Τρίτη, Μαρτίου 08, 2022

 Ιστορία του κόσμου σε 10 1/2 κεφάλαια by Julian Barnes

Barnes Julian Patrick: Η Ιστορία Του Κόσμου Σε 10 1/2 Κεφάλαια

     Βιογραφικό

     Ο Τζούλιαν Πάτρικ Μπαρνς (Julian Patrick Barnes) είναι Άγγλος συγγραφέας που γεννήθηκε στο Λέστερ, στην Αγγλία, 19 Γενάρη του 1946, αν κι η οικογένειά του μετακόμισε στα προάστια του Λονδίνου 6 βδομάδες αργότερα. Κι οι δύο γονείς του ήτανε καθηγητές γαλλικών. Ο ίδιος είπε ότι η υποστήριξή του για τη ποδοσφαιρική ομάδα Leicester City ήταν, -μόλις στα 4 ή 5 του-, ένας συναισθηματικός τρόπος να μείνει στην πόλη του. Στα 10, είπε στη μητέρα του ότι είχε πάρα πολύ φαντασία. Το 1956, η οικογένεια μετακόμισε στο Northwood, Middlesex, το Metroland του 1ου του μυθιστορήματος.
     Σπούδασε στη Σχολή City of London στο Λονδίνο από το 1957 ως το 1964 και στη συνέχεια συνέχισε στο κολλέγιο Magdalen της Οξφόρδης, όπου σπούδασε Σύγχρονες Γλώσσες κι αποφοίτησε, το 1968. Μετά εργάστηκε ως λεξικογράφος για το αγγλικό συμπλήρωμα λεξικών της Οξφόρδης για 3 έτη. Το 1977, ξεκίνησε σαν κριτικός και λογοτεχνικός συντάκτης για το New Statesman και το New Review. Στη διάρκεια της θητείας του στο New Statesman, ο Barnes υπέφερε από εξουθενωτική συστολή, λέγοντας: "Όταν γίνονταν εβδομαδιαίες συναντήσεις, θα παρέλυα στη σιωπή και θεωρούμην ως το βουβό μέλος του προσωπικού". Τα έτη 1979-86 εργάστηκε ως τηλεοπτικός κριτικός, αρχικά στο New Statesman και στη συνέχεια στον The Observer.
     Το 1ο του μυθιστόρημα, το Metroland, είναι η ιστορία του Κρίστοφερ, ενός νεαρού άνδρα από τα προάστια του Λονδίνου που ταξιδεύει στο Παρίσι ως φοιτητής, επιστρέφοντας τελικά στο Λονδίνο. Το μυθιστόρημα ασχολείται με θέματα ιδεαλισμού και σεξουαλικής πιστότητας κι έχει την 3μερή δομή που αποτελεί συχνή επανάληψη στο έργο του Μπαρνς. Αφού διάβασε το μυθιστόρημα, η μητέρα του, παραπονέθηκε για τον βομβαρδισμό της βρωμιάς του βιβλίου. Το 2ο μυθιστόρημά του Before Me Met Me χαρακτηρίζει μια πιο σκοτεινή αφήγηση, μια ιστορία εκδίκησης ενός ζηλιάρη ιστορικού που του γίνεται εμμονή το παρελθόν της 2ης συζύγου του. Το πρωτοποριακό μυθιστόρημά του Ο Παπαγάλος Του Φλωμπέρ απομακρύνθηκε από τη παραδοσιακή γραμμική δομή των προηγούμενων και παρουσίασε μια αποσπασματική βιογραφική ιστορία ενός ηλικιωμένου γιατρού, του Geoffrey Braithwaite, που εστιάζει μ' εμμονή τη ζωή του Gustave Flaubert. Αναφερόμενος στο Φλωμπέρ, ο Μπαρνς είπε, "είναι ο συγγραφέας που τα λόγια του τείνω να τα ζυγίζω με μεγαλύτερη προσοχή, γιατί πιστεύω πως είπε τη περισσότερη αλήθεια για τη συγγγραφή". Ο Παπαγάλος του Φλωμπέρ εκδόθηκε με μεγάλη αποδοχή, ειδικά στη Γαλλία και βοήθησε να καθιερωθεί ως ένας από τους κορυφαίους συγγραφείς της γενιάς του.



     Το 1980, ο Barnes, με το όνομα Dan Kavanagh (που 'χε νυμφευτεί πρόσφατα τη λογοτεχνική πράκτορα Pat Kavanagh)
Pat Kavanagh - Person - National Portrait Gallery, δημοσίευσε το το από τα 4 αστυνομικά μυθιστορήματα με τον Duffy, έναν από τους 1ους γκέι άντρες ντετέκτιβ της Βρεττανίας. Φέρεται ν' αποκαλεί τη χρήση ψευδωνύμου, "ελευθερώνοντας ό,τι θα μπορούσατε να φαντασιωθείτε για κάθε βία που μπορεί να 'χετε". Ενώ το Metroland, που δημοσιεύτηκε επίσης το 1980, χρειάστηκε 8 χρόνια να το γράψει, ο Duffy χρειάστηκε λιγότερο από 2 βδομάδες -ένα πείραμα για να δοκιμάσει "πώς θα ήταν να γράφω όσο πιο γρήγορα μπορώ κι όσο πιο συγκεντρωτικά". Ακολούθησε το Staring at the Sun το 1986, ένα άλλο φιλόδοξο μυθιστόρημα για μια γυναίκα που ωριμάζει στη μεταπολεμική Αγγλία κι ασχολείται με θέματα αγάπης, αλήθειας και θανάτου. Το 1989 δημοσίευσε το A History of the World σε 10½ Κεφάλαια, που είναι επίσης ένα μη γραμμικό μυθιστόρημα και χρησιμοποιεί μια ποικιλία στο στυλ γραφής για να θέσει υπό αμφισβήτηση τις αντιληπτές έννοιες της ίδιας της ανθρώπινης ιστορίας και γνώσης.
     Το 1991, δημοσίευσε το Talking It Over, σύγχρονο ερωτικό τρίγωνο, που οι 3 χαρακτήρες εναλλάσσονται με τον αναγνώστη, αντανακλώντας κοινά γεγονότα.[...............................]

 ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΣΕ 10 1/2 ΚΕΦΑΛΑΙΑ / BARNES JULIAN

 
              Η Ιστορία Του Κόσμου Σε 10 ½ Κεφάλαια

                                  Κεφ.: ½ 
Παρένθεση

     Θα σας πω τώρα κάτι για κείνη. Είναι το μεσαίο διάστημα της νύχτας, όταν κανένα φως δεν περνάει από τις κουρτίνες, ο μόνος θόρυβος του δρόμου είναι το κλαψούρισμα ενός ρόμεο που γυρίζει σπίτι του και τα πουλιά δεν έχουν αρχίσει ακόμα τη ρουτινιέρικη, αλλά αναζωογονητική δουλειά τους. Εκείνη είναι ξαπλωμένη στο πλευρό της, με την πλάτη γυρι­σμένη προς το μέρος μου. Δεν μπορώ να τη δω μέσα στο σκοτάδι, αλλά από το ρυθμικό θρόισμα της ανάσας της θα μπορούσα να σας σχεδιάσω τον χάρτη του κορμιού της. Όταν είναι ευτυχισμένη, μπορεί να κοιμάται ώρες στην ίδια στάση. Έχω αγρυπνήσει από πάνω της όλες αυτές τις οχετώδεις ώρες της νύχτας και μπορώ να πιστοποιήσω πως δεν μετακινείται. Αυτό, βέβαια, μπορεί να οφείλεται απλώς σε καλή χώνευση και ήρεμα όνειρα· αλλά εγώ το θεωρώ σημάδι ευτυχίας.

     Οι νύχτες μας διαφέρουν. Εκείνη αποκοιμιέται όπως κά­ποιος που αφήνεται να παρασυρθεί απαλά από ένα ζεστό ρεύμα και πλέει μ' εμπιστοσύνη ως το πρωί. Εγώ αποκοιμιέ­μαι πιο δύστροπα, παλεύω με τα κύματα, απρόθυμος ν' απο­χωριστώ μια καλή μέρα ή χολωμένος ακόμα για μια κακή. Στις περιόδους της ασυναισθησίας μας, μας διατρέχουν δια­φορετικά ρεύματα. Εμένα, κάθε τόσο, ο φόβος του χρόνου και του θανάτου, ο πανικός μπροστά στο κενό που πλησιάζει, μ' εκσφενδονίζουν έξω από το κρεβάτι· με τα πόδια στο πάτωμα, το κεφάλι στα χέρια μου, φωνάζω καθώς ξυπνάω ένα ανώφελο (και απογοητευτικά άμοιρο ευφράδειας) «Όχι, όχι, όχι». Τότε εκείνη πρέπει να διώξει τη φρίκη μου με το χάδι, όπως ξεπλένει κανείς ένα σκύλο που βγήκε γαβγίζοντας από ένα βρόμικο ποτάμι.

     Λιγότερο συχνά συμβαίνει να διακόπτεται ο δικός της ύπνος από μια κραυγή, και τότε είναι η σειρά μου να τη νοια­στώ με προστατευτικό ζήλο. Είμαι σε πλήρη εγρήγορση κι εκείνη μου αποκαλύπτει με νυσταγμένα μάτια την αιτία του ξεφωνητού της. «Ένα πολύ μεγάλο σκαθάρι», λέει, σαν να μην επρόκειτο να μ' ενοχλήσει για ένα μικρότερο· ή «Τα σκαλοπάτια γλιστρούσαν»· ή απλώς «Κάτι απαίσιο» (δήλωση που μου φαίνεται μυστικοπαθής ώς το σημείο της ταυτολο­γίας). Κατόπιν, αφού αποβάλει από τον οργανισμό της αυτόν τον μουσκεμένο φρύνο, αυτή τη χούφτα βόρβορο, αναστενά­ζει κι επιστρέφει σ' έναν αποκαθαρμένο ύπνο. Εγώ κείτομαι ξύπνιος, κρατώντας σφιχτά ένα γλοιώδες αμφίβιο, περνώντας μια χούφτα απόβλητα από το ένα χέρι στο άλλο, ανήσυχος και γεμάτος θαυμασμό. (Με την ευκαιρία, δεν ισχυρίζομαι ότι εγώ έχω επιβλητικότερα όνειρα. Ο ύπνος εκδημοκρατίζει τον φόβο. Η τρομάρα για ένα χαμένο παπούτσι ή για ένα τρένο που δεν πρόλαβες είναι εξίσου μεγάλη όσο η φρίκη για επίθεση ανταρτών ή ένα πυρηνικό πόλεμο). Τη θαυμάζω επει­δή τα καταφέρνει πολύ καλύτερα από μένα σ' αυτή τη δου­λειά, τον ύπνο, που όλοι μας πρέπει να κάνουμε, κάθε νύχτα, ακατάπαυστα, ώσπου να πεθάνουμε. Τη διεκπεραιώνει σαν ένας κοσμογυρισμένος ταξιδιώτης, για τον οποίον ένα και­νούργιο αεροδρόμιο δεν έχει τίποτα το απειλητικό. Ενώ εγώ κείτομαι τη νύχτα στο κρεβάτι μ' ένα διαβατήριο που η ισχύς του έχει λήξει, σπρώχνοντας ένα καροτσάκι αποσκευών που η μια του ρόδα στριγκλίζει και πηγαίνοντας να παραλάβω τις βαλίτσες μου από λάθος ιμάντα.

     Τέλος πάντων... εκείνη κοιμάται, γυρισμένη στο πλευρό και με τη πλάτη προς το μέρος μου. Τα συνηθισμένα τεχνά­σματα και οι αλλαγές στάσης δεν κατόρθωσαν να με ναρκώ­σουν, κι έτσι αποφασίζω να κουρνιάσω στο απαλό ζιγκ-ζαγκ του κορμιού της. Καθώς μετακινούμαι και ακουμπάω το κα­λάμι μου πάνω σε μια γάμπα που ο ύπνος έχει χαλαρώσει τους μυς της, εκείνη αισθάνεται τι κάνω και χωρίς να ξυπνή­σει απλώνει το αριστερό της χέρι, παίρνει τα μαλλιά από τους ώμους της και τα σηκώνει στο κεφάλι της, για να μπορέσω να κουρνιάσω στον γυμνό λαιμό της. Κάθε φορά που αντιδρά έτσι, η ακρίβεια αυτής της ενύπνιας φιλοφρόνησης με κάνει ν' αναριγώ από αγάπη. Τα μάτια μου βουρκώνουν και μου 'ρχεται να την ξυπνήσω για να της θυμίσω πως την αγαπώ. Εκείνη τη στιγμή, ασύνειδα, άγγιξε κάποιο κρυφό υπομόχλιο των αισθημάτων μου. Φυσικά, δεν το ξέρει· ποτέ δεν της έχω μιλήσει γι' αυτή τη μικρούλικη, συγκεκριμένη νυχτερινή χα­ρά. Αν και τώρα το κάνω, υποθέτω...

     Νομίζετε ότι στην πραγματικότητα είναι ξύπνια όταν το κάνει αυτό; Μπορεί να σας φανεί πως είναι μια συνειδητή πράξη αβροφροσύνης -μια ευχάριστη χειρονομία, που ωστό­σο δεν σημαίνει ότι οι ρίζες της αγάπης φτάνουν βαθύτερα από τη συνείδηση. Έχετε δίκιο να δυσπιστείτε: πρέπει να εί­μαστε επιεικείς μόνον ώς ένα βαθμό με τους ερωτευμένους, που η ματαιοδοξία τους συναγωνίζεται εκείνη των πολιτικών. Αλλά έχω κι άλλες αποδείξεις. Τα μαλλιά της, για να ξέρετε, πέφτουν στους ώμους της. Αλλά πριν από μερικά χρόνια, όταν μας υποσχέθηκαν ότι η καλοκαιρινή ζέστη θα κρατούσε μήνες, τα έκοψε κοντά. Ο λαιμός της ήταν γυμνός για φιλιά όλη μέρα. Και στο σκοτάδι, όταν ήμασταν ξαπλωμένοι κάτω από το ίδιο σεντόνι κι εγώ λουζόμουν στον ιδρώτα, όταν το μεσαίο διάστημα της νύχτας ήταν συντομότερο, αλλά όχι λι­γότερο δυσβάσταχτο -τότε, καθώς γύριζα προς αυτή τη χα­λαρή καμπύλη δίπλα μου, εκείνη, μ' ένα απαλό μουρμούρισμα, προσπαθούσε να σηκώσει τα ανύπαρκτα μαλλιά από τον σβέρκο της.

     «Σ' αγαπώ», ψιθυρίζω στον κοιμισμένο λαιμό, «σ' αγαπώ». Όλοι οι μυθιστοριογράφοι ξέρουν ότι η τέχνη τους είναι μια έμμεση διαδικασία. Όταν ο συγγραφέας δοκιμάζει τον πειρα­σμό του διδακτισμού, πρέπει να φαντάζεται ένα κομψό καπε­τάνιο που βλέπει τη θύελλα να πλησιάζει, τρέχει από όργανο σε όργανο σαν πύρινος τροχός με χρυσά σιρίτια, στέλνει κοφτές διαταγές μέσα από τον φωναγωγό. Αλλά δεν υπάρχει κανένας κάτω, το μηχανοστάσιο δεν τοποθετήθηκε ποτέ και το τιμόνι έσπασε πριν από αιώνες. Ο καπετάνιος μπορεί να δώσει μια πολύ καλή παράσταση, πείθοντας όχι μόνο τον εαυτό του, αλλά και μερικούς από τους επιβάτες· ωστόσο, το αν ο πλωτός κόσμος τους θα τα βγάλει πέρα δεν εξαρτάται απ' αυτόν, αλλά από τους λυσσασμένους ανέμους και τη σκυθρωπή θάλασσα, από τα παγόβουνα και τους αναπάντε­χους σκοπέλους.

     Παρ' όλα αυτά, είναι φυσικό να δυσανασχετεί πότε-πότε ο μυθιστοριογράφος για τις σκόλιες ατραπούς της λογοτε­χνίας. Στο κάτω μέρος του πίνακα του Ελ Γκρέκο «Η Ταφή Του Κόμη Οργκάθ», στο Τολέδο, υπάρχει μια παράταξη από γωνιώδεις μορφές με δαντελένιες τραχηλιές. Η ματιά τους, με θεατρικά πένθιμη έκφραση, είναι στραμμένη προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Μόνο μία απ' αυτές κοιτάζει ολόισια έξω από τον πίνακα και μας ατενίζει με ζοφερό, ειρωνικό βλέμμα -ένα βλέμμα που δεν μπορούμε να μην παρατηρή­σουμε, επίσης, ότι δεν είναι κολακευμένο. Η παράδοση υπο­στηρίζει ότι αυτή η μορφή είναι ίδιος ο Ελ Γκρέκο. "Εγώ το έφτιαξα αυτό", λέει. "Εγώ ζωγράφισα αυτόν τον πίνακα. Εγώ είμαι υπεύθυνος και γι' αυτό σας κοιτάζω".

     Φαίνεται πως οι ποιητές γράφουν ευκολότερα για την αγάπη απ' όσο οι πεζογράφοι. Πρώτα-πρώτα, διαθέτουν αυτό το ευέλικτο «εγώ» (όταν εγώ λέω «εγώ», θέλετε να μάθετε μέσα σε μια-δυο παραγράφους αν εννοώ τον Τζούλιαν Μπαρνς ή κάποιο φανταστικό πρόσωπο, ενώ ένας ποιητής μπορεί να επαμφοτερίζει ανάμεσα στα δύο, εισπράττοντας επαίνους τό­σο για τη βαθύτητα του αισθήματος όσο και για την αντικει­μενικότητα του). Έπειτα, φαίνεται πως οι ποιητές είναι ικανοί να μεταστοιχειώνουν την κακή αγάπη -την εγωιστική, την ευτελή αγάπη- σε καλή ποίηση για την αγάπη. Ενώ οι πε­ζογράφοι δεν έχουν τη δύναμη αυτής της αξιοθαύμαστης και ανέντιμης μετουσίωσης. Εμείς το μόνο που μπορούμε να κά­νουμε είναι να μεταστοιχειώνουμε τη κακή αγάπη σε πρόζα για τη κακή αγάπη. Γι' αυτό ζηλεύουμε (και δυσπιστούμε ελαφρά), όταν οι ποιητές μας μιλούν για την αγάπη.

     Κι έπειτα, γράφουν κάτι πράγματα που λέγονται ερωτική ποίηση. Συγκεντρώνονται σε βιβλία που τιτλοφορούνται ΜΕ­ΓΑΛΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΕΡΩΤΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ή κά­πως έτσι και ενδείκνυνται ως δώρο για τη γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου. 'Ασε πια τις ερωτικές επιστολές· αυτές συγκε­ντρώνονται σε ανθολογίες όπως η ΧΡΥΣΗ ΓΡΑΦΙΔΑ - ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΕΡΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΟΓΡΑΦΙΑΣ (μπορείτε να το πα­ραγγείλετε ταχυδρομικώς). Αλλά δεν υπάρχει λογοτεχνικό είδος που ν' ανταποκρίνεται στον όρο «ερωτική πεζογρα­φία». Ακούγεται άχαρα, σχεδόν σαν σχήμα οξύμωρο. ΕΡΩΤΙ­ΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ - ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΓΙΑ ΣΠΑΣΙΚΛΕΣ. Θα το βρεί­τε στην πτέρυγα των βιβλίων ξυλουργικής.

     Η Καναδέζα συγγραφέας Μαίηβις Γκάλλαντ έθεσε το ζή­τημα ως εξής: «Το μυστήριο του τι ακριβώς είναι ένα ζευγά­ρι είναι σχεδόν το μόνο αληθινό μυστήριο που μας έμεινε, και όταν θα το έχουμε εξιχνιάσει δεν θα χρειαζόμαστε πια τη λογοτεχνία -ούτε άλλωστε τον έρωτα». Όταν το πρωτο­διάβασα αυτό, το σχολίασα στο περιθώριο με το σκακιστι­κό σημάδι «!;» το οποίο σημαίνει μια κίνηση που, αν και ί­σως λαμπρή, μάλλον είναι επισφαλής. Αλλά η άποψη της Γκάλλαντ με πείθει όλο και περισσότερο, και το σημάδι άλ­λαξε σε «!!».

     «Ό,τι θα μείνει από μας είναι η αγάπη». Σ' αυτό το συμπέ­ρασμα καταλήγει προσεχτικά ο Φίλιπ Λάρκιν στο ποίημα του «Αρουνδέλειος Τύμβος». Ο στίχος μας εκπλήσσει, γιατί ένα μεγάλο μέρος από το έργο αυτού του ποιητή ήταν απομυθο-ποιητικό σαν ένα στιμμένο σφουγγαρόπανο. Ετοιμαζόμαστε να ευφρανθούμε· αλλά πρώτα θα έπρεπε να κοιτάξουμε με πεζό και καχύποπτο βλέμμα και ν' αναρωτηθούμε γι' αυτή την ποιητική φιοριτούρα: Είναι τάχα αληθινή; Είναι άραγε η αγάπη ό,τι θα μείνει από μας; Ωραία που θα ήταν, αν μπο­ρούσαμε να το πιστέψουμε! Θα ήταν παρήγορο, αν η αγάπη ήταν μια ενεργειακή πηγή που εξακολουθεί ν' ακτινοβολεί μετά τον θάνατο μας. Όταν έκλεινες τις παλιές τηλεοπτικές συσκευές, άφηναν στο κέντρο της οθόνης μια φωτεινή βούλα, που μίκραινε σιγά σιγά κι ενώ αρχικά είχε το μέγεθος ενός φλορινιού κατέληγε να γίνει ένα σημαδάκι έτοιμο να εξαφα­νιστεί κι αυτό. Όταν ήμουν μικρός, παρατηρούσα αυτή τη διαδικασία κάθε βράδυ, με την αόριστη επιθυμία να την ανα­χαιτίσω (και με την εφηβικά μελαγχολική αίσθηση ότι έβλεπα το σημάδι που λέγεται ανθρώπινη ύπαρξη να χάνεται αδυσώ­πητα μέσα σ' ένα μαύρο σύμπαν). Τάχα να εξακολουθεί η αγάπη να φεγγοβολεί έτσι για ένα διάστημα, μετά το σβήσιμο τη συσκευής; Εγώ προσωπικά δεν το βλέπω. 'Οταν πεθαίνει το ορφανεμένο σκέλος ενός ερωτικού ζευγαριού, πεθαίνει κι η αγάπη. Αν κάτι μένει από μας, θα πρέπει να είναι κάτι άλλο. Αυτό που θα μείνει από τον Λάρκιν δεν είναι η αγάπη του, αλλά η ποίηση του: αυτό είναι ολοφάνερο. Κι όποτε διαβάζω το τέλος του «Αρουνδέλειου Τύμβου», θυμάμαι τον Ουίλλιαμ Χάσκισον. Ήταν πολιτικός και χρηματιστής, πολύ γνωστός στον καιρό του, αλλά σήμερα τον θυμόμαστε επειδή στις 15 Σεπτεμβρίου 1830, στα εγκαίνια της σιδηροδρομικής γραμμής Λίβερπουλ-Μάντσεστερ, έγινε ο πρώτος άνθρωπος που πα­ρασύρθηκε και σκοτώθηκε από τρένο (αυτό έγινε ο Χάσκισον, σ' αυτό μεταμορφώθηκε). Αγαπούσε άραγε ο Ουίλλιαμ Χάσκισον; Και κράτησε η αγάπη του; Δεν το ξέρουμε. Ό,τι έμεινε απ' αυτόν είναι η στιγμή της τελευταίας απροσεξίας του -ο θάνατος τον πάγωσε σε μια διδακτική καμέα για τη φύση της προόδου.

     «Σ' αγαπώ». Πρώτα πρώτα, καλά θα κάναμε να φυλάξου­με αυτή τη φράση σ' ένα ψηλό ράφι σ' ένα τετράγωνο κουτί, πίσω από ένα τζάμι που πρέπει να σπάσουμε με τον αγκώνα μας, στη τράπεζα. Δεν πρέπει να την αφήνουμε όπου να 'ναι στο σπίτι, σαν ένα σωληνάριο με βιταμίνη Ο . Αν την έχουμε πρόχειρη, θα τη χρησιμοποιήσουμε χωρίς δεύτερη σκέψη· δεν θ' αντέξουμε στον πειρασμό. Λέμε βέβαια πως δεν θα το κάνουμε, αλλά θα το κάνουμε. Θα είμαστε μεθυ­σμένοι ή θα νιώθουμε μοναξιά ή -το πιθανότερο απ' όλα- θα θέλουμε να τρέφουμε ελπίδες, που να πάρει και τότε η φράση θα χαθεί, θα καταναλωθεί, θα μαγαριστεί. Θα πείτε: σκεφτόμαστε πως μπορεί να είμαστε ερωτευμένοι και δοκιμά­ζουμε αυτή τη φράση για να δούμε αν ταιριάζει. Πώς μπορού­με να ξέρουμε τι σκεφτόμαστε, αν δεν ακούσουμε τι λέμε; Ελάτε τώρα, επιχείρημα είναι αυτό; Εδώ πρόκειται για σπου­δαία φράση, πρέπει να είμαστε βέβαιοι ότι την αξίζουμε. Α­κούστε την πάλι, στα αγγλικά: 'Αϊ λαβ γιού. Υποκείμενο, ρήμα, αντικείμενο: μια απέριττη, ακαταμάχητη φράση. Το υποκείμε­νο είναι μια τόση δα λεξούλα, που υποδηλώνει την ταπεινο­φροσύνη του εραστή. Το ρήμα είναι μεγαλύτερο, αλλά ανε­πίδεκτο παρερμηνείας, μ' αυτή την αποκαλυπτική στιγμή που η γλώσσα εκλακτίζεται ζωηρά για ν' απελευθερώσει το φω­νήεν. Το αντικείμενο, όπως και το υποκείμενο, δεν έχει σύμ­φωνα και το εκφέρουμε σπρώχνοντας τα χείλη μας προς τα εμπρός, σαν να φιλάμε. 'Αϊ Λάβ Γιού. Πόσο σοβαρό, πόσο βα­ρυσήμαντο, πόσο φορτισμένο ακούγεται.

     Φαντάζομαι μια φωνητική συνωμοσία ανάμεσα στις γλώσ­σες του κόσμου. Αποφασίζουν σε μια συνδιάσκεψη πως η φρά­ση οφείλει να ηχεί πάντα σαν κάτι που πρέπει κανείς να κερ­δίσει, να μοχθήσει γι' αυτό, να είναι άξιος του. Ιχ Λίμπε Ντιχ: ένας νυχτερινός ψίθυρος, με φωνή βραχνή από το τσιγάρο, μ' αυτή την ευτυχή ομοιοκαταληξία υποκειμένου και αντι­κειμένου, Ζε Τ' Εμ: μια διαφορετική διαδικασία, όπου ξεμπερ­δεύουμε γρήγορα με το υποκείμενο και το αντικείμενο για να γευτούμε μέχρι τρυγός το μακρό φωνήεν της λατρείας. (Εδώ η γραμματική κάνει επίσης κάτι καθησυχαστικό: με το αντι­κείμενο τοποθετημένο δεύτερο, δεν υπάρχει περίπτωση ν' αποκαλυφθεί ξαφνικά ότι το αγαπημένο πρόσωπο είναι κά­ποιο άλλο). Για Τεμπιά Λιουμπλιού: το αντικείμενο πάλι στην παρήγορη δεύτερη θέση, αλλά αυτή τη φορά -παρά τον υπαινιγμό που κρύβει η ομοιοκαταληξία υποκειμένου κι αντικειμένου- αισθάνεσαι ότι υπάρχουν δυσκολίες, εμπόδια που πρέπει να υπερνικηθούν. Ιο Τι 'Αμο: ίσως θυμίζει υπέρ το δέον απεριτίφ, αλλά δομικά είναι πειστικό, με το υποκείμενο και το αντικείμενο, το ενεργούν πρόσωπο και την ενέργεια, να πε­ρικλείονται στην ίδια λέξη.

     Συγχωρέστε με γι' αυτή την ερασιτεχνική προσέγγιση. Ευ­χαρίστως θ' άφηνα το έργο σε κάποιο φιλανθρωπικό ίδρυμα αφιερωμένο στην επαύξηση των γνώσεων του ανθρώπου. Ας αναθέσουν σε μια ερευνητική ομάδα να μελετήσει τη φράση σ' όλες τις γλώσσες του κόσμου, να δει την ποικιλία της, ν' ανακαλύψει τι δηλώνουν οι φθόγγοι της σ' αυτούς που τους ακούν, να εξακριβώσει αν το μέγεθος της ευτυχίας μεταβάλλεται με τον πλούτο της διατύπωσης. Ερώτηση από το ακροα­τήριο: υπάρχουν φυλές που δεν έχουν στο λεξιλόγιο τους τη φράση Σ' αγαπώ; Ή μήπως έχουν εκλείψει όλες;

     Πρέπει να φυλάμε αυτή τη φράση στο κουτί της, πίσω από το τζάμι. Κι όταν τη βγάζουμε έξω, πρέπει να τη χρησιμο­ποιούμε με προσοχή. Οι άνδρες λένε «Σ' αγαπώ» για να καταφέρουν μια γυναίκα να πάει στο κρεβάτι μαζί τους, οι γυναίκες λένε «Σ' αγαπώ» για να καταφέρουν έναν άνδρα να τις παντρευτεί κι οι δυο λένε «Σ' αγαπώ» για να διώξουν τον φόβο, για να πεισθούν από τα λόγια για τα έργα, για να βεβαιωθούν ότι έχει επέλθει η πολυπόθητη κατάσταση, για να ξεγελάσουν τους εαυτούς τους με την ιδέα ότι δεν έχει παρέλ­θει ακόμα. Πρέπει να φυλαγόμαστε από τέτοιες χρήσεις. Το "Σ' αγαπώ" δεν πρέπει να βγαίνει στον κόσμο, να γίνεται νό­μισμα, εμπορεύσιμη μετοχή, να μας αποφέρει κέρδη. Θα το κάνει, αν το αφήσουμε. Αλλά φυλάξτε αυτή την πειθήνια φρά­ση για να την ψιθυρίζετε σ' ένα λαιμό, από τον οποίο μια κίνηση μόλις σήκωσε τα ανύπαρκτα μαλλιά.

     Για την ώρα είμαι μακριά από εκείνη, ίσως το μαντέψατε. Το υπερατλαντικό τηλέφωνο φέρνει μια κοροϊδευτική ηχώ, σαν κάποιος να λέει «Τα 'χουμε ξανακούσει όλα αυτά». «Σ' αγαπώ» και πριν εκείνη προλάβει ν' απαντήσει ακούω τον μεταλλικό δεύτερο εαυτό μου ν' αποκρίνεται: «Σ' αγαπώ». Αυτό δεν με ικανοποιεί· με την ηχώ, τα λόγια δημοσιοποιή­θηκαν. Δοκιμάζω ξανά, με το ίδιο αποτέλεσμα. "Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ" -κατάντησε ένα φλύαρο τραγούδι που είναι μέγα σουξέ για ένα θυελλώδη μήνα κι έπειτα εξορίζεται στα κατα­γώγια, όπου κοντόχοντροι ροκάδες με λιγδωμένο μαλλί και νταλγκά στη φωνή τους το χρησιμοποιούν για να ρίξουν τα κορίτσια που λικνίζονται αποχαυνωμένα στην πρώτη σειρά. "Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ", ενώ ο πρώτος κιθαρίστας χαχανίζει και η γλώσσα του ντράμερ κρέμεται υγρή από το ανοιχτό του στόμα.

     Πρέπει να είμαστε ακριβείς με την αγάπη, τη γλώσσα της και τις χειρονομίες της. Αν θέλουμε να μας σώσει, πρέπει να την αντικρίζουμε το ίδιο καθαρά όσο θα έπρεπε να μάθουμε ν' αντικρίζουμε τον θάνατο. Μήπως πρέπει να διδάσκεται η αγάπη στο σχολείο; Πρώτη τάξη: η φιλία, δεύτερη τάξη: η τρυφερότητα, τρίτη τάξη: ο έρωτας. Γιατί όχι; Μαθαίνουν στα παιδιά πώς να μαγειρεύουν, πώς να επισκευάζουν αυτοκίνητα και πώς να πηδιούνται χωρίς να γκαστρώνεται η κοπέλα· και τα παιδιά, έτσι υποθέτουμε, τα καταφέρνουν σ' όλα αυτά πολύ καλύτερα απ' όσο εμείς στην ηλικία τους, αλλά τι τα ωφελούν, αν δεν ξέρουν τίποτα για την αγάπη; Περιμένουμε να μάθουν γι' αυτήν από μόνα τους. Υποτίθεται ότι θα δώσει τη λύση η Φύση, όπως ο αυτόματος πιλότος σ' ένα αεροπλά­νο. Αλλά η Φύση, στην οποία μεταθέτουμε την ευθύνη για ό,τι δεν μπορούμε να καταλάβουμε, δεν είναι και τόσο καλή, όταν γυρίζουμε το κουμπί στο αυτόματο. Οι μωρές παρθένες που στρατολογήθηκαν στον γάμο δεν ανακάλυψαν ποτέ ότι η Φύση έχει έτοιμη απάντηση για όλα, όταν έσβησαν το φως. Οι μωρές παρθένες είχαν ακούσει ότι η αγάπη είναι η Γη Της Επαγγελίας, μια κιβωτός με την οποία δύο άνθρωποι μπο­ρούν να γλιτώσουν από τον Κατακλυσμό. Μπορεί η αγάπη να είναι κιβωτός, αλλά μια κιβωτός όπου η ανθρωποφαγία δίνει και παίρνει, μια κιβωτός με κυβερνήτη ένα τρελόγερο, που σε δέρνει με μια μαγκούρα από κυπαρισσόξυλο και μπο­ρεί ανά πάσα στιγμή να σε πετάξει στη θάλασσα.

     Ας αρχίσουμε από την αρχή. Σε κάνει ευτυχισμένο η αγά­πη; Όχι. Κάνει ευτυχισμένο τον άνθρωπο που αγαπάς; Όχι. Τα διορθώνει όλα; Σίγουρα όχι. Κάποτε, βέβαια, τα πίστευα όλα αυτά. Ποιος δεν τα πίστευε (ποιος δεν εξακολουθεί να τα πιστεύει, κάπου στα βάθη της ψυχής του); Τα λένε όλα τα βιβλία μας, όλες οι ταινίες μας· είναι ο επίλογος χιλιάδων ιστοριών. Ποιος ο λόγος να υπάρχει η αγάπη, αν δεν λύνει όλα τα προβλήματα; Η ίδια η λαχτάρα μας για αγάπη μάς επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι η αγάπη, από τη στιγμή που μπαίνει στη ζωή μας, καταπραΰνει τον καθημερινό μας πόνο, μας εξασφαλίζει κάποια άκοπη αναλγησία. Έτσι θα θέλαμε να είναι.
     Ένας άνδρας και μια γυναίκα αγαπιούνται, αλλά δεν εί­ναι ευτυχισμένοι. Τι συμπεραίνουμε απ' αυτό; Μήπως ότι ο ένας από τους δύο δεν αγαπά πραγματικά τον άλλο, ότι αγαπιούνται ώς ένα βαθμό, αλλά όχι αρκετά; Αυτό το αμφι­σβητώ πραγματικά, το αμφισβητώ αρκετά. Αγάπησα δυο φο­ρές στη ζωή μου (και μου φαίνεται πολύ), τη μιαν αίσια, την άλλη άτυχα. Η άτυχη αγάπη ήταν που μου δίδαξε τα περισ­σότερα για τη φύση της αγάπης -όχι βέβαια τότε, αλλά χρόνια αργότερα. Τις χρονολογίες και τις λεπτομέρειες συ­μπληρώστε τις όπως θέλετε. Αλλ' αγαπούσα κι αγαπιό­μουν, για πολύ καιρό, πολλά χρόνια. Στην αρχή ήμουν αναί­σχυντα ευτυχισμένος, νταβραντισμένος από σολοικιστική χα­ρά, αλλά τον περισσότερο καιρό ήμουν ανεξήγητα, βασανι­στικά δυστυχισμένος. Μήπως δεν την αγαπούσα αρκετά; Ήξερα πως την αγαπούσα αρκετά -κι ανέβαλα για χά­ρη της το μισό μέλλον μου. Μήπως δεν με αγαπούσε αρκε­τά; Ήξερα πως με αγαπούσε αρκετά -κι εγκατέλειψε για χάρη μου το μισό παρελθόν της. Ζήσαμε δίπλα-δίπλα πολλά χρόνια και μας έτρωγε η απορία τι πήγαινε στραβά με την εξίσωση που είχαμε καταστρώσει. Η αμοιβαία αγάπη δεν ή­ταν ίση με την ευτυχία. Εμείς επιμέναμε με ισχυρογνωμοσύνη για το αντίθετο.

     Κι αργότερα συνειδητοποίησα τι πίστευα για την αγάπη.[...................................................]

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΚΑΙ 

το ½ από τα 10 ½ κεφάλαια τούτου του θαυμάσιου βιβλίου από τις Εκδόσεις "Ψυχογιός"

 

Barnes Julian Patrick: Η Ιστορία Του Κόσμου Σε 10 1/2 Κεφάλαια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ S11E06: ΨΩΜΙ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Δεν έχουμε χούντα. Δεν έχουμε χούντα. Δεν έχουμε χούντα. Επειδή ξέρουμε ότι θα μας υπενθυμίσετε πολλές φορές ότι δεν έχουμε χούντα, το λέμε ...