Από τους Χαχόλους στους Ακρίτες
Η «τριαδική Ρωσία» (Ρωσία, Ουκρανία, Λευκορωσία) σε καρτ ποστάλ της ύστερης τσαρικής περιόδου με τη σφραγίδα της Αυτοκρατορικής Φιλανθρωπικής Εταιρείας
Άχαρη, όντως, η δουλειά του μελλοντολόγου. Κι ακόμη περισσότερο όταν αυτή ταυτίζεται με το έργο ενός δημοσιογράφου σε περιοδικό, αναγκασμένου εκ των πραγμάτων (από τους ρυθμούς της υλικής παραγωγής του εντύπου που τον στεγάζει) να «προβλέπει» τι περίπου θα συμβαίνει όταν το άρθρο του δει το φως της δημοσιότητας. Το κείμενο που διαβάζετε τώρα σχεδιάστηκε εδώ και σχεδόν δύο εβδομάδες, παραδόθηκε δε για σελιδοποίηση την περασμένη Κυριακή· σε χρόνο, δηλαδή, που ήταν απολύτως αδύνατο να γνωρίζει κανείς πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα μέχρι σήμερα.
Από την άλλη, αυτή η αποστασιοποίηση έχει και τα καλά της. Σε υποχρεώνει να παραβλέψεις τις τρέχουσες λεπτομέρειες, που απασχολούν τους συναδέλφους του «κανονικού» φύλλου, και να δεις τα πράγματα πιο μακροσκοπικά. Η στήλη θα ασχοληθεί έτσι σήμερα με μια παραγνωρισμένη αλλά κρίσιμη πλευρά του πολέμου που ξέσπασε στις 24 Φεβρουαρίου: το όραμα του Βλαντίμιρ Πούτιν να αναβιώσει όχι τη Σοβιετική Ενωση του 1991 (ή κάποιο υποκατάστατό της), αλλά την αντιδραστική τσαρική αυτοκρατορία που κατέρρευσε το 1917.
Σαμαράς με πυρηνικά
Όποιος θέλησε να μάθει τους λόγους της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία από πρώτο χέρι, από το στόμα και τη γραφίδα δηλαδή του ίδιου του Πούτιν, γνωρίζει πολύ καλά πως η επίθεση της 24ης Φεβρουαρίου δεν εξαπολύθηκε ούτε (μόνο) για την αποτροπή της επέκτασης του ΝΑΤΟ ούτε για την προστασία των αποσχισθεισών «Λαϊκών Δημοκρατιών» του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ. Γι’ αυτό το τελευταίο, θα αρκούσε άλλωστε η απλή, αναίμακτη προώθηση των ρωσικών στρατευμάτων στα φίλια εδάφη.
Μολονότι παράνομη από την άποψη του διεθνούς δικαίου, μια τέτοια επίδειξη δύναμης θα λειτουργούσε στην πράξη σταθεροποιητικά και θα επιδεχόταν κάποια ανθρωπιστική νομιμοποίηση, σε αντίθεση με το σημερινό λουτρό αίματος και τη γελοία –από κάθε άποψη– επίκληση εγκλημάτων που διαπράχθηκαν πριν από οκτώ ολόκληρα χρόνια (βλ. Οδησσός) για να δικαιολογηθεί μια απείρως μεγαλύτερη ανθρωποσφαγή.
«Θέλετε αποκομουνιστικοποίηση; Πολύ ωραία, αυτό μας βολεύει πλήρως. Δεν πρέπει όμως να κάνουμε μισή δουλειά» |Βλαντίμιρ Πούτιν, 22.2.2022
Το πρωταρχικό επιχείρημα του Ρώσου προέδρου στο διάγγελμά του της 22/2, προτού στείλει τα θωρακισμένα του στο Κίεβο, ήταν εντελώς διαφορετικό: η υποτιθέμενη ανυπαρξία ουκρανικού έθνους, ο ισχυρισμός πως οι σημερινοί Ουκρανοί δεν είναι στην πραγματικότητα παρά αρχέγονοι Ρώσοι που μεταλλάχθηκαν εθνικά λόγω της επάρατης εθνοπροδοσίας του Λένιν και των ιδεοληπτικών μπολσεβίκων του, οι οποίοι μετέτρεψαν εν μιά νυκτί την πάλαι ποτέ Μικρορωσία σε Ουκρανία, «αποκόπτοντας από τη Ρωσία τμήματα της ιστορικά δικής της επικράτειας» προκειμένου «να κρατηθούν στην εξουσία με κάθε τρόπο». Όπως ακριβώς στα καθ’ ημάς οι σύγχρονοι μακεδονομάχοι απέδιδαν στην κομμουνιστική δολιότητα του Τίτο την «επινόηση» του γειτονικού μας (σλαβο)μακεδονικού έθνους, εισηγούμενοι τη διόρθωση αυτής της ιστορικής «αδικίας» με την «άσκηση στρατιωτικής πίεσης» (Παπαθεμελής), την εξάρθρωση της Βόρειας Μακεδονίας με πολιτικοστρατιωτικές «λαβίδες» (Σαμαράς), τον διαμελισμό της σε συνεννόηση με τους υπόλοιπους γείτονες (Χρύσανθος Λαζαρίδης) κ.ο.κ., έτσι κι ο Ρώσος πρόεδρος ανέλαβε να επαναφέρει τα πράγματα στην εθνικά ορθή πρότερη κατάσταση που επικρατούσε στην περιοχή τον καιρό της αυτοκρατορίας των Ρομανόφ: «Θέλετε αποκομουνιστικοποίηση;» αναρωτήθηκε ρητορικά στο διάγγελμά του. «Πολύ ωραία, αυτό μας βολεύει πλήρως. Δεν πρέπει όμως, κατά το λεγόμενο, να κάνουμε μισή δουλειά. Είμαστε έτοιμοι να σας δείξουμε τι σημαίνει αληθινή αποκομουνιστικοποίηση για την Ουκρανία».
Δεν πρόκειται για αυθόρμητες χοντράδες που εκφωνήθηκαν εν τη ρύμη του λόγου ενός ανθρώπου που διαπαιδαγωγήθηκε πολιτικά στο κλειστό σύμπαν των μυστικών υπηρεσιών. Αναλυτικότερη παράθεση του ίδιου ακριβώς σκεπτικού είχε αναρτήσει ο Πούτιν από το περασμένο καλοκαίρι στην επίσημη ιστοσελίδα του (kremlin.ru), με τη μορφή ενός πολυσέλιδου άρθρου που υπέγραφε ο ίδιος και τιτλοφορούνταν «Περί της ιστορικής ενότητας των Ρώσων και των Ουκρανών» (Об историческом единстве русских и укранцев). Δοκίμιο άκρως πρωτόλειο μεν, με μια όμως ανατριχιαστική προσπάθεια χάραξης πολιτικής για τον 21ο αιώνα βάσει ιστορικών δικαίων του Μεσαίωνα: «Για να καταλάβουμε καλύτερα το παρόν και ν’ αντικρίσουμε το μέλλον, πρέπει να στραφούμε στην ιστορία. […] Και οι Ρώσοι και οι Ουκρανοί και οι Λευκορώσοι είναι απόγονοι των Αρχαίων Ρως, που αποτελούσαν το μεγαλύτερο κράτος στην Ευρώπη. Σλαβικές και άλλες φυλές σε μια τεράστια έκταση –από τη Λαντόγκα, το Νόβγκοροντ, το Πσκοφ, μέχρι το Κίεβο και το Τσερνιγκόφ– ήταν ενωμένες με μία γλώσσα (που σήμερα αποκαλούμε αρχαία ρωσική), οικονομικούς δεσμούς, την πριγκιπική εξουσία της δυναστείας του Ρούρικ. Μετά δε τη βάφτιση των Ρως, και με μία ορθόδοξη πίστη. Η πνευματική επιλογή του Αγίου Βλαδίμηρου, που ήταν πρίγκιπας και του Νόβγκοροντ και του Κιέβου, καθορίζει και σήμερα σε μεγάλο βαθμό τη συγγένειά μας».
Η διάρρηξη αυτής της ειδυλλιακής ενότητας, σύμφωνα με το ίδιο αυτοκρατορικό σκεπτικό, δρομολογήθηκε τεχνητά τον 19ο αιώνα «στο περιβάλλον της πολωνικής ελίτ και σε κάποια τμήματα της μικρορωσικής [δηλαδή, της ουκρανικής] διανόησης»: εκεί «γεννήθηκαν κι ενισχύθηκαν ιδέες περί ουκρανικού λαού χωριστού από τον ρωσικό», με τη βοήθεια από ένα σημείο και μετά των αρχών της Αυστροουγγαρίας, «ως αντίβαρο στο πολωνικό εθνικό κίνημα και τις φιλομοσχοβίτικες διαθέσεις στη Γαλικία» (τη σημερινή Δυτική Ουκρανία). Λες και διαβάζουμε ελληνικά εθνικιστικά κείμενα του περασμένου και προπερασμένου αιώνα, για την «τεχνητή» διάσπαση του ελληνορθόδοξου γένους από τον πανσλαβισμό που «κατασκεύασε» πρώτα τους Βουλγάρους κι εν συνεχεία (διά των κομμουνιστών) τους Σλαβομακεδόνες.
Οπως και στο διάγγελμα της 22/2, τη βασική ευθύνη τη φέρουν φυσικά κι εδώ οι απάτριδες μπολσεβίκοι που «οραματίζονταν την παγκόσμια επανάσταση, η οποία κατά τη γνώμη τους θα καταργούσε γενικώς τα εθνικά κράτη», «μεταχειρίστηκαν τον ρωσικό λαό σαν ανεξάντλητο υλικό για κοινωνικούς πειραματισμούς» και, «αντί για το μεγάλο ρωσικό έθνος, τον τριαδικό λαό που αποτελούνταν από Μεγαλορώσους, Μικρορώσους και Λευκορώσους, εδραίωσαν στο κρατικό επίπεδο θέση για τρία σλαβικά έθνη: ρωσικό, ουκρανικό και λευκορωσικό».
Μετά τη δημιουργία της σύγχρονης Ουκρανίας «σε βάρος της ιστορικής Ρωσίας», «ένα πράγμα είναι ολοφάνερο: η Ρωσία στην πραγματικότητα καταληστεύθηκε». Υποσημειώνουμε πως η διατύπωση περί «τριαδικού» λαού και έθνους, με τις προφανείς θεολογικές προεκτάσεις, προέρχεται κι αυτή από το αντιδραστικό εθνικιστικό λεξιλόγιο των ύστερων τσαρικών χρόνων.
Ο πρωτοπόρος Σολζενίτσιν
Τη θεωρητική αυτή ιστορικοπολιτική «τεκμηρίωση» συμπληρώνει, φυσικά, η αντίστοιχη οργανωτικοπολιτική. Στο πολυδιαφημισμένο «Τάγμα Αζόφ» της Ουκρανικής Πολιτοφυλακής, οι «Λαϊκές Δημοκρατίες» του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ παρατάσσουν τους δικούς τους φασίστες, από το «Τάγμα Σπάρτη» και τον «Ρωσικό Ορθόδοξο Στρατό» μέχρι τις παραστρατιωτικές μονάδες Κοζάκων που νομιμοποιήθηκαν από τον Πούτιν το 2005. Ο πρώτος κυβερνήτης του αυτονομημένου Ντονέτσκ, Πάβελ Γκούμπαρεφ, προερχόταν άλλωστε από μια καθαρόαιμη ναζιστική οργάνωση, τη Ρωσική Εθνική Ενότητα, με σύμβολο –κι εδώ– τη σβάστικα.
Στο επίπεδο της καθαρής ιδεολογίας, αποτελεί σίγουρα ειρωνεία της τύχης το γεγονός πως ο πάλαι ποτέ καγκεμπίτης Πούτιν υιοθετεί αυτούσιο το ερμηνευτικό σχήμα που λανσάρισε κατά τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης ο γνωστότερος Ρώσος αντικομουνιστής συγγραφέας της σταλινικής και μετασταλινικής περιόδου. Αναφερόμαστε φυσικά στον χριστιανορθόδοξο συντηρητικό νομπελίστα Αλεξάντερ Σολζενίτσιν και στο βιβλίο του «Πώς θ’ αναδιοργανώσουμε τη Ρωσία μας;», που κυκλοφόρησε στα ρωσικά το 1990 και σε ελληνική μετάφραση την επόμενη χρονιά (Αθήνα 1991, εκδ. Λιβάνη).
Υπέρμαχος της διάλυσης της ΕΣΣΔ με ανεξαρτητοποίηση των μη σλαβικών συνιστωσών της, ο Σολζενίτσιν υποστήριζε εκεί το ενιαίο του «τρισυπόστατου» ρωσικού έθνους, απλούς κλώνους του οποίου υποτίθεται πως αποτελούσαν οι Λευκορώσοι και οι Ουκρανοί. Με «κακό» της Ιστορίας, κι εδώ, τον επάρατο μπολσεβικισμό – που, μεταξύ άλλων συμφορών, έβγαλε και τις Ρωσίδες από το σπίτι και τον παραδοσιακό τους ρόλο (σ. 8). Όσο για την ανυπαρξία ουκρανικού έθνους, τεκμηριώνεται κι εδώ με μια βουτιά στο απώτατο παρελθόν:
«Δεν απευθύνομαι σαν ξένος στους Ουκρανούς και τους Λευκορώσους, αλλά σαν δικός τους άνθρωπος. Αλλωστε, ο λαός μας χωρίστηκε σε τρεις κλάδους μόνο μετά από τη φοβερή συμφορά της μογγολικής εισβολής [τον 13ο αιώνα] και ύστερα από την κατάκτησή μας από την Πολωνία [στις αρχές του 17ου]. […] Καταγόμαστε όλοι από την υπέροχη πόλη του Κιέβου, “απ’ όπου πήρε την ονομασία της η ρωσική γη”, όπως λέει το “Χρονικό” του Νέστορα, κι απ’ όπου μας ήρθε το φως του χριστιανισμού. Μας κυβέρνησαν οι ίδιοι πρίγκιπες. […] Η ίδια ενότητα αντικατοπτρίζεται στις θητείες των μητροπολιτών. […] Ενσωματωμένοι στη Λιθουανία και την Πολωνία, οι Λευκορώσοι κι οι Μικρορώσοι διατήρησαν τη συνείδηση της ρωσικής τους ταυτότητας και αγωνίστηκαν για ν’ αποφύγουν την πολωνοποίηση και καθολικοποίησή τους. Η επιστροφή αυτών των εδαφών στη Ρωσία θεωρήθηκε την εποχή εκείνη απ’ όλο τον κόσμο ως επανένωση. […] Αδέρφια! Αυτός ο σκληρός χωρισμός δεν πρέπει να πραγματοποιηθεί. Είναι μια σύγχυση που γεννήθηκε στα χρόνια του κομμουνισμού. Περάσαμε μαζί τις συμφορές της σοβιετικής περιόδου. Μαζί πέσαμε σ’ αυτή την άβυσσο, μαζί θα βγούμε» (σ. 19-21 & 24).
Το όνομά τους κι η ψυχή τους
Οι τερατολογίες αυτές δεν προκύπτουν, βέβαια, από τον ουρανό. Οπως και στα καθ’ ημάς αντίστοιχά τους, αντλούν την επιχειρηματολογία τους από υπαρκτές διαφορές όσον αφορά τα χαρακτηριστικά των εκατέρωθεν εθνικισμών και τη διαδικασία συγκρότησης των αντίστοιχων εθνικών νοερών κοινοτήτων. Το ρωσικό έθνος διαμορφώθηκε ως συλλογική ταυτότητα κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ως ευθύγραμμη μετεξέλιξη μιας προϋπάρχουσας δυναστικής, θρησκευτικής και πολιτισμικής οντότητας που επανανοηματοδοτήθηκε από το ύστερο τσαρικό κράτος με βάση τα σύγχρονα –τότε– πρότυπα κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης. Το ουκρανικό εθνικό κίνημα αναδύθηκε πάλι την ίδια εποχή ως αντίδραση σ’ αυτήν ακριβώς την προσπάθεια πολιτισμικής ομοιογενοποίησης, προσδίδοντας με τη σειρά του μια νέα πολιτική (εθνική) ταυτότητα σε συγκεκριμένες κοινωνικές αντιθέσεις.
Γι’ αυτές τις τελευταίες, και τη μετεγγραφή τους ως εθνικών, αποκαλυπτική είναι πάνω απ’ όλα η ονοματολογική διάσταση της ουκρανικής εθνογένεσης: η επισκόπηση των ονομάτων με τα οποία αυτοπροσδιορίστηκε (κι ετεροπροσδιορίστηκε) ο επίμαχος πληθυσμός όλο εκείνο το κρίσιμο διάστημα.
Εξαιρετικά διαδεδομένη ονομασία των κατοίκων της ανατολικής ιδίως Ουκρανίας, μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, ήταν το προσωνύμιο «χαχόλ» (хохол, «τσουλούφι»), εμπνευσμένο από την παραδοσιακή κόμμωση των παραμεθόριων Κοζάκων. Για πολλούς παρατηρητές της εποχής, του Λένιν συμπεριλαμβανομένου, η ονομασία αυτή είχε έντονα υποτιμητικό χαρακτήρα, ισοδύναμο του «αγροίκου» και του «καθυστερημένου»· εκτίμηση που μάλλον επιβεβαιώνει η μεταφύτευσή του, άγνωστο πότε ακριβώς και κάτω από ποιες συνθήκες, στη νεοελληνική καθομιλουμένη («χαχόλος»).
[.........................................]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου