Barnes Julian Patrick: Η Ιστορία Του Κόσμου Σε 10 1/2 Κεφάλαια |
Βιογραφικό Ο Τζούλιαν Πάτρικ Μπαρνς (Julian Patrick Barnes) είναι Άγγλος συγγραφέας που γεννήθηκε στο Λέστερ, στην Αγγλία, 19 Γενάρη του 1946, αν
κι η οικογένειά του μετακόμισε στα προάστια του Λονδίνου 6 βδομάδες
αργότερα. Κι οι δύο γονείς του ήτανε καθηγητές γαλλικών. Ο ίδιος είπε
ότι η υποστήριξή του για τη ποδοσφαιρική ομάδα Leicester City
ήταν, -μόλις στα 4 ή 5 του-, ένας συναισθηματικός τρόπος να μείνει στην
πόλη του. Στα 10, είπε στη μητέρα του ότι είχε πάρα πολύ φαντασία. Το
1956, η οικογένεια μετακόμισε στο Northwood, Middlesex, το Metroland του 1ου του μυθιστορήματος.
Οι νύχτες μας διαφέρουν. Εκείνη αποκοιμιέται όπως κάποιος που αφήνεται να παρασυρθεί απαλά από ένα ζεστό ρεύμα και πλέει μ' εμπιστοσύνη ως το πρωί. Εγώ αποκοιμιέμαι πιο δύστροπα, παλεύω με τα κύματα, απρόθυμος ν' αποχωριστώ μια καλή μέρα ή χολωμένος ακόμα για μια κακή. Στις περιόδους της ασυναισθησίας μας, μας διατρέχουν διαφορετικά ρεύματα. Εμένα, κάθε τόσο, ο φόβος του χρόνου και του θανάτου, ο πανικός μπροστά στο κενό που πλησιάζει, μ' εκσφενδονίζουν έξω από το κρεβάτι· με τα πόδια στο πάτωμα, το κεφάλι στα χέρια μου, φωνάζω καθώς ξυπνάω ένα ανώφελο (και απογοητευτικά άμοιρο ευφράδειας) «Όχι, όχι, όχι». Τότε εκείνη πρέπει να διώξει τη φρίκη μου με το χάδι, όπως ξεπλένει κανείς ένα σκύλο που βγήκε γαβγίζοντας από ένα βρόμικο ποτάμι. Λιγότερο συχνά συμβαίνει να διακόπτεται ο δικός της ύπνος από μια κραυγή, και τότε είναι η σειρά μου να τη νοιαστώ με προστατευτικό ζήλο. Είμαι σε πλήρη εγρήγορση κι εκείνη μου αποκαλύπτει με νυσταγμένα μάτια την αιτία του ξεφωνητού της. «Ένα πολύ μεγάλο σκαθάρι», λέει, σαν να μην επρόκειτο να μ' ενοχλήσει για ένα μικρότερο· ή «Τα σκαλοπάτια γλιστρούσαν»· ή απλώς «Κάτι απαίσιο» (δήλωση που μου φαίνεται μυστικοπαθής ώς το σημείο της ταυτολογίας). Κατόπιν, αφού αποβάλει από τον οργανισμό της αυτόν τον μουσκεμένο φρύνο, αυτή τη χούφτα βόρβορο, αναστενάζει κι επιστρέφει σ' έναν αποκαθαρμένο ύπνο. Εγώ κείτομαι ξύπνιος, κρατώντας σφιχτά ένα γλοιώδες αμφίβιο, περνώντας μια χούφτα απόβλητα από το ένα χέρι στο άλλο, ανήσυχος και γεμάτος θαυμασμό. (Με την ευκαιρία, δεν ισχυρίζομαι ότι εγώ έχω επιβλητικότερα όνειρα. Ο ύπνος εκδημοκρατίζει τον φόβο. Η τρομάρα για ένα χαμένο παπούτσι ή για ένα τρένο που δεν πρόλαβες είναι εξίσου μεγάλη όσο η φρίκη για επίθεση ανταρτών ή ένα πυρηνικό πόλεμο). Τη θαυμάζω επειδή τα καταφέρνει πολύ καλύτερα από μένα σ' αυτή τη δουλειά, τον ύπνο, που όλοι μας πρέπει να κάνουμε, κάθε νύχτα, ακατάπαυστα, ώσπου να πεθάνουμε. Τη διεκπεραιώνει σαν ένας κοσμογυρισμένος ταξιδιώτης, για τον οποίον ένα καινούργιο αεροδρόμιο δεν έχει τίποτα το απειλητικό. Ενώ εγώ κείτομαι τη νύχτα στο κρεβάτι μ' ένα διαβατήριο που η ισχύς του έχει λήξει, σπρώχνοντας ένα καροτσάκι αποσκευών που η μια του ρόδα στριγκλίζει και πηγαίνοντας να παραλάβω τις βαλίτσες μου από λάθος ιμάντα. Τέλος πάντων... εκείνη κοιμάται, γυρισμένη στο πλευρό και με τη πλάτη προς το μέρος μου. Τα συνηθισμένα τεχνάσματα και οι αλλαγές στάσης δεν κατόρθωσαν να με ναρκώσουν, κι έτσι αποφασίζω να κουρνιάσω στο απαλό ζιγκ-ζαγκ του κορμιού της. Καθώς μετακινούμαι και ακουμπάω το καλάμι μου πάνω σε μια γάμπα που ο ύπνος έχει χαλαρώσει τους μυς της, εκείνη αισθάνεται τι κάνω και χωρίς να ξυπνήσει απλώνει το αριστερό της χέρι, παίρνει τα μαλλιά από τους ώμους της και τα σηκώνει στο κεφάλι της, για να μπορέσω να κουρνιάσω στον γυμνό λαιμό της. Κάθε φορά που αντιδρά έτσι, η ακρίβεια αυτής της ενύπνιας φιλοφρόνησης με κάνει ν' αναριγώ από αγάπη. Τα μάτια μου βουρκώνουν και μου 'ρχεται να την ξυπνήσω για να της θυμίσω πως την αγαπώ. Εκείνη τη στιγμή, ασύνειδα, άγγιξε κάποιο κρυφό υπομόχλιο των αισθημάτων μου. Φυσικά, δεν το ξέρει· ποτέ δεν της έχω μιλήσει γι' αυτή τη μικρούλικη, συγκεκριμένη νυχτερινή χαρά. Αν και τώρα το κάνω, υποθέτω... Νομίζετε ότι στην πραγματικότητα είναι ξύπνια όταν το κάνει αυτό; Μπορεί να σας φανεί πως είναι μια συνειδητή πράξη αβροφροσύνης -μια ευχάριστη χειρονομία, που ωστόσο δεν σημαίνει ότι οι ρίζες της αγάπης φτάνουν βαθύτερα από τη συνείδηση. Έχετε δίκιο να δυσπιστείτε: πρέπει να είμαστε επιεικείς μόνον ώς ένα βαθμό με τους ερωτευμένους, που η ματαιοδοξία τους συναγωνίζεται εκείνη των πολιτικών. Αλλά έχω κι άλλες αποδείξεις. Τα μαλλιά της, για να ξέρετε, πέφτουν στους ώμους της. Αλλά πριν από μερικά χρόνια, όταν μας υποσχέθηκαν ότι η καλοκαιρινή ζέστη θα κρατούσε μήνες, τα έκοψε κοντά. Ο λαιμός της ήταν γυμνός για φιλιά όλη μέρα. Και στο σκοτάδι, όταν ήμασταν ξαπλωμένοι κάτω από το ίδιο σεντόνι κι εγώ λουζόμουν στον ιδρώτα, όταν το μεσαίο διάστημα της νύχτας ήταν συντομότερο, αλλά όχι λιγότερο δυσβάσταχτο -τότε, καθώς γύριζα προς αυτή τη χαλαρή καμπύλη δίπλα μου, εκείνη, μ' ένα απαλό μουρμούρισμα, προσπαθούσε να σηκώσει τα ανύπαρκτα μαλλιά από τον σβέρκο της. «Σ' αγαπώ», ψιθυρίζω στον κοιμισμένο λαιμό, «σ' αγαπώ». Όλοι οι μυθιστοριογράφοι ξέρουν ότι η τέχνη τους είναι μια έμμεση διαδικασία. Όταν ο συγγραφέας δοκιμάζει τον πειρασμό του διδακτισμού, πρέπει να φαντάζεται ένα κομψό καπετάνιο που βλέπει τη θύελλα να πλησιάζει, τρέχει από όργανο σε όργανο σαν πύρινος τροχός με χρυσά σιρίτια, στέλνει κοφτές διαταγές μέσα από τον φωναγωγό. Αλλά δεν υπάρχει κανένας κάτω, το μηχανοστάσιο δεν τοποθετήθηκε ποτέ και το τιμόνι έσπασε πριν από αιώνες. Ο καπετάνιος μπορεί να δώσει μια πολύ καλή παράσταση, πείθοντας όχι μόνο τον εαυτό του, αλλά και μερικούς από τους επιβάτες· ωστόσο, το αν ο πλωτός κόσμος τους θα τα βγάλει πέρα δεν εξαρτάται απ' αυτόν, αλλά από τους λυσσασμένους ανέμους και τη σκυθρωπή θάλασσα, από τα παγόβουνα και τους αναπάντεχους σκοπέλους. Παρ' όλα αυτά, είναι φυσικό να δυσανασχετεί πότε-πότε ο μυθιστοριογράφος για τις σκόλιες ατραπούς της λογοτεχνίας. Στο κάτω μέρος του πίνακα του Ελ Γκρέκο «Η Ταφή Του Κόμη Οργκάθ», στο Τολέδο, υπάρχει μια παράταξη από γωνιώδεις μορφές με δαντελένιες τραχηλιές. Η ματιά τους, με θεατρικά πένθιμη έκφραση, είναι στραμμένη προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Μόνο μία απ' αυτές κοιτάζει ολόισια έξω από τον πίνακα και μας ατενίζει με ζοφερό, ειρωνικό βλέμμα -ένα βλέμμα που δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε, επίσης, ότι δεν είναι κολακευμένο. Η παράδοση υποστηρίζει ότι αυτή η μορφή είναι ίδιος ο Ελ Γκρέκο. "Εγώ το έφτιαξα αυτό", λέει. "Εγώ ζωγράφισα αυτόν τον πίνακα. Εγώ είμαι υπεύθυνος και γι' αυτό σας κοιτάζω". Φαίνεται πως οι ποιητές γράφουν ευκολότερα για την αγάπη απ' όσο οι πεζογράφοι. Πρώτα-πρώτα, διαθέτουν αυτό το ευέλικτο «εγώ» (όταν εγώ λέω «εγώ», θέλετε να μάθετε μέσα σε μια-δυο παραγράφους αν εννοώ τον Τζούλιαν Μπαρνς ή κάποιο φανταστικό πρόσωπο, ενώ ένας ποιητής μπορεί να επαμφοτερίζει ανάμεσα στα δύο, εισπράττοντας επαίνους τόσο για τη βαθύτητα του αισθήματος όσο και για την αντικειμενικότητα του). Έπειτα, φαίνεται πως οι ποιητές είναι ικανοί να μεταστοιχειώνουν την κακή αγάπη -την εγωιστική, την ευτελή αγάπη- σε καλή ποίηση για την αγάπη. Ενώ οι πεζογράφοι δεν έχουν τη δύναμη αυτής της αξιοθαύμαστης και ανέντιμης μετουσίωσης. Εμείς το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να μεταστοιχειώνουμε τη κακή αγάπη σε πρόζα για τη κακή αγάπη. Γι' αυτό ζηλεύουμε (και δυσπιστούμε ελαφρά), όταν οι ποιητές μας μιλούν για την αγάπη. Κι έπειτα, γράφουν κάτι πράγματα που λέγονται ερωτική ποίηση. Συγκεντρώνονται σε βιβλία που τιτλοφορούνται ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΕΡΩΤΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ή κάπως έτσι και ενδείκνυνται ως δώρο για τη γιορτή του Αγίου Βαλεντίνου. 'Ασε πια τις ερωτικές επιστολές· αυτές συγκεντρώνονται σε ανθολογίες όπως η ΧΡΥΣΗ ΓΡΑΦΙΔΑ - ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΕΡΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΟΓΡΑΦΙΑΣ (μπορείτε να το παραγγείλετε ταχυδρομικώς). Αλλά δεν υπάρχει λογοτεχνικό είδος που ν' ανταποκρίνεται στον όρο «ερωτική πεζογραφία». Ακούγεται άχαρα, σχεδόν σαν σχήμα οξύμωρο. ΕΡΩΤΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ - ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΓΙΑ ΣΠΑΣΙΚΛΕΣ. Θα το βρείτε στην πτέρυγα των βιβλίων ξυλουργικής. Η Καναδέζα συγγραφέας Μαίηβις Γκάλλαντ έθεσε το ζήτημα ως εξής: «Το μυστήριο του τι ακριβώς είναι ένα ζευγάρι είναι σχεδόν το μόνο αληθινό μυστήριο που μας έμεινε, και όταν θα το έχουμε εξιχνιάσει δεν θα χρειαζόμαστε πια τη λογοτεχνία -ούτε άλλωστε τον έρωτα». Όταν το πρωτοδιάβασα αυτό, το σχολίασα στο περιθώριο με το σκακιστικό σημάδι «!;» το οποίο σημαίνει μια κίνηση που, αν και ίσως λαμπρή, μάλλον είναι επισφαλής. Αλλά η άποψη της Γκάλλαντ με πείθει όλο και περισσότερο, και το σημάδι άλλαξε σε «!!». «Ό,τι θα μείνει από μας είναι η αγάπη». Σ' αυτό το συμπέρασμα καταλήγει προσεχτικά ο Φίλιπ Λάρκιν στο ποίημα του «Αρουνδέλειος Τύμβος». Ο στίχος μας εκπλήσσει, γιατί ένα μεγάλο μέρος από το έργο αυτού του ποιητή ήταν απομυθο-ποιητικό σαν ένα στιμμένο σφουγγαρόπανο. Ετοιμαζόμαστε να ευφρανθούμε· αλλά πρώτα θα έπρεπε να κοιτάξουμε με πεζό και καχύποπτο βλέμμα και ν' αναρωτηθούμε γι' αυτή την ποιητική φιοριτούρα: Είναι τάχα αληθινή; Είναι άραγε η αγάπη ό,τι θα μείνει από μας; Ωραία που θα ήταν, αν μπορούσαμε να το πιστέψουμε! Θα ήταν παρήγορο, αν η αγάπη ήταν μια ενεργειακή πηγή που εξακολουθεί ν' ακτινοβολεί μετά τον θάνατο μας. Όταν έκλεινες τις παλιές τηλεοπτικές συσκευές, άφηναν στο κέντρο της οθόνης μια φωτεινή βούλα, που μίκραινε σιγά σιγά κι ενώ αρχικά είχε το μέγεθος ενός φλορινιού κατέληγε να γίνει ένα σημαδάκι έτοιμο να εξαφανιστεί κι αυτό. Όταν ήμουν μικρός, παρατηρούσα αυτή τη διαδικασία κάθε βράδυ, με την αόριστη επιθυμία να την αναχαιτίσω (και με την εφηβικά μελαγχολική αίσθηση ότι έβλεπα το σημάδι που λέγεται ανθρώπινη ύπαρξη να χάνεται αδυσώπητα μέσα σ' ένα μαύρο σύμπαν). Τάχα να εξακολουθεί η αγάπη να φεγγοβολεί έτσι για ένα διάστημα, μετά το σβήσιμο τη συσκευής; Εγώ προσωπικά δεν το βλέπω. 'Οταν πεθαίνει το ορφανεμένο σκέλος ενός ερωτικού ζευγαριού, πεθαίνει κι η αγάπη. Αν κάτι μένει από μας, θα πρέπει να είναι κάτι άλλο. Αυτό που θα μείνει από τον Λάρκιν δεν είναι η αγάπη του, αλλά η ποίηση του: αυτό είναι ολοφάνερο. Κι όποτε διαβάζω το τέλος του «Αρουνδέλειου Τύμβου», θυμάμαι τον Ουίλλιαμ Χάσκισον. Ήταν πολιτικός και χρηματιστής, πολύ γνωστός στον καιρό του, αλλά σήμερα τον θυμόμαστε επειδή στις 15 Σεπτεμβρίου 1830, στα εγκαίνια της σιδηροδρομικής γραμμής Λίβερπουλ-Μάντσεστερ, έγινε ο πρώτος άνθρωπος που παρασύρθηκε και σκοτώθηκε από τρένο (αυτό έγινε ο Χάσκισον, σ' αυτό μεταμορφώθηκε). Αγαπούσε άραγε ο Ουίλλιαμ Χάσκισον; Και κράτησε η αγάπη του; Δεν το ξέρουμε. Ό,τι έμεινε απ' αυτόν είναι η στιγμή της τελευταίας απροσεξίας του -ο θάνατος τον πάγωσε σε μια διδακτική καμέα για τη φύση της προόδου. «Σ' αγαπώ». Πρώτα πρώτα, καλά θα κάναμε να φυλάξουμε αυτή τη φράση σ' ένα ψηλό ράφι σ' ένα τετράγωνο κουτί, πίσω από ένα τζάμι που πρέπει να σπάσουμε με τον αγκώνα μας, στη τράπεζα. Δεν πρέπει να την αφήνουμε όπου να 'ναι στο σπίτι, σαν ένα σωληνάριο με βιταμίνη Ο . Αν την έχουμε πρόχειρη, θα τη χρησιμοποιήσουμε χωρίς δεύτερη σκέψη· δεν θ' αντέξουμε στον πειρασμό. Λέμε βέβαια πως δεν θα το κάνουμε, αλλά θα το κάνουμε. Θα είμαστε μεθυσμένοι ή θα νιώθουμε μοναξιά ή -το πιθανότερο απ' όλα- θα θέλουμε να τρέφουμε ελπίδες, που να πάρει και τότε η φράση θα χαθεί, θα καταναλωθεί, θα μαγαριστεί. Θα πείτε: σκεφτόμαστε πως μπορεί να είμαστε ερωτευμένοι και δοκιμάζουμε αυτή τη φράση για να δούμε αν ταιριάζει. Πώς μπορούμε να ξέρουμε τι σκεφτόμαστε, αν δεν ακούσουμε τι λέμε; Ελάτε τώρα, επιχείρημα είναι αυτό; Εδώ πρόκειται για σπουδαία φράση, πρέπει να είμαστε βέβαιοι ότι την αξίζουμε. Ακούστε την πάλι, στα αγγλικά: 'Αϊ λαβ γιού. Υποκείμενο, ρήμα, αντικείμενο: μια απέριττη, ακαταμάχητη φράση. Το υποκείμενο είναι μια τόση δα λεξούλα, που υποδηλώνει την ταπεινοφροσύνη του εραστή. Το ρήμα είναι μεγαλύτερο, αλλά ανεπίδεκτο παρερμηνείας, μ' αυτή την αποκαλυπτική στιγμή που η γλώσσα εκλακτίζεται ζωηρά για ν' απελευθερώσει το φωνήεν. Το αντικείμενο, όπως και το υποκείμενο, δεν έχει σύμφωνα και το εκφέρουμε σπρώχνοντας τα χείλη μας προς τα εμπρός, σαν να φιλάμε. 'Αϊ Λάβ Γιού. Πόσο σοβαρό, πόσο βαρυσήμαντο, πόσο φορτισμένο ακούγεται. Φαντάζομαι μια φωνητική συνωμοσία ανάμεσα στις γλώσσες του κόσμου. Αποφασίζουν σε μια συνδιάσκεψη πως η φράση οφείλει να ηχεί πάντα σαν κάτι που πρέπει κανείς να κερδίσει, να μοχθήσει γι' αυτό, να είναι άξιος του. Ιχ Λίμπε Ντιχ: ένας νυχτερινός ψίθυρος, με φωνή βραχνή από το τσιγάρο, μ' αυτή την ευτυχή ομοιοκαταληξία υποκειμένου και αντικειμένου, Ζε Τ' Εμ: μια διαφορετική διαδικασία, όπου ξεμπερδεύουμε γρήγορα με το υποκείμενο και το αντικείμενο για να γευτούμε μέχρι τρυγός το μακρό φωνήεν της λατρείας. (Εδώ η γραμματική κάνει επίσης κάτι καθησυχαστικό: με το αντικείμενο τοποθετημένο δεύτερο, δεν υπάρχει περίπτωση ν' αποκαλυφθεί ξαφνικά ότι το αγαπημένο πρόσωπο είναι κάποιο άλλο). Για Τεμπιά Λιουμπλιού: το αντικείμενο πάλι στην παρήγορη δεύτερη θέση, αλλά αυτή τη φορά -παρά τον υπαινιγμό που κρύβει η ομοιοκαταληξία υποκειμένου κι αντικειμένου- αισθάνεσαι ότι υπάρχουν δυσκολίες, εμπόδια που πρέπει να υπερνικηθούν. Ιο Τι 'Αμο: ίσως θυμίζει υπέρ το δέον απεριτίφ, αλλά δομικά είναι πειστικό, με το υποκείμενο και το αντικείμενο, το ενεργούν πρόσωπο και την ενέργεια, να περικλείονται στην ίδια λέξη. Συγχωρέστε με γι' αυτή την ερασιτεχνική προσέγγιση. Ευχαρίστως θ' άφηνα το έργο σε κάποιο φιλανθρωπικό ίδρυμα αφιερωμένο στην επαύξηση των γνώσεων του ανθρώπου. Ας αναθέσουν σε μια ερευνητική ομάδα να μελετήσει τη φράση σ' όλες τις γλώσσες του κόσμου, να δει την ποικιλία της, ν' ανακαλύψει τι δηλώνουν οι φθόγγοι της σ' αυτούς που τους ακούν, να εξακριβώσει αν το μέγεθος της ευτυχίας μεταβάλλεται με τον πλούτο της διατύπωσης. Ερώτηση από το ακροατήριο: υπάρχουν φυλές που δεν έχουν στο λεξιλόγιο τους τη φράση Σ' αγαπώ; Ή μήπως έχουν εκλείψει όλες; Πρέπει να φυλάμε αυτή τη φράση στο κουτί της, πίσω από το τζάμι. Κι όταν τη βγάζουμε έξω, πρέπει να τη χρησιμοποιούμε με προσοχή. Οι άνδρες λένε «Σ' αγαπώ» για να καταφέρουν μια γυναίκα να πάει στο κρεβάτι μαζί τους, οι γυναίκες λένε «Σ' αγαπώ» για να καταφέρουν έναν άνδρα να τις παντρευτεί κι οι δυο λένε «Σ' αγαπώ» για να διώξουν τον φόβο, για να πεισθούν από τα λόγια για τα έργα, για να βεβαιωθούν ότι έχει επέλθει η πολυπόθητη κατάσταση, για να ξεγελάσουν τους εαυτούς τους με την ιδέα ότι δεν έχει παρέλθει ακόμα. Πρέπει να φυλαγόμαστε από τέτοιες χρήσεις. Το "Σ' αγαπώ" δεν πρέπει να βγαίνει στον κόσμο, να γίνεται νόμισμα, εμπορεύσιμη μετοχή, να μας αποφέρει κέρδη. Θα το κάνει, αν το αφήσουμε. Αλλά φυλάξτε αυτή την πειθήνια φράση για να την ψιθυρίζετε σ' ένα λαιμό, από τον οποίο μια κίνηση μόλις σήκωσε τα ανύπαρκτα μαλλιά. Για την ώρα είμαι μακριά από εκείνη, ίσως το μαντέψατε. Το υπερατλαντικό τηλέφωνο φέρνει μια κοροϊδευτική ηχώ, σαν κάποιος να λέει «Τα 'χουμε ξανακούσει όλα αυτά». «Σ' αγαπώ» και πριν εκείνη προλάβει ν' απαντήσει ακούω τον μεταλλικό δεύτερο εαυτό μου ν' αποκρίνεται: «Σ' αγαπώ». Αυτό δεν με ικανοποιεί· με την ηχώ, τα λόγια δημοσιοποιήθηκαν. Δοκιμάζω ξανά, με το ίδιο αποτέλεσμα. "Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ" -κατάντησε ένα φλύαρο τραγούδι που είναι μέγα σουξέ για ένα θυελλώδη μήνα κι έπειτα εξορίζεται στα καταγώγια, όπου κοντόχοντροι ροκάδες με λιγδωμένο μαλλί και νταλγκά στη φωνή τους το χρησιμοποιούν για να ρίξουν τα κορίτσια που λικνίζονται αποχαυνωμένα στην πρώτη σειρά. "Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ", ενώ ο πρώτος κιθαρίστας χαχανίζει και η γλώσσα του ντράμερ κρέμεται υγρή από το ανοιχτό του στόμα. Πρέπει να είμαστε ακριβείς με την αγάπη, τη γλώσσα της και τις χειρονομίες της. Αν θέλουμε να μας σώσει, πρέπει να την αντικρίζουμε το ίδιο καθαρά όσο θα έπρεπε να μάθουμε ν' αντικρίζουμε τον θάνατο. Μήπως πρέπει να διδάσκεται η αγάπη στο σχολείο; Πρώτη τάξη: η φιλία, δεύτερη τάξη: η τρυφερότητα, τρίτη τάξη: ο έρωτας. Γιατί όχι; Μαθαίνουν στα παιδιά πώς να μαγειρεύουν, πώς να επισκευάζουν αυτοκίνητα και πώς να πηδιούνται χωρίς να γκαστρώνεται η κοπέλα· και τα παιδιά, έτσι υποθέτουμε, τα καταφέρνουν σ' όλα αυτά πολύ καλύτερα απ' όσο εμείς στην ηλικία τους, αλλά τι τα ωφελούν, αν δεν ξέρουν τίποτα για την αγάπη; Περιμένουμε να μάθουν γι' αυτήν από μόνα τους. Υποτίθεται ότι θα δώσει τη λύση η Φύση, όπως ο αυτόματος πιλότος σ' ένα αεροπλάνο. Αλλά η Φύση, στην οποία μεταθέτουμε την ευθύνη για ό,τι δεν μπορούμε να καταλάβουμε, δεν είναι και τόσο καλή, όταν γυρίζουμε το κουμπί στο αυτόματο. Οι μωρές παρθένες που στρατολογήθηκαν στον γάμο δεν ανακάλυψαν ποτέ ότι η Φύση έχει έτοιμη απάντηση για όλα, όταν έσβησαν το φως. Οι μωρές παρθένες είχαν ακούσει ότι η αγάπη είναι η Γη Της Επαγγελίας, μια κιβωτός με την οποία δύο άνθρωποι μπορούν να γλιτώσουν από τον Κατακλυσμό. Μπορεί η αγάπη να είναι κιβωτός, αλλά μια κιβωτός όπου η ανθρωποφαγία δίνει και παίρνει, μια κιβωτός με κυβερνήτη ένα τρελόγερο, που σε δέρνει με μια μαγκούρα από κυπαρισσόξυλο και μπορεί ανά πάσα στιγμή να σε πετάξει στη θάλασσα.
Ας αρχίσουμε από την αρχή. Σε κάνει ευτυχισμένο η αγάπη; Όχι. Κάνει
ευτυχισμένο τον άνθρωπο που αγαπάς; Όχι. Τα διορθώνει όλα; Σίγουρα όχι.
Κάποτε, βέβαια, τα πίστευα όλα αυτά. Ποιος δεν τα πίστευε (ποιος δεν
εξακολουθεί να τα πιστεύει, κάπου στα βάθη της ψυχής του); Τα λένε όλα
τα βιβλία μας, όλες οι ταινίες μας· είναι ο επίλογος χιλιάδων ιστοριών.
Ποιος ο λόγος να υπάρχει η αγάπη, αν δεν λύνει όλα τα προβλήματα; Η ίδια
η λαχτάρα μας για αγάπη μάς επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι η αγάπη, από
τη στιγμή που μπαίνει στη ζωή μας, καταπραΰνει τον καθημερινό μας πόνο,
μας εξασφαλίζει κάποια άκοπη αναλγησία. Έτσι θα θέλαμε να είναι. Κι αργότερα συνειδητοποίησα τι πίστευα για την αγάπη.[...................................................]
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΚΑΙ το ½ από τα 10 ½ κεφάλαια τούτου του θαυμάσιου βιβλίου από τις Εκδόσεις "Ψυχογιός"
Barnes Julian Patrick: Η Ιστορία Του Κόσμου Σε 10 1/2 Κεφάλαια |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου