Δύο σοφοί μπροστά στον θάνατο
Τι είναι αυτό που μπορεί να συνδέει δύο τόσο διαφορετικούς στοχαστές όπως ο Σπινόζα και ο Χιουμ; Η στάση απέναντι στον θάνατο, εξηγεί στο ακόλουθο άρθρο του ο Μάουρο Μπονάτσι, καθηγητής Αρχαίας Φιλοσοφίας σε Πανεπιστήμιο του Μιλάνου.
Ο Σπινόζα πέθανε διακριτικά, έτσι όπως είχε ζήσει, στις 21 Φεβρουαρίου 1677, ενώ οι άλλοι βρίσκονταν στην εκκλησία. Μετά από περίπου έναν αιώνα, στο προσκέφαλο του ετοιμοθάνατου Ντέιβιντ Χιουμ συνωστίζονταν αντίθετα διάφοροι παρατηρητές, όλοι τους με την πρόθεση να παρατηρήσουν την παραμικρή αντίδρασή του. Ενα τέλος διαφορετικό για δύο στοχαστές με διαφορετικές ιδέες, οι οποίοι όμως σε ένα θεμελιώδες ζήτημα είχαν βρεθεί στο ίδιο στρατόπεδο, πεισμένοι και οι δυο ότι η ατομική μας ψυχή δεν είναι αθάνατη. Ανώφελο επομένως το να ασχολούμαστε πάρα πολύ με τον θάνατο. Οι αντιδράσεις ήταν αναμενόμενες. Το 1656, ο 23χρονος τότε Σπινόζα εκδιώχθηκε από την εβραϊκή κοινότητα του Αμστερνταμ εξαιτίας των «βδελυρών αιρέσεών» του: «Αφορίζουμε, αποβάλλουμε, καταριόμαστε και καταδικάζουμε τον Μπαρούχ ντε Εσπινόζα». Πολεμικές και εχθρότητες θα συνοδεύσουν και τη ζωή του Χιουμ, αποκλείοντάς τον από την ακαδημαϊκή σταδιοδρομία.
Και τώρα -ήταν το καλοκαίρι του 1776-, ενώ η ασθένεια κυρίευε βαθμιαία το σώμα του, όλοι παρακολουθούσαν με αδημονία τις αντιδράσεις του για να κρίνουν το πώς ο άθεος θα αντιδρούσε μπροστά στον επερχόμενο θάνατο. Ο φόβος μπροστά σε αυτή την τελευταία συνάντηση θα τον έπειθε τελικά να μετανοήσει, απαρνούμενος τις «βδελυρές» ιδέες του; Το φάντασμα του θανάτου πλανιέται παντού στην «Ηθική» του Σπινόζα. Οπως σε όλα τα ζωντανά όντα, έτσι και σε μας τους ανθρώπους υπάρχει μια τάση αυτοσυντήρησης, η οποία ωστόσο προορίζεται να νικηθεί από εξωτερικές δυνάμεις. Σε ένα σύμπαν κυριαρχούμενο από φυσικούς νόμους δράσης και αντίδρασης, αυτό συμβαίνει – και δεν έχει νόημα να αυταπατόμαστε ότι για μας δεν ισχύουν οι ίδιες αρχές που ρυθμίζουν την ύπαρξη όλων των υπολοίπων. Στο δεύτερο μισό της πραγματείας το θέμα ανακινείται ρητά. Ο Σπινόζα όφειλε να το αντιμετωπίσει. Η «Ηθική» είναι, ανάμεσα σε τόσα άλλα πράγματα, μια προσπάθεια να θεμελιωθούν πάνω σε αυστηρά ορθολογικές βάσεις οι προϋποθέσεις για μια καλή ζωή.
Αυτό σημαίνει να εξεταστούν και τα πάθη, που τόσο συχνά αποτρέπουν την ορθή χρήση του λογικού μας, εμποδίζοντάς μας να ζούμε καλά. Και το πιο ολέθριο πάθος είναι ακριβώς ο φόβος του θανάτου, η αγωνία μπροστά στην προοπτική ότι σε μια ορισμένη στιγμή δεν θα υπάρχουμε πλέον. Οι ανθρώπινες υπάρξεις είναι κυριολεκτικά τρομοκρατημένες από την προοπτική του θανάτου και είναι έτοιμες για τα πάντα -ακόμη και να πιστέψουν τα πιο απίθανα πράγματα- προκειμένου να εξορκίσουν αυτόν τον φόβο. Πρόκειται για ανορθολογικές αντιδράσεις. Με τον θάνατο χρειάζεται να λογαριαστούμε και μακάρι τα πράγματα να μπορούσαν να φανούν κάτω από ένα διαφορετικό φως. Πράγματι, γιατί τον φοβόμαστε; Το εξηγούσε ήδη ο Επίκουρος: ο θάνατος δεν μας αφορά, επειδή ή υπάρχουμε εμείς ή υπάρχει αυτός. Οταν υπάρχουμε εμείς δεν υπάρχει αυτός και όταν υπάρχει αυτός, δεν υπάρχουμε πλέον εμείς. Επομένως, είναι ανώφελο να ασχολούμαστε με αυτόν. Δεν ανησυχούμε όμως μόνο γι’ αυτό που θα μας συμβεί μετά τον θάνατο (εξάλλου τίποτα δεν θα μας συμβεί), αλλά και για το γεγονός ότι η ζωή μας αργά ή γρήγορα θα τερματιστεί διακόπτοντας σχέδια και δυνατότητες. Ζούμε προβαλλόμενοι στο μέλλον και ξαφνικά το μηδέν: αυτή είναι η αληθινή αγωνία και είναι μια διαρκής απειλή.
Γιατί όμως να εξαρτιόμαστε από ένα τόσο φυσικό και αναπόφευκτο γεγονός; Γνωρίζουμε ότι είμαστε θνητοί -«Είναι αδύνατο να είμαστε βέβαιοι για κάτι εκτός από τον θάνατο και τους φόρους», έγραφε ο Αγγλος δραματουργός Κρίστοφερ Μπούλοκ το 1713- και δεν είναι κατανοητό το γιατί αυτή η επίγνωση θα πρέπει να δηλητηριάζει την καθημερινότητά μας. Το αληθινό πρόβλημα είναι με δυο λόγια το πώς θα αξιοποιήσουμε τη ζωή μας. Θα γίνουμε σκλάβοι των παθών μας και των φόβων μας ή θα αποκτήσουμε τον έλεγχό τους; Πρόκειται για ένα ζήτημα ελευθερίας, αρκεί μόνο να κατανοήσουμε το τι είναι η ελευθερία. Η αληθινή ελευθερία δεν είναι να κάνουμε ό,τι νομίζουμε, αλλά να πραγματώνουμε αυτό που είμαστε. Να είμαστε ελεύθεροι σημαίνει με δυο λόγια να δρούμε και όχι να παθαίνουμε. Και δρούμε όταν επιδιώκουμε συνειδητά το καλό (που αυξάνει την ευημερία μας και την ευημερία των άλλων), όταν γνωρίζουμε τι κάνουμε και όχι όταν κυριαρχούμαστε από αρνητικά πάθη που μας κινούν σαν μαριονέτες. Γι’ αυτό αρετές και ελαττώματα δεν εξαρτιόνται από θυσίες ή απαρνήσεις, αλλά από τη γνώση και από τη συνειδητοποίηση, που μας βοηθούν να ζούμε καλύτερα, απελευθερωμένοι από ψευδείς πεποιθήσεις, όπως είναι ακριβώς ο φόβος του θανάτου.
Ενα σοφό πρόσωπο δεν φοβάται τον θάνατο, αλλά απολαμβάνει τη ζωή: «Ο ελεύθερος άνθρωπος δεν σκέφτεται τίποτα λιγότερο από τον θάνατο. Η σοφία του δεν είναι στοχασμός για τον θάνατο, αλλά για τη ζωή». Το πρόσωπο το πιο περίεργο, ανάμεσα στα πολλά που τίμησαν τον Χιουμ με μια τελευταία επίσκεψη, ήταν σίγουρα ο Τζέιμς Μπόσγουελ. Πήγε όχι για να τον παρηγορήσει, αλλά για να ενισχύσει τις δικές του θρησκευτικές πεποιθήσεις. Ο Μπόσγουελ ήταν βέβαιος ότι θα βρει τον Χιουμ αποκαρδιωμένο, μετανιωμένο για τα λάθη του. Ο Χιουμ του επανέλαβε φιλικά τις ίδιες ιδέες που είχε υποστηρίξει σε όλη τη ζωή του: ότι το λογικό μας δεν μπορεί να προσφέρει καμιά ορθολογική απόδειξη της ύπαρξης του Θεού (η υποτιθέμενη καλοσύνη και παντοδυναμία του οποίου συγκρούονται εξάλλου κραυγαλέα με το κακό που υπάρχει στον κόσμο)· ότι και η θέση περί αθανασίας της ψυχής είναι εξίσου αδύνατο να αποδειχθεί· ότι η θρησκεία δεν γεννιέται από ορθολογικά ερωτήματα αλλά από τον φόβο του θανάτου, έναν φόβο που πολύ συχνά καταλήγει να επηρεάζει αρνητικά τη ζωή μας.
Εξάλλου, αν δεν μας ανησυχεί η σκέψη ότι πριν δεν υπήρχαμε, γιατί θα πρέπει να μας προκαλεί άγχος η σκέψη ότι μετά από κάποιον καιρό δεν θα υπάρχουμε; Με δυο λόγια, το συμπέρασμα είναι πάντα το ίδιο: αντί να στρέφουμε συνεχώς τον νου μας στο πριν και στο μετά, ας μάθουμε να ζούμε το παρόν. Σας θυμίζει κάτι; Στο μεταξύ η κατάσταση του Χιουμ θα επιδεινωθεί. «Περιμένω μια γρήγορη διάλυση του σώματός μου», γράφει, χωρίς να τρέφει υπερβολικές αυταπάτες. Αυτό όμως δεν θα τον εμποδίσει να πάει στην τελική συνάντηση με εντυπωσιακή γαλήνη. Ο Μπόσγουελ υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει ότι ο Χιουμ πέθανε όπως είχε ζήσει. «Θεωρούσα πάντοτε τον Ντέιβιντ Χιουμ -έγραψε ο φίλος του, Ανταμ Σμιθ- ως το πρόσωπο που προσέγγιζε περισσότερο το ιδεώδες της σοφίας και της αρετής, όσο το επιτρέπει η ευάλωτη φύση μας». Ο σοφός δεν έχει χρόνο για να φοβηθεί τον θάνατο, επειδή είναι απασχολημένος με το να απολαμβάνει το θέαμα της ζωής, που διαρκώς ανανεώνεται. Δεν είναι απλό, αλλά αξίζει τον κόπο.
efsyn.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου