Είναι ο νεοφιλελευθερισμός μια σύγχρονη θρησκευτική σέκτα;
Πώς φτάσαμε στην εμπέδωση του δόγματος ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική» ως θρησκευτικό θέσφατο χωρίς ατέλειες.
Αβάσιμα μυθεύματα και ρηχές πολιτικές προσεγγίσεις, απόρροια της σαρωτικής επικράτησης του κυβερνώντος κόμματος, θα πει κάποιος και μάλλον θα έχει δίκιο. Τουλάχιστον μέχρι να ξεδιπλώσουμε τη σκέψη μας.
Αλλά, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, για να διαπιστώσουμε εν τέλει, αν η οικονομική και πολιτική σκέψη που χρειάστηκε τανκς για να επιβληθεί και λουτρό αίματος για να κάμψει κάθε κοινωνική αντίσταση (για τη Χιλή φυσικά ο λόγος), διαχρονικά, προκειμένου να εμπεδωθεί από το πόπολο ως μοναδική προοπτική, συνοδευόταν από τον μεσσιανισμό, σε μια προσπάθεια να επιβάλλει την ιδέα μιας απόλυτης και αδιαίρετης «θρησκείας».
Από την Mont Pelerin Society, στη Θάτσερ και τον Ρέιγκαν
Στις 10 Απριλίου 1947, στο Mont Pelerin της Ελβετίας , ιδρύθηκε, καθ’ υπόδειξη της Credit Suisse η «Mont Pelerin Society». Στη συνάντηση που έλαβε χώρα παρευρέθηκαν 39 καθηγητές πανεπιστημίου έπειτα από πρόσκληση του Φρίντριχ Χάγιεκ προκειμένου να θέσουν τις βάσεις του νεοφιλελεύθερου δόγματος.
Ποιες ήταν αυτές; Η πλήρης απελευθέρωση των αγορών, παράλληλα με τη θέσπιση από πλευράς κράτους κανονιστικού πλαισίου εντός του οποίου θα διασφαλιζόταν η εύρυθμη λειτουργία του ελεύθερου ανταγωνισμού τους, και το πέρασμα των στρατηγικής σημασίας κρατικών δομών στις επιχειρήσεις, οι οποίες, με γνώμονα το κέρδος, θα πρόσφεραν βασικές υπηρεσίες στους πολίτες.
Ο κύριος στόχος των Καβαλάρηδων της νεοφιλελεύθερης Αποκάλυψης, όπως πολύ εύστοχα σημειώνει ο Γερμανός κοινωνιολόγος Βόλφγκανγκ Στρεκ, ήταν η διάσπαση του κοινωνικού «συμβολαίου συμβίωσης» με την αστική δημοκρατία και η άνοδος μιας αυταρχικής πλουτοκρατίας με δημοκρατικό προσωπείο. «Η φιλοσοφία του- Χάγιεκ- που αργότερα έγινε γνωστή ως φιλελευθερισμός», ανέφερε o ίδιος στον βρετανικό «Guardian» στις 2/9/2007, «εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των πάμπλουτων και συνεπώς οι πάμπλουτοι θα πλήρωναν γι’ αυτήν». Ήταν επιβεβλημένη ανάγκη λοιπόν, για μια μεγάλη μερίδα του κεφαλαίου να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια για την «καταπολέμηση της κρατικίστικης υπεροχής και της μαρξιστικής –κεϋνσιανής αντίληψης περί του κεντρικού σχεδιασμού της οικονομίας που εξαπλωνόταν στην υφήλιο».
Πρόκειται ουσιαστικά για έναν «αυταρχικό λαϊκισμό», εξηγούσε παλιότερα ο διανοούμενος Στιούαρτ Χολ, ο οποίος προωθούσε τη σύμφυση χρήματος και εξουσίας.
Ωστόσο, σε μια εποχή που η πολιτική σκηνή κυριαρχούνταν από προσωπικότητες όπως ο Τρούμαν, ο Άττλη και ο Ντε Γκάσπερι, ο Χάγιεκ και οι γραφειοκράτες «φίλοι» του σαν τον Φρίντμαν, γνώριζαν ότι έπρεπε να περιμένουν την κατάλληλη στιγμή για να αναπτύξουν σε πρακτικό επίπεδο το κοινωνικά κανιβαλιστικό σχέδιό τους.
Αυτή η στιγμή ήρθε. Ήταν το πραξικόπημα της Χιλής στις 11/9/1973, «το οποίο στήριξε η αμερικανική κυβέρνηση και οι οικονομολόγοι τούς οποίους είχε διδάξει ο Μίλτον Φρίντμαν.(…) Εκεί ήταν εύκολο να εξασφαλίσουν υποστηρικτές για το πείραμα αυτό: όποιος είχε αντίθετη γνώμη τον πυροβολούσαν».
Λίγα χρόνια μετά το χιλιανό πραξικόπημα, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, η μείωση των φόρων για τις μεγάλες επιχειρήσεις, η αύξηση του συναλλαγματικού ελέγχου, ο περιορισμός ή η απαγόρευση της συνδικαλιστικής δράσης , η απίσχναση των κοινωνικών δομών του κράτους και η πλήρης απελευθέρωση των χρηματαγορών βρίσκονταν στην ημερήσια διάταξη της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής (και) στη Δύση. Είναι η εποχή κατά την οποία η μεγάλη κερδισμένη του Β’ΠΠ, η βιομηχανία δίνει τη θέση της στη Γουόλ Στριτ και το Σίτι του Λονδίνου. Όπως έλεγε παλιότερα ο Νόαμ Τσόμσκι, είναι η εποχή που Θάτσερ και Ρέιγκαν από κοινού είπαν στους εργοδότες: «Μπορείτε να παραβείτε τους νόμους. Εμείς δεν πρόκειται να σας σταματήσουμε».
Πώς κατάφεραν να εξασφαλίσουν την ανανέωση της διαμονής τους η μία στον αριθμό 10 της Ντάουνινγκ Στριτ και ο άλλος στον Λευκό Οίκο;
Το «Magazine» απηύθυνε το ερώτημα στον Νίκο Κουραχάνη, Επίκουρο Καθηγητή Κοινωνικής Πολιτικής και Στέγασης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και εξαιρετικό γνώστη των θεμάτων που αφορούν την κοινωνική ιδιότητα του πολίτη, την οποία ανέλυσε διεξοδικά στα κεφάλαια των βιβλίων: «Citizenship and Social Policy: From Post-War Development to Permanent Crisisis» και «Κοινωνική Πολιτική, Αυταρχικός Νεοφιλελευθερισμός και Πανδημία». Για τον κύριο Κουραχάνη: «Η εδραίωση του νεοφιλελευθερισμού κατά τη δεκαετία του 1980 στον δυτικό κόσμο συνυφάνθηκε με τη βίαιη επίθεση στους θεσμούς κοινωνικής προστασίας. Ο πυρήνας της σχετικής επιχειρηματολογίας ήταν ότι το κράτος είναι σπάταλο και αναποτελεσματικό καλλιεργώντας ταυτόχρονα εφησυχασμό στους πολίτες ότι ακόμα και αν δεν κοπιάσουν θα έχουν ένα αποκούμπι για τα βασικά». Η νεοφιλελεύθερη αντιπρόταση ήταν εκτός των άλλων «η καλλιέργεια μιας κουλτούρας ατομικής υπευθυνότητας, ώστε οι πολίτες να φροντίζουν να λύνουν μόνοι τα προβλήματα τους χωρίς να επιβαρύνουν το κράτος. Η ενίσχυση των μηχανισμών τάξης και ασφάλειας θα προφύλασσε τους υπεύθυνους πολίτες από εκείνους που δεν θα μπορούσαν να τα καταφέρουν από μόνοι τους και θα ετικετοποιούνταν ως γκετοποιημένοι και κοινωνικά επικίνδυνοι».
Πράγματι, έτσι έγινε. Σ’ ό, τι αφορά την «Μάγκι» θυμάμαι ακόμα τις ζητωκραυγές που σκέπασαν τον ουρανό του Άνφιλντ, ιστορικής έδρας της Λίβερπουλ, μετά την γνωστοποίηση του θανάτου της πρώτης βρετανίδας πρωθυπουργού. Ωστόσο, όπως υπενθύμιζε εκείνες τις μέρες ο ιστορικός και συγγραφέας Αντώνης Λιάκος, μπορεί ο θάνατός της να προκάλεσε διχογνωμίες, εξίσου ισχυρές με την πρωθυπουργία της, παρόλα αυτά είναι κοινά παραδεκτό ότι σημάδεψε μια νέα εποχή, μια αλλαγή παραδείγματος στην πολιτική. Φυσικά αυτή η αλλαγή παραδείγματος δεν αποτελούσε προϊόν ξαφνικού φωτισμού, ούτε συνωμοσία εις βάρος των φτωχών, παρότι πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις ενός ταξικού πολέμου από την πλευρά των εχόντων.
Το έδαφος είχε στρωθεί σταδιακά καιρό πριν την εμφάνιση της «Σιδηράς Κυρίας», με τον Ντένις Χίλυ, ηγέτη των Εργατικών να επισκέπτεται το ΔΝΤ το 1975 και να λέει πως διάβασε ένα εξαιρετικό βιβλίο από «κάποιον Μίλτον Φρίντμαν» και ότι του φαινόταν πως η Σχολή του Σικάγο κάνει «ενδιαφέροντα πράγματα» στη Χιλή (μετά το πραξικόπημα Πινοσέτ). Ήταν αναγκαίο και για την Αγγλία, συνέχιζε, ένα «άγγιγμα μονεταρισμού» και περικοπής των δημοσίων δαπανών.
Κι αν η διάνοιξη του δρόμου προς τον μονεταρισμό από τους Εργατικούς προσέκρουε στην ατολμία τους να διαρρήξουν με τόλμη την μεταπολεμική σοσιαλδημοκρατική συναίνεση, η Θάτσερ κατάφερε να φέρει το αδιανόητο μέσα στον πολιτικό ορίζοντα της Αγγλίας της δεκαετίας του 1970, μιας χώρας σε παρακμή, και να το φυσικοποιήσει, να το εντάξει δηλαδή στην αγγλική εθνική ιδεολογία. «Για το λόγο αυτό», εξηγούσε ο κύριος Λιάκος, η Θάτσερ « επανέφερε τις βικτωριανές αξίες στο προσκήνιο, τόνισε το ρόλο της οικογένειας, της ατομικής ευθύνης και της υπευθυνότητας. Τέλος τόνωσε την βρετανική υπερηφάνεια (με τον πόλεμο των Φώκλαντς) και έκανε trendy όλες τις συντηρητικές αξίες, απενοχοποίησε τον πλούτο, τον ταξικό εγωισμό, την καταστολή. Όταν οι αντίπαλοι της δεν τολμούσαν να αναφερθούν στις βασικές αξίες της ιδεολογίας τους, η Θάτσερ ενέταξε την οικονομική της πολιτική μέσα σε ένα ευρύτερο σχέδιο αλλαγής της κουλτούρας και της νοοτροπίας των Βρετανών, εν τέλει μέσα σε ένα σχέδιο αλλαγής της κοινωνίας. Το περίφημο απόφθεγμα «There’s no such thing as society… only individuals and families» δείχνει μια φιλοσοφική πεποίθηση, και αυτός είναι ο σκληρός πυρήνας της κληρονομιάς της».
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ο άχρωμος πρώην ηθοποιός Ρόναλντ Ρέιγκαν έβλεπε τα ποσοστά της δημοτικότητάς του να φτάνουν στο θλιβερό 35%, τον Ιανουάριο του 1983 κι ενώ μόλις δυο χρόνια πριν είχε επικρατήσει επί του Δημοκρατικού Τζίμι Κάρτερ. «Η αβεβαιότητα και η μιζέρια που επικρατούσε εκείνο το διάστημα δεν προμήνυαν τίποτα καλό για την εκστρατεία επανεκλογής του», σημειώνει σε σχετικό αφιέρωμα του αμερικανικού περιοδικού «Jacobin» ο Πολ Μ. Ρένφρο. Όμως ο Ρέιγκαν και το επιτελείο του δεν είχαν πει την τελευταία τους λέξη.
Στο νέο της βιβλίο: «Righting the American Dream», η Αμερικανίδα καθηγήτρια Μέσων και Θρησκείας στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνια, Νταϊάν Γουίνστον φέρνει στην επιφάνεια τον τρόπο με τον οποίο ο Ρέιγκαν εκμεταλλεύτηκε τη δύναμη των Μέσων προκειμένου να μεταδώσει το μήνυμα ενός «θρησκευτικού φαντασιακού» και να αποσπάσει έτσι την απαραίτητη κοινωνική συναίνεση για τις κατά τα άλλα αντικοινωνικές πολιτικές του.
Για την Ουίνστον, ο γνώστης των μέσων ενημέρωσης Ρέιγκαν «ταύτισε με δεξιοτεχνία τον νεοφιλελευθερισμό με τη θρησκεία και την ηθική» και «έκανε τον άκρατο ατομικισμό και τον καταναλωτικό καπιταλισμό να φαίνονται όχι σαν αχαλίνωτη απληστία, αλλά σαν φυσική κατάληξη της θεόσταλτης ελευθερίας». Το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο του Ρέιγκαν έγινε ο κανόνας, συνεχίζει η Ουίνστον, ανοίγοντας το δρόμο για «τις περικοπές του προέδρου Μπιλ Κλίντον στα προγράμματα πρόνοιας, την εισβολή του προέδρου Τζορτζ Μπους στο Ιράκ και την έκκληση του προεδρικού υποψηφίου Μπαράκ Ομπάμα στους Αφροαμερικανούς να αναλάβουν την ευθύνη για τη ζωή τους».
Εκείνη την εποχή οι απόψεις των Αμερικανών για τον εαυτό τους, τον κόσμο τους και τις ευθύνες τους άλλαξαν, υποστηρίζει η Αμερικανίδα διδάκτωρ στη Σχολή Επικοινωνίας και Δημοσιογραφίας. «Οι έννοιες της ατομικής ελευθερίας και ευθύνης, της περιορισμένης διακυβέρνησης και της ελεύθερης αγοράς αντικατέστησαν την πίστη σε ένα κοινό αγαθό, σε μια κυβέρνηση που θα απευθύνεται σε όλους και σε μια ρυθμιζόμενη αγορά».
Το πλαίσιο εντός του οποίου κινήθηκε ο Ρέιγκαν ήταν συγκεκριμένο και καλά μελετημένο. Έτσι, στο συντηρητικό ευαγγελικό του όραμα, ο «νέος πατριωτισμός» που πρέσβευε, ερχόταν με ηθικοπλαστικούς όρους, υποτίθεται να αναγεννήσει το αμερικανικό έθνος που είχε πληγεί από την κρίση της δεκαετίας του 1970, είχε απωλέσει την ηθική του διαύγεια, ήταν διχασμένο και εν πολλοίς είχε αποσύρει την εμπιστοσύνη του στην μέχρι τότε υπάρχουσα οικονομική και πολιτική τάξη πραγμάτων. Αυτό το κενό ιδεολογίας ήρθε να καλύψει ο Ρέιγκαν, υποστηρίζει η Ουίνστον. Μια νέα «συλλογική κοσμοθεωρία» για την οποία η Σοβιετική Ένωση ήταν μια «αυτοκρατορία του κακού», ενώ το σχέδιο των ΗΠΑ ήταν «δίκαιο» και «θεϊκό».
Ο Ρένφρο στο άρθρο του εκφράζει ενστάσεις για την μονόπλευρη, όπως την χαρακτηρίζει, ανάγνωση της Ουίνστον σχετικά με την προέλευση κι επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού στις ΗΠΑ, καθώς θυμίζει ότι αρκετά σημεία της οικονομικής ατζέντας των μετέπειτα κυβερνήσεων, όπως αυτής των «Νέων Δημοκρατικών» του Κλίντον, προϋπήρχαν του Ρέιγκαν.
Σε κάθε περίπτωση, εκείνο που κρατάμε από αυτή την μίνι ιστορική αναδρομή στα έργα και τις ημέρες των «πρωτονεοφιλελεύθερων» είναι ότι το επιστέγασμα της πολιτικής της Θάτσερ και του Ρέιγκαν δεν ήταν παρά η θατσεροποίηση/ριγκανοποίηση της αντιπολίτευσης. Θυμίζω ότι ο Μπλερ κέρδισε χρησιμοποιώντας την κληρονομιά της. Το ίδιο και ο Σρέντερ στη Γερμανία, ο Ρομάνο Πρόντι στην Ιταλία και τόσοι ακόμη «κόκκινοι υπηρέτες» της ολιγαρχικής ελίτ των πολύ πλουσίων. Άλλωστε, όπως συνηθίζει να λέει ο Μαρκ Ρος, ο γνωστός προσήλυτος του καπιταλισμού, που έχασε την πίστη του σ’ αυτόν μετά το 2008, η μετανοημένη Αριστερά είναι «σαν το ραπανάκι. Κόκκινη απ’ έξω, άσπρη από μέσα και πάντα δίπλα στο ψητό».
Κρατάμε όμως και κάτι ακόμη: Την επιχείρηση αφύπνισης των πιο συντηρητικών αντανακλαστικών των πολιτών γύρω από ταυτοτικά ζητήματα όπως η οικογένεια και η θρησκεία ταυτόχρονα με την δογματική πίστη στον «νόμο της αγοράς».
Σαράντα χρόνια μετά, στην Ελλάδα του κυρίου Μητσοτάκη, θρησκεία είναι η πίστη σε έναν «μεγάλο πατέρα» (τον ίδιο) και οικογένεια οι πιστοί οπαδοί του…
Η περίπτωση του Κυριάκου Μητσοτάκη
Πριν απαντήσουμε στο ερώτημα: Πώς κατάφερε να πείσει ο νυν πρωθυπουργός ότι εκείνος μόνο κατέχει την απόλυτη αλήθεια· μια αλήθεια που δεν αμφισβητείται, αλλιώς οι… τολμηροί βρίσκονται αντιμέτωποι με την κατηγορία της αίρεσης· αξίζει να θυμίσουμε ότι ο Χάγιεκ αναπτύσσοντας τη θεωρία των δύο άκρων στο βιβλίο του: «Ο δρόμος προς την δουλεία», εξίσωνε τον κομμουνισμό με τον φασισμό και τον ναζισμό επιχειρώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο να καταστήσει και ιδεολογικά την ελεύθερη αγορά ως μονόδρομο για τον Δυτικό κόσμο. Έτσι αναδύθηκε ένας νέος τύπος ανθρώπου, αυτός του Homo Economicus, με τους τεχνοκράτες να αντικαθιστούν το παλιό είδος των κρατικών υπαλλήλων. Η είσοδος του τεχνοκράτη- μάνατζερ στο πολιτικό προσκήνιο ήρθε ταυτόχρονα με την επικράτηση του αφηγήματος ότι η ανάπτυξη της οικονομίας βασίζονταν αποκλειστικά στις ιδιωτικοποιήσεις και την ελαστικοποίηση των όρων εργασίας. Γνωστά πράγματα από παλιά αυτά, εμείς στην Ελλάδα τα γνωρίσαμε ακόμα καλύτερα από το 2010 μέχρι και σήμερα.
Το ερώτημα βέβαια εδώ είναι πώς ο νεοφιλελευθερισμός και η απολυτότητα τού «δεν υπάρχει εναλλακτική» κατάφεραν να αποκτήσουν έρεισμα εντός των κοινωνιών αντάξιο ενός θρησκευτικού δόγματος και στην μετά Θάτσερ και Ρέιγκαν εποχή.
Όπως θίξαμε προηγουμένως, σημαντικός σ’ αυτήν την εξέλιξη ήταν ο σφιχτός εναγκαλισμός της σοσιαλδημοκρατίας με την πολιτική της εταιρικής ασυδοσίας. Ωστόσο, ο κύριος Κουραχάνης υπογραμμίζει μία ακόμη παράμετρο όταν τον ρωτώ σχετικά. «Η κατάρρευση των σοσιαλιστικών χωρών στα τέλη της δεκαετίας του 1980 προσέφερε παντοδυναμία στο νεοφιλελεύθερο αφήγημα». Και συνεχίζει: «Ενδεικτικό αυτής της παντοδυναμίας ήταν το γεγονός ότι η μεγάλη ύφεση του 2008 δεν οδήγησε στην ανατροπή, αλλά στην ενδυνάμωση του. Η ενδυνάμωση αυτή ενσαρκώθηκε μέσα από την πολιτική εργαλειοποίηση των πολλαπλών τοπίων κρίσεων (οικονομική, προσφυγική, κλιματική, πανδημική, ενεργειακή και πληθωριστική κρίση μέχρι σήμερα) για την περαιτέρω προώθηση αντικοινωνικών απορρυθμίσεων».
Είναι σαν να έχει δημιουργηθεί μια αληθολογία, μια εξ αποκαλύψεως αλήθεια, η οποία απαντά σε οποιαδήποτε κρίση του συστήματος απλά και μόνο κάνοντας επίκληση στην νεοφιλελεύθερη Αυθεντία. Ενδεικτικό αυτού είναι το γεγονός ότι όταν ο Άλαν Γκρίνσπαν, άλλοτε γκουρού της Αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας (διορισμένος από τον Ρίγκαν) ρωτήθηκε για τα αίτια της κατάρρευσης της Λίμαν Μπράδερς και μαζί της και του συστήματος, κομμάτι του οποίου ήταν ο μέχρι τότε γίγαντας των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, ο ίδιος δεν είχε να δώσει καμία απολύτως απάντηση.
«Είχε δημιουργηθεί μια εξ αποκαλύψεως αλήθεια, η οποία βασιζόταν ex cathedra, κάνοντας επίκληση στην αυθεντία», γράφει σε μια διαφωτιστική ανάρτησή του ο Ν. Μπαγιαρντάκης. «Αυτή η «γλώσσα» ήτανε είναι η νέα θρησκεία (πόσο διαφέρει εξάλλου το αόρατο χέρι της Αγοράς με το αόρατο χέρι του θεού, όπου δεν υπάρχει ατέλεια κι αν υπάρξει τότε θα διορθωθεί εν ευθέτω χρόνω). Το λαϊκό μετατράπηκε σε λαϊκισμό. Οι μάνατζερς είναι οι νέοι προφήτες (αν κι είναι κάτι παραπάνω από εμφανής σήμερα η έλλειψη πολιτικών ανδρών ώστε να πάρουν αποφάσεις εκεί που οι λογιστές έχουνε αποτύχει παταγωδώς). Η Ελεύθερη Αγορά είναι η Βίβλος τους».
Πάνω σε αυτά τα χνάρια βάδισε η επικοινωνιακή ομάδα του Κυριάκου Μητσοτάκη, δημιουργώντας έναν νέο «Μεσσία».
Θυμηθείτε: «Μωυσής», «Αϊ Γιώργης», «Ρούζβελτ», «Τον πρωθυπουργό θέλουν να ακούσουν οι πολίτες, όπως σε όλα τα δύσκολα» και πολλά άλλα ακόμα που φανερώνουν τις βασικές αρχές του επικοινωνιακού αφηγήματος του επανεκλεγέντα πρωθυπουργού. Προσέξτε, όχι της κυβέρνησης του αλλά του ίδιου προσωπικά.
Πρόκειται για ένα προφίλ που επιτρέπει στον άλλοτε «πολιτικό κρατούμενου της Χούντας» να παρεμβαίνει ως «θεότητα» οπουδήποτε- εννοείται πάντα επιτυχώς- κάνοντας «θαύματα»: Με εντολή μητσοτάκη! Εκκλησία του είναι το κράτος- επιτελικό το είπαν- μοναδική αρμοδιότητα του οποίου είναι ένα να διαχέει τις εντολές του Ενός προς τα κάτω. Για Άγιους έχει τους Ευαγγελιστές του Μαξίμου που μιλούν για το λόγο του «Θεού», με τους δημοσιογράφους, σαν άλλους προφήτες να αναγγέλλουν την επικράτηση του ως «Σωτήρας» του τόπου, σε μια επιχείρηση κατασκευής πιστών και προσηλωμένων οπαδών.
Μ’ όλα τα παραπάνω δεν είναι να απορεί κανείς για το… προσωπικό ενδιαφέρον του κυρίου Μητσοτάκη για την Πάρνηθα, όπως μας ενημέρωναν πρόσφατα δημοσιεύματα στον Τύπο. Ως η μετενσάρκωση του… Ανώτατου Κριτή χρειάζεται και αυτός το δικό του «Όρος των Ελαιών».
Το γελάτε; Δεν θα έπρεπε. Η επικοινωνιακή ομάδα του κυρίου Μητσοτάκη κατάφερε να πείσει. Να πείσει ότι είναι αυτός που προσδοκούσαμε να φανεί. Ότι οφείλουμε να ανταποκριθούμε στο «κάλεσμά» του. Για τη Γαλλίδα φιλόσοφο και ψυχαναλύτρια Helene L'Heuillet: «Αυτή η δομή του καλέσματος απαντά σε όλους του ριζοσπαστισμούς, ταυτόχρονα υπό τη μορφή του μεσσιανισμού-ο ηγέτης είναι αυτός που περιμέναμε-και υπό τη μορφή της προσδοκίας».[«Μια καινούρια ανάγνωση του λαϊκισμού, Πλέθρον, 2020].
Εννοείται ότι ως γνήσιο «θείο βρέφος», ο Κυριάκος Μητσοτάκης χρειαζόταν ένα αντίπαλο δέος. Μέχρι πρότινος αυτό ήταν ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας. Από τη μία, ο τεχνοκράτης μάνατζερ που θα φέρει την αναβάθμιση του κράτους και θα τρέξει την οικονομία με φρενήρεις ρυθμούς ανάπτυξης. Από την άλλη ο ιδεοληπτικός «κρατιστής» που κράτησε την Ελλάδα στάσιμη, επειδή ποτέ δεν πίστεψε τις πολιτικές που εφάρμοσε.
Ανατρέχοντας εκ νέου στην ανάρτηση του κυρίου Μπαγιαρτάκη στέκομαι στην αναφορά του στο βιβλίο του Φρόιντ: «Ψυχανάλυση των μαζών και ανάλυση του εγώ». Σε αυτό το εγχειρίδιο σκέψης, ο πατέρας της σύγχρονης ψυχανάλυσης συνδέει τη μάζα με τον ηγέτη, όπου ο πιστός με το Εγώ αναζητεί το Υπερεγώ του μέσω της αντανάκλασης του ειδώλου του στον ηγέτη, δημιουργώντας έτσι μια κοινή ταυτότητα μαζί του.
Ήδη πριν τις εκλογές του 2019, ο κ. Μητσοτάκης μέσα από τα συνθήματα της μεσαίας τάξης, του Μακεδονικού, του καλύτερου βιογραφικού, των πολλών και καλών δουλειών, του αριστερού λαϊκισμού κ.ο.κ, δημιούργησε μια νέα γλώσσα μέσα από την οποία ο πολίτης τον ξεχωρίζει σαν το σκύλο του Παβλόφ όταν άκουγε το κουδούνι και εν προκειμένω τη λέξη κλειδί. Έτσι, φτάσαμε στο σημείο, αρκετές δεκαετίες μετά την περίφημη ρήση που αποδίδεται στον Μποδοσάκη: «Αν εγώ κι ο εργάτης μου ψηφίζουμε το ίδιο κόμμα, τότε ο ένας από τους δυο μας είναι ηλίθιος και εγώ έχω αποδείξει πως δεν είμαι», άνθρωποι που κάθε άλλο παρά ανήκουν στην άρχουσα τάξη να ψηφίζουν ενάντια στα συμφέροντά τους.
Βασιζόμενος αρχικά στο δίπολο καλού-κακού, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέδειξε το κράτος των κοινωνικών παροχών ως ένα αποτυχημένο μοντέλο που πρέσβευε τον λαϊκισμό, τον κρατισμό και τον πατερναλισμό. Παραβίαζε ανοιχτές θύρες βέβαια καθώς το κεκτημένο της Μεταπολίτευσης είχε διαβρωθεί βίαια ήδη από την εποχή τον μνημονίων. «Οι κοινωνικές αποδιαρθρώσεις που επέφεραν οι πολιτικές λιτότητας βρήκαν νομιμοποίηση στην κατασυκοφάντηση του κοινωνικού κράτους και την εξύμνηση της ατομικής ευθύνης, μέσω του ευφυολογήματος της «αριστείας», επισημαίνει ο κύριος Κουραχάνης για τον οποίο «το ‘’Μαζί τα φάγαμε’’ μπορεί να θεωρηθεί ορόσημο για την εντατικοποίηση των περικοπών στην κοινωνική πολιτική αλλά και για τη στοχοποίηση των ‘’τεμπέληδων’’ δημοσίων υπαλλήλων».
Αυτό σε συνδυασμό με την ματαίωση της κινηματικής εναντίωσης που επήλθε μετά την συστημική στροφή του ΣΥΡΙΖΑ έστρωσε τον δρόμο σε έναν κληρονόμο του πρωθυπουργικού θώκου, καταλήγει στην τοποθέτησή του .
Έτσι δημιουργήθηκε ένα νέο πολιτικό δίπολο. Στην μία όχθη βρισκόταν ο φόβος και στην άλλη η ελπίδα. Ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά την πανδημία, μέσα από την ακραία καταστολή και τον διχαστικό του λόγο, το σύστημα Μητσοτάκη παρουσίασε όσους αντιδρούσαν στις αντιεπιστημονικές πολιτικές διαχείρισης της κρίσης Υγείας, αλλά και στη διάλυση του ΕΣΥ ως αμελητέα εμπόδια στην πορεία του έθνους προς τη Γη της Επαγγελίας. Στη νέα κοσμογονία του λαού μας. Kι όλο αυτό ενώ μέσω των συστημάτων Predator, Μajoritas δημιούργησε ένα νέο είδος χειραγώγησης της κοινής γνώμης . «Το Majoritas είναι ανάλογο του σκανδάλου Cambridge Analytica», γράφει ο κύριος Μπαγιαρντάκης τονίζοντας ότι «το ψηφιακό αποτύπωμα του χρήστη στις συναλλαγές του, στην ενημέρωση του, στη διασκέδαση του κι ούτω καθ’ εξής γίνεται πληροφορία για το ψυχογράφημα του και μέσω αυτού στέλνονται νέες ειδοποιήσεις στον ίδιο εντέχνως για τη χειραγώγηση του. Φερ’ ειπείν αν κάποιος αγαπάει τα σκυλιά τότε θα του σταλεί ειδοποίηση την μέρα των ζώων που θα φωτογραφηθεί ο Μητσοτάκης με τον Πίνατ».
Όμως και πάλι, αρκούν αυτά τα δεδομένα για να μιλήσει κάποιος για άσκηση πολιτικής με όρους θρησκευτικής Σέχτας; Σύμφωνα με έρευνα της Pew Research Center, οι Έλληνες είναι οι πιο θρήσκοι σε όλη την Ευρώπη. Αδιαμφισβήτητος πειρασμός για τον κύριο Μητσοτάκη και το επιτελείο του. Έτσι κι αλλιώς, η θρησκεία στην Ελλάδα εργαλειοπούνταν ανέκαθεν από τους πολιτικούς. Το νέο στοιχείο όμως στην περίπτωση Μητσοτάκη είναι ότι αφενός χρησιμοποίησε το θρησκευτικό αίσθημα έναντι του πολιτικού του αντιπάλου: Αν άναβε ο Τσίπρας ένα κερί ήταν υποκριτής, αν δεν το άναβε ήταν άθεος· αφετέρου χρησιμοποίησε το ιδεώδες της ελληνικής Ορθοδοξίας για το οποίο μιλά η Δήμητρα Αθανασοπούλου στο «Μία καινούρια ανάγνωση του Λαϊκισμού». Πρόκειται για μια θεμελιώδη ελληνική ιδιοτυπία αναφέρει η συγγραφέας, «την οποία μπορούμε να θεωρήσουμε ως το τυπικό περιτύλιγμα ενός συμπτώματος που εκκινεί από την εθνική υπερηφάνεια και καταλήγει στη θυματοποίηση του ‘’πάντα φταίνε οι άλλοι’’».
Οι άλλοι είναι ο κίνδυνος. Που επιβουλεύονται την επιτυχία μας και το έργο του μεγάλου ηγέτη. Οι ξένες δυνάμεις, οι ξένοι πράκτορες. Οι ξένοι γενικά. Οι μετανάστες, οι πρόσφυγες και οι ντόπιοι συνοδοιπόροι τους. Κι αν διαπιστωθεί ότι το αφήγημα μπάζει, οι μηχανές διαστρέβλωσης της πραγματικότητας σερβίρουν το «Σχέδιο Β»: Ήταν θέλημα θεού, δεν φταίει η πολιτική ηγεσία. Ο «Μεγάλος Πατέρας», όμως θα τα φτιάξει όλα. Σε άγνωστο βέβαια χρόνο, αλλά θα γίνουν.
Αρκετοί πείστηκαν. Συγχωρέσετε με που θα το πω, μα νομίζω ότι για τον μέσο υπεύθυνο πολίτη πλέον είναι πιο εύκολο να πιστέψει σε έναν υβριδικό πόλεμο, τον οποίο πρόσφατα υπαινίχθηκε ο κύριος Μητσοτάκης από το βήμα της βουλής, παρά στην εκ θεμελίων αποσάθρωση των κρατικών υποδομών. Είναι πιο εύκολο να πιστέψει στο όραμα ενός πολιτικού «Πατριάρχη» που βρίσκεται στο ρετιρέ της κοινωνικής πυραμίδας και τον οποίο δεν μπορεί να αντικρίσει παρά ελάχιστες φορές, σαν όραμα, όπως συμβαίνει με τον άγνωστο κόσμο του ουρανού, παρά στο όραμα μιας κοινωνίας αλληλεγγύης και ισοτιμίας.
Θα πει κάποιος: Δεν είναι απαραίτητο ότι τον πιστεύουν. Ωστόσο, το 41% και η εκλογική πανωλεθρία του ΣΥΡΙΖΑ δείχνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Να το πούμε απλά: Δεν γίνεται να μην πιστεύεις τις επίσημες συνωμοσιολογικές αιτιάσεις του μητσοτακισμού και να πιστεύεις τον επίσημο διακινητή τους.
Αλλά αυτή είναι και η επιτυχία του εδώ που τα λέμε.
Γιατί συμβαίνει αυτό, ρωτώ για τελευταία φορά τον κύριο Κουραχάνη. «Ο κληρονόμος του πρωθυπουργικού θώκου αποτέλεσε μονόδρομο για τη διασφάλιση της σταθερότητας, τη διαφύλαξη της θέσης της Ελλάδας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κυρίως την εγγύηση μιας αστυνομοκεντρικής ασφάλειας έναντι μιας αφερέγγυας Αριστεράς. Η Δεξιά έχει κάτι να πει. Η νέα κεντροαριστερά αρκέστηκε σε ένα μιμητικό και υπνωτισμένο τραύλισμα των όσων ήδη είχε πει ο γνήσιος εκφραστής τους. Η άνευρη και ανέμπνευστη αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ κατά την τελευταία τετραετία, υπηρέτησε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την ανάδειξη μιας κυβέρνησης εκποίησης του δημόσιου πλούτου ως μοναδική λύση. Η έλλειψη στρατηγικού οράματος στην Αριστερά φέρει μεγάλη ευθύνη για την αβίωτη και πνιγηρή πολιτική ατμόσφαιρα στη χώρα μας».
Θα βρεθεί αυτό το όραμα; Ας το ελπίσουμε. Αλλιώς… Ευλόγησον!
Δημήτρης Κούλαλης •
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου