«Ανθρώπινη δουλεία» του Σόμερσετ Μομ (κριτική)
Για το μυθιστόρημα του W. Somerset Maugham «Ανθρώπινη δουλεία» (μτφρ. Νίκος Μάντης, εκδ. Μεταίχμιο). Κεντρική εικόνα: Ο Leslie Howard και η Bette Davis –στον ρόλο που την καθιέρωσε στο Χόλιγουντ–, στην κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου το 1934, σε σκηνοθεσία του John Cromwell.
Του Φώτη Καραμπεσίνη
bookpress.gr
Είμαστε όλοι δεσμώτες. Του χρόνου αρχικά. Ξεκινάμε τη ζωή μας αλαφροπατώντας και συνεχίζουμε με βήματα σταθερά, αν και ολοένα και πιο αργά. Μέχρι που πλέον τα δεσμά γίνονται τόσο αδιανόητα βαριά για να τα σηκώσουμε και αφηνόμαστε να μας τραβήξουν κάτω, στο πουθενά. Εκτός όμως από τον χρόνο που είναι αμείλικτος με όλους τους θνητούς, ο άνθρωπος πρέπει να υπομείνει και μια άλλη δουλεία: εκείνη των συνανθρώπων του. Και ετούτο το βάρος είναι εξίσου άκαμπτο και θανατηφόρο για την ψυχή και το σώμα. Κι έτσι, θα πρέπει να αντιπαλέψει με τους δύο αυτούς εχθρούς προτού καταλήξει ηττημένος. Στο μεσοδιάστημα όμως οφείλει να ζήσει. Αν και όπως μπορεί.
Ο Φίλιπ Κάρεϊ, πρωταγωνιστής της Ανθρώπινης δουλείας, του συγκλονιστικού magnum opus του Σόμερσετ Μομ, είναι ένας ελαττωματικός τη φύσει άνθρωπος. Το προβληματικό του πόδι είναι ένα από τα δεσμά του, μειονέκτημα που τον κρατά μεταφορικά και κυριολεκτικά πίσω. Σε μια εποχή (τέλη 19ου αιώνα) όπου οι σωματικές αναπηρίες αντιμετωπίζονταν με σκληρότητα ή στην καλύτερη περίπτωση με ειρωνική συγκατάβαση, το γεγονός αυτό αξιοποιείται δημιουργικά από τον συγγραφέα για να ενορχηστρώσει μια εις βάθος ανάλυση του χαρακτήρα του Φίλιπ. Η ιστορία του νεαρού ήρωα ξεκινάει με τον θάνατο των γονιών του, οπότε το παιδί περνάει πρόωρα από την παιδική αθωότητα στην πικρή συνειδητοποίηση του εαυτού του, μέσα από δύο συμβάντα: την απώλεια της μητέρας του και ο πρόωρος απογαλακτισμός του, και τη γελοιοποίηση που θα υποστεί λόγω του παραμορφωμένου του ποδιού. Από τη διαμονή του φιλοξενούμενος στο σπίτι του θείου του, στην πρώτη του επαφή με το σχολείο, έπειτα κατά τη μετάβαση στην εφηβεία και από εκεί στα χρόνια της ωριμότητας, ο Φίλιπ Κάρεϊ θα σέρνει αυτό το βάρος – έναυσμα πνευματικής ωρίμανσης αλλά και συνεχής υπενθύμιση της θνητότητας. Ένα μόνιμο χτύπημα στη ματαιοδοξία και την εγγενή υπεροψία του.
Το μοτίβο της ζωής είναι αυτό που αναζητά ο ήρωάς μας, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Μπορείς να μάθεις τόσα πράγματα από τα βιβλία και από τους ανθρώπους και τα ιδρύματά τους, αλλά πρέπει να ανακαλύψεις μοναχός σου το σημαντικότερο: την τέχνη του να ζεις. Που προϋποθέτει ότι πρέπει να ανακαλύψεις το νόημα και τη σκοπιμότητα αυτής της τέχνης. Αν υπάρχει κάπου έτοιμο, καλώς, αν όμως όχι, θα πρέπει να το αναζητήσεις, με επώδυνο τρόπο και μόνος. Να αποκαθηλώσεις τις βεβαιότητες, να απορρίψεις πολλά έτοιμα σχήματα προτού καταλήξεις, αν καταλήξεις, σε κάποιο. Και ο Φίλιπ κάνει ακριβώς αυτό. Με όπλο του ένα δυνατό αναλυτικό μυαλό, που κρίνει συνεχώς, περνάει τα εξελικτικά στάδια, –όχι μόνο τα ηλικιακά αλλά και τα πνευματικά–, αποδομώντας την οικογένεια, τη θρησκεία, την τέχνη, για να καταλήξει στην απουσία νοήματος, στη ματαιότητα και στο τυχαίο, που καθορίζει την ύπαρξη. Ετούτη η πορεία δεν είναι αναίμακτη. Το κάθε στάδιο στην πορεία του νεαρού παιδιού προς την ωριμότητα του 30χρονου, όπου τον αφήνουμε στο τέλος του βιβλίου, πληρώνεται με πόνο και δάκρυα. Τίποτα δεν του χαρίζεται, όλα αποκτώνται με κόπο.
Με όπλο του ένα δυνατό αναλυτικό μυαλό, που κρίνει συνεχώς, περνάει τα εξελικτικά στάδια, –όχι μόνο τα ηλικιακά αλλά και τα πνευματικά–, αποδομώντας την οικογένεια, τη θρησκεία, την τέχνη, για να καταλήξει στην απουσία νοήματος, στη ματαιότητα και στο τυχαίο, που καθορίζει την ύπαρξη.
Η συγκρουσιακή του πορεία, που τον φέρνει αντιμέτωπο με τη δογματική –και στα όρια του απάνθρωπου– σκληρότητα του θείου του, ο οποίος τον έχει υιοθετήσει έπειτα από τον θάνατο της μητέρας του, αποτελεί το εναρκτήριο λάκτισμα της ανεξαρτησίας του. Η σταδιακή του αποστασιοποίηση από τη θρησκεία και την καριέρα του κληρικού, τον οδηγεί από τη Γερμανία στο Παρίσι. Η τέχνη, η ζωγραφική, φαντάζει ως η υπέρτατη κλίση, ως η απελευθερωτική δύναμη που θα φέρει τον νεαρό Φίλιπ πιο κοντά στο όνειρο της ζωής. Το Παρίσι της εποχής είναι το επίκεντρο των ζυμώσεων και των πρωτοποριών της τέχνης, στο οποίο συρρέουν επίδοξοι καλλιτέχνες απ’ όλον τον κόσμο, αναζητώντας το… παρισινό τους όνειρο. Φυσικά, όπως συμβαίνει συχνότερα, το όνειρο αυτό μετατρέπεται σε κόλαση για τους περισσότερους, καθώς ο συναγωνισμός είναι τεράστιος και ελάχιστοι, όχι μόνο κατορθώνουν να ξεχωρίσουν, αλλά και να περάσουν αλώβητοι από τις ανυπέρβλητες δυσκολίες της ζωής στη μεγαλούπολη.
Το θετικό της παραμονής του εκεί είναι η επαφή του με κάποιους ανθρώπους που τον φέρνουν αντιμέτωπο με τον εαυτό του, τις αδυναμίες του, τα προτερήματά του αλλά και τον τρόπο θέασης των πραγμάτων. Στο μεσοδιάστημα, ο Φίλιπ παρατηρεί την πάσχουσα ανθρωπότητα. Χαρακτηριστική η σκηνή του χορού όπου παραπέμπει ευθέως στο ανυπέρβλητο Σαραζίν του Μπαλζάκ («η κόσμια βακχεία της ζωής…»), όπου ο νεαρός ήρωας θωρεί με δέος και τρόμο τους απελπισμένους για πρόσκαιρη απόλαυση συνανθρώπους του («θυμίζουν ζώα»), να συστρέφονται χορεύοντας, φωνασκώντας (η «παρωδία της ανθρωπότητας» του Αντόρνο), δειλοί και άβουλοι, σε μια προσομοίωση κεφιού, μια άδοξη σπατάλη ημιζωής που αρχίζει και τελειώνει μέσα σε ένα καμπαρέ. Κι όμως την ίδια στιγμή που κυριαρχεί η συστολή και η αποστροφή του, νιώθει βαθιά συμπόνια. Ετούτη είναι και η οπτική του Φίλιπ καθ’ όλη τη διάρκεια του βιβλίου προς τα ανθρώπινα δεσμά: ένα κράμα απέχθειας, αδιαφορίας και συμπόνιας, και είναι αυτό που καθορίζει και το ατομικό του πεπρωμένο.
Η εσωτερική μετατόπιση, ο αυτοπροσδιορισμός του, η εγκατάλειψη του παλαιού προς άγρα του νέου –όπως κι αν νοείται αυτό– λαμβάνει χώρα επίμοχθα, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την κατάκτηση της τέχνης της ζωγραφικής. Αλλά σε αντίθεση με την τελευταία, η πρώτη αποδεικνύεται επιτυχής. Ο Φίλιπ θα περάσει δια πυρός και σιδήρου, σε εσωτερικό κυρίως επίπεδο, μέχρι να καταλήξει στο γεγονός ότι δεν θα μπορέσει ποτέ να ξεπεράσει τη χρυσή μετριότητα ως καλλιτέχνης. Η συνειδητοποίηση αυτή αποτελεί ένα ακόμα σημαντικό βήμα ωριμότητας που θα τον οδηγήσει να επιστρέψει στο Λονδίνο.
Ο Φίλιπ θα περάσει δια πυρός και σιδήρου, σε εσωτερικό κυρίως επίπεδο, μέχρι να καταλήξει στο γεγονός ότι δεν θα μπορέσει ποτέ να ξεπεράσει τη χρυσή μετριότητα ως καλλιτέχνης.
Αν το αρχικό μοτίβο της μέχρι τότε ζωής του είναι η τέχνη, στη συνέχεια μετατοπίζεται στην ενασχόληση με το πολυποίκιλο χάος της ζωής. Όχι πλέον τα χρώματα στον καμβά, αλλά η πολυχρωμία της ύπαρξης. Όχι το Παρίσι της τέχνης, αλλά το Λονδίνο με τις ανθρώπινες υπάρξεις σε ανάγκη. Ο μέτριος καλλιτέχνης οφείλει να παραχωρήσει τη θέση του στον γιατρό, επάγγελμα του μακαρίτη πατέρα του. Η σωματική του αναπηρία αποτέλεσε κίνητρο για τη νέα του πορεία, όπως εξάλλου και η συμπόνια, ως κεντρικό χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του. Ο νεαρός Φίλιπ αναζητά την ψευδαίσθηση της υγείας, της κανονικότητας. Περισσότερο κι από αυτό, αναζητά σταθερά ένα νόημα. Κι αν αυτό δεν μπορεί να το παραχωρήσει η φιλοσοφία ή η τέχνη, τότε η επιστήμη αποτελεί τη μόνη οδό.
Την ίδια περίοδο, η όποια κανονικότητα στη ζωή του θα ανατραπεί από την παρουσία μιας γυναίκας, η οποία θα παίξει μοιραίο και καθοριστικό ρόλο για την ύπαρξη του Φίλιπ. Η Μίλντρεντ βρίσκεται στον αντίποδα του πρωταγωνιστή. Πρόκειται για ένα ψυχρό, αβαθές, κενό, πονηρό και απόλυτα εγωκεντρικό πλάσμα, η οποία καταφέρνει με τη ρηχότητά της και την αδιαφορία της, να τον μαγέψει και να τον τραβήξει στην τροχιά της. Μολονότι καμία αλληλεπίδραση άξια λόγου δεν υφίσταται μεταξύ τους, ο Φίλιπ αδυνατεί να ξεφύγει από την εμβέλειά της, βιώνοντας τον πόνο και την ψυχική κακοποίηση μιας κατ’ όνομα «σχέσης», που τον οδηγεί σε πλήρη εξάρτηση, ανάλογη με την αποστασιοποιημένη μερική αποδοχή της Μίλντρεντ.
Πράττουμε βάσει του χαρακτήρα μας σε σχέση πάντα με το περιβάλλον μας, ενώ η λογική έρχεται εκ των υστέρων να κανονικοποιήσει, να εκλογικεύσει και να επενδύσει τις επιθυμίες μας.
Και αυτή η εμπειρία αποτελεί έναυσμα ενδοσκόπησης και συνειδητοποίησης για τον νεαρό ήρωα. Σταδιακά επέρχεται η θεωρητική αποκρυστάλλωση ενός βασικού εμπειρικού δεδομένου: ο άνθρωπος δεν είναι το ον που επιλέγει βάσει της λογικής του, σε ένα πλαίσιο ελεύθερης βούλησης. Οι ψευδαισθήσεις αυτές που κυριαρχούν στον δυτικό πολιτισμό, εκπορευόμενες από –και συμπορευόμενες με– τις μακραίωνες χριστιανικές διδαχές, καταρρίπτονται στο μυαλό του Κάρεϊ, ο οποίος αναγνωρίζει ότι οι σκέψεις αποδεικνύονται συχνότερα η σκιά των συναισθημάτων μας (Νίτσε). Πράττουμε βάσει του χαρακτήρα μας σε σχέση πάντα με το περιβάλλον μας, ενώ η λογική έρχεται εκ των υστέρων να κανονικοποιήσει, να εκλογικεύσει και να επενδύσει τις επιθυμίες μας.
Ο Φίλιπ δεν θα απομακρυνθεί ποτέ από τη Μίλντρεντ, όσο κι αν γνωρίζει τις τρομακτικές της ατέλειες, τις ταπεινώσεις στις οποίες τον υποβάλλει, τη μη ανταποδοτικότητα των αισθημάτων.[...............................]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου