Γυναικοκτονία και «κλασική» ελληνική πεζογραφία
Ν. Καζαντζάκης Α. Τερζάκης Κ. Θεοτόκης Μ. Καραγάτσης Π. Νιρβάνας
Ναι, μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι τα κείμενα αντανακλούν απλώς το πατριαρχικό πνεύμα της εποχής τους. Ωστόσο, δεν μπορεί να παραβλέψει το πρόβλημα: μπορεί τα κείμενα αυτά να είναι ενταγμένα στις ιστορικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες του καιρού που γράφτηκαν, εφόσον όμως διαδίδονται και διαβάζονται ως κλασικά, επικαιροποιούνται αυτομάτως.
Στη διάρκεια των τελευταίων ετών η Ελλάδα συγκλονίστηκε από τις απανωτές δολοφονίες γυναικών από τους συζύγους ή συντρόφους τους. Δεν γνωρίζω με βεβαιότητα αν οι δείκτες είναι αυξητικοί: είναι όμως σαφές ότι μετά την ελληνική εκδοχή του #MeToo το θέμα έχει αποκτήσει επιτέλους ορατότητα. Είναι, θεωρώ, σημαντικό να εξετάσουμε πώς αντιμετωπίζεται η γυναικοκτονία σε διάφορα πολιτισμικά πεδία με στόχο να ανιχνεύσουμε ιστορικά τη στάση της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στο ζήτημα αυτό. Πριν από έναν χρόνο περίπου, η Τιτίκα Δημητρούλια μάς πρόσφερε μια πρώτη χρήσιμη αποτίμηση του θέματος στην ελληνική και διεθνή λογοτεχνική σκηνή. Θα ήταν σκόπιμο, ωστόσο, να επιμείνουμε λίγο περισσότερο στο πεδίο της ελληνικής λογοτεχνίας και ειδικά σε κείμενα του προηγούμενου αιώνα που έχουν στην πλειονότητά τους πολιτογραφηθεί κλασικά.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η γυναικοκτονία είναι έγκλημα που διαπράττεται λόγω του φύλου του θύματος. Κατά την ισχύουσα αντίληψη, διαπράττεται από άντρες, ωστόσο υπάρχει και η –βάσιμη θεωρώ– άποψη που υποστηρίζει ότι δράστες μπορεί να είναι και γυναίκες, όταν τα κίνητρα του εγκλήματος σχετίζονται με το φύλο του θύματος. Το τελευταίο προφανώς επηρεάζει το corpus των εξεταζόμενων λογοτεχνικών κειμένων: για παράδειγμα, συνεπάγεται την ένταξη σε αυτό της Φόνισσας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Διατρέχοντας κείμενα από την αρχή του 20ού αιώνα βλέπουμε πόσο βαθιά ριζωμένοι στην κοινωνική αντίληψη είναι οι μη ταυτόσημοι όροι «έγκλημα πάθους» και «έγκλημα τιμής». Στην πράξη οι όροι αυτοί προσφέρουν ένα ηθικό άλλοθι στους δράστες αντανακλώντας την πεποίθηση ότι μια γυναίκα ανήκει στον σύντροφό της και η ερωτική πίστη της σε αυτόν είναι αυτονόητη. Πολλά παλιότερα κείμενα της ελληνικής πεζογραφίας κινούνται στον άξονα αυτόν. Η περίπτωση του διηγήματος του Κωνσταντίνου Θεοτόκη «Ακόμα;» (1904)
Διαβάστε => «Ακόμα;» - Διήγημα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη - Cat Is Art
είναι από τις πιο σύνθετες και ενδιαφέρουσες. Ο Κούρκουπος σκοτώνει την έγκυο γυναίκα του υπακούοντας στις κοινωνικές επιταγές που επιβάλλουν στον άντρα να υπερασπίζεται την τιμή του σε περίπτωση απιστίας. Δεν δρα μόνος του αλλά σε συνδυασμό με τον ξάδερφό του που οπλίζει το χέρι του και περιμένει με ανυπομονησία πίσω από την πόρτα μέχρι να εκτελεστεί η μοιχός. Τα όρια μεταξύ δράστη και αυτουργού μοιάζουν πορώδη. Παρ’ όλο που δεν την επιθυμεί, ο Κούρκουπος δεν μπορεί τελικά να αντισταθεί στην επιβεβλημένη τιμωρία της μοιχού. Είναι από τις λίγες περιπτώσεις που ο συγγραφέας δείχνει να αντιμετωπίζει την πράξη της γυναικοκτονίας με κριτική διάθεση.Στο λιγότερο γνωστό χρονογράφημα του Παύλου Νιρβάνα «Ερως κωφαλάλου» (1911) περιγράφεται η περίπτωση ενός κωφάλαλου άντρα που σκοτώνει μια νέα γυναίκα όταν εκείνη δεν ανταποκρίνεται στον έρωτά του. Ο ευαισθητοποιημένος σε θέματα ατόμων με ειδικές ανάγκες Νιρβάνας αντιμετωπίζει με ενσυναίσθηση τον θύτη. Ωστόσο, στην προσπάθειά του να εντοπίσει ελαφρυντικά στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο τελευταίος, καταλήγει να διατυπώνει ένα μισογυνιστικό επιχείρημα:
«Είχεν ατμόν υπό πίεσιν αναρίθμητων ατμοσφαιρίων. Μια ευνοϊκή αποδοχή του έρωτός του, θα εδημιουργούσε την ασφαλιστικήν δικλίδα του δυστυχισμένου αυτού λέβητος. Δεν του εδόθη. Και την εδημιούργησεν ο ίδιος. Εσφαξε την σκληράν του και ησύχασε. […] Αν είχε τουλάχιστον την ακοήν του, θα ήκουε λόγους παρηγορίας από τους τρίτους ή θα ελάμβανεν εξηγήσεις από την ερωμένην του. Οπωσδήποτε κάποιος θα ευρίσκετο να τον πείση, ότι «ταχ’ αύριον έσετ’ άμεινον». [...] Δύο πράγματα του έμεναν να κάμη. Ή να σκάση ή να σφάξη. Εκαμε το δεύτερον».
Στους Δεσμώτες του Αγγελου Τερζάκη (1932) ο Φώτος Γαλάνης σκοτώνει τη γυναίκα που αγαπάει, όταν διαπιστώνει πως εκείνη έχει μόλις συνευρεθεί σεξουαλικά με άλλον άντρα:
«Η σκιά του δειλινού είχε πυκνώσει. Το κρεβάτι είταν ανάστατο, στον αέρα έκλωθε ακόμα η ζεστή μυρωδιά της ξαναμμένης σάρκας.
Εβγαλε το περίστροφο. Η Εύα άνοιξε τα χέρια της άφωνη. Δεν τη σημάδεψε, την κοίταξε μόνο για λίγο, αφαιρεμένα. Υστερα τράβηξε. Μια, δυο φορές. Είχε στον νου του μονάχα, έντονη, τη σκέψη της κοιλιάς της, της γυναίκειας, θερμής κοιλιάς που τόσο έχει λαχταρίσει ο βασανισμένος του αντρισμός να γονιμοποιήσει».
Η συνεύρεση αυτή αποδεικνύεται τελικά βιασμός. Αυτό όμως που πρωτίστως ενδιαφέρει είναι η νομική διάσταση που δίνεται στο ζήτημα. Ο Γαλάνης φέρεται να έχει ελαφρυντικά, καθώς ηθικός αυτουργός του εγκλήματος θεωρείται όχι ο ίδιος που τη σκότωσε, αλλά ο Σαρμίδης που τη βίασε. Ο Σαρμίδης παίρνει πάνω του «όλο σχεδόν το βάρος της ηθικής ευθύνης», δηλώνοντας: «Σχεδίασα ψύχραιμα την εκδίκησή μου. Ηξερα την ώρα που πήγαινε ο κατηγορούμενος στο σπίτι του θύματος. Τους είχα παρακολουθήσει. Πήγα το βράδι εκείνο μισή ώρα πριν. Και τα κατάφερα να φύγω ακριβώς τη στιγμή που ο άλλος έφτανε. Με είδε, συναντηθήκαμε στην είσοδο… Η ικανοποίησή μου ήταν απόλυτη…». Η νομική αυτή πολυπλοκότητα ενισχύει το γεγονός ότι η σπιλωμένη τιμή αποτελεί ένα απολύτως αποδεκτό ελαφρυντικό για τον δράστη.
Αντίστοιχη είναι η περίπτωση του Συνταγματάρχη Λιάπκιν του Μ. Καραγάτση. Οπως πληροφορούμαστε στο τέλος του μυθιστορήματος, ο Ρώσος εμιγκρές είχε σκοτώσει την πρώτη του σύζυγο στη Ρωσία και απέκρυψε την πράξη του. Στην ερώτηση της ταραγμένης συνείδησής του ο Λιάπκιν απαντά αρχικά: «Γιατί είχε αγαπητικό· γιατί με απάτησε. Κι εγώ την αγαπούσα… Εκείνο το βράδυ βρήκα τα γράμματα του αγαπητικού της, κρυμμένα σε μια κόχη του κελαριού. Τα βρήκα τυχαία, δεν υποψιαζόμουν τίποτα. Σκοτείνιασαν τα μάτια μου, το μυαλό μου· και τη σκότωσα…». Στη συνέχεια όμως ο Λιάπκιν ανασκευάζει: δεν είναι η ερωτική απιστία το κίνητρο που τον οδήγησε στο έγκλημα, αλλά μια βίαιη παρόρμηση. Η πρώτη εκδοχή, που παρουσιάζει τη δολοφονία ως έγκλημα πάθους, γίνεται πιο εύκολα αποδεκτή από το αναγνωστικό κοινό. Αντίθετα, στη δεύτερη περίπτωση, η σκοτεινή και βίαιη φύση του Λιάπκιν καθιστά το έγκλημα περιττό. Η διαφοροποίηση αυτή ενισχύει ακόμα περισσότερο τη νομιμοποίηση του εγκλήματος πάθους για τους αναγνώστες του μυθιστορήματος.
[............................]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου