα και τη λεπτολογία του 18ου αι.
Μέσα σε δεκαεφτά γεύματα χτίζει μία σύγχρονη αθηναϊκή ιστορία, οικεία, ελαφριά, θεατρική, αστεία και παιγνιώδη που αφηγείται τα ερωτοπαίγνια της Νανάς με τους δύο εραστές της, τον Δημήτρη και τον Δαμοκλή.
Μέσα σε δεκαεφτά κεφάλαια μας καλεί να αντιμετωπίσουμε τη γαστρονομία όχι μόνον ως μία τέχνη και μία απόλαυση καθ εαυτές αλλά ως τον προθάλαμο, τον προϊδέαση ή τη μεταφορά άλλων αισθησιακών απολαύσεων.
Ανδρέας Στάικος
*************************
Κριτική για το βιβλίο από την Τιτίκα Δημητρούλια, ΤΟ ΒΗΜΑ, 19-04-1998
Ο Ανδρέας Στάικος, από το πρώτο του θεατρικό, τον Δαίδαλο (1971), ως
σήμερα, με το τελευταίο του μυθιστόρημα, Επικίνδυνες μαγειρικές,
αρέσκεται στη συναναστροφή αλλότριων κειμένων. Η συνομιλία αυτή όμως
αποβαίνει ιδιαιτέρως γόνιμη για τον ίδιο, μέσα από την τέχνη της
μεταμφίεσης, στην άσκηση της οποίας επιδίδεται με μεγάλη επιτυχία: ο Α.
Στάικος χρησιμοποιεί τα κείμενα με τα οποία τον συνδέουν εκλεκτικές
συγγένειες ως πρόφαση για να δημιουργήσει τον δικό του λόγο, επινοεί το
νέο αλλάζοντας προσωπείο στο παλαιό.
Οι Επικίνδυνες μαγειρικές, το πρώτο μυθιστόρημα και δεύτερο πεζογράφημα
του Α. Στάικου μετά την Αισχροτάτη Εριέττα (1979), παραπέμπουν
επιδεικτικά στο επιστολικό μυθιστόρημα Επικίνδυνες σχέσεις του Choderlos
de Laclos, το οποίο ο Α. Στάικος έχει μεταφέρει στα ελληνικά. Η
παιγνιώδης αλλαγή στον τίτλο, όπου οι μαγειρικές αντικαθιστούν τις
σχέσεις του Laclos, δεν αποτελεί καθόλου τυχαία επιλογή: η μαγειρική ως
τέχνη, εντασσόμενη στον κύκλο των γήινων ηδονών αφενός, και η μαγειρική
ως ίντριγκα, στη γλώσσα της μεταφοράς αφετέρου, συμπυκνώνουν τη
φιλοσοφία του κειμένου και ορίζουν την τονικότητά του. Η μαγειρική
λειτουργεί λοιπόν ως λυδία λίθος για την ερωτική αφοσίωση και ως μέτρο
για την ερωτική επιθυμία και το μυθιστόρημα διαβάζεται εξίσου ως
ανάλαφρη, ερωτική ιστορία αλλά και ως δείγμα σύγχρονης ελευθέριας γραφής
(υπό την έννοια του libertinage), όπου η θεατρικότητα επέχει θέση
κοσμοαντίληψης.
Το μυθιστόρημα αφηγείται τον πόλεμο του έρωτα ή μάλλον τον έρωτα ως
πόλεμο, σε μια διάσταση όμως καθόλου τραγική: δύο άντρες, ο Δημήτρης
Ισαυρίδης και ο Δαμοκλής Δήμου, συγκάτοικοι στην πολυκατοικία της οδού
Αβέρωφ 18, διατηρούν σχέσεις με την ίδια γυναίκα, τη Νανά, η οποία κατά
τα λεγόμενά της είναι παντρεμένη. Μέσα από διαβολικές, μαγειρικής
προελεύσεως, συμπτώσεις και σε κλίμα κωμωδίας παρεξηγήσεων, όπου
μαϊντανοί χορεύουν στο ταψί, τσόκαρα με μαύρη φουντίτσα καταφέρουν
μοιραία πλήγματα και ιριδίζοντα νύχια αποβαίνουν θανατηφόρα, ο ένας από
τους αντίζηλους αντιλαμβάνεται ότι είναι εξίσου απατημένος κερατάς, για
την ακρίβεια με τον υποτιθέμενο σύζυγο της ερωμένης του. Σε αυτό το
σημείο αρχίζει ο πόλεμος ή μάλλον, για να ακριβολογούμε, σε αυτό το
σημείο αρχίζει ο πόλεμος των τριών. Διότι η Νανά, το σκοτεινό
αντικείμενο του πόθου, της οποίας ακόμη και το όνομα έχει ποικίλες
συνδηλώσεις θηλυκότητας (nana=γυναίκα αλλά και Νανά=πόρνη στον Ζολά),
ήδη μάχεται αγώνα δίκαιο υπέρ ματαιοδοξίας και ηδονής. Οι δύο άντρες
μπαίνουν στη μάχη για τους ίδιους ακριβώς λόγους. Στα 17 κεφάλαια του
βιβλίου, μεταξύ των οποίων παρεμβάλλονται αναλυτικότατες συνταγές των
εδεσμάτων που γεύονται οι πρωταγωνιστές, ο αναγνώστης παρακολουθεί τη
ζήλια, την ταπείνωση και τις ίντριγκες των δύο εραστών για την
αποκλειστικότητα της κοινής τους ερωμένης, την τελική τους κουζινομαχία
και τη θριαμβευτική αποχώρηση της Νανάς από τη σκηνή.
Είναι προφανές ότι ο συγγραφέας δεν προτίθεται να αιχμαλωτίσει τον
αναγνώστη με την πρωτότυπη πλοκή ούτε με τους δουλεμένους χαρακτήρες του
μυθιστορήματός του. Η πλοκή είναι στοιχειώδης όπως και στα ελευθέρια
έργα ελασσόνων συγγραφέων του 18ου αιώνα, του Κρεμπιγιόν για
παράδειγμα, οι χαρακτήρες ανύπαρκτοι. Ανύπαρκτο επίσης είναι το
αίσθημα. Το προβάδισμα έχει η αίσθηση, η οποία αποτελεί την πρώτη ύλη
της καλοοργανωμένης ερωτικής ίντριγκας της Νανάς, μιας «αρχιτεκτονικής
του ψεύδους», όπως ο Malraux ορίζει την ίντριγκα γράφοντας για τις
Επικίνδυνες σχέσεις. Η ερωτική πλεκτάνη έχει άξονά της το ψεύδος πρώτα
και κύρια, εφόσον τα πάντα είναι εκ των προτέρων οργανωμένα και τα
πράγματα υποκαθίστανται από τις αντανακλάσεις τους, και τα ψεύδη
δευτερευόντως, τα επιμέρους ψέματα που στηρίζουν το οικοδόμημα.
Ο παιγμένος αυτός έρωτας, που περίτεχνα έχει στήσει η Νανά και εξίσου
περίτεχνα, με εξαιρετική λεπτολογία και ακρίβεια, μας περιγράφει ο
συγγραφέας, στηρίζεται εξ ολοκλήρου στην αίσθηση και στην εξ αυτής
παραγόμενη ηδονή: η Νανά καθισμένη στην πολυθρόνα, το περίλαμπρα
στρωμένο τραπέζι, τα διάφορα πιάτα αποτελούν χάρμα οφθαλμών, το βαρύ
γυναικείο άρωμα, ανακατεμένο με τις μυρωδιές της μαγειρικής, ικανοποιεί
την όσφρηση, τα εδέσματα υπηρετούν τη γεύση, οι θωπείες και η
προετοιμασία των εδεσμάτων την αφή, οι μουσικές και οι ψίθυροι την ακοή.
Ο έρωτας περιγράφεται με όρους ευωχίας και αποτελεί πανδαισία
αισθήσεων.
Η Νανά, σκηνοθέτις αλλά και πρωταγωνίστρια της παράστασης, παρεμβαίνει
όποτε χρειάζεται για να τονώσει τη ματαιοδοξία των εραστών,
ανασυντάσσεται όταν αιφνιδίως αλλάζουν οι παράμετροι της σχέσης, αλλάζει
πορεία, οργανώνει εξαρχής το παιχνίδι. Υποκρίνεται σε τέτοιο βαθμό που
χάνει την εικόνα του εαυτού της, υποδύεται τον ρόλο της με τόση ζέση που
ο ρόλος γίνεται η ζωή της. Πράγμα που δεν ισχύει για τους δύο άμαθους
αλλά και ανεπίδεκτους εραστές, οι οποίοι, φίλοι πλέον, μένουν στο
τέλος να πενθούν την αποχώρησή της διά βίου.
Ο παιγμένος όμως αυτός έρωτας, όπως η ίδια η ηρωίδα τον χαρακτηρίζει,
έρωτας θεατρικός, χρειαζόταν για να περιγραφεί ένα ανάλογα εξεζητημένο
σύστημα. Ο συγγραφέας στήνει λοιπόν το σκηνικό ενός παιγμένου ρεαλισμού,
στα πλαίσια του οποίου όσον αφορά τη Νανά γνωρίζουμε το χρώμα, την
απόχρωση για την ακρίβεια, ενός νυχιού της, την αγαπημένη της στάση
χαλάρωσης και κάποιες μαγειρικές της προτιμήσεις. Για τους δύο άντρες
διαθέτουμε περισσότερα στοιχεία, ονοματεπώνυμο, ακριβή διεύθυνση και,
τέλος, εκείνο που γνωρίζουμε με απόλυτη λεπτομέρεια είναι η παρασκευή
των εδεσμάτων μέσα από τις περίφημες συνταγές, ακριβέστατες και
λειτουργικότατες, οι οποίες έρχονται να πληρώσουν τα μέρη της σελίδας
που παρέμεναν λευκά στην Αισχροτάτη Εριέττα. ;Oπως επίσης διαπιστώνουμε
ότι η γόβα της Εριέττας, φορεμένη από τη Νανά πλέον, εξακολουθεί να
κρέμεται από μια κλωστή και ότι η Εριέττα ενηλικιώνεται στο πρόσωπο της
Νανάς, γίνεται «η πεμπτουσία της γυναίκας». Με το άψογα διαρθρωμένο αυτό
παίγνιο, στο οποίο διακυβεύεται η έννοια της ταυτότητας η Νανά
προφανώς δεν ορίζεται και οι δύο άντρες σχεδόν ταυτίζονται, η
θεατρικότητα ανάγεται σε κοσμοαντίληψη και η ελευθεριότητα σε στάση
ζωής. Αυτή είναι και η πραγματική συγγένεια που το κείμενο διατηρεί με
τον Laclos και τον 18ο αιώνα: η απουσία πάθους, αισθήματος αναπληρώνεται
από το τελετουργικό αναπαράστασής τους, που δημιουργεί μια νέα
πραγματικότητα, στη βάση ρεαλιστικών προσδοκιών και ταπεινών μεν,
πραγματικών δε ενστίκτων, όπως ο πόθος και ο εγωισμός.
Η συγγένεια αυτή δε ολοκληρώνεται σε επίπεδο γλώσσας και ύφους, όπου η
εκζήτηση συναντά τη φυσικότητα και η λεπτολογία την επιτήδευση σε μια
λόγια εκδοχή της νέας ελληνικής, με αναφορές σε σουρεαλιστικά ιδιώματα.
Κυνικό ίσως, ελευθέριο σίγουρα, ανάλαφρο προπαντός, το μυθιστόρημα του
Α. Στάικου συναντά κείμενα παλαιότερα, δικά του και ξένα, αρθρώνει όμως
τον δικό του λόγο για την πίστη και την απιστία, την αλήθεια και το
ψέμα, για την αβάσταχτη ελαφρότητα του έρωτα.
____________________________________________________________
Επικίνδυνες Μαγειρικές (2009)
Πηγή: clproductions.gr
Οι "Επικίνδυνες Μαγειρικές" του Αντρέα Στάικου, από το 1998 που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ, έχουν κάνει με επιτυχία το γύρο του κόσμου, αφού έχουν μεταφραστεί σε 30 γλώσσες, ενώ έχουν διακριθεί και ως θεατρικό έργο στην Αθήνα, στο Παρίσι από την "Comedie Francaise", καθώς και στο Ρίο Ντε Τζανέιρο. Μεταφέρθηκαν και στη μεγάλη οθόνη από τον Βασίλη Τσελεμέγκο, με λαμπρό καστ πρωταγωνιστών: Γιώργο Χωραφά, Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη και Κάτια Ζυγούλη.
Ο Δαμοκλής (Γιώργος Χωραφάς) είναι διάσημος chef, με διεθνή σταδιοδρομία, ένας εστέτ της μαγειρικής και των λεπτών γεύσεων. Ιδιοκτήτης του πιο gourmet εστιατορίου της Αθήνας. Ο Δημήτρης (Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης) είναι ναυτικός και μάγειρας σε ποντοπόρα πλοία. Νέος και ορμητικός, η σχέση του με το φαγητό είναι περισσότερο καθημερινή και προσγειωμένη. Κοινό αντικείμενο του πόθου τους η πανέμορφη και απαιτητική Νανά (Κάτια Ζυγούλη), μοντέλο που ποζάρει στην Σχολή Καλών Τεχνών, μια γυναίκα-μυστήριο με πολλές παράλληλες "ζωές". Αγαπάει να δοκιμάζει σε μικρές δόσεις τις πιο αισθησιακές γεύσεις.
Ένα ερωτικό τρίγωνο, που εκφράζεται μέσα από την τέχνη της μαγειρικής. Η ερωτική διάθεση κορυφώνεται με συνταγές και υλικά που διεγείρουν πρώτα τον ουρανίσκο. Όμηροι του έρωτά τους για την Νανά, οι δύο άντρες ανταγωνίζονται σε δύο πεδία μάχης: του έρωτα και της μαγειρικής. Το παιχνίδι όμως ορίζει η όμορφη γυναίκα, που "μοιράζει" την τράπουλα, την ανακατεύει, μέχρι που στο τέλος, με ένα τρικ αποφασίζει να την "εξαφανίσει".
ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΕΣ & ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ
Cairo International Film Festival (CIFF), Κάιρο, 2009, διεθνές διαγωνιστικό
17th Greek Film Festival, Αυστραλία, 2010, προβολή
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Σκηνοθέτης Βασίλης Τσελεμέγκος
Σενάριο Μαρία Πάουελ, βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο του Ανδρέα Στάικου
Δ/ντής Φωτογραφίας Γιάννης Δρακουλαράκος
Σκηνικά Στέφανος Κατσέλης
Ενδυματολόγος Μαρία Καραπούλιου
Ηχος Μαρίνος Αθανασόπουλος
Μοντάζ Ιωάννα Σπηλιοπούλου
Ηθοποιοί Γιώργος Χωραφάς, Κάτια Ζυγούλη, Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, Θεοφανία Παπαθωμά, Μυρτώ Αλικάκη
Παραγωγοί Κώστας Λαμπρόπουλος, Διονύσης Σαμιώτης, Χρήστος Β. Κωνσταντακόπουλος, Μάνος Κρεζίας
Παραγωγή ODEON, Faliro House Productions, CL Productions, Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, Multichoice Hellas/NOVA
Με την υποστήριξη Πρόγραμμα MEDIA της Ευρωπαϊκής Ενωσης
Πρεμιέρα 4 Φεβρουαρίου 2010
Διανομή ODEON
2009, 35mm, έγχρωμη, 100', Dolby Digital
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου