Τα καλικαντζαράκια
Η γιαγιά μου η Ελένη ήταν ένα μυθικό πλάσμα, μολονότι σύμφωνα με την εποχή της παντρεύτηκε πολύ νέα και απέκτησε πέντε παιδιά. Δυστυχώς δύο από αυτά, η Όλγα και η Λευκοθέα, πέθαναν νωρίς. Ζυμωμένη λοιπόν με τον πιο σκληρό ρεαλισμό, διατήρησε ωστόσο την μυθική της ουσία. Την έβλεπα μία φορά τον χρόνο, ερχόταν στο σπίτι μας στην Αθήνα από το ορεινό της χωριό, φορτωμένη καλούδια: σύκα ξερά, καρύδια, σταφίδες και διάφορα γλυκά, με πρώτο το θεσσαλικό «ριτσέλι», καμωμένο από κολοκύθα και μούστο, λουκάνικα και διάφορες πίτες. Δεν ήταν όμως μόνο αυτά. Ερχόταν φορτωμένη με παραμύθια και διηγήσεις που είχαν όλα το στερεότυπο τέλος: «Και πέρασα κι εγώ από κει, κι είχα παπούτσια από χαρτί και χάλασαν».
Η γιαγιά μου η Ελένη είχε ταλέντο ηθοποιού και σίγουρα, αν γεννιόταν σε άλλη εποχή, χώρα και οικογένεια, θα μπορούσε να διαπρέψει σε μεγάλους ρόλους. Όταν έλεγε τα παραμύθια της, τα χρωμάτιζε με την φωνή της και στα συγκινητικά τους τμήματα έκλαιγε αληθινά. Μπορούσε να κλάψει χωρίς λόγο, αρκεί να της το ζητούσες. Ποτέ δεν κατάλαβα από πού προέρχονταν αυτά τα εύκολα δάκρυα.
Η γιαγιά μου η Ελένη με αγαπούσε ιδιαιτέρως, διότι με βάφτισαν με το όνομά της, αν κι έκανε πολύ καιρό να το πιστέψει. Από ζήλια για την άλλη μου γιαγιά, που ήταν η προσωποποίηση της λογικής, διέδιδε στο χωριό της: «Ναι, την βάφτισαν την εγγονούλα μου, την έβγαλαν στο όνομα της άλλης γιαγιάς της. Την φωνάζουν Ασπασία».
Θυμάμαι πολλά από αυτήν που σφράγισε τα παιδικά μου χρόνια με την μαγεία της. Γιατί ήταν μαγευτική, μαγεύτρα, μάγισσα! Για να εξασφαλίσει την διαρκή παρουσία της στο μυαλό μου, μου έλεγε όταν έφευγε:
«Να, βλέπεις το βουνό απέναντι; Εκεί είναι το σπίτι μου. Κι όταν ξυπνάς το πρωί να μου λες καλημέρα, κάθε πρωί...»
Κοιτούσα το βουνό, δεν έβλεπα το σπίτι της αλλά το φανταζόμουν, κι ούτε ξέραμε κι οι δυο πως εκείνο το βουνό ήταν ο Υμηττός.
Γέμιζε την ζωή μου με παραμυθένια αύρα, μιλούσε για τις νεράιδες που έπαιρναν την φωνή και για το μαλλιαρό χέρι που έβγαινε απροσδοκήτως από το ταβάνι, το ξύλινο όμως που υπήρχε στα χωριατόσπιτα, έβγαινε και έδερνε τους κακούς. Φανατισμένη Χριστιανή με εκδηλώσεις παραφοράς σαν απόηχος μοντανίστριας, με παρέσυρε να κάνουμε προσευχές με γονυκλισίες, τόσο που τα τρυφερά μου γόνατα κοκκίνιζαν κι η μάνα μου θύμωνε. Όμως εγώ με την γιαγιά μου την Ελένη προσευχόμασταν για όλο τον κόσμο και καθημερινώς κάναμε πενήντα μετάνοιες. Ονειρευόταν συχνά την Παναγία, η οποία της έδινε απλές συνταγές μαγειρικής για το φαγητό που έπαιρνε στα χωράφια ή στα αμπέλια, κι έβρισκε παραλληλισμούς στις ζωές τους. Όπως η Παναγία πήρε τον Ιωσήφ με παιδιά, έτσι κι αυτή παντρεύτηκε τον πάππο μου χήρο με πέντε παιδιά. Πάντα έλεγε: «Πέντε προγόνια, πέντε περόνια», δείχνοντας τα πέντε δάχτυλα του δεξιού της χεριού. Στο βάθος όμως ήταν καλή, γιατί αυτή τα μεγάλωσε.
Η γιαγιά μου η Ελένη μού έλεγε κάθε χρόνο πάντα την ίδια ιστορία. Για τα καλικαντζαράκια, αυτά τα μικροσκοπικά ανθρωπάκια, τα κακόμορφα και κακομούτσουνα, που αρέσκονται στην φασαρία και το ανακάτεμα των σπιτιών. Χοροπηδούν αυτά τα δαιμονάκια από την ημέρα των Χριστουγέννων μέχρι τις 6 Ιανουαρίου, ημέρα των Φώτων, κι ύστερα με το πλήρωμα του χρόνου φεύγουν τρομαγμένα φωνάζοντας: «Να φύγουμε, να φύγουμε, γιατί έρχεται ο ζουρλόπαπας με την αγιαστούρα του». Φοβούνται τον αγιασμό του παπά και τρέχουν να εξαφανισθούν.
Η γιαγιά μου η Ελένη κι εγώ περιμέναμε σήμερα, όπως κάθε χρόνο, να φύγουν τα καλικαντζαράκια. Και μετά ψάχναμε όλο το σπίτι, μήπως και κάτι ξέχασαν ή μας έκλεψαν. Ψάχναμε, μέχρι που εγώ έβγαλα από την τσέπη μου ένα μικρό κατακόκκινο γαντάκι, που πήρα από το παιχνίδι Αϊ-Βασίλη. Το πέταξα με τρόπο, ώστε να το δούμε.
«Γιαγιά, έλα κοίταξε, ένα καλικαντζαράκι έχασε το γαντάκι του».
Απέμεινε μερικά δευτερόλεπτα άλαλη και πετρωμένη μπροστά στην υλοποίηση μιας φαντασίας. Εγώ τα είχα όλα υπολογίσει, μια κι εφέτος είχα μεγαλώσει και δεν πίστευα στα καλικαντζαράκια. Όμως σαν δόλιο παιδί ήθελα να δοκιμάσω την δική της πίστη.
Εκείνη πήρε το γαντάκι στα χέρια της, με κοίταξε λίγο δύσπιστα, ήθελε να χαμογελάσει αλλά τελικώς παρατηρώντας το είπε: «Αχ, το καημένο το καλικαντζαράκι, θα παγώσει το χέρι του στη χιονιά».
Τα κατάφερε πάλι η μάγισσα γιαγιά μου, να μου ξαναζωντανέψει τα καλικαντζαράκια.
Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας: Κόκκινη κλωστή δεμένη
Η αγέλαστη πολιτεία και οι καλικαντζάροι
ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΑΛΜΠΟΥΜ
Άλμπουμ: Η αγέλαστη πολιτεία και οι καλικάντζαροι
Συνθέτης: Κατσιμίχας Χάρης Κατσιμίχας Πάνος
Στιχουργός: Κατσιμίχας Χάρης Κατσιμίχας Πάνος
Είδος μουσικής: Έντεχνο
Θεματολογία: Ζωής
Έτος Κυκλοφορίας: 1995
1. Μια φορά κι έναν καιρό (Αγέλαστη πολιτεία)
Μία φορά κι έναν καιρό ήταν μια πολιτεία
που απ’ όλες εξεχώριζε σ’ ολόκληρη τη χώρα,
μια πολιτεία όμορφη μα πάντα λυπημένη,
οι άνθρωποι αγέλαστοι, χαζοί και μουτρωμένοι,
δεν ξέρανε χαμόγελο κι αγάπη τι σημαίνει.
Καθένας τους εκοίταζε μονάχα τη δουλίτσα του,
η καλημέρα ακριβή σαν να `τανε χρυσάφι,
ποτέ δεν παίζαν τα παιδιά στους δρόμους, στην πλατεία,
ποτέ δεν έγινε γιορτή, χορός και φασαρία,
της βγήκε και το όνομα: Αγέλαστη Πολιτεία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου