Δευτέρα, Μαΐου 22, 2023

Ντέιμον Γκάλγκατ [Damon Galgut] «Αρκτικό καλοκαίρι»: πρόγευση

 

prodimosieysi dioptra Galgut

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του Ντέιμον Γκάλγκατ [Damon Galgut] «Αρκτικό καλοκαίρι» (μτφρ. Κλαίρη Παπαμιχαήλ), το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 24 Μαΐου από τις εκδόσεις Διόπτρα.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Πηγήγ: bookpress.gr

Οι δύο άντρες κάθονταν στις πολυθρόνες που σχημάτιζαν γωνία πίνοντας φτηνό ουίσκι και η συζήτησή τους έμοιαζε επιφανειακή, χωρίς να αγγίζει τίποτα τελείως. Μίλησαν για τον μεσογειακό πολιτισμό, ειδικά για τους Έλληνες, αλλά η κουβέντα ήταν σπασμωδική, παρεξέκλινε και κάθε τόσο επικρατούσε σιωπή.

Ήταν η τρίτη τους συνάντηση μόνο. Πρωτύτερα είχαν συναντηθεί δημοσίως στη Λέσχη Μοχάμεντ Άλι και οι δύο κύριοι είχαν περιεργαστεί ευγενικά ο ένας τον άλλο από απόσταση. Απόψε όμως είχε γίνει μια πρώτη κίνηση· ο Μόργκαν είχε προσκληθεί μαζί με δύο φίλους στο σπίτι του ποιητή για ένα ποτό. Οι φίλοι είχαν φύγει εδώ και ώρα και τώρα είχε μείνει μονάχα ο Μόργκαν. Υπήρξε μια σύντομη στιγμή αμηχανίας καθώς προσαρμόστηκαν και οι δύο στην καινούρια κατάσταση, μα έπειτα χάθηκε. Του άρεσε η νέα του γνωριμία, άκουγε γι’ αυτό τον άνθρωπο εδώ και κάμποσο καιρό και ανυπομονούσε να εμβαθύνει τις σχέσεις τους. Πιο άμεση ήταν η περιέργειά του να δει πού έμενε ο Καβάφης. 

Δεν απογοητεύτηκε. Η οδός Λέψιους βρισκόταν στην ελληνική συνοικία κι ίσως κάποτε να ήταν καλή διεύθυνση, αλλά τώρα είχε προφανώς ξεπέσει. Κάτω από το διαμέρισμα του Καβάφη στεγαζόταν ένα κακόφημο σπίτι, όπου έμπαιναν στα κλεφτά διάφοροι άντρες όλες τις ώρες.

«Τους έχω παρακολουθήσει από το μπαλκόνι μου», είπε εκείνος στον Μόργκαν, «και πολλοί είναι τέρατα – α, πολλοί! Μα δεν είναι όλοι άσχημοι. Ορισμένοι νεαροί έχουν πρόσωπα αγγελικά, ειλικρινά σας μιλάω».

Όπως στον δρόμο απ’ έξω, έτσι και στο εσωτερικό του διαμερίσματος επικρατούσε μια ατμόσφαιρα ξεπεσμένου μεγαλείου. Το μεγάλο σαλόνι στο οποίο περιποιήθηκε τον Μόργκαν σ’ εκείνη την πρώτη επίσκεψη ήταν φορτωμένο με έπιπλα και βάζα και ταπισερί και διακοσμητικά αντικείμενα, που κανένα δεν διακρινόταν πολύ καθαρά στο φως της λάμπας πετρελαίου. Μα το δωμάτιο έδινε μια εντύπωση από κειμήλια και κατάλοιπα, ίχνη μιας καλύτερης, πιο αριστοκρατικής ζωής, που είχε πια χαθεί.

Ή ίσως να ήταν απλώς αυτή η φήμη του. Ο Μόργκαν είχε ακούσει ως τώρα πάρα πολλές ιστορίες για τον ποιητή, μικρές αναφορές και θραύσματα από διαφορετικές πηγές. Στον μικροσκοπικό κόσμο της πολιτιστικής ζωής της Αλεξάνδρειας ο Καβάφης ήταν διάσημος – που σήμαινε πως οι άνθρωποι μιλούσαν γι’ αυτόν μερικές φορές με θαυμασμό και άλλες φορές χαμηλόφωνα και παράμερα. Ήταν ευρέως γνωστό ότι προερχόταν από καλή οικογένεια, αρχικά εκ Κωνσταντινουπόλεως, που είχε χάσει την περιουσία της από κακή τύχη και ακόμα χειρότερες επενδύσεις. Οι διάφοροι απόγονοι παρασύρθηκαν ένας ένας μακριά ή πέθαναν, αφήνοντας τον μικρότερο γιο, μεσήλικα πλέον, ανάμεσα στα γκρεμισμένα απομεινάρια της ζωής τους. Και κυκλοφορούσαν και κάποια άλλα ανέκδοτα για τις σκοτεινές πτυχές της ζωής του, τα οποία προκαλούσαν φθόνο και απέχθεια σε μερικούς κύκλους.

Η οδός Λέψιους βρισκόταν στην ελληνική συνοικία κι ίσως κάποτε να ήταν καλή διεύθυνση, αλλά τώρα είχε προφανώς ξεπέσει. Κάτω από το διαμέρισμα του Καβάφη στεγαζόταν ένα κακόφημο σπίτι, όπου έμπαιναν στα κλεφτά διάφοροι άντρες όλες τις ώρες.

Η νύχτα ήταν δροσερή. Ο Καβάφης είχε μισό τσιγάρο στην πίπα του σβηστό και την κουνούσε πέρα δώθε καθώς μιλούσε με ύφος μαρτυρικό για την απασχόλησή του στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων. Εργαζόταν στο Τμήμα Άρδευσης και υπέφερε από την ηλιθιότητα των συναδέλφων του.

«Πρέπει να ελέγχω τη γραμματική τους», είπε στον Μόργκαν, «σε κάθε υπόμνημα, σε κάθε επιστολή. Κι όσες φορές κι αν εξηγήσω τη σωστή χρήση του κόμματος, επαναλαμβάνουν απλώς τα λάθη τους. Ας μη μιλήσουμε για την απόστροφο! Δεν εγκαταλείπω όμως τις προσπάθειες. Τους καλώ στο γραφείο μου και τους τα εξηγώ πάλι όλα με την ελπίδα πως κάποια μέρα θα δουν το φως. Τι ευτυχισμένη θα ήταν αυτή η μέρα! Μα αμφιβάλλω αν θα έρθει ποτέ. Δεν υπάρχει ίχνος ποίησης σε κανέναν τους, ούτε ίχνος».

Η αναφορά στην ποίηση φάνηκε να τον προβληματίζει· απόμεινε συλλογισμένος για μια παρατεταμένη στιγμή κι ύστερα κοίταξε θλιμμένα τον Μόργκαν μέσα από τα γυαλιά του.

«Δεν ζητήσατε να διαβάσετε τα ποιήματά μου».
«Δεν τόλμησα. Μα θέλω πάρα πολύ να τα διαβάσω».
«Δεν θα τα καταλάβετε, γιατί είναι γραμμένα στα ελληνικά. Εκτός αυτού…»

Ο ποιητής σήκωσε τους ώμους του σαν να στέναζε.

«Τα ενδιαφέροντά μου δεν αφορούν τον περισσότερο κόσμο, είμαι ασυνήθιστος άνθρωπος. Με ελκύει το παρελθόν, βλέπετε, το πολύ μακρινό παρελθόν ή αλλιώς τα περιθώρια της σημερινής ζωής. Είμαι… Αχ, τι νόημα έχει;»

Το βλέμμα του είχε απομακρυνθεί από τον Μόργκαν και περιφερόταν πέρα από τις γωνίες του δωματίου.

Ο Μόργκαν είπε πάλι:

«Θέλω πάρα πολύ να τα διαβάσω».
«Δεν θα μπορούσατε ποτέ να καταλάβετε την ποίησή μου, αγαπητέ μου Φόρστερ, ποτέ».
«Ίσως και να μπορούσα. Δοκιμάστε με τουλάχιστον».
«Όχι, όχι, όχι. Τι νόημα έχει;»

Τα λόγια του ακούστηκαν τελεσίδικα, αλλά ξαφνικά σηκώθηκε.

«Περιμένετε, σας παρακαλώ», είπε, «πηγαίνω στο εργαστήριο βιβλιοδεσίας».

Κι εξαφανίστηκε σ’ ένα πίσω δωμάτιο.

Όταν γύρισε μετά από λίγο, κρατούσε κάτω από τη μασχάλη του ένα ντοσιέ με χύμα φύλλα, μέσα στο οποίο ο Μόργκαν έβλεπε σελίδες χειρόγραφες με κόκκινο και μαύρο μελάνι. Μα ο ποιητής δεν επέστρεψε στη θέση του.

«Ας πάμε στο κόκκινο σαλόνι. Το φως εκεί είναι πολύ καλύτερο».

Το φως δεν ήταν καλύτερο στο κόκκινο σαλόνι· το ίδιο το δωμάτιο με τα έπιπλά του ήταν πιο αριστοκρατικό. Δεν υπήρχε εδώ λάμπα πετρελαίου, μονάχα κεριά, που ο Καβάφης άρχισε να μετακινεί εδώ κι εκεί σύμφωνα μ’ ένα δικό του σχέδιο. Τελικά έδειξε ικανοποιημένος όταν ο ίδιος είχε τυλιχτεί στις σκιές και ο Μόργκαν καθόταν κοντά στο παράθυρο, βοηθούμενος μόνο από μια άστατη κίτρινη λάμψη.

Ο επισκέπτης είχε επίγνωση ότι περνούσε από δοκιμή. Ο Καβάφης έδειχνε βαριεστημένος και αδιάφορος, πράγμα που σήμαινε ότι τον ένοιαζε πολύ. Ωστόσο ο Μόργκαν δεν ένιωθε πως τα ελληνικά του, που είχε να τα χρησιμοποιήσει από την εποχή του Κέμπριτζ, ήταν επαρκή. Είχε μια ατελή συναίσθηση των νοημάτων που κρατούσε στα χέρια του και ύστερα από μερικά λεπτά που διάβαζε σμίγοντας τα φρύδια μπόρεσε να κάνει μια ασήμαντη παρατήρηση.

«Υπάρχουν ορισμένες συμπτώσεις ίσως – έτσι μου φαίνεται… ανάμεσα σ’ αυτά τα ελληνικά και στα ελληνικά του ιδιωτικού σχολείου. Μπορεί να κάνω και λάθος…»

Το αποτέλεσμα ήταν άμεσο. Ο Καβάφης ανακάθισε αμέσως στητός στην καρέκλα του, μονομιάς σε εγρήγορση, αφυπνισμένος.

«Α, αυτό είναι καλό, αγαπητέ μου Φόρστερ, είναι πολύ καλό, ειλικρινά! »

Άρχισε να φωνάζει οξύθυμα τον υπηρέτη του.

«Μιργκάνι! Έλα εδώ αμέσως! Μιργκάνι!»

Ο Μιργκάνι ήρθε και ο αφέντης του του είπε να φέρει ουίσκι.

«Το ποτήρι μου δεν άδειασε ακόμη», είπε ο Μόργκαν.
«Ναι, αλλά αυτό είναι το ουίσκι του Παλαμά. Η ποίηση απαιτεί κάτι καλύτερο. Στα κόκκινα ποτήρια, Μιργκάνι!»

dioptra galgut arktiko kalokairiΟ Μιργκάνι έφερε καλό ουίσκι σε κόκκινα ποτήρια κι ένα πιάτο με τυρί και ελιές. Κάποια κεριά έσβησαν και άναψαν άλλα σε διαφορετική διάταξη· τώρα ήταν ορατός ο Καβάφης και βυθισμένος στις σκιές ο καλεσμένος του. Τα ποιήματα επίσης είχαν αλλάξει χέρια.

Ο Μόργκαν αντιλήφθηκε πως η θέση του είχε αλλάξει τώρα που είχε αποδειχθεί άξιος. Το κόκκινο σαλόνι, τα κόκκινα ποτήρια: σηματοδοτούσαν μια άνοδο στην εκτίμηση του Καβάφη. Προσπάθησε να συμπεριφερθεί αναλόγως. Μέσα σε μια στιγμή όμως, όταν ο ποιητής άρχισε να διαβάζει, δεν χρειαζόταν να προσποιείται.

Η φωνή του Καβάφη, με την καλλιεργημένη αγγλική προφορά, ήταν απαλή και σίγουρη. Μετέφραζε ταυτόχρονα, αλλά ήταν ολοφάνερο πως ήξερε πολύ καλά τους στίχους του και το χαρτί τού ήταν σχεδόν περιττό. Το μακρόστενο ωχρό πρόσωπο με τα βλέφαρα που θύμιζαν σαύρα και με το ύφος της μελαγχολικής ευαισθησίας έμοιαζε να χάνεται στη στιγμή μέσα σε μια ομίχλη, μέσω της οποίας οδηγήθηκε ο Μόργκαν σ’ έναν στριφογυριστό διάδρομο, που τον πήγε στην εικόνα μιας μεσονύχτιας πομπής, φασματικής μα πανέμορφης, η οποία έβγαινε από τις πύλες της πόλης της Αλεξάνδρειας σ’ έναν πολύ παλιό αλλοτινό χρόνο, που θα μπορούσε να μην είχε περάσει και καθόλου.

Το ποίημα ήταν σύντομο και το μήνυμά του άπιαστο, ώσπου ο Καβάφης πρόσθεσε λακωνικά τον τίτλο, σαν ύστερη σκέψη θαρρείς.

«“Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον”».
«Από τον Πλούταρχο;»
«Ναι, ακριβώς. Α, εξαιρετικά, Φόρστερ».

Και πάλι η νότα της ανανεωμένης ενεργητικότητας και του ενδιαφέροντος· ο καλεσμένος του τον ευχαριστούσε πολύ απόψε.

«Θα θέλατε να ακούσετε κι άλλο ένα;»
«Πάρα πολύ».

Ακολουθήστε την bookpress.gr στο Google News και διαβάστε πρώτοι τα θέματα που σας ενδιαφέρουν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Τα εθνικά μας χούγια

  ...