Και βέβαια θα ασχολούμαστε με τα τίποτα αυτού του κόσμου
Ξέρετε τι έχουν πάθει όλοι αυτοί, έτσι; Όλοι αυτοί οι ιερείς του μηδενός, οι ιέρειες του πουθενά, τα τίποτα, τα τσόκαρα, μωρό μου;
Αυτοί που στο φαντασιακό τους είναι λευκοί, ξανθοί, αποτριχωμένοι και παίζουν τένις;
Αυτοί οι ντεμοντέ, αυτοί που οι καιροί τους προσπερνούν χωρίς ούτε να τους φτύσουν;
Αυτοί που οι κοινωνικές αλλαγές τους αφήνουν στα αζήτητα;
Αυτοί που όσο μικραίνουν, όσο ο κόσμος μας πλαταίνει;
Αυτοί που μούχλιασαν και σάπισαν και πάλιωσαν και χάλασαν;
Αυτοί που είναι για πέταμα κι ούτε η ανακύκλωση δεν τους καταδέχεται;
Ξέρετε τί έχουν πάθει, έτσι;
Συρρικνώνεται το alt-right ακροατήριο τους. ‘Η κι αν δεν συρρικνώνεται – ακόμα τουλάχιστον - λουφάζει.
Ένα ακροατήριο που φοβάται να βουτήξει τη φιδίσια γλωσσίτσα του στο δηλητήριο μην και το καταπιεί το ίδιο. Ένα ακροατήριο που κουρνιάζει στα παραπεταμένα της ζωής, στους κινούμενους βάλτους όπου φύονται κι ευδοκιμούν οι συγκαμένοι τους εγκέφαλοι.
Είναι οι ίδιοι που καταριούνται την πολιτική ορθότητα γιατί τους έχωσε μια βραστή πατάτα στο στόμα: να το βουλώσουν, μην μιλάνε, τον σκασμούλη να βγάλουν. Κι αυτοί και οι όμοιοί τους που μάς τσάκισαν τη ζωή μας τσάκισαν. Με τα ‘πρέπει’ τους να μάς πετσοκόβουν, με τους αγκυλωτούς σταυρούς τους να στάζουν αίμα πάνω στα ποτά και τα ξενύχτια μας.
Αυτοί που μάς υποδείκνυαν πώς θα ζήσουμε, πώς θα πεθάνουμε, τι θα φορέσουμε, τι θα πούμε, με ποιον θα σμίξουμε, ποιον θα χωρίσουμε, πού θα δουλέψουμε, πώς θα φερόμαστε.
Ποιοι θα είμαστε.
Και κυρίως ποιοι δεν θα είμαστε.
Αυτοί οι πουθενάδες, αυτοί και οι τιποτάδες. Οι πυλώνες μιας κοινωνικής σκατίλας που κατέστρεψε ζωές κι έστειλε στο περιθώριο όποιον δεν ήταν σαν τα μούτρα της.
Κι έρχεται, ήρθε πες - η εποχή η θεάρα που τούς έκοψε το βήχα. Ξαφνικά δεν μπορούν να χλευάζουν αφράτα κορίτσια με μπικίνι, άντρες με κοιλίτσα, άτομα με αναπηρία, άτομα αρτιμελή, άτομα έτσι, άτομα γιουβέτσι.
Δεν μπορούν να συνθλίβουν όποιον δεν χωράει στο κρεββάτι του Προκρούστη τους.
Όλα τα κλισέ που είχαν στο μυαλουδάκι τους το τοσοδούλι, ανατινάζονται, παίρνουν φωτιά κι αφήνουν πίσω τους καμένους εγκεφάλους.
Όλες οι συμμαθήτριες σου παντρεύτηκαν.
Ζήτα του λεφτά.
Να τού κουνηθείς στο κρεββάτι.
Να την ξεμαλλιάσεις την πουτάνα.
Άντρας είναι θα ξενοκοιτάξει.
Γυναίκα είναι θέλει καλοπιάσματα.
Πάρε τον με το μαλακό.
Δώσε και μια σφαλιάρα στο παιδί.
Πλύνε κάνα πιάτο. Παντρέψου, βράσε κάνα αυγό, χάσε κιλά, αποτριχώσου.
Μη παχύνεις άλλο.
Μην αδυνατίσεις άλλο.
Μήπως έχεις περίοδο;
Μήπως είσαι αγα@ητη;
Μήπως παραγέρασες;
Μάς τελειώνουν οι παπαριές κι αυτό το διαπιστώνουμε και στον δημόσιο λόγο - πολιτικό και δημοσιογραφικό: τοίχο τοίχο πάνε όλοι μην αμολήσουν καμιά κοτσάνα. Μετράν τις λέξεις πριν τις αρθρώσουν. Είδαν τι πάθανε άλλοι συνάδελφοι τους που χρησιμοποιήσαν σεξιστικό ή ρατσιστικό λόγο και τώρα αυτοί προσέχουν για να έχουν: δουλίτσα, κατά προτίμησιν.
«Πρέπει να διαλέγουμε πλευρά. Η ουδετερότητα βοηθάει τον καταπιεστή, ποτέ το θύμα. Η σιωπή ενθαρρύνει τον βασανιστή, ποτέ τον βασανισμένο. Κάποιες φορές πρέπει να επεμβαίνουμε. Όπου άντρες και γυναίκες διώκονται για την φυλή, την θρησκεία, τις πολιτικές τους θέσεις, αυτό το μέρος της γης, εκείνη τη δεδομένη στιγμή, πρέπει να γίνεται το κέντρο του κόσμου.»
Elie Wiesel, εβραίος συγγραφέας και πολιτικός ακτιβιστής που τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 1986.
Πρέπει να διαλέγουμε πλευρά. Γιατί η σωστή πλευρά είναι μια. Το δίκιο είναι ένα. Εδώ δεν υπάρχει ‘αντίθετη άποψη’. Δεν υπάρχει αντεπιχείρημα, δεν υπάρχει ναι μεν αλλά. Και όχι αγάπη μου, δεν μπορούμε να είμαστε όλοι αγαπημένοι. Δεν μπορούμε να είμαστε όλοι μια γροθιά.
Και δεν θέλουμε.
Υπάρχει μια πλευρά. Υπάρχει ένα δίκιο. Μόνον.
Κι εγώ που το σάλιο μου το υπολήπτομαι, δεν θα το σπαταλήσω σε κουβέντες μαζί σου. Δεν θα σού μιλήσω, δεν θα προσπαθήσω να σου αλλάξω μυαλά.
Θα σε πολεμήσω.
Σε πολεμάω ήδη.
Σε πολεμάω γιατί η πλευρά μου είναι η σωστή, σε πολεμάω γιατί το δίκιο είναι με το μέρος μου. Σε πολεμάω γιατί είσαι ένα ανθρωπάκι με το σκατό στην κάλτσα. Σέρνεις ένα εκ γενετής μόνιμο σκατό, το πλύνε – βάλε, που αργά ή γρήγορα σου σκαρφαλώνει απ’ το σοσόνι και φωλιάζει στην ψυχή. Αυτό.
Ήρθε η ‘ώρα των ‘άλλων’. Των ‘αντιπάλων’. Η ώρα των κακών παιδιών, η ώρα των απείθαρχων πολιτών, η ώρα των ελεύθερων ανθρώπων. Όλοι αυτοί θα σταθούν απέναντι σου. Και τα τραγούδια τους θα πνίξουν τις κραυγές σου.
Κι αυτός θα είναι ο εφιάλτης σου, μωρό μου. Σαν εκείνους που βλέπεις στον ύπνο σου και τινάζεσαι κάθιδρος.
Που ήσουν λέει σε μια πλατεία. Που άδειαζε από κόσμο. Κι έμενες μόνος.
Κι όσο πιο δυνατά φώναζες, τόσο λιγότερο ακουγόσουν.
*To όραμα του Τόνταλ, μέσα 16ου αιώνα. Ιερώνυμος Μπος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου