Βάσος Γεώργας στην «Α» / «Ονειρεύομαι ένα μέρος όπου τα είδη πρώτης ανάγκης θα είναι τα βιβλία»
Πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης, μιλά για την πλατεία Εξαρχείων και το βιβλιοπωλείο Bibliotheque
Απέναντι από το εργοτάξιο του μετρό στην πλατεία Εξαρχείων, απ’ την πλευρά της Θεμιστοκλέους, κυματίζει μια μαύρη σημαιούλα με λευκά χαρακτηριστικά γράμματα. Είναι η σημαιούλα του Bibliotheque. Του βιβλιοπωλείου που έχει σλόγκαν «είμαστε ό,τι διαβάζουμε - διαβάζουμε να γίνουμε αυτό που ονειρευόμαστε».
Μέσα στο μαγαζί και πάνω σε έναν από τους πάγκους με βιβλία στέκεται, σε ανθρώπινες διαστάσεις και περίοπτη θέση, η φιγούρα του Αστερίξ. Δεδομένου ότι μιλάμε για τα Εξάρχεια, δεν είναι δύσκολο να σκεφτεί κανείς ότι ο συμβολισμός αφορά το πνεύμα αντίστασης που διακατέχει την περιοχή. Δείχνει όμως και το πνεύμα του ανθρώπου που στέκεται πίσω απ’ τα βιβλία.
«Δεν κάνω μακροπρόθεσμα σχέδια. Κάθε μέρα ξυπνάω κι ο κόσμος δεν είναι εκεί που ήταν χθες. Εγώ πάλι μένω σταθερός» μου λέει ο Βάσος Γεώργας. Ένας άνθρωπος που έχει επιλέξει να αναμετράται καθημερινά με τη νέα πραγματικότητα που επιβλήθηκε στα Εξάρχεια, αντιπαρατάσσοντας επίμονα απέναντι στην εικόνα των πάνοπλων αστυνομικών αμέτρητα εξώφυλλα που χωράνε ολόκληρους άλλους κόσμους.
Δεν επιτρέπει να ερημώσει το σημείο. Θυμίζει το κοτσύφι που κάθεται κάθε τόσο στο ψηλότερο κλαδί των φυλακισμένων δέντρων της πλατείας και συνεχίζει το κελάηδημα γεφυρώνοντας πάνω από τα τείχη το τώρα με το κάποτε. Με σμιλευμένη σκέψη, μοιράζεται τη γνώση της διαδρομής του.
Σε ένα περιβάλλον που βρίσκεται υπό τη σκιά της λαμαρίνας για το εργοτάξιο του μετρό στην πλατεία Εξαρχείων, το βιβλιοπωλείο σου μοιάζει με φανοστάτη.
Τα βιβλιοπωλεία στη χώρα μας μοιάζουν με κάτι που δεν είναι. Στην πραγματικότητα είναι μικρά κενοτάφια. Αυτού που το έχει φτιάξει και των φίλων του. Αυτών των λίγων που συγκινούνται και μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου εξακολουθούν να ονειρεύονται. Για τους οποίους η μυρωδιά του χαρτιού σημαίνει κάτι.
Από την άλλη, θα ήταν δυσβάσταχτο να φανταστούμε την πλατεία με ακόμη έναν χώρο που έχει κατεβασμένα ρολά και σιωπή ή με μια καφετέρια που έχει τη βουή των διαλόγων, αλλά δεν έχει να πει και πολλά.
Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που επιλέξαμε να μείνουμε και να παλέψουμε στην πλατεία. Με ποια έννοια; Με την έννοια ότι και εγώ και τα άλλα παιδιά που είμαστε εδώ, είμαστε γέννημα θρέμμα της περιοχής. Έχουμε μεγαλώσει εδώ από μικρά παιδιά. Θεωρήσαμε πολύ βάρβαρο το να έρχεται κάποιος με την κυβερνητική κάλυψη, με την κάλυψη του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως και ασφάλειας του πολίτη, να σου λέει «Οχι, θα φύγεις». Το ότι έχουν βάλει γύρω στα 150 με 200 άτομα να φυλάνε γύρω-γύρω ένα εργοτάξιο όπου δεν συμβαίνει τίποτα και μια λαμαρίνα που δεν σημαίνει τίποτα και το μόνο που κάνει είναι να ασχημαίνει την περιοχή και να στερεί από τη γειτονιά τον μοναδικό πνεύμονα πρασίνου δείχνει τον πραγματικό λόγο για τον οποίο είναι εδώ.
Είναι η πλατεία Εξαρχείων κάτι παραπάνω από μια πλατεία; Είναι ένα αγέρωχο σύμβολο ή εκείνο που την κάνει στα μάτια μας τόσο σπουδαία είναι μια απροσδιόριστη νοσταλγία;
Δεν πιστεύω στη νοσταλγία. Είμαι από τους ανθρώπους που πιστεύουν ότι ο κόσμος προχωράει και πάει μπροστά και το παρελθόν ανήκει στο παρελθόν. Όμως αυτή η πλατεία, ενώ είναι μια απαραίτητη πλατεία για μια πόλη που έχει πήξει στο τσιμέντο και στα αποτυχημένα έργα τύπου Μεγάλος Περίπατος και μικρές βόλτες, είναι μια πλατεία που χρειάζεται, γιατί σηματοδοτεί μία από τις τελευταίες γειτονιές της Αθήνας πριν παραδοθεί κι αυτή στον γενικότερο τουριστικό εξευγενισμό. Πιστεύω ότι η πλατεία αυτή, ενώ είναι αυτό που είναι, μια όμορφη μικρή πλατεία, ένα απομεινάρι μιας άλλης εποχής, παρ’ όλα αυτά είναι και κάτι άλλο, συμβολικά αποτυπώνει το φρόνημα της αντίστασης και της ανάγκης ύπαρξης της διαφορετικότητας. Σε όλα τα σημεία. Και στο σημείο της πολιτικής βούλησης και στο σημείο διαλέγω τι ζωή θέλω να ζήσω και στο σημείο διαλέγω μόνος μου τη σεξουαλική μου ταυτότητα. Είναι το τελευταίο προπύργιο σε μία αστική παλαιολιθική πόλη όπου η διαφορετικότητα αναπνέει.
Ο χώρος του βιβλιοπωλείου φιλοξενεί βλέμματα σε τίτλους, βλέμματα μεταξύ ανθρώπων, διαλόγους. Αυτοπροσδιορίζεσαι στην ταυτότητα της ποιητικής σου συλλογής («Όταν στάζει νερό η εξάτμιση»), μεταξύ άλλων, ως μονόφθαλμος πειρατής ταξιτζής. Τι κρατάς απ’ τον κόσμο που μπαίνει στο δικό σου όχημα;
Έχω ανάμεικτα συναισθήματα για την πελατεία του ταξί. Γιατί, όπως ξέρεις, όταν ανοίγεις την πόρτα του ταξί, μπαίνει οποιοσδήποτε. Έχω τρία συναισθήματα. Το πρώτο είναι μία οργή που με πιάνει και θέλω να κρεμάσω ένα πανό απέξω που να λέει «Tourist go home». Τα τελευταία χρόνια έχω ένα αντιτουριστικό μένος. Παρόλο που μου είναι συμπαθείς, πιστεύω ότι ο τρόπος με τον οποίο τους έχουμε καλέσει, τους έχουμε δώσει και το δικαίωμα να θεωρούν πως μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν. Είναι απίστευτο, αλλά είναι αληθινό. Το δεύτερο είναι ότι έχω βαρεθεί να μπαίνουν μέσα στο βιβλιοπωλείο μου άνθρωποι που δεν ξέρουν καν πώς να πιάσουν ένα βιβλίο στα χέρια τους. Και τους συμπεριφέρονται όπως συμπεριφέρονται σ’ ένα οπωροπωλείο στα μήλα και στα πορτοκάλια. Τα ζουμπάνε τα βιβλία να δούνε αν είναι ζουμερά... Και υπάρχει κι ένα μικρό, αλλά συναρπαστικό κομμάτι ανθρώπων που τους γνωρίζεις, αγαλλιάζει η ψυχή σου και λες «ok, για έναν, για δύο, για τρεις, αξίζει να πολεμάει κανείς».
Σε μια πλατεία όπου είναι ελεύθερο μόνο το πεζοδρόμιο, εσύ το αξιοποιείς κάθε τόσο ανοίγοντας πάγκους που φιλοξενούν βιβλία από πολυάριθμους εκδοτικούς οίκους. Ποια η σημασία να βγαίνει το βιβλίο έξω από τον φυσικό του χώρο;
Στην αρχή εγώ ονειρευόμουν, όταν ξεκίνησε το βιβλιοπωλείο στην πλατεία Εξαρχείων, την εικόνα να ανοίγει η πόρτα και τα βιβλία σαν πουλιά να βγαίνουν έξω και να πετάνε στον αέρα και να πλημμυρίζουν όλη την περιοχή. Και μετά ήρθε η ιδέα να δοκιμάσω να κάνω μια έκθεση βιβλίου. Στην αρχή δέχτηκαν δέκα εκδότες, μετά δεκάξι και φτάσαμε τους εξήντα. Αυτό όμως που παρατήρησα είναι ότι ο κόσμος έρχεται μ’ ένα χαμόγελο, με μια άλλη διάθεση, και ξαφνικά αυτές οι εκθέσεις γίνανε τόπος συνάντησης. Μετά σκεφτόμασταν πάρα πολύ ότι τα βιβλία, όπως πάρα πολλά πράγματα σ’ αυτή τη χώρα, είναι ακριβά. Το εισιτήριο στον κινηματογράφο είναι ακριβό, στο θέατρο είναι ακριβό. Καταλαβαίνω ότι δεν γίνεται διαφορετικά, αλλά είναι ακριβά. Και σκεφτήκαμε έτσι την ανταλλαγή μεταχειρισμένων βιβλίων. Δηλαδή «φέρε τρία βιβλία που τα έχεις διαβάσει και πάρε άλλα τρία κι απ’ το απόγευμα και μετά δεν χρειάζεται να φέρεις τίποτα, πέρνα και πάρε ό,τι θέλεις». Και λειτουργεί πάρα πολύ καλά. Είναι πράξη αλληλεγγύης, είναι πράξη που λες στον άλλον ότι σε εποχές που σ’ αναγκάζουν να είσαι μόνος σου (γιατί αυτή είναι η βασική ιδέα της Realpolitik τα τελευταία δέκα χρόνια, «κλείσου στο σπίτι σου είτε γιατί έχεις Μνημόνιο είτε γιατί έχεις χρέη και σε κυνηγάνε είτε γιατί έρχεται κακός καιρός») να μην είναι. Η ιδέα τους είναι να σε κλείσουν, να σε απομονώσουν, μην πας σινεμά, μην πας θέατρο, μην χαίρεσαι, η ζωή δεν είναι χαρά, η ζωή είναι να δουλεύεις για να πληρώσεις λογαριασμούς της ΔΕΗ και του ΟΤΕ.
Επίσης έχει ενδιαφέρον ότι έχουμε σε τόσο κοντινή απόσταση την αντιπαράθεση μεταξύ ενός οράματος, όπως μπορεί να εκφράζεται από τα βιβλία για το πώς θέλουμε τη ζωή μας, και μεταξύ αυτού που μας επιβάλλεται. Έχεις σκεφτεί ότι μπορεί να γεννιέται τόσο κοντά στο υπάρχον η θέληση ανατροπής του;
Ότι βρέθηκαν να γίνονται όλα αυτά δίπλα στη λαμαρίνα και δίπλα σε τόσες διμοιρίες ΜΑΤ είναι και μια πρόκληση και δική μας προς αυτούς. «Ξέρεις κάτι, εδώ είμαι, έλα. Έλα. Θα το κλείσεις; Κλείσ’ το. Θα το διαλύσεις; Διάλυσέ το. Δείξε το πρόσωπό σου». Θα σου πω όμως και κάτι άλλο. Τι θα ήταν η ζωή αν δεν μπορούσες να προκαλείς τον θάνατο διαρκώς; Η ζωή και ο θάνατος πάνε δίπλα-δίπλα. Κανείς δεν σου εγγυάται , όταν γεννιέσαι, ότι θα ζήσεις μέχρι να φτάσεις 50, 60, 100. Βγαίνεις έξω, πέφτει ένα κομμάτι απ’ το μπαλκόνι στο κεφάλι σου, τελείωσε. Συνεπώς αυτό που γίνεται εδώ δεν είναι κανένας φοβερός ηρωισμός, είναι μια προσπάθεια την οποία εγώ κάθε μέρα εύχομαι να την κάνουν κι άλλοι. Είμαι απ’ αυτούς που θα εύχονταν να έρθουν κι άλλα βιβλιοπωλεία στην πλατεία. Θα ονειρευόμουν, αντί να υπάρχουν μπιράδικα και καφετέριες, να είναι όλα βιβλιοπωλεία. Πολύ ουτοπική σκέψη, αλλά πραγματική. Ονειρεύομαι ένα μέρος όπου τα είδη πρώτης ανάγκης θα είναι τα βιβλία, η μουσική, ο κινηματογράφος.
Συχνά, με φόντο το βιβλιοπωλείο σου, σχηματίζονται εικόνες με πολύ έντονο κοντράστ. Τα ΜΑΤ, ας πούμε, που βαδίζουν και πίσω υπάρχει ένας κόσμος με βιβλία. Βλέπεις ποτέ αστυνομικό να ενδιαφέρεται για το βιβλίο που στέκεται μπροστά του;
Ναι. Και έχει συμβεί πολλές φορές και αστυνομικός να μπει μέσα εδώ να ψωνίσει. Και μου έχει τύχει να έχω κάνει και μερικές συζητήσεις με απλούς αστυνομικούς, όχι εκείνους των ΜΑΤ, γιατί είναι πιο... αυστηροί κι όταν τους πλησιάζεις σε κοιτάνε περίεργα, πολύ απολαυστικές. Μου έχει τύχει όμως και κάτι άλλο. Ενώ περνάει διμοιρία, να καταγράφεται ηχητικά στο βίντεο μιας κοπέλας που ήταν στους πάγκους με τα βιβλία και τους τραβούσε ο διάλογος όπου έλεγε ο ένας στον άλλον «εγώ θ’ αγόραζα κανένα βιβλίο από εδώ γιατί μ’ αρέσουν τα βιβλία, αλλά όχι από αυτόν τον μαλάκα που κάθεται και γράφει στο Facebook “μπάτσοι-γουρούνια-δολοφόνοι”».
Μία κουβέντα ακόμα. Σε έναν κόσμο που μας θέλει να συμπεριφερόμαστε με συγκεκριμένο τρόπο, να χαιρόμαστε κι ας μην είμαστε χαρούμενοι, να γελάμε, να είμαστε η ψυχή της παρέας και να έχουμε γνώμη για τα πάντα, κι ας μη γνωρίζουμε πολλά, τι έχει να πει η εικόνα ενός ανθρώπου που διαβάζει μόνος ένα βιβλίο στο τραπέζι;
Πολλά πράγματα. Όταν βρέθηκα στη Μόσχα πριν πέντε-έξι χρόνια, παρακάλεσα να με πάνε σ’ ένα βιβλιοπωλείο συνοικιακό και σε ώρα που να μην είναι αιχμής. Με πήραν λοιπόν και με πήγαν λίγο πιο έξω από την πόλη σ’ ένα παλιό θέατρο που είχε μετατραπεί σε βιβλιοπωλείο. Εντυπωσιάστηκα κατ’ αρχάς από τον όγκο των βιβλίων. Κι εκεί ένιωσα την εξής μεγάλη έκπληξη: πάρα πολύ μεγάλης ηλικίας άνθρωποι βρίσκονταν κάτω στα σκαλοπάτια και είχαν όλοι από ένα βιβλίο και διάβαζαν. Και βλέπω αργότερα έναν άνθρωπο ο οποίος διάβαζε Τολστόι, το «Πόλεμος και Ειρήνη». Είχε ένα χαρτάκι και σημείωνε. Κρατούσε σε ποια σελίδα σταμάτησε το βιβλίο, το έβαζε στη θέση του και την επόμενη μέρα θα πήγαινε άλλες δέκα σελίδες παρακάτω. Αυτό λέει πάρα πολλά γι’ αυτόν τον λαό. Ένας άνθρωπος ο οποίος είναι στο κατώφλι του θανάτου, 90 χρόνων, και αποφασίζει ότι «όχι, ρε παιδί μου, πρέπει να το διαβάσω αυτό πριν φύγω. Γιατί λένε όλοι ότι είναι τόσο σπουδαίο έργο;». Το να βλέπεις έναν γέρο άνθρωπο, αντί να κάθεται σ’ ένα καφενείο να παίζει πρέφα, να μοιρολογεί και να περιμένει το πιστοποιητικό θανάτου, να λέει μέχρι την τελευταία στιγμή θέλω να δω πώς σκεφτόταν το μυαλό του τάδε συγγραφέα ή τι όνειρα μπορεί να κάνω εγώ διαβάζοντάς το, σημαίνει δίψα για ζωή. Δίψα για ομορφιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου