«Εθνικολαϊκισμός – Η εξέγερση εναντίον της Φιλελεύθερης Δημοκρατίας» των Ρότζερ Ίτγουελ και Μάθιου Γκούντγουιν
Ο Roger Eatwell Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Bath και o Matthew Goodwin καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Kent είναι δυο συγγραφείς που δεν χρειάζονται ιδιαίτερα διαπιστευτήρια. Είναι από τους σημαντικότερους μελετητές του λαϊκισμού και του εθνικισμού όπως οι δυο συγχωνεύονται στον όρο εθνικολαϊκισμός. Το βιβλίο κυκλοφόρησε στα αγγλικά το 2018 ( βιβλίο της χρονιάς κατά τους Sunday Times) πριν πέσει ο Τραμπ και πριν την πανδημία, αλλά τα πορίσματά του και το πλήθος εμπειρικών στοιχείων, κυρίως ερευνών της κοινής γνώμης, που το συνοδεύουν εξακολουθούν να μην έχουν επάνω τους τίποτα το περιττό. Και πώς να έχουν κάτι το περιττό, όταν αυτό που αναλύουν έχει διαχρονική αξία. Δεν αναλύουν απλά το φαινόμενο του εθνικολαϊκισμού, αλλά το γιατί αυτός έγινε τόσο ισχυρός στον 21ο αιώνα.
Ο εθνικολαϊκισμός πρωτοέκανε την εμφάνιση του στις ΗΠΑ στα μέσα του 19ου αιώνα (το Αμερικανικό Κόμμα που φοβόταν την αλλοίωση της προτεσταντικής Αμερικής από την έλευση των καθολικών μεταναστών, όπως σήμερα άλλοι φοβούνται τους μουσουλμάνους μετανάστες) και έκτοτε συνεχώς αναπτυσσόταν σε παγκόσμιο επίπεδο. Ποτέ όμως δεν έφτασε στην ισχύ που βρίσκεται σήμερα. Οι λόγοι αυτής της ανόδου, αλλά και το αν αυτή θα είναι παροδική εξετάζεται διεξοδικά σ’ αυτό το πολύτιμο βιβλίο.
Δυσπιστία, καταστροφή, στέρηση, αποευθυγράμμιση είναι οι τέσσερεις κομβικοί άξονες πάνω στους οποίους βασίζεται η άνοδος του εθνικολαϊκισμού. Πριν όμως αναλύσουν αυτούς τους τέσσερεις άξονες οι δυο συγγραφείς προχωρούν στην κατάρριψη ορισμένων μύθων που συνοδεύουν το φαινόμενο.
Η Γαλλίδα πρόεδρος του «Εθνικού Συναγερμού» Μαρίν Λε Πεν μιλάει «Στο όνομα του λαού», όπως αναγράφεται πίσω της. |
Τρεις μύθοι για τον εθνικολαϊκισμό
Μύθος πρώτος: Αυτοί που τον ακολουθούν είναι οι λευκοί χαμηλόμισθοι και οι άνεργοι. Τα στοιχεία που παραθέτουν δείχνουν, με διαφορές βεβαίως ανά χώρα, πως υποστηρικτές των εθνικολαϊκιστικών κομμάτων εντοπίζονται σε όλα τα στρώματα της κοινωνίας. Ο Τραμπ και το Brexit πήραν ψήφους όχι μόνο από τους ανέργους και τους ανασφαλείς μη ειδικευμένους εργαζόμενους, αλλά και από σχετικά εύπορους συντηρητικούς των μεσαίων στρωμάτων. Και γιατί συμβαίνει αυτό; Επειδή οι αιτίες του φαινομένου δεν είναι μόνο οικονομικές. Σ’ αυτές συμπεριλαμβάνονται και οι αγωνίες για τις απειλές κατά της ταυτότητάς τους, όπως την αντιλαμβάνονται οι υποστηρικτές του Τραμπ και του Brexit.
Ένας δεύτερος μύθος είναι η θέση πως η άνοδος του εθνικολαϊκισμού οφείλεται στη Μεγάλη Ύφεση του 2008. Μελέτες που παραθέτουν οι δυο συγγραφείς δείχνουν πως το φαινόμενο είχε ήδη αναπτυχθεί πριν απ’ αυτήν, αλλά και ότι μετά το ξέσπασμά της αυτό δυνάμωσε περισσότερο σε περιοχές που είχαν αποφύγει τις χειρότερες επιπτώσεις της κρίσης.
Τα χαμηλώς μορφωμένα στρώματα υποεκπροσωπούνταν στις δημοσκοπήσεις, κι έτσι πέρασαν κάτω από τα ραντάρ της πολιτικής καταγραφής. Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν και σχετικώς μορφωμένοι στους υποστηρικτές του εθνικολαϊκισμού.
Σύμφωνα με τον τρίτο μύθο, οι υποστηρικτές του είναι οι γεροντότεροι ενώ οι millennials τον απορρίπτουν. Κατά συνέπεια, όταν οι μεγαλύτερες γενιές ακολουθήσουν τη βιολογική τους πορεία, ο εθνικολαϊκισμός θα φθίνει και αυτός. Οι ψηφοφόροι του όμως –τονίζουν οι συγγραφείς– δεν περιορίζονται στους «θυμωμένους, ηλικιωμένους λευκούς». Ο εθνικολαϊκισμός είναι μια ανομοιογενής συμμαχία οικονομικά και πολιτισμικά ανασφαλών πολιτών. Αν υπάρχει μια κοινή συνισταμένη, κατά τους συγγραφείς, που ενώνει αυτό το ετερογενές πλήθος των υποστηρικτών του λαϊκισμού και της ακροδεξιάς είναι το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο της πλειονότητάς τους. Αυτό το μορφωτικό χάσμα δεν επέτρεψε και την πρόβλεψη για τη νίκη του Τραμπ. Τα χαμηλώς μορφωμένα στρώματα υποεκπροσωπούνταν στις δημοσκοπήσεις, κι έτσι πέρασαν κάτω από τα ραντάρ της πολιτικής καταγραφής. Βεβαίως, αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν και σχετικώς μορφωμένοι στους υποστηρικτές του εθνικολαϊκισμού.
Πριν περάσουν στην ανάλυση των τεσσάρων αξόνων που εξηγούν την άνοδο του φαινομένου, οι δυο συγγραφείς επικεντρώνονται στα ιδεολογικά θεμέλια τους εθνικολαϊκισμού και στις διαφορές τους απ’ αυτά του φασισμού. Πολύ σημαντική παράμετρος, σε μια πνευματικά οκνηρή ατμόσφαιρα που κάθε βίαιη αλλά και πολλές μη βίαιες ενέργειες χαρακτηρίζονται «φασιστικές», μετατρέποντας έτσι τον φασισμό σε κανονικότητα. Οι δυο επιστήμονες εντοπίζουν τρία ιδεολογικά στοιχεία του εθνικολαϊκισμού: Πρώτον, οι λαϊκιστές υπόσχονται πως ακολουθούν τη λαϊκή βούληση. Δεύτερον, διατείνονται πως υπερασπίζονται τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους, και, τρίτον, απορρίπτουν τις διεφθαρμένες ελίτ. Σε αυτά τα τρία στοιχεία αντιπαραθέτουν οι συγγραφείς τρία θεμελιώδη στοιχεία του φασισμού (ολιστικό έθνος, νέος άνθρωπος και αυταρχικός δρόμος) για να δείξουν την ασυμβατότητα των δυο. Εξυπακούεται πως στον φασισμό υπάρχουν και πολλά άλλα στοιχεία, κυρίως ταξικά χαρακτηριστικά, που κάνουν την εξομοίωσή του με τον εθνικολαϊκισμό όσο και με την κομμουνιστική επαγγελία, εντελώς επιδερμική και ανεδαφική.
Στη συνέχεια η έρευνα εισέρχεται στον πυρήνα, που είναι η περιγραφή και η κριτική ανάλυση των τεσσάρων στοιχείων που εξηγούν την άνοδο του εθνικολαϊκισμού.
Ο Πολωνός πρόεδρος Αντρέι Ντούντα μιλάει σε οπαδούς του πάνω σε στρατιωτικό όχημα. |
Τέσσερις παράμετροι για την άνοδο του εθνικολαϊκισμού
Πρώτη είναι η δυσπιστία προς τους εδραιωμένους πολιτικούς και τις οικονομικές ελίτ και κυρίως η πεποίθηση πως οι πολιτικοί και οι οικονομικά και πνευματικά ισχυροί περιφρονούν τον λόγο των απλών ανθρώπων «σαν και εμάς». Δυσπιστία των «κάτω» προς τις ελίτ υπήρχε πάντοτε, σήμερα όμως αυτή «έχει επιδεινωθεί, γιατί οι πολιτικοί μοιάζουν όλο και περισσότερο μεταξύ τους και αντιπροσωπεύουν όλο και λιγότερο τους ανθρώπους που τους εξέλεξαν» (σ. 137). Το αυξανόμενο χάσμα μεταξύ πολιτικών και ψηφοφόρων έχει στρεβλώσει τη διαδικασία χάραξης των δημόσιων πολιτικών. Πολιτικές που περισσότερο κατευθύνονται από τους μη έχοντες προς τους έχοντες και όχι το ανάποδο. Αντιθέτως με τους αφορισμούς που χαρακτηρίζουν ως εθνικιστές, ρατσιστές, φασίστες κλπ. όλους όσοι καταφεύγουν στην ακροδεξιά για να εκφράσουν την απογοήτευση τους από τα mainstream κόμματα και τις φιλελεύθερες δημοκρατίες, οι συγγραφείς καταφεύγουν στην ανάλυση των αιτιών. Η αφ’ υψηλού κατάταξη στον ρατσισμό και στον αυταρχισμό όλων αυτών δεν κάνει τίποτα άλλο από το να τους ωθεί βαθύτερα στον πάτο της ακροδεξιάς. Δεν αρκεί η καταδίκη, όπως κατά κόρον συμβαίνει στα καθ΄ ημάς, χρειάζεται και η κοινωνιολογική κατανόηση. Οι περισσότεροι εξ αυτών –ισχυρίζονται οι συγγραφείς– που καταφεύγουν στην εθνικολαϊκιστική ακροδεξιά δεν μισούν τη δημοκρατία. Δυσπιστούν για τον τρόπο λειτουργίας της και θέλουν να τον αλλάξουν, ψηφίζοντας ό,τι χειρότερο για να ευοδωθεί ο σκοπός τους. «Πολλοί άνθρωποι αισθάνονται απογοητευμένοι για τον τρόπο που λειτουργούν οι δημοκρατίες τους, αλλά οι περισσότεροι παραμένουν σταθερά δεσμευμένοι στο δημοκρατικό σύστημα» (σ. 147). Πρώτη παρατήρησή μου εδώ: Είναι αλήθεια πως όλοι αυτοί δεν είναι a priori εχθροί των δημοκρατιών. Αν αυτές όμως δεν έχουν απαντήσεις στις ανησυχίες τους, είναι καθ’ οδόν να γίνουν. Όλοι αυτοί δεν εμπιστεύονται τις κυβερνήσεις και τα mainstream κόμματα που όλο και περισσότερο μοιάζουν μεταξύ τους. Όσο αυτά παραμένουν ίδια, τόσο θα τροφοδοτούν τη δυσπιστία στη δημοκρατία.
Ο δεύτερος άξονας που εξηγεί την άνοδο του εθνικολαϊκισμού είναι η αίσθηση της καταστροφής του κόσμου όπως τον ξέραμε. Η μετανάστευση και ο φόβος της εθνικής αλλοίωσης, ή έστω αλλαγής, συμβάλλουν στην ανάπτυξη μιας αγωνίας για το μέλλον της ταυτότητας, των τρόπων ζωής των κοινοτήτων που δέχονται τη μετανάστευση. Παρατήρηση δεύτερη: Οι δυο συγγραφείς αν και δεν συμμερίζονται τον φόβο της καταστροφής και της εθνικής αλλοίωσης, αν και ορθώς επισημαίνουν πως ο εθνικολαϊκισμός δεν είναι καταφύγιο μόνο ρατσιστών, σε πολλά σημεία της ανάλυσης τους δείχνουν «ανοχή» στις αντιμεταναστευτικές φοβίες και υπεραπλουστεύσεις. Φοβίες που εκμεταλλεύονται όχι μόνο οι ακροδεξιοί, όχι μόνο η Δεξιά, αλλά ακόμη και οι σοσιαλδημοκράτες. Σωστά επισημαίνουν τους πολιτισμικούς και δημογραφικούς φόβους, δεν τονίζουν όμως εμφατικά πως οι φιλελεύθερες δημοκρατίες μπορούν και οφείλουν να τους καταστέλλουν με τις δημόσιες πολιτικές τους υπέρ των κατά Rawls «λιγότερο ευνοημένων» και όχι απλά να τις κατανοούν και στη συνέχεια να τις υποθάλπουν. Εξάλλου, όπως δείχνουν και οι μελέτες που παραθέτουν, η υποστήριξη στην άποψη «η μετανάστευση έχει θετική επίδραση», αν και μειοψηφική, δεν είναι αμελητέα. Έχουν δίκιο όταν υποστηρίζουν ότι τα αίτια της απόρριψης της μετανάστευσης είναι κυρίως πολιτισμικά και δευτερευόντως οικονομικά, παραβλέπουν όμως το γεγονός πως αν υπήρχαν οικονομικές πολιτικές ενίσχυσης «των λιγότερο ευνοημένων», ίσως και τα πολιτισμικά αίτια να ατονούσαν περισσότερο απ’ όσο δείχνουν οι ποσοτικές μελέτες.[..............................................]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου