Τρίτη, Μαΐου 02, 2023

Cecilia Bartoli Castrati/Καστράτοι: Άριες γραμμένες για ευνουχισμένους αοιδούς (2016)

καστράτος < (άμεσο δάνειο) ιταλική castrato + ,[1] Αναδανεισμός, ετυμολογικό ζεύγος με τη μεσαιωνική ελληνική καστράτος < λατινική castratus (ευνουχισμένος)

Ουσιαστικό

καστράτος αρσενικό

  • (μουσική) άνδρας ερμηνευτής της εκκλησιαστικής μουσικής και της όπερας από το 16ο έως τα τέλη του 18ου αιώνα, ο οποίος είχε υποστεί ευνουχισμό στην παιδική ηλικία, ώστε η φωνή του να διατηρήσει την ικανότητα να αποδίδει πολύ ψηλές νότεςel.
Πηγή:Βικιλεξικό/wiktionary.orgi

Δεν υπάρχουν σχόλια: