Κυριακή, Μαΐου 21, 2023

15 Έλληνες/ίδες πεζογράφοι: από τη βραβευμένη πρώτη εμφάνισή τους στην καταξιωμένη συγγραφική τους πορεία

 


Τι γίνονται οι πρωτοεμφανιζόμενοι όταν μεγαλώσουν;

Γιώργος Ν. Περαντωνάκης 
 Επιμέλεια: Μισέλ Φάις


Οι νέοι αυτοί κινούνται διεθνιστικά, αλλά συνάμα ξαναγυρίζουν στο χωριό και στην εκεί ζωή, θέτουν ζητήματα φύλου και ρόλων, βουτάνε συχνά την πένα τους στο μελάνι του παρελθόντος και της Ιστορίας, επαναφέρουν την πολιτική με αναθεωρητική διάθεση, καταγίνονται με τους προβληματισμούς του 21ου αιώνα, δοκιμάζουν τα όρια της γλώσσας μας και λιγότερο τις αντοχές της αφήγησης, και ευρύτερα πειραματίζονται με υβριδικές μορφές λόγου.

Η έννοια του «πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα», ο οποίος σε νεαρή συνήθως ηλικία (αν και αυτό το όριο επεκτείνεται όλο και περισσότερο προς τα πάνω) γράφει το πρώτο του βιβλίο, τυγχάνει ευκολότερα της προσοχής μας ως μια φρέσκια κι ίσως πολλά υποσχόμενη γραφίδα και εντάσσεται στις ειδικές λίστες των βραβείων, δέχεται συχνά επαίνους αλλά και βέλη.

Οι επικριτές της επισημαίνουν ότι δεν είναι μια ιδιαίτερη κατηγορία που αξίζει την προσοχή μας, όταν μάλιστα οι πρωτοεμφανιζόμενοι κερδίζουν τα όποια φώτα της δημοσιότητας σχεδόν ισάξια με τους φτασμένους λογοτέχνες και συχνά, συχνότατα, δεν εξελίσσονται ανάλογα.

Αν πάμε πίσω στο 1996, όταν το περιοδικό «Διαβάζω» θεσμοθετεί ειδικό βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, κι αργότερα στο 2011, όταν τα Κρατικά Βραβεία ακολουθούν την ίδια πολιτική, θα άξιζε να διερευνήσουμε -με την ασφάλεια της απόστασης- ποια εξέλιξη είχαν όσοι κατέβηκαν τότε για πρώτη φορά στον λογοτεχνικό στίβο. Η πρώτη απόπειρα μπορεί να έχει τη δυναμική μιας παθιασμένης ορμής και να κουβαλά βιώματα κι εμπειρίες, αλλά τελικά τα επόμενα έργα είναι αυτά που θα καταξιώσουν τον δημιουργό. Ειδικά το δεύτερο απογειώνει ή προσγειώνει, δείχνει σταθερότητα και συγγραφική τέχνη ή ξεφουσκώνει μόλις περάσει τη γωνία, ενώ από το τρίτο και μετά έχουμε μια πληρέστερη εικόνα, που μας επιτρέπει να εκτιμήσουμε συνολικά τον συγγραφέα.

Από τις μικρές λίστες των προαναφερθέντων βραβείων (μέσα στην περίοδο 1996-2010, ώστε η απόσταση να μας βοηθήσει να παρακολουθήσουμε την πορεία τους), ξεχώρισα 15 ονόματα που όχι μόνο διακρίθηκαν τότε (κάποια εξ αυτών πήραν και το βραβείο), αλλά και η μετέπειτα παρουσία τους, μετά από μια σειρά βιβλίων, επιβεβαίωσε τις ελπίδες που τότε είχαν αφήσει.

Μιχάλης Μιχαηλίδης

Το 1997 [όλες οι χρονολογίες αναφέρονται στο έτος έκδοσης του βιβλίου κι όχι στο έτος βράβευσης] ο Μιχάλης Μιχαηλίδης (1969) με τον «Μηχανισμό της σύγχυσης» ξεκινά την πεζογραφική του πορεία κι έκτοτε τον βρίσκουμε άλλες τρεις φορές στις μικρές λίστες («Νυχτερινή διαδρομή», 2006, και «Οι επόπτες», 2016), με τη «Σκύλα και το κουτάβι» (2002) μάλιστα να παίρνει το πρώτο βραβείο του «Διαβάζω». 

Τάσος Χατζητάτσης

Την ίδια χρονιά ο πρόωρα χαμένος Τάσος Χατζητάτσης (1945-2008) εκδίδει το πρώτο του βιβλίο, το «Εντεκα σικελικοί εσπερινοί», και άλλες τρεις φορές εισέρχεται στις μικρές λίστες («Στη Σφενδόνη», 2000, και «Μονόξυλο στο ποτάμι», 2006), με αποκορύφωμα το 2003, όταν έλαβε το Βραβείο Μυθιστορήματος του «Διαβάζω» για το έργο του «Σα σπασμένα φτερά».

Νίκη Αναστασέα

Το 1998 εμφανίζεται στα γράμματα η Νίκη Αναστασέα (1947-2019) με το μυθιστόρημα «Αυτή η μέρα αργά προχωρούσε», κατακτώντας το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου του περιοδικού «Διαβάζω», το 2012 κερδίζει την πρώτη θέση τόσο στα Κρατικά Βραβεία όσο και στα Βραβεία του Διαβάζω για το «Πολύ χιόνι μπροστά στο σπίτι», ενώ έχει περιληφθεί άλλες δύο φορές στις μικρές λίστες του «Διαβάζω» («Επικράνθη διά χειρός Αλέξη Ραζή», 2006, και «Τα άγρια περιστέρια», 2014).

Ελενα Μαρούτσου

Το ίδιο έτος η Ελενα Μαρούτσου (1967) εμφανίζεται για πρώτη φορά με τη συλλογή διηγημάτων «Του ύψους και του βάθους» (1998), ξαναμπαίνει στη μικρή λίστα και των δύο βραβείων το 2015 («Οι χυδαίες ορχιδέες»), ενώ η κριτική δεν έχει καθόλου προσπεράσει τα υπόλοιπα βιβλία της.

Νίκος Θέμελης

Ο Νίκος Θέμελης (1947-2011) δεν χρειάζεται πλέον συστάσεις. Ξεκίνησε όμως άγνωστος στο λογοτεχνικό στερέωμα με την «Αναζήτηση» το 1998, εκτιμήθηκε αμέσως, παγιώθηκε με την τριλογία του, πήρε το Κρατικό βραβείο και το Βραβείο Μυθιστορήματος του «Διαβάζω» για την «Ανατροπή» (2000) και επανήλθε στις μικρές λίστες με τις «Αλήθειες των άλλων» (2008).

Δήμητρα Κολλιάκου

Η Δήμητρα Κολλιάκου (1968) εμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1999 με «Το μαγείο». Εκτοτε βρίσκεται ανά τακτά διαστήματα στο βλέμμα των βιβλιοκριτικών και των κριτικών επιτροπών, που έχουν προσέξει τη «Θερμοκρασία δωματίου» (2006), την «Αρρώστια των βουνών» (2009) και το «Ημισυ του παντός» (2015), ενώ το 2018 εκδίδει το «Αλφαβητάρι εντόμων», μια συλλογή διηγημάτων που κέρδισε το Βραβείο του «Αναγνώστη».

Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης

Ιδιαίτερη περίπτωση είναι και ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης (1967) που με τους «Τέσσερις τοίχους» (2000) απέσπασε το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου του «Διαβάζω», ενώ οι «Φυσικές ιστορίες» (2006) και «Το ελάχιστο ίχνος» (2013) διακρίθηκαν, με τελευταίο πεζό του «Το όνομά σου» (2022) να εκτιμάται δεόντως.

Ελένη Γιαννακάκη

Οταν η γαστρονομική λογοτεχνία δέσποζε, κερδίζει το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου του «Διαβάζω» η Ελένη Γιαννακάκη (1955) («Περί ορέξεως και άλλων δεινών», 2001), όπου η περί του φαγητού πεζογραφία συναντά το πανεπιστημιακό μυθιστόρημα. Εκτοτε η πεζογράφος καταξιώθηκε με έργα όπως «Τα χερουβείμ της μοκέτας» (2006) και «Σκούρο γκρι, σχεδόν μαύρο» (2016).

Χρήστος Αστερίου

Το 2003 εμφανίζεται ο Χρήστος Αστερίου (1971) με «Το γυμνό σώμα και άλλες ιστορίες». Η παρουσία του συνεχίζει έως σήμερα να είναι αδιάλειπτη, με έργα όπως «Το ταξίδι του Ιάσονα Ρέμβη» (2006), το «Ισλα μπόα» (2012) και «Μικρές αυτοκρατορίες: Muratti - Ενας αποχαιρετισμός» (2021).

Πάνος Καρνέζης

Την ίδια χρονιά με τον Χρ. Αστερίου εμφανίζεται και ο Πάνος Καρνέζης (1967) με τις «Μικρές ατιμίες», οι οποίες προκάλεσαν μεγάλη εντύπωση, ενώ το 2015 «Οι φυγάδες» ξεχώρισαν στη μικρή λίστα του Μυθιστορήματος του «Αναγνώστη».

Λένα Κιτσοπούλου

Το 2007 κέρδισε το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενης του «Διαβάζω» η Λένα Κιτσοπούλου (1971) με τις «Νυχτερίδες» (2006), συγγραφέας η οποία συνέχισε δυναμικά στο θέατρο αλλά και στην πεζογραφία, με έργα όπως οι «Μεγάλοι δρόμοι» (2010) και «Το μάτι του ψαριού» (2015).

Νίκος Μάντης

Την ίδια χρονιά έκανε αισθητή την πρώτη του παρουσία ο Νίκος Μάντης (1972) με το «Ψευδώνυμο» (2006). Ο πενηντάχρονος πλέον πεζογράφος ίσως είναι ο πιο καταξιωμένος μεταξύ των συνομηλίκων του, αφού πολλά έργα του διακρίθηκαν: το «Πέτρα, ψαλίδι, χαρτί» (2014) και το «Σφάλμα συστήματος» (2019) βρέθηκαν στις μικρές λίστες μυθιστορήματος του «Διαβάζω» και του «Αναγνώστη» αντίστοιχα, ενώ δύο άλλα μυθιστορήματά του πήραν το εν λόγω βραβείο, η «Αγρια Ακρόπολη» (2013) και «Οι τυφλοί» (2017).

Γιάννης Παλαβός

Τρίτος πρωτοεμφανιζόμενος το 2007 ήταν ο Γιάννης Παλαβός (1980) με την «Αληθινή αγάπη και άλλες ιστορίες». Εκτοτε καταξιώθηκε στον χώρο του διηγήματος με «Το αστείο» (2012), που κέρδισε τόσο το Κρατικό Βραβείο όσο και το Βραβείο του «Διαβάζω» και με «Το παιδί» (2019).

Γιάννης Μακριδάκης

Ο Γιάννης Μακριδάκης (1971) ξεκίνησε το 2008 με τον «Ανάμιση ντενεκέ» και συνέχισε με συνεχόμενες νουβέλες, σχεδόν μία κάθε χρόνο, αφήνοντας το στίγμα του στη λογοτεχνία της υπαίθρου και της αποαναπτυξιακής αυτάρκειας. Με άλλα πέντε μάλιστα βιβλία του συμπεριελήφθη στους καλύτερους συγγραφείς της χρονιάς: «Ηλιος με δόντια» (2010), «Η άλωση της Κωνσταντίας» (2011), «Η πρώτη φλέβα» (2016), «Ολα για καλό» (2017) και «Ενάμισι δευτερόλεπτο φως» (2020).

Κάλλια Παπαδάκη

Κλείνω με την Κάλλια Παπαδάκη (1978), που πρωτοκατεβαίνει στη λογοτεχνική κονίστρα το 2009 με τον «Ηχο του ακάλυπτου» κι αργότερα ξεχωρίζει με τους «Δενδρίτες» (2015).

Επέμεινα πιο πολύ στα «αντικειμενικά» στοιχεία, όπως είναι τα βραβεία και η ένταξη στις μικρές λίστες του εκάστοτε έτους, αλλά θα μπορούσα κάλλιστα να επεκταθώ στην κριτική υποδοχή των συγγραφέων. Φυσικά, ένα ποσοστό από όσους ξεχώρισαν στην πρώτη τους εμφάνιση χάθηκε στην πορεία, είτε επειδή οι ίδιοι δεν συνέχισαν να γράφουν, είτε επειδή η ποιότητα των βιβλίων τους δεν διατηρήθηκε σε υψηλό επίπεδο. Από την άλλη, όμως, πολλοί πρωτοεμφανιζόμενοι εδραιώνονται σταδιακά, διατηρούν ή και αυξάνουν την καλή τους φήμη και τελικά, μετά από 15-20 χρόνια, αποτελούν ένα μικρό ή μεγάλο κεφάλαιο της νεοελληνικής μας πεζογραφίας.

Οι συγγραφείς που προανέφερα ξεκίνησαν αφανείς και σταδιακά εδραιώθηκαν, χτίζοντας πάνω στο πρώτο τους βιβλίο μια σειρά άλλων τα οποία συνέχισαν με ανιούσα πορεία το συγγραφικό τους ντεμπούτο. Σήμερα, ακούγοντας το όνομα λ.χ. του Νίκου Μάντη ή του Γιάννη Μακριδάκη δεν μιλάμε για ταλέντο, αλλά για φτασμένους πεζογράφους.

Το πρώτο τους έργο ενδέχεται να μην ήταν κατ’ ανάγκην πολύ καλό, αλλά σηματοδότησε ως πρώτο σκαλί τα επόμενα. Πολύ συχνά αυτές οι «ουρανοκατέβατες» πένες ξενίζουν ευχάριστα με την καινοτόμο γραφή και την πρωτότυπη σύλληψη της πραγματικότητας. Αντισυμβατικοί ή ριψοκίνδυνοι, αναζητούν μια νέα ματιά, στοιχίζονται με τις εξελίξεις στο εξωτερικό και ξαναβλέπουν τη σκουριασμένη κοινωνία με νέα κιάλια.

Στην ουσία συντονίζονται με τις αναζητήσεις τής μετά το 1989 εποχής και αναδεικνύουν θέματα τα οποία προσανατολίζονται προς διάφορες κατευθύνσεις. Οι νέοι αυτοί κινούνται διεθνιστικά, αλλά συνάμα ξαναγυρίζουν στο χωριό και στην εκεί ζωή, θέτουν ζητήματα φύλου και ρόλων, βουτάνε συχνά την πένα τους στο μελάνι του παρελθόντος και της Ιστορίας, επαναφέρουν την πολιτική με αναθεωρητική διάθεση, καταγίνονται με τους προβληματισμούς του 21ου αιώνα (μετανάστευση, ανθρώπινα δικαιώματα, μέσα μαζικής ενημέρωσης, λαϊκισμός, επιστήμη και οικονομία, φυσικό περιβάλλον), δοκιμάζουν τα όρια της γλώσσας μας και λιγότερο τις αντοχές της αφήγησης, ενίοτε μπολιάζουν την τελευταία με στοιχεία του αστυνομικού μυθιστορήματος και ευρύτερα πειραματίζονται με υβριδικές μορφές λόγου.

Η πρώτη εμφάνιση δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή, αφού το όνομα δεν έχει (προ)ιστορία στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι. Αν ένας «τυχαίος», απροσδιώνυμος νεαρός γράφει και εκδίδει βιβλίο, αυτό δεν θα προσεχθεί αν δεν ασχοληθούν μαζί του τόσο οι κριτικοί όσο και οι επιτροπές βραβείων. Να ασχοληθούν με αυτόν ως μια υποσχόμενη φωνή κι όχι ως μια έτοιμη συγγραφική πένα. Παρά τον κίνδυνο επανάπαυσης εκ μέρους του νεαρού λογοτέχνη ή της υπερεκτίμησης του έργου του, πολλοί πρωτοεμφανιζόμενοι τού σήμερα (θα) είναι οι καταξιωμένοι τού αύριο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Τα εθνικά μας χούγια

  ...