20 χρόνια νεοελληνικής λογοτεχνίας υπό το πρίσμα του Βαγγέλη Ραπτόπουλου
του Θανάση Αγάθου (*)
Μία πολύ ενδιαφέρουσα απόπειρα χαρτογράφησης του ελληνικού λογοτεχνικού τοπίου της περιόδου 1985-2005 αποτελεί το βιβλίο του Βαγγέλη Ραπτόπουλου Λίγη Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, το οποίο γνωρίζει τώρα την τρίτη του έκδοση από τον Κέδρο (η πρώτη έκδοση πραγματοποιείται το 2005 από τον Πατάκη και η δεύτερη έκδοση το 2018 από τον Γαβριηλίδη). Ο Ραπτόπουλος ευφυώς προσθέτει στον τίτλο τη λέξη «λίγη», διευκρινίζοντας στον πρόλογό του ότι δεν έχει την πρόθεση να δώσει μια τυπική «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», αλλά ένα βιβλίο που καλύπτει μόνο την παραπάνω εικοσαετία και περιλαμβάνει συγγραφείς και έργα που ανταποκρίνονται στις προσωπικές του προτιμήσεις, και εκφράζοντας την υποψία ότι τα κείμενα που περιλαμβάνονται στο βιβλίο του αναφέρονται λιγότερο στους συναδέλφους του και τη δουλειά τους και περισσότερο στον ίδιο.
Πέρα από τα όσα αποκαλύπτουν στον αναγνώστη αναφορικά με τον ίδιο τον Ραπτόπουλο, τα τριάντα εννέα κείμενα που συγκροτούν το σώμα του βιβλίου χαρακτηρίζονται από πολυμορφία. Πολυμορφία ως προς το είδος στο οποίο ανήκουν (συνεντεύξεις, σύντομες ή εκτενέστερες βιβλιοκρισίες, σχόλια, επιφυλλίδες), πολυμορφία ως προς τα έντυπα στα οποία πρωτοδημοσιεύονται (εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίες όπως Τα Νέα, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Ελεύθερος Τύπος, το εμβληματικό περιοδικό Αντί, το επίσης εμβληματικό –αλλά για διαφορετικούς λόγους– lifestyle περιοδικό Κλικ, τα «ειδικά» περιοδικά Έψιλον, Μετρό, Πρόσωπα, Εντευκτήριο, Best Seller, Υπόστεγο, ακόμη και ένα έντυπο του βιβλιοπωλείου Ιανός), πολυμορφία ως προς τους λογοτέχνες στους οποίους επικεντρώνονται, διαπερνώντας γενιές και λογοτεχνικά είδη (με σειρά εμφανίσεως: Θανάσης Βαλτινός, Δημήτρης Νόλλας, Αντρέας Φραγκιάς, Αλέξης Πανσέληνος, Αλέξανδρος Κοτζιάς, Βασίλης Βασιλικός, Κώστας Ταχτσής, Οδυσσέας Ελύτης, Μένης Κουμανταρέας, Άντζελα Δημητρακάκη, Ράνια Κατσαρέα, Μιχάλης Μιχαηλίδης, Γαλάτεια Ριζιώτη, Σοφία Νικολαΐδου, Μανίνα Ζουμπουλάκη, Άρης Αλεξάνδρου, Κωστής Παπαγιώργης, Μαρία Χατζηγρηγορίου, Ελιάνα Χουρμουζιάδου, Αμάντα Μιχαλοπούλου, Χρήστος Χωμενίδης, Μίνως Μαρκάκης, Ιγνάτης Χουβαρδάς, Γιώργος Χρηστέας, Σωτήρης Δημητρίου, Χρήστος Χρυσόπουλος, Γιώργος Ζαρκαδάκης, Γιώργος Χειμωνάς, Αντώνης Σουρούνης, Απόστολος Δοξιάδης, Ανδρέας Εμπειρίκος, Ηλίας Πετρόπουλος, Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης, Γιάννης Υφαντής).
Διαρθρωμένο, με αυστηρά χρονολογικά κριτήρια, σε τρία μέρη, που τιτλοφορούνται αντίστοιχα «Η δεκαετία του ’80», «Η δεκαετία του ’90», «Μετά το 2000», το βιβλίο του Ραπτόπουλου ασχολείται με μια ευρύτατη γκάμα θεμάτων, αποδεικνύοντας ότι ο συγγραφέας του είναι ένας πεζογράφος που διαβάζει πολλή λογοτεχνία (και βλέπει πολύ κινηματογράφο). Ο άνθρωπος και ο αναγνώστης και ο θεατής Ραπτόπουλος τρέφουν τον συγγραφέα Ραπτόπουλο, που δεν αντιμετωπίζει τους ομοτέχνους του από την οπτική γωνία του δημοσιογράφου ή του κριτικού, αλλά από αυτήν του διαμεσολαβητή, με μια διάθεση να βάλει τον αναγνώστη στο εργαστήρι της γραφής τους.
Ο Ραπτόπουλος διατηρεί στα κείμενά του τον φιλικό τόνο των συζητήσεών του με εμβληματικούς πεζογράφους της πρώτης και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς όπως ο Φραγκιάς, ο Βαλτινός, ο Βασιλικός και ο Νόλλας, ή με νεότερους όπως ο Πανσέληνος και ο Δοξιάδης, δίνοντάς τους την ευκαιρία να αυτοβιογραφηθούν με ειλικρίνεια και ευκρίνεια, αποκαλύπτοντας πτυχές του βίου τους άγνωστες στο ευρύ κοινό (για παράδειγμα, τα παιδικά και εφηβικά χρόνια του Νόλλα ή η θητεία του Φραγκιά στη δημοσιογραφία), να μιλήσουν για τις λογοτεχνικές και κινηματογραφικές αναφορές τους (ο Βαλτινός δηλώνει τον θαυμασμό του για τον Ζορμπά του Καζαντζάκη ή για το Πορτραίτο του καλλιτέχνη του Τζόυς, ο Πανσέληνος εκφράζει την προτίμησή του για παλιά ασπρόμαυρα φιλμ νουάρ και χολυγουντιανές περιπέτειες), να τοποθετηθούν για τον ρόλο της κριτικής, δημοσιογραφικής και ακαδημαϊκής («Το επικίνδυνο στις μέρες μας δεν είναι οι επιφυλλιδογράφοι που αυτοαποκαλούνται κριτικοί, αλλά οι λεγόμενοι πανεπιστημιακοί κριτικοί που η αυτοαναφορά στα κείμενά τους είναι πασιφανέστατη», υποστηρίζει ο Βασιλικός, σ. 116), να εκφράσουν την άποψή τους για τα λογοτεχνικά βραβεία και τις χορηγίες, να αφηγηθούν την ιστορία της συγγραφής διαφόρων έργων τους ή της διείσδυσής τους στην αγγλόφωνη αγορά (η περίπτωση του Δοξιάδη και του «μαθηματικού» μυθιστορήματός του Ο θείος Πέτρος και η εικασία του Γκόλντμπαχ).
Σε κάποιες περιπτώσεις ο Ραπτόπουλος δίνει κείμενα που αγγίζουν την περιοχή της φιλολογικής μελέτης, όπως το διεισδυτικό κείμενό του για το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου ή η εκτενής –και γεμάτη εύστοχες παρατηρήσεις– παρουσίαση του συνολικού έργου του Μένη Κουμανταρέα. Κάποτε προσφέρει βιωματικά κείμενα για μείζονες δημιουργούς που μόλις έχουν φύγει από τη ζωή, όπως ο Κοτζιάς και ο Χειμωνάς. Άλλοτε δίνει μεγάλα ή σύντομα –αλλά πάντοτε ουσιαστικά– κριτικά σημειώματα για βιβλία καταξιωμένων ή νέων συγγραφέων, από τον Άνθρωπο που ξεχάστηκε του Νόλλα ως την Ανταρκτική της Δημητρακάκη και από το Σύνδρομο αγοραφοβίας του Παπαγιώργη ως τη Νεκρή φύση με βαμπίρ της Κατσαρέα.
Ο Ραπτόπουλος δεν αποφεύγει τις αξιολογικές κρίσεις για βιβλία και συγγραφείς· συγκροτεί τον δικό του άτυπο κανόνα σημαντικών νέων πεζογράφων (της γενιάς του ή λίγο νεότερων)· έχει το θάρρος να δηλώσει ευθέως τις αδυναμίες του σε συγκεκριμένους συγγραφείς (όπως, για παράδειγμα, η Μανίνα Ζουμπουλάκη)· κάνει λόγο για «σύνδρομο Γρουμπουλάκη» (δάνειο από τηλεοπτική ηρωίδα της τηλεοπτικής σειρά του Λάκη Λαζόπουλου Δέκα μικροί Μήτσοι), αναφερόμενος σε πεζογραφήματα του τέλους της δεκαετίας του ’90 τα οποία εκφράζουν την οπτική γωνία της «συλλογικής παραίσθησης φιλοευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού» (σ. 190)· σχολιάζει δηκτικά τη μόδα των «αισθηματικών», «γυναικείων» μυθιστορημάτων που κατακλύζουν την εκδοτική αγορά την ίδια περίοδο· αναφέρεται στην τάση της «κυνικής σάτιρας», που, κατά την άποψή του, καλλιεργεί η νεότερη γενιά πεζογράφων, με επικεφαλής τον Χωμενίδη· προβαίνει σε καίριες επισημάνσεις σχετικά με τα «ευπώλητα» βιβλία· εκφράζει τον προβληματισμό του πάνω στις περιορισμένες δυνατότητες «διεθνοποίησης» της ελληνικής λογοτεχνίας· σχολιάζει τις σχέσεις ανάμεσα στο κράτος και τους συγγραφείς· συζητά την όλο και στενότερη σχέση της λογοτεχνίας με την τεχνολογία· αναφέρεται στα «υποτιμημένα» είδη του νουάρ και της επιστημονικής φαντασίας και στην εμφάνισή τους στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία· επιμένει στη διασταύρωση λογοτεχνίας και κινηματογράφου (θέμα που επανέρχεται σταθερά στις συνεντεύξεις του με συγγραφείς και σε άλλα κείμενά του).
Το βιβλίο του Ραπτόπουλου, πυκνό και μαεστρικά γραμμένο, όπως η πεζογραφία του, αποτελεί λοιπόν μια πανοραμική θέαση του τοπίου της (σχεδόν) σύγχρονης και λίγο παλαιότερης ελληνικής λογοτεχνίας, μία διαρκή υπενθύμιση ότι η ιστορία μιας εθνικής λογοτεχνίας γράφεται διαρκώς μέσα από μείζονα και ελάσσονα έργα, μέσα από σημαντικούς και λιγότερο σημαντικούς συγγραφείς, έναν στοχασμό πάνω στις δυνατότητες και τα όρια της μυθοπλασίας, αλλά και μιαν ερωτική εξομολόγηση στον κόσμο του βιβλίου και τους ανθρώπους του λογοτεχνικού σιναφιού, για τους οποίους ο συγγραφέας δεν μπορεί και δεν θέλει να κρύψει την αγάπη του και τον ενθουσιασμό του.
(*) Ο Θανάσης Αγάθος είναι Επίκουρος Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Βαγγέλης Ραπτόπουλος, Λίγη Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Κέδρος, Αθήνα 2021, σελ. 288.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου