Είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα η νέα ρύθμιση για τη διασπορά ψευδών ειδήσεων;
1. Το ζήτημα
Με το άρθρο 36 του ν. 4855/2021 τροποποιήθηκε το αδίκημα της διασποράς ψευδών ειδήσεων. Στη νέα βασική μορφή, η ποινική απαγόρευση καταλαμβάνει κάθε διάδοση ή διασπορά ψευδών ειδήσεων «που είναι ικανές να προκαλέσουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες ή να κλονίσουν την εμπιστοσύνη του κοινού στην εθνική οικονομία, στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή στη δημόσια υγεία». Παράλληλα, αποποινικοποιείται η από αμέλεια διασπορά ψευδών ειδήσεων, ενώ η ίδια ποινή επαπειλείται για τον πραγματικό ιδιοκτήτη ή εκδότη του μέσου με το οποίο τελέστηκε το αδίκημα της διασποράς.
Με την εν λόγω ρύθμιση, διευρύνεται ουσιωδώς το αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής της απαγόρευσης, το οποίο, υπό τον νέο ΠΚ καταλάμβανε μόνο τη διάδοση που είχε «αποτέλεσμα να προκαλέσει φόβο σε αόριστο αριθμό ανθρώπων ή σε ορισμένο κύκλο ή κατηγορία προσώπων, που αναγκάζονται έτσι να προβούν σε μη προγραμματισμένες πράξεις ή σε ματαίωσή τους, με κίνδυνο να προκληθεί ζημία στην οικονομία, στον τουρισμό ή στην αμυντική ικανότητα της χώρας ή να διαταραχθούν οι διεθνείς της σχέσεις». Κατά βάση επαναφέρεται, με ορισμένες τροποποιήσεις, η προϊσχύσασα ρύθμιση, η οποία είχε καταργηθεί με τον νέο ΠΚ με τη σκέψη ότι «για την ολοκλήρωση του εγκλήµατος δεν θεωρείται πλέον αρκετή η διασπορά ψευδών ειδήσεων ή φηµών ικανών να επιφέρουν ανησυχίες ή φόβο στους πολίτες, να ταράξουν τη δηµόσια πίστη ή να κλονίσουν την εµπιστοσύνη του κοινού στο εθνικό νόµισµα ή στις ένοπλες δυνάµεις της χώρας, αλλά απαιτείται να προκληθεί πράγµατι φόβος σε αόριστο αριθµό ανθρώπων ή σε ορισµένο κύκλο ή κατηγορία προσώπων, που αναγκάζονται έτσι να προβούν σε µη προγραµµατισµένες πράξεις ή σε µαταίωσή τους, µε κίνδυνο να προκληθεί ζηµία στην οικονοµία, στον τουρισµό ή στην αµυντική ικανότητα της χώρας ή να διαταραχθούν οι διεθνείς της σχέσεις» (αιτιολογική έκθεση του ν. 4619/2019).
Η νέα ρύθμιση, όπως και η προϊσχύσασα, εγείρει σοβαρούς προβληματισμούς ως προς τη συνταγματικότητά της.[1] Η διάταξη έχει μεν (μορφολογικά) γενικό και απρόσωπο χαρακτήρα, πλην όμως επεμβαίνει κατά το περιεχόμενο στην έκφραση και τη ροή των πληροφοριών στη δημόσια σφαίρα βάσει κριτηρίων που χρήζουν ιδιαίτερου συνταγματικού ελέγχου.
[...............................................................................................................................................]
Κατάληξη
Η τυποποίηση του αδικήματος κατά τρόπο συμβατό με τα ανωτέρω κριτήρια και αρκούντως ορισμένο είναι συνταγματική αρμοδιότητα και ευθύνη του νομοθέτη. Από τη σκοπιά μας, θεωρούμε ότι, εφόσον είναι επιθυμητή μια ενιαία, αδιαφοροποίητη διάταξη (αντί στοχευμένων ρυθμίσεων που θα αφορούσαν σε ειδικότερους κινδύνους και αιτιακές διαδρομές),[19] θα ήταν συνταγματικώς θεμιτή η απαγόρευση διασποράς ψευδών ειδήσεων εφόσον είναι in concreto πιθανό ότι τρίτοι θα αναγκασθούν, υπό το κράτος των ειδήσεων, σε πράξεις ή παραλείψεις που θέτουν σε αντικειμενικό κίνδυνο τη δική τους υγεία ή τη δημόσια υγεία, ή αντίστοιχα αγαθά. Η έννοια του εξαναγκασμού, που υπήρχε στην αρχική διατύπωση του νέου ΠΚ, διασφαλίζει ότι μπορεί θεμιτά να συνδεθεί από πλευράς ποινικής αντιμετώπισης η διασπορά της είδησης με την επαπειλούμενη βλάβη. Αν θέλουμε να αποκλίνουμε από τον εξαναγκασμό, αρκούμενοι στην in concreto πιθανότητα να εξωθηθούν πολίτες σε πράξεις ή παραλείψεις με τα ως άνω χαρακτηριστικά, θα πρέπει είτε να συντρέχει ορισμένη ειδική σχέση με τον ομιλούντα είτε να πρόκειται για δυνητικό κίνδυνο μείζονος σπουδαιότητας και αδιαμφισβήτητου χαρακτήρα. Υπολαμβάνουμε ότι τέτοιοι κίνδυνοι έχουν συντρέξει κατά την τρέχουσα πανδημία, και όντως δικαιολογούν ειδική ρύθμιση. Ωστόσο, δεν κατανοούμε γιατί η αποτελεσματική αντιμετώπισή τους απαιτεί αναγωγή στις έννοιες της ανησυχίας ή του κλονισμού της εμπιστοσύνης, ούτε γιατί δεν αρκεί η (καλυπτόμενη από ενδεχόμενο δόλο) in concreto πιθανότητα η ψευδής είδηση να εξωθήσει σε πράξη ή παράλειψη που συγκεκριμενοποιεί τέτοιο σπουδαίο και αδιαμφισβήτητο κίνδυνο. Κατά συνέπεια, φοβούμαστε ότι η τυποποίηση της δυνητικής διακινδύνευσης που επιλέχθηκε με τη νέα διάταξη ως γενικός κανόνας (ικανότητα για πρόκληση ανησυχίας ή κλονισμού της εμπιστοσύνης του κοινού) υπερακοντίζει αδικαιολόγητα τους σκοπούς που μπορούν να παράσχουν θεμιτό έρεισμα στη διάταξη,[20] ώστε τέτοια επέμβαση στην έκφραση να μη δύναται να θεωρηθεί αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία.[21]
Ωστόσο, το υπέρμετρο εύρος της απαγόρευσης (overinclusiveness) αποτελεί απλώς μία εκδήλωση του βαθύτερου ελαττώματος που ανάγεται στο προστατευόμενο έννομο αγαθό, το οποίο ελάττωμα οδηγεί εν ταυτώ και στην ανάστροφη εκδήλωση της διακριτικής επέμβασης στο δημόσιο λόγο (underinclusivess). Τοποθετώντας στον πυρήνα της προβληματικής την αποτροπή κλονισμού της εμπιστοσύνης του κοινού στην αποτελεσματική λειτουργία κρατικών (ιδίως) θεσμών, η διάταξη φαίνεται να προστατεύει, με την ισχύ του κρατικού καταναγκασμού, την εικόνα που το κράτος αναγνωρίζει για τον εαυτό του. Καθώς αυτή η αντίληψη δεν είναι καινοφανής στη χώρα μας, είναι σκόπιμο να αναρωτηθούμε αν συνάδει με τον συντεταγμένο ρόλο του κράτους σε μια δημοκρατική κοινωνία ίσων και ελεύθερων προσώπων και με την ορθή σύλληψη της δημόσιας τάξης σε ένα κράτος δικαίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου