Κυριακή, Ιανουαρίου 14, 2024

Έτσι γεννήθηκε η νεότερη Αθήνα των κερδοσκόπων της γης

https://www.efsyn.gr/sites/default/files/styles/default_mega/public/2024-01/29-%20monastiraki-gkravoura.png.webp?itok=IhphbJ2d Μοναστηράκι 1835. Βαυαροί στρατιώτες επιτηρούν από ψηλά τους ιθαγενείς της καινούργιας πρωτεύουσας. Γκραβούρα εκ του φυσικού, του Δανού ζωγράφου Μαρτίνου Ρερμπάι

Η βίαιη γέννηση μιας πρωτεύουσας

tasos kostopoulos | Foundation for Research and Technology ...Τάσος Κωστόπουλος

Με τον χειρότερο δήμαρχο που πέρασε μεταπολιτευτικά (αν όχι μεταπολεμικά) από την Αθήνα ν’ αποχαιρετά με τον επίσης χειρότερο δυνατό τρόπο το αξίωμά του, και την Αθήνα να μετατρέπεται σταθερά σε τουριστικό προορισμό όλο και πιο εχθρικό για τους μόνιμους κατοίκους της, αναμενόμενοι είναι κάποιοι απολογισμοί σε βάθος χρόνου.

Μέχρι πρόσφατα, η αναζήτηση των απαρχών της προβληματικής ποιότητας ζωής στο λεκανοπέδιο εστιαζόταν κυρίως στον θεσμό της αντιπαροχής, με τον οποίο ο εθνάρχης Καραμανλής έλυσε το στεγαστικό πρόβλημα της μεταπολεμικής Αθήνας (και, κυρίως, θεμελίωσε την ταξική συμμαχία της αστικής μας τάξης με μια μεγάλη μερίδα λαϊκών και μικροαστικών στρωμάτων). Παρ’ όλο που αυτή η κριτική είναι ιστορικά πλήρως δικαιωμένη, ακόμη ορθότερο θα ήταν ωστόσο να πάμε ακόμα πιο πίσω: στην ίδια τη γέννηση του κλεινού άστεως ως πρωτεύουσας του Ελληνικού Βασιλείου, οι παρενέργειες της οποίας αποτυπώθηκαν αρκετά εύγλωττα στον Τύπο των ημερών.

Μια ιστορία αχαλίνωτης κερδοσκοπίας και κοινωνικά επικαθορισμένης κρατικής βίας, παντελώς απωθημένη από τη συλλογική μνήμη των μεταγενέστερων Αθηναίων, όπως συμβαίνει άλλωστε με την αντίστοιχη συλλογική μνήμη κάθε μεγαλούπολης· χαρακτηριστικό παράδειγμα ο μύθος περί διαχρονικής «πολυπολιτισμικής συνύπαρξης» στη Νέα Υόρκη, που αναγορεύτηκε σε δόγμα μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 (κι αμφισβητήθηκε τόσο εύστοχα από τον Μάρτιν Σκορσέζε στις ιστορικά ακριβέστατες «Συμμορίες» του).

Ανοιχτομάτηδες χωρίς σύνορα

Η Αθήνα επιλέχθηκε ως πρωτεύουσα («καθέδρα») του Ελληνικού Βασιλείου τον Ιούνιο του 1833, μ’ ένα διάταγμα της Αντιβασιλείας, εν μέρει χάρη στην επιμονή του βασιλιά της Βαυαρίας (και άτυπου –τότε– μονάρχη του ελληνικού παραρτήματος της τελευταίας, στον θρόνο του οποίου είχε τοποθετήσει τον ανήλικο γιο του). Η τελική απόφαση καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τη διεθνή εμβέλεια του τοπικού brand name: η πόλη του Περικλή και του Σωκράτη δεν ήταν δυνατό να συγκριθεί, από άποψη παγκόσμιας φήμης, με εναλλακτικές επιλογές όπως η Κόρινθος, τα Μέγαρα ή ο Πειραιάς.

Σε αντίθεση όμως μ’ αυτό τον τελευταίο, όπου η γη ανήκε στο ελληνικό Δημόσιο και μπορούσε να οικοδομηθεί ελεύθερα, στην Αθήνα οποιαδήποτε ρυμοτόμηση σκόνταφτε στον ιερό θεσμό της ατομικής ιδιοκτησίας. «Το μεγαλύτερο μέρος της Αθήνας ανήκε σε ιδιώτες», εξηγεί στις αναμνήσεις του ο πιο λόγιος από τους τρεις αντιβασιλιάδες. «Επρεπε λοιπόν η Κυβέρνηση να αποζημιώσει τους οικοπεδούχους της Αθήνας για να της παραχωρήσουν τον χώρο που της ήταν απαραίτητος. […] Αλλά οι αξιώσεις που διατυπώθηκαν από τους ιδιοκτήτες ήταν υπέρογκες και με μεγάλο κόπο κατορθώσαμε να φτάσουμε σε μια τελική συμφωνία. Οταν λύθηκε κι αυτό το θέμα, μπορούσαμε πια να αναγγείλουμε τη μεταφορά της πρωτεύουσας, έπρεπε όμως τώρα να μας υποδείξουν οι Αθηναίοι τα κατάλληλα οικήματα για την εγκατάσταση της Κυβέρνησης και όλων των συναφών υπηρεσιών» (Γκέοργκ Λούντβιχ Μάουρερ, «Ο ελληνικός λαός», Αθήνα 1976, σ. 479).

«Η επιτροπή ηναγκάσθη να εκβάλη τους οικοδεσπότας από τους ευτελείς οικίσκους, όπου επεριορίσθησαν παραχωρούντες, ως ευρυχωροτέρους, τους οίκους των εις την Κυβέρνησιν» | «Εθνική Εφημερίς» (Αθήνα), 15/27.11.1834

Για να διευκολύνουν την αναβάθμιση της κωμόπολής τους σε πρωτεύουσα, οι γαιοκτήμονες της Αθήνας είχαν φροντίσει να υποβάλουν εγκαίρως στον βασιλιά ένα «συνυποσχετικόν» (3/6/1833), όπου δήλωναν ότι παραχωρούν δωρεάν στο Δημόσιο την αναγκαία γη, οι ιδιοκτήτες της οποίας «θέλουν αποζημιούσθαι κοινώς απ’ όλους». Θα ήταν βέβαια πολύ βολικότερο η πρωτεύουσα να μη χτιστεί ακριβώς πάνω στα ερείπια της αρχαίας πόλης (που οι επιχειρηματικότεροι πολιτικοί της εποχής σκέφτονταν να μετατρέψουν σε τουριστικό πάρκο αρχαιοτήτων) αλλά κάπου εκεί κοντά, οικειοποιούμενη το ένδοξο όνομα δίχως να καταστρέψει το ιστορικό αρχαίο τοπίο. Οπως όμως επισημαίνει ο πρώτος ιστορικός της Αθήνας ως οικιστικού πλέγματος, ήταν «ακριβώς οι ιδιοκτήται της παλαιάς πόλεως και οι επήλυδες που προσετέθησαν εις αυτούς [αυτοί οι οποίοι] είχον εξωθήσει την Αντιβασιλείαν εις την δοθείσαν λύσιν, ενδιαφερόμενοι διά την επιβίωσιν και υπερτίμησιν των ακινήτων των» (Κώστας Μπίρης, «Αι Αθήναι», Αθήνα 1966, σ. 25-26).

Η περιοχή του Ψυρρή το 1835, σε γκραβούρα του Φέρντιναντ Στάντεμαν.
Η περιοχή του Ψυρρή το 1835, σε γκραβούρα του Φέρντιναντ Στάντεμαν.

Ανοιχτομάτηδες συμπατριώτες μας, από τον στρατηγό Μακρυγιάννη μέχρι τον αρχιτέκτονα Σταμάτιο Κλεάνθη (που ανέλαβε την πολεοδόμηση της Αθήνας ως μελλοντικής πρωτεύουσας προτού καν αυτή οριστεί επίσημα ως τέτοια), είχαν φροντίσει να αγοράσουν έγκαιρα σε καλή τιμή κάποια πολλά υποσχόμενα φιλέτα. Από κοντά και διάφοροι Φαναριώτες ή Ευρωπαίοι φιλέλληνες, που διέθεταν αφ’ ενός μεν το απαραίτητο χρήμα και αφ’ ετέρου την αναγκαία όσφρηση, για το ποιες ακριβώς επενδύσεις μπορούσαν να το αυγατίσουν.

Οταν όμως οι πρώτοι πολεοδόμοι της νέας πρωτεύουσας, Κλεάνθης και Σάουμπερτ, κατέθεσαν την πρότασή τους για ένα μεγαλοπρεπές άστυ με μπόλικα πάρκα κι επιβλητικές λεωφόρους, οι ιδιοκτήτες προχώρησαν σε συνέλευση (17/9/1833) με βασικό αίτημα τον περιορισμό της έκτασης των μελλοντικών ελεύθερων χώρων και του πλάτους των οδών. Οι διαμαρτυρίες τους συνεχίστηκαν παρά τη μετατροπή του αρχικού σχεδίου προς την κατεύθυνση που επιθυμούσαν (Μπίρης, ό.π., σ. 31-34). Για την αντιμετώπισή τους, θα σταλεί τον Μάιο του 1834 επί τόπου ο αντιβασιλιάς Μάουρερ,

«Αυτό που άκουσα στην Αθήνα ήταν ότι τα έργα καθυστερούν εξαιτίας των κερδοσκόπων. Σκόπιμες διαδόσεις ξεσήκωναν τα μυαλά του κόσμου ότι τάχα η Αντιβασιλεία θα αποζημίωνε τα πάντα. Αλλοι πάλι έλεγαν ότι στη χάραξη του δρόμου γίνονται χατήρια, ότι του ενός το σπίτι γκρεμίζεται ενώ του αλλουνού μένει ανέπαφο. Κι άλλοι διαμαρτύρονταν, ο ένας γιατί ο δρόμος θα του χάλαγε την πρόσοψη του σπιτιού, ο άλλος γιατί θα του έπαιρνε το πίσω μέρος και τρίτος γιατί θα του έκοβε το σπίτι του στη μέση. […] Μ’ όλα τούτα και μ’ άλλα παρόμοια κατάλαβα ότι πρωταρχική αιτία της γενικής αναστάτωσης ήταν το ίδιο το σχέδιο, που είχε γίνει υπερβολικά μεγαλοπρεπές, χωρίς να υπολογιστεί η υπάρχουσα κατάσταση της πόλης και οι πραγματικές ανάγκες της Ελλάδας. Ετσι, μόλις γύρισα στο Ναύπλιο δόθηκε εντολή να σταματήσουν τα έργα» (Μάουρερ, ό.π., σ. 480).

Την αναστολή της εφαρμογής του πολεοδομικού σχεδίου (11/6/1834) ακολούθησε η ανάθεση της τελικής διαμόρφωσής του στον μυστικοσύμβουλο του Λουδοβίκου, Λέο Φον Κλέντσε, τα έξοδα της αποστολής του οποίου στην Ελλάδα καλύφθηκαν από το ελληνικό Δημόσιο. Εκτός από τον δραστικό περιορισμό των δημόσιων χώρων, ο ευέλικτος Γερμανός θα τακτοποιήσει επίσης με ρουσφέτια τους επιφανέστερους διαμαρτυρόμενους: μετέφερε λ.χ. τη χωροθέτηση των μελλοντικών ανακτόρων από τη σημερινή Ομόνοια στον Κολωνό, προκειμένου ν’ αναβαθμιστούν οι εκεί ιδιοκτησίες κάποιων Φαναριωτών επενδυτών· «επίσης, δύναται κανείς να παρατηρήσει ότι με την θλάσιν της οδού Σταδίου εσώθη από την ρυμοτόμησιν το περιβόλι το οποίον είχεν ο συνταγματάρχης Γεώργιος Φίνλεϋ» (Μπίρης, ό.π., σ. 26-28). Το σχέδιό του εγκρίθηκε στις 18/9/1834, με βασιλικό διάταγμα που έθεσε ταυτόχρονα ως ημερομηνία μετεγκατάστασης την 1η Δεκεμβρίου 1834 (ΦΕΚ 1834/36).

 

[.................................]

Η βίαιη γέννηση μιας πρωτεύουσας | ΕΦΣΥΝ


Δεν υπάρχουν σχόλια: