Δεκαπέντε συγγραφικές συμβουλές από τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες
Ο Gabriel García Márquez είναι ένας από τους σημαντικότερους λατινοαμερικανούς λογοτέχνες, εκπρόσωπος του μαγικού ρεαλισμού, συγγραφέας του «Εκατό χρόνια μοναξιά» και του «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας», μεταξύ πολλών άλλων. Ο Márquez ξεκίνησε ως δημοσιογράφος και μεταπήδησε στη μυθοπλασία: πέρασε μια ολόκληρη ζωή γράφοντας ασταμάτητα.
Επιμέλεια: bookpress.gr
Ακολουθούν δεκαπέντε συγγραφικές συμβουλές από τον βραβευμένο με Νόμπελ Κολομβιανό δημιουργό, αποσπάσματα από συνεντεύξεις του.
Βρείτε τα βιβλία του συγγραφέα εδώ.
Γράψτε για αυτά που ξέρετε:
Χρειάστηκε να δώσω σε
έναν νεαρό συγγραφέα κάποιες συμβουλές και του είπα να γράψει για κάτι
που του έχει συμβεί. Είναι πάντα εύκολο να διακρίνει κανείς εάν ένας
συγγραφέας γράφει για κάτι που του έχει συμβεί ή για κάτι που έχει
διαβάσει ή για κάτι που του έχει πει κάποιος. Ο Πάμπλο Νερούδα γράφει σε
ένα ποίημα του: «Θεέ μου, βοήθα με να επινοώ όταν τραγουδώ». Πάντα με
διασκεδάζει που ο μεγαλύτερος έπαινος για τη δουλειά μου αφορά τη
φαντασία μου, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ούτε μια γραμμή σε όλη
μου τη δουλειά που να μην βασίζεται σε κάτι αληθινό. Το θέμα είναι ότι η
πραγματικότητα στα μέρη απ' όπου προέρχομαι θυμίζει την πιο ξέφρενη
φαντασίωση.
–από συνέντευξή του στο The Paris Review, 1981
Αγνοήστε το κλισέ του «πεινασμένου καλλιτέχνη»:
Σε
γενικές γραμμές πιστεύω ότι γράφεις καλύτερα όταν έχεις όλες τις
απαραίτητες ανέσεις. Δεν υποστηρίζω τον ρομαντικό μύθο ότι ο συγγραφέας
πρέπει να λιμοκτονεί και να είναι κατεστραμμένος για να μπορέσει να
δημιουργήσει. Γράφεις καλύτερα αν έχεις φάει ένα καλό γεύμα και αν έχεις
μια ηλεκτρική γραφομηχανή.
– από συνέντευξή του στον Plinio Apuleyo Mendoza
Δουλέψτε σκληρά:
Τελικά,
η λογοτεχνία δεν είναι παρά μια μορφή ξυλουργικής... Και τα δύο
απαιτούν πολλή σκληρή δουλειά. Το να γράψεις κάτι είναι σχεδόν το ίδιο
δύσκολο με το να φτιάξεις ένα τραπέζι. Και στα δύο, εργάζεσαι με την
πραγματικότητα, υλικό εξίσου σκληρό με το ξύλο. Και τα δύο είναι γεμάτα
κόλπα και τεχνικές. Στην ουσία, απαιτείται ελάχιστη μαγεία και πολλή
σκληρή δουλειά. Και όπως είπε ο Προυστ, νομίζω, χρειάζεται δέκα τοις
εκατό έμπνευση και ενενήντα τοις εκατό εφίδρωση. Δεν έχω ασχοληθεί ποτέ
με την ξυλουργική, όμως είναι η δουλειά που θαυμάζω περισσότερο, ειδικά
επειδή δεν μπορείς ποτέ να βρεις κάποιον να την κάνει για σένα.
– από συνέντευξή του στο The Paris Review, 1981
Ξεκινήστε νωρίς:
Να κάτι που άκουσα τον
Δομινικανό συγγραφέα Χουάν Μπος να λέει στο Καράκας πριν από είκοσι
πέντε περίπου χρόνια: Είπε πως έπρεπε να μάθεις την τέχνη της γραφής
-τις τεχνικές, τους τρόπους δόμησης μια ιστορίας, τη σχολαστική, κρυφή
ξυλουργική- όταν είσαι νέος. Εμείς οι συγγραφείς είμαστε σαν παπαγάλοι,
δεν μπορούμε να μάθουμε να μιλάμε όταν είμαστε μεγάλοι.
– από συνέντευξή του στον Plinio Apuleyo Mendoza
Επικεντρωθείτε στην τεχνική:
Όταν είσαι
μεγαλύτερος, όταν η έμπνευση μειώνεται, βασίζεσαι περισσότερο στην
τεχνική. Αν δεν την έχεις κατακτήσει, όλα καταρρέουν. Δεν υπάρχει
αμφιβολία πως γράφεις πολύ πιο αργά, με πολύ περισσότερη προσοχή και
ίσως με λιγότερη έμπνευση. Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα του
επαγγελματία συγγραφέα.
– από συνέντευξή του, το 1985, στους New York Times
Επικεντρωθείτε στη συγγραφή, όχι στην καριέρα σας:
Υπάρχει
ένας Γάλλος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Τουλούζης που γράφει για τη
λατινοαμερικανική λογοτεχνία· πολλοί νέοι συγγραφείς τού έγραψαν
λέγοντάς του να μην γράφει τόσα πολλά για εμένα, καθώς δεν το είχα πια
ανάγκη, ενώ άλλοι άνθρωποι το είχαν ανάγκη. Αλλά αυτό που ξεχνούν είναι
πως όταν ήμουν στην ηλικία τους οι κριτικοί δεν έγραφαν για μένα, αλλά
για τον Miguel Angel Asturias. Αυτό που προσπαθώ να εξηγήσω είναι πως οι
νέοι συγγραφείς σπαταλούν τον χρόνο τους γράφοντας σε κριτικούς αντί να
δουλεύουν πάνω στο δικό τους γραπτό. Είναι πιο σημαντικό να γράφεις από
το να γράφουν για σένα. Ένα πράγμα που πιστεύω πως ήταν πολύ σημαντικό
για τη λογοτεχνική μου καριέρα ήταν το ότι μέχρι τα σαράντα μου χρόνια
δεν εισέπραξα ούτε ένα σεντ από συγγραφικά δικαιώματα, αν και είχα
δημοσιεύσει πέντε βιβλία.
– από συνέντευξή του, το 1981, στο The Paris Review
Γράψτε την επόμενη ιστορία σας (και εμπιστευτείτε τους φίλους σας):
«Σε κάθε περίπτωση, αυτή η ιστορία ανήκει ήδη στο παρελθόν», κατέληξε [ο φίλος μου Jorge Álvaro Espinosa]. «Αυτό που τώρα έχει σημασία είναι η επόμενη ιστορία».
Ήμουν αρκετά έκπληκτος και ανόητος ώστε να ψάξω για επιχειρήματα που
υποστήριζαν το αντίθετο, μέχρι που κατάλαβα ότι καμία συμβουλή που
άκουσα ποτέ μου δεν ήταν πιο έξυπνη από τη δική του. Εξέθεσε την
ακλόνητη πεποίθηση ότι έπρεπε να συλλάβεις πρώτα την ιστορία και μετά το
στυλ, αλλά κι ότι το καθένα εξαρτιόταν από το άλλο, εφόσον παρέμεναν
υπό την υποτέλεια του μαγικού ραβδιού των κλασικών. Αφιέρωσε επίσης λίγο
χρόνο στη γνώμη του, την οποία επαναλάμβανε συχνά, ότι έπρεπε να
διαβάσω τους Έλληνες με ουσιαστικό, αμερόληπτο τρόπο, και όχι μόνο τον
Όμηρο - τον μόνο που είχα διαβάσει, γιατί απαιτούταν για το απολυτήριό
μου. Υποσχέθηκα ότι θα το έκανα, και ζήτησα να ακούσω κι άλλα ονόματα,
αλλά εκείνος άλλαξε θέμα και άρχισε να μιλάει για το The Counterfeiters
του André Gide, που είχε διαβάσει εκείνο το Σαββατοκύριακο. Ποτέ δεν
βρήκα το κουράγιο να του πω ότι η συζήτησή μας ενδεχομένως να καθόρισε
την πορεία της ζωής μου. Έμεινα ξύπνιος όλο το βράδυ σχεδιάζοντας την
επόμενη ιστορία μου, που δεν είχε τη ροή της πρώτης.
– από το «How I Became a Writer», που δημοσιεύτηκε στο The New Yorker το 2003
Μη διστάσετε να δημιουργήσετε τους δικούς σας κανόνες - αλλά φροντίστε να τους ακολουθείτε:
[Όταν
διάβασα τον Κάφκα,] ξαφνικά κατάλαβα πόσες διαφορετικές δυνατότητες
υπήρχαν στη λογοτεχνία εκτός από τα ορθολογικά και αυστηρώς ακαδημαϊκά
παραδείγματα που είχα συναντήσει στα σχολικά βιβλία της δευτεροβάθμιας
εκπαίδευσης. Ήταν σαν να έσκιζα μια ζώνη αγνότητας. Με τα χρόνια,
ωστόσο, ανακάλυψα ότι δεν μπορείς να εφεύρεις ή να φανταστείς ό,τι
θέλεις, γιατί τότε κινδυνεύεις να μην πεις την αλήθεια και τα ψέματα
είναι πιο σοβαρά στη λογοτεχνία παρά στην πραγματική ζωή. Ακόμα και η
πιο φαινομενικά αυθαίρετη δημιουργία έχει τους κανόνες της. Μπορείς να
πετάξεις το φύλλο συκής του ορθολογισμού, μόνο αν δεν καταλήξεις στο
απόλυτο χάος και στον παραλογισμό.
– από συνέντευξη στον Plinio Apuleyo Mendoza
Πιστέψτε στην ιστορία σας:
Πάντα είχα μια ιδέα
για το τι ήθελα να κάνω, αλλά κάτι έλειπε και δεν ήμουν σίγουρος τι ήταν
μέχρι που μια μέρα ανακάλυψα τον σωστό τόνο - τον τόνο που
χρησιμοποίησα τελικά στα Εκατό Χρόνια Μοναξιά. Βασίστηκε στον
τρόπο που η γιαγιά μου έλεγε τις ιστορίες της. Διηγούταν ιστορίες που
ακούγονταν υπερφυσικές και φανταστικές, άλλα το έκανε με απόλυτη
φυσικότητα. Όταν τελικά βρήκα τον τόνο που έπρεπε να χρησιμοποιήσω,
κάθισα δεκαοκτώ μήνες και δούλευα κάθε μέρα... Σε προηγούμενες απόπειρές
μου να γράψω το Εκατό Χρόνια Μοναξιά, προσπάθησα να πω την
ιστορία χωρίς να πιστεύω σε αυτήν. Ανακάλυψα ότι αυτό που έπρεπε να κάνω
ήταν να πιστέψω ο ίδιος στην ιστορία και να την αφηγηθώ έχοντας την
ίδια έκφραση που είχε και η γιαγιά μου όταν έλεγε τις ιστορίες της: με
πρόσωπο σαν από πέτρα.
– από συνέντευξή του, το 1981, στο The Paris Review
Εμπιστευτείτε τη διαίσθησή σας, όχι την ευφυΐα σας:
Έμπνευση
είναι όταν βρίσκεις το σωστό θέμα, ένα θέμα που σου αρέσει πολύ· που
κάνει τη δουλειά πολύ πιο εύκολη. Η διαίσθηση, η οποία είναι επίσης
απαραίτητη για τη συγγραφή μυθοπλασίας, είναι μια ειδική ικανότητα που
σας βοηθά να αποκρυπτογραφήσετε τι είναι πραγματικό χωρίς να χρειάζεστε
επιστημονική γνώση ή οποιοδήποτε άλλο ειδικό είδος μάθησης. Οι νόμοι της
βαρύτητας μπορούν να κατανοηθούν πολύ πιο εύκολα με τη διαίσθηση σε
σχέση με οτιδήποτε άλλο μέσο. Είναι ένας τρόπος να αποκτήσεις εμπειρία
χωρίς να κοπιάσεις πολύ. Για έναν μυθιστοριογράφο, η διαίσθηση είναι
απαραίτητη. Βασικά, είναι το αντίθετο από τον διανοητισμό, που μάλλον
είναι το πράγμα που απεχθάνομαι περισσότερο στον κόσμο - με την έννοια
ότι ο πραγματικός κόσμος μετατρέπεται σε ένα είδος στατικής θεωρίας. Η
διαίσθηση έχει το πλεονέκτημα του «είτε είναι είτε δεν είναι». Δεν
δυσκολεύεσαι προσπαθώντας να βάλεις ένα κυκλικό καρφί σε μια τετράγωνη
τρύπα.
– από συνέντευξή του, το 1981, στο The Paris Review
Όσο καλύτερα γνωρίζετε το θέμα σας, τόσο πιο συνοπτικός πρέπει να είστε:
Ο
Graham Greene μού δίδαξε πώς να κατανοήσω την τροπική ζώνη, αν μη τι
άλλο. Το να ξεχωρίσεις τα ουσιώδη στοιχεία ενώ μιλάς για κάτι που
γνωρίζεις πολύ καλά είναι εξαιρετικά δύσκολο. Είναι όλα τόσο οικεία που
δεν ξέρεις από πού να ξεκινήσεις κι έχεις τόσα πολλά να πεις που
καταλήγεις να μην μεταδίδεις καμία γνώση. Αυτό ήταν το πρόβλημά μου με
την τροπική ζώνη. Διάβασα τον Χριστόφορο Κολόμβο, την Πιγαφέτα και τους
άλλους εξερευνητές των Ινδιών με μεγάλο ενδιαφέρον, εκτιμώντας το όραμά
τους. Είχα διαβάσει επίσης τους Salgari και Conrad και τους «τροπικούς
συγγραφείς» της Λατινικής Αμερικής στις αρχές του εικοστού αιώνα, που
έβλεπαν τα πάντα υπό το πρίσμα του Μοντερνισμού, και πολλούς άλλους,
αλλά πάντα έβρισκα μια τεράστια διαφορά μεταξύ των εκδοχών που
παρουσίαζαν και του αληθινού. Μερικοί από αυτούς έπεφταν στην παγίδα της
απλής απαρίθμησης των πραγμάτων και, παραδόξως, όσο μεγαλύτερη ήταν η
λίστα τόσο πιο περιορισμένη φαινόταν η ματιά τους.
Άλλοι, όπως γνωρίζουμε, έχουν υποκύψει στη ρητορική υπερβολή. Ο
Graham Greene έλυσε αυτό το λογοτεχνικό πρόβλημα με πολύ ακριβή τρόπο -
χρησιμοποιώντας μερικά ανόμοια στοιχεία που συνδέονται με μια εσωτερική
συνοχή τόσο λεπτή όσο και πραγματική. Χρησιμοποιώντας αυτή τη μέθοδο,
μπορείτε να περιορίσετε ολόκληρο το αίνιγμα των τροπικών περιοχών στο
άρωμα ενός σάπιου γκουάβα.
– από συνέντευξή του στον Plinio Apuleyo Mendoza
Να λέτε την αλήθεια και μόνο την αλήθεια:
Στη
δημοσιογραφία μονάχα ένα ψέμα καταστρέφει όλη την αξιοπιστία της
δουλειάς σου. Αντίθετα, στη μυθοπλασία μονάχα μια αλήθεια χαρίζει
αξιοπιστία σε ολόκληρο το έργο σου. Αυτή είναι η μόνη διαφορά, και έχει
να κάνει με την αφοσίωση του συγγραφέα. Ένας μυθιστοριογράφος μπορεί να
γράψει ό,τι θέλει, αρκεί να κάνει τους ανθρώπους να πιστέψουν σε αυτό.
– από συνέντευξή του, το 1981, στο The Paris Review
Χρησιμοποιήστε τα τεχνάσματά σας:
Δεν μπορείς να
είσαι συγγραφέας χωρίς τεχνάσματα. Αυτό που έχει σημασία είναι η
νομιμότητα αυτών των τεχνασμάτων, μέχρι ποιο σημείο μπορούν να
χρησιμοποιηθούν και σε ποιο βαθμό.
– από συνέντευξή του, το 2005, στο VQR
Φροντίστε το σώμα σας (και μην γράφετε μεθυσμένος):
Ένα
πράγμα που έγραψε ο Χέμινγουεϊ και μου έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν ότι η
συγγραφή για αυτόν ήταν σαν την πυγμαχία. Φρόντιζε για την υγεία και
την ευεξία του. Ο Φώκνερ είχε τη φήμη του αλκοολικού, αλλά σε κάθε
συνέντευξη που έδινε έλεγε ότι ήταν αδύνατο να γράψει έστω μια γραμμή
όταν ήταν μεθυσμένος. Το ίδιο είπε και ο Χέμινγουεϊ. Κάποιοι κακοί
αναγνώστες με ρώτησαν αν είχα πάρει ναρκωτικά όταν έγραφα κάποια από τα
έργα μου. Αυτό δείχνει ότι δεν ξέρουν τίποτα για τη λογοτεχνία ή για τα
ναρκωτικά. Για να είσαι καλός συγγραφέας πρέπει να είσαι απόλυτα διαυγής
σε κάθε στιγμή της συγγραφής, και να έχεις καλή υγεία. Είμαι ενάντια
στη ρομαντική έννοια που υποστηρίζει ότι η πράξη της γραφής είναι θυσία
και ότι όσο χειρότερες είναι οι οικονομικές συνθήκες ή η συναισθηματική
σου κατάσταση, τόσο καλύτερη είναι η γραφή. Νομίζω ότι πρέπει να είσαι
σε πολύ καλή συναισθηματική και σωματική κατάσταση. Η λογοτεχνική
δημιουργία για μένα απαιτεί καλή υγεία και η Χαμένη Γενιά το κατάλαβε
αυτό. Ήταν άνθρωποι που αγαπούσαν τη ζωή.
– από συνέντευξή του, το 1981, στο The Paris Review
Και πάνω από όλα, συνεχίστε να γράφετε:
Η μόνη σοβαρή συμβουλή είναι να συνεχίσετε να γράφετε, να συνεχίσετε και να συνεχίσετε να γράφετε.
– από συνέντευξή του, το 1979, με την Katherine Ashton για το The Harvard Advocate
Τα βιβλία του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες κυκλοφορούν στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου