Ο Θεός, ο κόσμος και ο άνθρωπος στην ιστορική πορεία της Δυτικής φιλοσοφίας
Μέρος της νωπογραφίας του Μιχάηλ Άγγελου «Η δημιουργία του Αδάμ» (περ. 1508-1512).
Ο Μύρων Ζαχαράκης γράφει : 1. για το βιβλίο του Χάιντς Χάιμζετ «Τα έξι μεγάλα ερωτήματα της Δυτικής Μεταφυσικής» (μτφρ. Μιχάλης Παπανικολάου)
2. για το βιβλίο του Ετιέν Ζιλσόν «Το Ον και η Ουσία» (μτφρ. Θάνος Σαμαρτζής), που κυκλοφορούν από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Είναι ευρέως διαδεδομένη η άποψη ότι η φιλοσοφία του Διαφωτισμού στηρίχθηκε κυρίως στην επιστημονική αναζήτηση της αλήθειας, και βάσει αυτής νομιμοποιήθηκε το αίτημά της για ριζική αναδιάρθρωση των κοινωνιών στο κοινωνικοπολιτικό επίπεδο. Παρακολουθώντας την ανάπτυξη των επιστημών, η νεότερη φιλοσοφική σκέψη επιχειρούσε την ανακάλυψη της μεθόδου που χρησιμοποιούσαν, με σκοπό την οικοδόμηση ενός νέου φιλοσοφείν πάνω στις φυσικοεπιστημονικές βάσεις. Με λίγα λόγια, η νεώτερη σκέψη ξεκίνησε αφενός από την απόρριψη της παραδοσιακής μεταφυσικής (σχολαστικισμός) και αφετέρου από τη νεότευκτη τότε φυσική επιστήμη, με την οποία επεδίωκε να υπερκεράσει την προηγούμενη. Αυτή είναι η επίσημη γραμμή ερμηνείας.
Ωστόσο, υπάρχουν και ορισμένοι συγγραφείς που την αμφισβητούν: από τους σημαντικότερους είναι ο Γάλλος καθηγητής Étienne Gilson και ο Γερμανός Heinz Heimsoeth, τα περισπούδαστα βιβλία των οποίων μεταφράστηκαν και εκδόθηκαν από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Τόσο ο Heimsoeth όσο και ο Gilson, λόγω της στρατευμένης τους προσέγγισης, εκλαμβάνουν ως δεδομένη την ιστορική συνέχεια των μεταφυσικών προβληματισμών.
Ο Heimsoeth
Αρχικά, ο Heimsoeth επιχειρεί να χαράξει μια διαφορετική πορεία στη μελέτη της ιστορίας της δυτικής Φιλοσοφίας, γι’ αυτό και επιλέγει να την αφηγηθεί όχι σε συνάρτηση με τη ζωή και το χαρακτήρα των στοχαστών, αλλά στη βάση της εξέτασης ορισμένων μεγάλων διαχρονικών προβλημάτων που διαρκώς επανέρχονται στο προσκήνιο και επανατίθενται (σχολή «Problemgeschiechte»).
Συγκεκριμένα, ο Heimsoeth εντοπίζει έξι τέτοια θεμελιώδη προβλήματα, στα οποία αφιερώνει ισάριθμα κεφάλαια, δείχνοντας την ενότητα της Δυτικής Μεταφυσικής: Θεός και κόσμος, περατότητα και άπειρο, κόσμος και ψυχή, είναι και γίγνεσθαι, άτομο και καθολικότητες, και τέλος, νόηση και βούληση.
Πρόκειται για ένα στρατευμένο βιβλίο, αφού όπως γίνεται φανερό, ο συγγραφέας του υποστηρίζει ανοικτά συγκεκριμένες φιλοσοφικές θέσεις. Συγκεκριμένα, παρουσιάζει τη σταδιακή μετάβαση της δυτικής Μεταφυσικής από το δυϊσμό στον μονισμό, από τη λατρεία για το πέρας στην αποδοχή του απείρου, από το ρεαλισμό στον ιδεαλισμό, στο γίγνεσθαι από το είναι, από τις καθολικές έννοιες στο άτομο, και τέλος, από τη νοησιαρχία στη βουλησιαρχία.
Ο συγγραφέας απορρίπτει την κυρίαρχη την κυρίαρχη παραδοχή ότι στους Νεότερους Χρόνους ο Θεός αντικαταστάθηκε από τον Άνθρωπο ως ανώτερη αξία, ενώ θεωρεί την Αναγέννηση μάλλον ένα ασήμαντο ενδιάμεσο στάδιο ρητορικής έξαρσης παρά ουσιαστική φιλοσοφική μεταβολή. Σύμφωνα με τον ίδιο, πραγματική επανάσταση που έστρεψε τη φιλοσοφική σκέψη της Δύσης προς εντελώς νέες κατευθύνσεις υπήρξε η εμφάνιση του Χριστιανισμού. Γι’ αυτό και η διάκριση της Φιλοσοφίας σε Αρχαία, Μεσαιωνική και Νεότερη θα έπρεπε να αντικατασταθεί από τη διάκριση σε προχριστιανική και σε μεταχριστιανική λόγω της κοινής τους προβληματικής.
Η ανατίμηση της ύλης λόγου χάρη που είχε ως αποτέλεσμα τη νεότερη Φυσική του Νεύτωνα και του Γαλιλαίου, δεν έλκει την καταγωγή της παρά στον ερευνητικό ζήλο της φύσης που ενθάρρυναν οι βαθιά θρησκευόμενοι Γερμανοί μυστικιστές.
Αν υφίσταται μια ουσιαστική τομή στη Μεταφυσική, αυτή θα εντοπιζόταν στον ύστερο Μεσαίωνα και κυρίως τη νομιναλιστική παράδοση του Γερμανικού μυστικισμού. Στοχαστές όπως ο Eckhardt, ο Silesius και ο Jacob Boehme υπήρξαν οι πραγματικοί ανανεωτές της μεταφυσικής σκέψης, την οποία τροφοδότησαν με ριζοσπαστικές ιδέες, εμπνευσμένοι από τα θρησκευτικά τους βιώματα.
Η ανατίμηση της ύλης λόγου χάρη που είχε ως αποτέλεσμα τη νεότερη Φυσική του Νεύτωνα και του Γαλιλαίου, δεν έλκει την καταγωγή της παρά στον ερευνητικό ζήλο της φύσης που ενθάρρυναν οι βαθιά θρησκευόμενοι Γερμανοί μυστικιστές.
Εκείνοι εισήγαγαν στη Φιλοσοφία τη χριστιανική ιδέα της creation ex nihilo, που έδωσε την αυτοτέλεια στην ύλη και από αυτή η μηχανιστική αντίληψη του σύμπαντος. Έτσι η Δυτική Μεταφυσική πέρασε από την υποταγή στη φύση την υποταγή της φύσης στους σκοπούς του ανθρώπου, όπως καταλήγει ο Heimsoeth στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου.
Στο δεύτερο κεφάλαιο, ο Heimsoeth αναλύει την ανατίμηση της έννοιας του απείρου από την επιρροή του Χριστιανισμού: από την πλατωνική-πυθαγόρεια απαξίωση του απείρου ως ατελούς και προβληματικού έφτασε σταδιακά να αναγνωριστεί στο άπειρο οντολογική προτεραιότητα, ακριβώς επειδή θεωρήθηκε ιδιότητα του Θεού.
Παράλληλα με την ανατίμηση του απείρου, συνεχίζει ο συγγραφέας στο τρίτο κεφάλαιο, σημειώθηκε η σταδιακή μετατόπιση της μεταφυσικής αναζήτησης από τον κοσμοκεντρισμό στον ανθρωποκεντρισμό: ενώ η αρχαιοελληνική σκέψη αντιμετώπιζε την ανθρώπινη ψυχή ως μέρος του υλικού σύμπαντος, σταδιακά η Φιλοσοφία αναγνώρισε τη χριστιανική διάκριση της ψυχής από τον υλικό κόσμο, για να καταλήξει τελικά στην αναγωγή του εξωτερικού κόσμο στις ψυχικές παραστάσεις του ανθρώπινου υποκειμένου (ιδεαλισμός).
Το βιβλίο δίνει ασυνήθιστη έμφαση σε συγκεκριμένους στοχαστές της γερμανικής σκέψης και κυρίως στους Γερμανούς μυστικιστές του ύστερου Μεσαίωνα, στους Γερμανούς Ιδεαλιστές του 19ου αιώνα, αλλά και στους Leibniz και Nietzsche.
Ο ίδιος ο κόσμος ερμηνεύτηκε τελικά με πρότυπο τις ψυχικές λειτουργίες ως κάτι άπειρο, αιώνιο και διαρκώς μεταβαλλόμενο ως ένα αέναο γίγνεσθαι, αντίθετα με την πίστη στη σταθερότητα που χαρακτήριζε την ελληνική Οντολογία ήδη από τον Παρμενίδη και τον Πλάτωνα, υποστηρίζει ο Heimsoeth στο τέταρτο κεφάλαιο.
Στο πέμπτο κεφάλαιο, ο Heimsoeth ισχυρίζεται ότι μια ακόμη σημαντική συνεισφορά της χριστιανικής πίστης στη δυτική Φιλοσοφία ήταν η αναγνώριση του ανθρώπινου προσώπου ως κάτι μοναδικού και ανεπανάληπτου. Ενώ η αρχαιοελληνική σκέψη έδινε προτεραιότητα στις καθολικές έννοιες (πλατωνικές Ιδέες, αριστοτελικές ουσίες, πλωτινικό Εν), από τον Descartes και έπειτα αναγνωρίστηκε η ελευθερία, για να φτάσουμε στην παθιασμένη υποστήριξη του ατόμου και της ελεύθερης δημιουργικότητάς του από τους Γερμανούς εκπροσώπους του Ρομαντισμού και του κινήματος “Sturm und Drang”.
Στο έκτο κεφάλαιο, ο Heimsoeth λέει ότι αυτή η χριστιανικής προέλευσης στην ελευθερία ως θεμελιώδους ιδιότητα του ανθρώπου έφτασε να διαλύσει σιγά σιγά τη νοησιαρχική στάση της παραδοσιακής Μεταφυσικής δίνοντας το πρωτείο στη θέληση. Εκτός από τον Descartes και τον Kant, καθοριστικό ρόλο έπαιξαν εδώ οι φιλόσοφοι Berkeley και Fichte.
Το βιβλίο δίνει ασυνήθιστη έμφαση σε συγκεκριμένους στοχαστές της γερμανικής σκέψης και κυρίως στους Γερμανούς μυστικιστές του ύστερου Μεσαίωνα, στους Γερμανούς Ιδεαλιστές του 19ου αιώνα, αλλά και στους Leibniz και Nietzsche. Μεγάλη σημασία δίνεται επίσης στο ρόλο του Χριστιανισμού στην ευρωπαϊκή σκέψη, με στόχο να καταδειχτεί και η ενότητα στον προβληματισμό ύστερου Μεσαίωνα και Νεότερων Χρόνων. Στο βιβλίο μοιάζει να ξετυλίγεται αντίστροφα ολόκληρη η δυτική Μεταφυσική, για να καταλήξει σε μια κατεύθυνση ατομοκεντρική, μονιστική, βολονταριστική, ιδεαλιστική, του γίγνεσθαι και της άπειρης δημιουργικής ελευθερίας.
Ο Gilson
Αντίθετα από του Heimsoeth, το βιβλίο του Gilson γράφτηκε λίγο μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο (με ένα παράρτημα του 1962). Μέσα σε αυτό παρουσιάζεται σε δέκα κεφάλαια η εξέλιξη του προβλήματος της ύπαρξης στη Δυτική Φιλοσοφία, από την ελληνική Αρχαιότητα μέχρι τον εικοστό αιώνα. Το πρόβλημα της ύπαρξης είναι το βασικότερο φιλοσοφικό ερώτημα, διότι εκεί εδράζεται κάθε προϋπόθεση για τη γνώση μας σχετικά με τον κόσμο. Σύμφωνα με τον Gilson, η κύρια αιτία για τις πλάνες των εκπροσώπων της Δυτικής Μεταφυσικής δεν είναι άλλη από την ακόλουθοι: αντί να εστιάσουν στο Ον, πάντα στρέφονταν σε μια από τις επιμέρους όψεις του, για την οποία μιλούν οι διάφορες επιστήμες. Γι’ αυτό και ως προμετωπίδα του βιβλίου είναι η ρήση του Émile Meyerson: «Ο λόγος έχει ένα μονάχα μέσο για να εξηγήσει ό,τι δεν προέρχεται από τον ίδιο: να το αναγάγει στο μηδέν». Με αυτό το βιβλίο δεν έχει στόχο να γράψει μια απλή εξιστόρηση της Δυτικής Μεταφυσικής, αλλά επιδιώκει κα να πείσει για την ανάγκη της σύγχρονης φιλοσοφίας να θέσει εκ νέου το πρόβλημα του όντος βασισμένη στη φιλοσοφία του μεσαιωνικού στοχαστή Θωμά Ακινάτη. Ο Gilson ισχυρίζεται πως η εγγενής τάση του ανθρώπινου νου να ουσιοποιεί την ύπαρξη είναι το σπουδαιότερο μάθημα που μπορούμε να πάρουμε από τη μελέτη της δυτικής Μεταφυσικής. Γι’ αυτό προβαίνει σε μια εξονυχιστική διερεύνηση των σημαντικότερων απαντήσεων που έδωσαν στο συγκεκριμένο πρόβλημα οι φιλόσοφοι από τον Πλάτωνα και τον Παρμενίδη ως τους Υπαρξιστές συγγραφείς του 20ού αιώνα.
Αρχίζοντας την πραγμάτευσή του, παραδέχεται ότι η πιο συνηθισμένη μομφή ενάντια στη Μεταφυσική είναι ότι μεταχειρίζεται μια γλώσσα ασαφή και επιτηδευμένα περίτεχνη. Στην πραγματικότητα όμως, ακόμη και στον καθημερινό μας λόγο θίγουμε εν αγνοία μας μεταφυσικά προβλήματα και λαμβάνουμε θέση απέναντί τους: πόσοι από μας συνειδητοποιούμε ότι όταν λέμε τις λέξεις «είναι», «εξαιτίας» και «προκειμένου», καταπιανόμαστε με τα προβλήματα του όντος, της αιτιοκρατίας και της τελολογίας; Η Μεταφυσική λοιπόν δεν ξεφεύγει από την κοινή γλώσσα, παρά μόνο για να εξετάσει αν αυτή η κοινή γλώσσα προσφέρει μια πραγματικά έγκυρη γνώση του επιστητού. Σύμφωνα με τον Gilson, ακριβώς αυτό έκανε στην Αρχαιότητα ο Παρμενίδης, πρώτος μεταφυσικός φιλόσοφος, αναζητώντας το νόημα των λέξεων «ον» και «μη ον». Η ιδιοφυής οντολογική ανάλυση του Παρμενίδη πυροδότησε σοβαρούς φιλοσοφικούς προβληματισμούς: αν το αυθεντικά υπαρκτό ον χαρακτηρίζεται από αιωνιότητα, ενότητα και ομοιομορφία, τότε πώς εξηγείται η πολλαπλότητα και η φθορά που παρατηρούνται παντού στον εμπειρικό κόσμο; Τη γεφύρωση του χάσματος ανάμεσα στις απαιτήσεις της λογικής σκέψης και την εμπειρία ανέλαβε ο Πλάτων με την περίφημη θεωρία για τις Ιδέες και τη μέθεξη των όντων σε αυτές. Η πλατωνική Οντολογία με τη σειρά της, ως γνήσια ουσιοκρατική, γρήγορα βρέθηκε αντιμέτωπη με το ερώτημα για το πώς καταφέρνει η Ιδέα να συνδέεται με το πλήθος των εμπειρικών πραγμάτων δίχως να χάνει την ενότητά της. Πραγματικά, καθώς η πλατωνική σκέψη οπισθοχώρησε μπροστά στο δίλημμα του αν πρέπει να παραιτηθούμε από τη γνώση των Ιδεών (ουσία) για χάρη της εμπειρίας ή το αντίστροφο, ένας νέος φιλόσοφος, ο Πλωτίνος, απάντησε με έναν απρόσμενα ριζοσπαστικό τρόπο: η ουσία (Ιδέες) είναι υπαρκτή και γνώσιμη, ακριβώς επειδή ανάγεται στο μη ον: πρόκειται για το περίφημο, πλωτινικό Εν.
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ακόμη και αν οι πλατωνικές Ιδέες υπάρχουν πραγματικά, δεν είναι σε θέση να μας μάθουν τίποτε για τον πολύμορφο κόσμο της εμπειρίας μας.
Ωστόσο, το πρόβλημα που αντιμετώπισε ο Πλάτων δέχτηκε και μια ριζικά διαφορετική προσέγγιση, αυτή του Αριστοτέλη, ο οποίος ξεκινώντας από διαφορετική αφετηρία, απέρριψε τη θεωρία των Ιδεών για χάρη του εμπειρικού κόσμου. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ακόμη και αν οι πλατωνικές Ιδέες υπάρχουν πραγματικά, δεν είναι σε θέση να μας μάθουν τίποτε για τον πολύμορφο κόσμο της εμπειρίας μας. Κατά συνέπεια, δεν έχουν τίποτε κοινό με ό,τι συνήθως ονομάζουμε «πραγματικότητα». Μόνο τα επί μέρους πράγματα του εμπειρικού κόσμου είναι όντως υπαρκτά. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, όλα τα επί μέρους όντα ανήκουν είτε στην κατηγορία των αυθύπαρκτων (τα οποία ονομάζει «ουσίες»), είτε στην κατηγορία των εξαρτημένων (που ονομάζει «συμβεβηκότα»). Στην πρόταση λόγου χάρη «ο Σωκράτης είναι λευκός», η λευκότητα αποτελεί μια ιδιότητα ενός όντος, ενώ ο Σωκράτης είναι το ον που αυτή η ιδιότητα περιγράφει. Όλη η ύπαρξη των όντων καθορίζεται από την εντελέχεια που τα σπρώχνει προς ένα προκαθορισμένο από την ουσία τους σκοπό. Η κίνηση προς αυτό το σκοπό είναι η μετάβαση από τη δυνατότητα στην ενέργεια. Αιτία της κίνησης όλων των όντων όμως, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, είναι το Πρώτο Κινούν, ένα ον που ενώ κινεί τα άλλα δεν κινείται από κανένα γιατί διαθέτει πλήρη ενεργητικότητα (Θεός). Για την αριστοτελική Μεταφυσική πραγματικά όντα είναι το ατομικά πράγματα , των οποίων η ουσία έγκειται στη μορφή. Η μορφή όμως δε χαρακτηρίζει ατομικά πράγματα αλλά τα είδη: ο γνωστός ορισμός του ανθρώπου ως έλλογου ζώου δεν προσδιορίζει διάφορες ατομικότητες (πχ ο Σωκράτης, ο Πλάτων) αλλά ευρύτερες ομάδες (πχ ο άνθρωπος). Σύμφωνα με τον Gilson, η πλατωνική νοησιοκρατία και ο αριστοτελικός εμπειρισμός αποτελούν δύο θεμελιωδώς αντίθετες αλλά συνεπείς και ακέραιες μεταφυσικές αποφάνσεις, πράγμα που εξηγεί τη βαθιά εξάρτηση ολόκληρης της Δυτικής φιλοσοφίας από αυτές.
[........................]
ΣΥΝΕΧΙΣΤΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου