Τζίμμυ Κορίνης: o 81χρονος μετρ της νουάρ λογοτεχνίας ξεκαθαρίζει ότι δεν υπάρχει «νέο» αστυνομικό μυθιστόρημα
Κείμενο:
Αργυρώ Μποζών
Πηγή: elculture.gr
Συγγραφέας αστυνομικών ιστοριών, δημοσιογράφος, εκδότης περιοδικών και σκηνοθέτης, ο Τζίμμυ Κορίνης
γεννήθηκε το 1937 στην Αμαλιάδα Ηλείας και σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών
είδε δημοσιευμένη την πρώτη του αστυνομική ιστορία. Έζησε 27 χρόνια στο
Λονδίνο (1974-2001) ενώ πρόσφατα κυκλοφόρησε από την Public Βιβλιοθήκη
τη μελέτη του «Pulp Fiction. Ξενάγηση στο συναρπαστικό κόσμο της αυθεντικής αστυνομικής λογοτεχνίας». Με αφορμή αυτό το βιβλίο, μας μιλά για τη θρυλική Μάσκα, τη ζωή του και την αστυνομική λογοτεχνία.
Θυμάστε το πρώτο έργο που γράψατε, αν δεν κάνω λάθος σε ηλικία 11 ετών και τι θέμα είχε;
Λες και ήταν χτες, που έλεγε κι ένα παλιό τραγούδι της Βέμπο. Είχε τίτλο «Η επιστροφή του αδικημένου», ήταν γύρω στις 400 λέξεις, μια τόσο δα στήλη στη σελίδα «Συνεργασία αναγνωστών» που είχαν πολλά περιοδικά την εποχή εκείνη. Μιλάμε για την Εποχή των Παγετώνων (1949)! Το δε θέμα της ήταν η εκδίκηση ενός γκάνγκστερ που τον είχε θυσιάσει η συμμορία του και τον είχε στείλει φυλακή, σαν εξιλαστήριο θύμα, ύστερα από μια μεγάλη ληστεία. Βγαίνοντας από τη φυλακή, ήθελε να εκδικηθεί τον αρχηγό της συμμορίας, αλλά επειδή δεν μπορούσε να τον ξεμοναχιάσει, απήγαγε τη φιλενάδα του, την πήγε σ΄ ένα μοτέλ, την ανάγκασε να τηλεφωνήσει στον φίλο της (τον αρχηγό της συμμορίας) με τη δικαιολογία ότι κάτι της συνέβαινε και μόλις εκείνος εμφανίστηκε, ο «αδικημένος» τον σκότωσε και πήρε το αίμα του πίσω! Αναλογιστείτε πόσο «κακό» παιδί ήμουν, αφού γεννούσε τέτοια «εγκληματικά» πράγματα η φαντασία μου.
Θέλατε πάντα να γίνετε συγγραφέας και μάλιστα αστυνομικών ιστοριών;
Από την πρώτη μέρα που διάβασα τη «Μάσκα», σε ηλικία εννιά ετών, κρυφά από τον κατά πολύ μεγαλύτερο αδερφό μου, που είχε φέρει στο σπίτι δύο τόμους – είκοσι τεύχη. Αναστατώθηκα τόσο πολύ από τα διαβάσματα, που άλλαξε η συμπεριφορά μου σε σημείο να ανησυχήσουν οι δικοί μου, γιατί δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι είχα πάθει. Ούτε εγώ καταλάβαινα, δηλαδή, μολονότι είχε αρχίσει να εκδηλώνεται ένα «ταλέντο» προφορικής αφηγήσεως των ταινιών που έβλεπα κρυφά στο θερινό κινηματογράφο, που λειτουργούσε τότε στην πλατεία της Γλυφάδας όπου έμενα. Δυο χρόνια αργότερα, στην Αθήνα πλέον, οι συμμαθητές μου στο Λύκειο Τυχοπούλου και συγκεκριμένα ο Μάκης Μάτσας της εταιρείας Μίνως, αν θυμάμαι καλά, αποφάσισαν να «εκδώσουμε» ένα σχολικό (χειρόγραφο) περιοδικό κι όταν ρώτησαν εμένα , «εσύ τι θα γράψεις» απάντησα, έτσι στα κουτουρού, «εγώ θα γράψω ένα μυθιστόρημα». Κι άρχισα να το γράφω, αλλά όταν παρέδωσα τα πρώτα χειρόγραφα με κατηγόρησαν ότι το είχα αντιγράψει από κάποιο βιβλίο. Εγώ, που ήξερα ότι δεν το είχα αντιγράψει, δεν προσπάθησα να αποδείξω την αθωότητά μου, αλλά στρώθηκα στο γράψιμο με τα γνωστά αποτελέσματα…
Ξεκινήσατε να εργάζεστε επαγγελματικά από πολύ νέος; Μπορείτε να μας αφηγηθείτε τα πρώτα σας βήματα και το κλίμα που υπήρχε εκείνη την εποχή;
Η εποχή δεν ήταν εύκολη. Το παιδί ήταν παιδί, τότε. Ωστόσο, κατάφερα να πουλήσω το πρώτο μου 15-σέλιδο διήγημα στα 14, στον τότε μικροεκδότη Δ. Χανό κι επειδή ήμουν παιδί ακόμα και φορούσα πανταλόνι γκολφ (όπως το λέγαμε τότε), ανέλαβε να με εκπροσωπήσει και να εισπράξει την αμοιβή μου μια φίλη μου, τρία χρόνια μεγαλύτερη, πιστό αντίγραφο του τότε sex symbol της Ιταλίας Sylvana Mangano (της Monica Belucci της εποχής εκείνης), που έδειχνε μεγαλύτερη, με τη δικαιολογία ότι ήμουν άρρωστος. Εισέπραξε μεν την αμοιβή μου, αλλά τα έφτιαξε με τον εκδότη κι έχασα μια φίλη που δεν την έβλεπα μόνο σαν φίλη.
Στα 16 μου άρχισα να γράφω κάθε δεύτερη εβδομάδα το «αστυνομικό» διήγημα της εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ, μέχρις ότου με «απέλυσε» ο αργότερα μεγάλος εφημεριδάνθρωπος Αλέκος Φιλιππόπουλος, με τη συμβουλή να πάω να τελειώσω το γυμνάσιο (σοφή απόλυση) και να επανέλθω. Είπαμε, ήμουν παιδί ακόμα και την εποχή εκείνη το παιδί το έβλεπαν όλοι σαν παιδί. Δεν συνδικαλιζόταν, δεν έκανε καταλήψεις, δεν αυθαδίαζε κλπ. Το 1954, όμως, ασυγκράτητος, πήγα στον μόλις εκδοθέντα «Ταχυδρόμο», το πρώτο ελληνικό tabloid από τον ΔΟΛ, ζήτησα δουλειά από τον αρχισυντάκτη του Απόστολο Μαγγανάρη, εκδότη της «Μάσκας» που είχε κλείσει αρκετά χρόνια πριν, κι εκείνος, βλέποντας το πάθος μου για το είδος και τις γνώσεις μου περί αυτού, αποφάσισε την επανέκδοση της «Μάσκας», όπου έγινα ο βασικός συνεργάτης μέχρις ότου «φάγαμε τα μουστάκια μας», που λέει η σοφή λαϊκή ρήση και αποχώρησα και έμεινα άνεργος μέχρι το 1958, οπότε εκδόθηκε ξανά το «Μυστήριο», το αντίπαλο δέος της «Μάσκας». Βασικός συνεργάτης πάλι, έγραψα, μετέφρασα, παραποίησα και μεταποίησα εκατοντάδες μυθιστορήματα και διηγήματα προκειμένου να καλύψω 12.000 σελίδες στα πέντε χρόνια που έμεινα κοντά τους (300 τεύχη Χ 40 σελίδες σε κάθε τεύχος). Δηλαδή, μέχρι το 1963 που μου ζητήθηκε να αναλάβω Διευθυντής Συντάξεως στη νέα έκδοση της «Μάσκας» – θέση που διατήρησα 11 χρόνια, μέχρι το οριστικό της κλείσιμο, καλύπτοντας άλλες 10.000 τουλάχιστον σελίδες, επειδή δεν προλάβαινα να τα γράφω όλα εγώ, δεδομένου ότι έγραφα και σε άλλα περιοδικά της εποχής (ΦΑΝΤΑΣΙΑ, ΕΛΛΗΝΙΔΑ, ΠΡΩΤΟ κλπ).
Η «Μάσκα» δεν ήταν κόμικ. Ήταν πιστό αντίγραφο των αμερικάνικων pulp magazines που ανέδειξαν το crime fiction (μυθοπλασία του εγκλήματος) , που κακώς εδώ βαπτίστηκε «αστυνομικό» μυθιστόρημα, και τα μεγάλα ονόματα που έγραψαν αριστουργήματα. Ήταν σκέτο κείμενο, με ένα μόνο σκίτσο, είτε παρμένο από το αμερικάνικο περιοδικό ή φτιαγμένο από δικό μας καλλιτέχνη (Βύρωνα Απτόσογλου, Δημήτρη Αντωνόπουλο). Η δε επιτυχία της οφειλόταν στο γεγονός ότι ήταν το πρώτο life style περιοδικό, ότι περιείχε καλογραμμένα (καλομεταφρασμένα, τα περισσότερα) διηγήματα, σε κινηματογραφική γραφή, χωρίς φιοριτούρες και στο γεγονός ότι ήταν… απαγορευμένο. Για κάποιο λόγο είχε κηρυχτεί «εκτός νόμου», μολονότι δίδασκε την επιβολή του νόμου σε σημείο που, ενώ πήγαινα ακόμα στο γυμνάσιο όταν άρχισα να γράφω στη «Μάσκα», ο γυμνασιάρχης μου είχε κόψει την… καλημέρα! Και το οξύμωρο ήταν ότι το διάβαζαν ακόμα και επιτελείς της αστυνομίας, όπως έδειξε μια έρευνα που διεξήγαμε τότε (1956), ακριβώς για να εντοπίσουμε το λόγο αυτής της δημοφιλίας.
Πιστεύετε ότι στην Ελλάδα έχουμε καλό αστυνομικό μυθιστόρημα γραμμένο από Έλληνες και αν όχι τι είναι αυτό που λείπει;
Αποφεύγω να διαβάζω ελληνικά μυθιστορήματα τέτοιου είδους, επειδή είμαι «δύσκολος» πελάτης κι επειδή δεν θέλω να γίνω πιο «κακός» απ΄ ότι έχω γίνει με τις πολλές συνεντεύξεις που έχω δώσει κατά καιρούς πάνω στο θέμα. Όταν έχεις μεταφράσει βιβλία όλων των «γιγάντων» του είδους κι έχεις μάθει την τεχνική, ώστε να δέχονται να εκδίδουν τα δικά σου βιβλία στο εξωτερικό, γίνεσαι πολύ αναλυτικός και πολύ επικριτικός.
Ακούμε σήμερα συχνά να μιλούν για το νέο αστυνομικό μυθιστόρημα. Παρακολουθείτε ξένους συγγραφείς; Έχετε εντοπίσει κάτι ενδιαφέρον;
Δεν υπάρχει «νέο» αστυνομικό μυθιστόρημα. Σε όλα τα καθαρόαιμα αστυνομικά μυθιστορήματα διαπράττεται ένα έγκλημα, η αστυνομία αναλαμβάνει να το ερευνήσει, συγκεντρώνει στοιχεία, τα επεξεργάζεται, κάνει ανακρίσεις, παρακολουθεί πρόσωπα και φτάνει στον δράστη. Έχει ανακαλυφθεί κάτι «νέο» και δεν το ξέρω; Απλώς, υπάρχουν λογιών-λογιών μυθιστορήματα, χαρακτηρισμένα από τον τρόπο που τα γράφει ο δημιουργός τους. Και όλα τα «αστυνομικά» μυθιστορήματα δεν είναι αστυνομικά. Εμείς τα βάλαμε όλα σ΄ ένα τσουβάλι, επειδή έτσι μας βόλευε και ξεχάσαμε ότι οι άνθρωποι που επινόησαν το crime fiction το χώρισαν σε πολλές κατηγορίες – mysteries, crime stories, thrillers, detective stories, capers, police procedurals. Και πάντοτε αναφέρω το παράδειγμα της Aγκάθα Κρίστι, της «βασίλισσας» του αστυνομικού μυθιστορήματος, όπως την αποκαλούν, που δεν έγραψε ποτέ της καθαρόαιμο «αστυνομικό» μυθιστόρημα, αλλά μόνο «ιστορίες μυστηρίου» και “detective stories”, δεδομένου ότι ο ήρωάς της, ο περιβόητος Ηρακλής Πουαρό, ήταν ιδιωτικός ντετέκτιβ και αναλάμβανε υποθέσεις επί πληρωμή, όπως οι Αμερικάνοι συνάδελφοί του
Κατά τη γνώμη σας ποια είναι τα συστατικά μιας επιτυχημένης αστυνομικής ιστορίας;
Πρώτα-πρώτα, η ιστορία αυτή καθ΄ εαυτή. Αν το ανέκδοτο που ακούγεται σε μια παρέα δεν είναι καλό, γελάει κανείς; Μετά, ο τρόπος που την αφηγείται ο συγγραφέας της και η δομή που της δίνει. Το πρώτο συστατικό εξαρτάται από το πόσο καλός «παραμυθάς» είναι ο συγγραφέας. Το δεύτερο εξαρτάται από το ταλέντο του συγγραφέα να αφηγείται ιστορίες και από το προσωπικό του ύφος – ένα στοιχείο, αυτό το τελευταίο, που έκανε τους Αμερικάνους να απορρίψουν το πρώτο μου μυθιστόρημα στα αγγλικά (ήμουν 19 ετών τότε), μολονότι τους άρεσε η ιστορία, επειδή το ύφος μου θύμιζε Mickey Spillane. Το τρίτο και πιο δύσκολο, η δομή – κάτι που ισχύει ακόμα και για τα κτήρια! Δηλαδή, αν ένα κτήριο δεν είναι δομημένο σωστά – πέφτει!
Θα θέλατε να μου πείτε γιατί οι αστυνομικές ιστορίες και οι ιστορίες μυστηρίου βρίσκονται στην κορυφή της δημοφιλίας του αναγνωστικού κοινού;
Κακά τα ψέματα, το καθαρόαιμο «αστυνομικό μυθιστόρημα (police procedural) και οι ιστορίες μυστηρίου, ιδιαίτερα τα καλογραμμένα μυθιστορήματα με βάση τους κανόνες που διέπουν τα υπο-είδη, είναι αναγνώσματα ικανά να κρατήσουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ακόμα και να τον κάνουν να νιώσει αγωνία και οπωσδήποτε, ανταγωνισμό με τον συγγραφέα, προκειμένου να μαντέψει ποιος είναι ο ένοχος πριν τελειώσει – δεδομένου ότι ο δράστης παραμένει άγνωστος μέχρι το τελευταίο κεφάλαιο. Το thriller κάνει αυτό που λέει η ίδια η λέξη, σε συναρπάζει με την πλοκή του δεδομένου ότι εδώ δεν έχεις δράστη που παραμένει άγνωστος μέχρι το τέλος, αλλά περιμένεις να δεις πού θα καταλήξει η ιστορία. Το detective story, από την άλλη, συνδυάζει έγκλημα, έρευνα που την πληρώνει κάποιος πελάτης, μπόλικο χιούμορ στον διάλογο, δράση και συνήθως δυναμικό φινάλε και απαιτεί μια κάποια ιδιαίτερη δεξιοτεχνία, προκειμένου να κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη από την πρώτη σελίδα μέχρι την τελευταία.
Γράψατε πρόσφατα το Pulp Fiction. Μας ξεναγείτε στον κόσμο αυτού του βιβλίου;
Το Pulp Fiction, που ο αρχικός του τίτλος ήταν «Και εγένετο… ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ!», εξηγεί με οικονομική, πάντοτε κινηματογραφική γραφή, χωρίς φιοριτούρες, πώς γεννήθηκε αυτό το είδος και πώς αναπτύχθηκε, τι ακριβώς είναι το κάθε υπο-είδος και πώς τελειοποιήθηκε από μερικούς σκαπανείς που έβαλαν τις βάσεις στα διάφορα τα υπο-είδη που προανέφερα, ποια περιοδικά (pulp magazines) το ανέδειξαν και, φυσικά, ανάμεσα σε πολλά άλλα και ενδιαφέροντα, ποιες ήσαν οι «χρυσές πένες» που τα έκαναν όλα αυτά – πένες που είναι εντελώς άγνωστες στις νεώτερες γενιές που πιστεύουν ότι το Α και το Ω του είδους επινοήθηκε από τους Σκανδιναβούς και ότι είναι «νέο». Τους πληροφορώ ότι είναι τόσο νέο, όσο ο υποφαινόμενος, που έκλεισε αισίως τα 81 και συνεχίζει με το παλιό που είναι και θα είναι πάντοτε νέο, ιδιαίτερα για όσους δεν είχαν την τύχη να διαβάσουν «Μάσκα», αρκεί να ξέρεις πώς γράφεται.
Θυμάστε το πρώτο έργο που γράψατε, αν δεν κάνω λάθος σε ηλικία 11 ετών και τι θέμα είχε;
Λες και ήταν χτες, που έλεγε κι ένα παλιό τραγούδι της Βέμπο. Είχε τίτλο «Η επιστροφή του αδικημένου», ήταν γύρω στις 400 λέξεις, μια τόσο δα στήλη στη σελίδα «Συνεργασία αναγνωστών» που είχαν πολλά περιοδικά την εποχή εκείνη. Μιλάμε για την Εποχή των Παγετώνων (1949)! Το δε θέμα της ήταν η εκδίκηση ενός γκάνγκστερ που τον είχε θυσιάσει η συμμορία του και τον είχε στείλει φυλακή, σαν εξιλαστήριο θύμα, ύστερα από μια μεγάλη ληστεία. Βγαίνοντας από τη φυλακή, ήθελε να εκδικηθεί τον αρχηγό της συμμορίας, αλλά επειδή δεν μπορούσε να τον ξεμοναχιάσει, απήγαγε τη φιλενάδα του, την πήγε σ΄ ένα μοτέλ, την ανάγκασε να τηλεφωνήσει στον φίλο της (τον αρχηγό της συμμορίας) με τη δικαιολογία ότι κάτι της συνέβαινε και μόλις εκείνος εμφανίστηκε, ο «αδικημένος» τον σκότωσε και πήρε το αίμα του πίσω! Αναλογιστείτε πόσο «κακό» παιδί ήμουν, αφού γεννούσε τέτοια «εγκληματικά» πράγματα η φαντασία μου.
Θέλατε πάντα να γίνετε συγγραφέας και μάλιστα αστυνομικών ιστοριών;
Από την πρώτη μέρα που διάβασα τη «Μάσκα», σε ηλικία εννιά ετών, κρυφά από τον κατά πολύ μεγαλύτερο αδερφό μου, που είχε φέρει στο σπίτι δύο τόμους – είκοσι τεύχη. Αναστατώθηκα τόσο πολύ από τα διαβάσματα, που άλλαξε η συμπεριφορά μου σε σημείο να ανησυχήσουν οι δικοί μου, γιατί δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι είχα πάθει. Ούτε εγώ καταλάβαινα, δηλαδή, μολονότι είχε αρχίσει να εκδηλώνεται ένα «ταλέντο» προφορικής αφηγήσεως των ταινιών που έβλεπα κρυφά στο θερινό κινηματογράφο, που λειτουργούσε τότε στην πλατεία της Γλυφάδας όπου έμενα. Δυο χρόνια αργότερα, στην Αθήνα πλέον, οι συμμαθητές μου στο Λύκειο Τυχοπούλου και συγκεκριμένα ο Μάκης Μάτσας της εταιρείας Μίνως, αν θυμάμαι καλά, αποφάσισαν να «εκδώσουμε» ένα σχολικό (χειρόγραφο) περιοδικό κι όταν ρώτησαν εμένα , «εσύ τι θα γράψεις» απάντησα, έτσι στα κουτουρού, «εγώ θα γράψω ένα μυθιστόρημα». Κι άρχισα να το γράφω, αλλά όταν παρέδωσα τα πρώτα χειρόγραφα με κατηγόρησαν ότι το είχα αντιγράψει από κάποιο βιβλίο. Εγώ, που ήξερα ότι δεν το είχα αντιγράψει, δεν προσπάθησα να αποδείξω την αθωότητά μου, αλλά στρώθηκα στο γράψιμο με τα γνωστά αποτελέσματα…
Ξεκινήσατε να εργάζεστε επαγγελματικά από πολύ νέος; Μπορείτε να μας αφηγηθείτε τα πρώτα σας βήματα και το κλίμα που υπήρχε εκείνη την εποχή;
Η εποχή δεν ήταν εύκολη. Το παιδί ήταν παιδί, τότε. Ωστόσο, κατάφερα να πουλήσω το πρώτο μου 15-σέλιδο διήγημα στα 14, στον τότε μικροεκδότη Δ. Χανό κι επειδή ήμουν παιδί ακόμα και φορούσα πανταλόνι γκολφ (όπως το λέγαμε τότε), ανέλαβε να με εκπροσωπήσει και να εισπράξει την αμοιβή μου μια φίλη μου, τρία χρόνια μεγαλύτερη, πιστό αντίγραφο του τότε sex symbol της Ιταλίας Sylvana Mangano (της Monica Belucci της εποχής εκείνης), που έδειχνε μεγαλύτερη, με τη δικαιολογία ότι ήμουν άρρωστος. Εισέπραξε μεν την αμοιβή μου, αλλά τα έφτιαξε με τον εκδότη κι έχασα μια φίλη που δεν την έβλεπα μόνο σαν φίλη.
Στα 16 μου άρχισα να γράφω κάθε δεύτερη εβδομάδα το «αστυνομικό» διήγημα της εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ, μέχρις ότου με «απέλυσε» ο αργότερα μεγάλος εφημεριδάνθρωπος Αλέκος Φιλιππόπουλος, με τη συμβουλή να πάω να τελειώσω το γυμνάσιο (σοφή απόλυση) και να επανέλθω. Είπαμε, ήμουν παιδί ακόμα και την εποχή εκείνη το παιδί το έβλεπαν όλοι σαν παιδί. Δεν συνδικαλιζόταν, δεν έκανε καταλήψεις, δεν αυθαδίαζε κλπ. Το 1954, όμως, ασυγκράτητος, πήγα στον μόλις εκδοθέντα «Ταχυδρόμο», το πρώτο ελληνικό tabloid από τον ΔΟΛ, ζήτησα δουλειά από τον αρχισυντάκτη του Απόστολο Μαγγανάρη, εκδότη της «Μάσκας» που είχε κλείσει αρκετά χρόνια πριν, κι εκείνος, βλέποντας το πάθος μου για το είδος και τις γνώσεις μου περί αυτού, αποφάσισε την επανέκδοση της «Μάσκας», όπου έγινα ο βασικός συνεργάτης μέχρις ότου «φάγαμε τα μουστάκια μας», που λέει η σοφή λαϊκή ρήση και αποχώρησα και έμεινα άνεργος μέχρι το 1958, οπότε εκδόθηκε ξανά το «Μυστήριο», το αντίπαλο δέος της «Μάσκας». Βασικός συνεργάτης πάλι, έγραψα, μετέφρασα, παραποίησα και μεταποίησα εκατοντάδες μυθιστορήματα και διηγήματα προκειμένου να καλύψω 12.000 σελίδες στα πέντε χρόνια που έμεινα κοντά τους (300 τεύχη Χ 40 σελίδες σε κάθε τεύχος). Δηλαδή, μέχρι το 1963 που μου ζητήθηκε να αναλάβω Διευθυντής Συντάξεως στη νέα έκδοση της «Μάσκας» – θέση που διατήρησα 11 χρόνια, μέχρι το οριστικό της κλείσιμο, καλύπτοντας άλλες 10.000 τουλάχιστον σελίδες, επειδή δεν προλάβαινα να τα γράφω όλα εγώ, δεδομένου ότι έγραφα και σε άλλα περιοδικά της εποχής (ΦΑΝΤΑΣΙΑ, ΕΛΛΗΝΙΔΑ, ΠΡΩΤΟ κλπ).
Είστε ένα πρόσωπο θρυλικό συνδεδεμένο με το πιο διάσημο ελληνικό κόμικ τη «Μάσκα». Γιατί πιστεύετε αυτό το συγκεκριμένο περιοδικό και οι ιστορίες του είχαν τόσο μεγάλη επιτυχία;«Όταν άρχισα να γράφω στη «Μάσκα», ο γυμνασιάρχης μού είχε κόψει την… καλημέρα!»
Η «Μάσκα» δεν ήταν κόμικ. Ήταν πιστό αντίγραφο των αμερικάνικων pulp magazines που ανέδειξαν το crime fiction (μυθοπλασία του εγκλήματος) , που κακώς εδώ βαπτίστηκε «αστυνομικό» μυθιστόρημα, και τα μεγάλα ονόματα που έγραψαν αριστουργήματα. Ήταν σκέτο κείμενο, με ένα μόνο σκίτσο, είτε παρμένο από το αμερικάνικο περιοδικό ή φτιαγμένο από δικό μας καλλιτέχνη (Βύρωνα Απτόσογλου, Δημήτρη Αντωνόπουλο). Η δε επιτυχία της οφειλόταν στο γεγονός ότι ήταν το πρώτο life style περιοδικό, ότι περιείχε καλογραμμένα (καλομεταφρασμένα, τα περισσότερα) διηγήματα, σε κινηματογραφική γραφή, χωρίς φιοριτούρες και στο γεγονός ότι ήταν… απαγορευμένο. Για κάποιο λόγο είχε κηρυχτεί «εκτός νόμου», μολονότι δίδασκε την επιβολή του νόμου σε σημείο που, ενώ πήγαινα ακόμα στο γυμνάσιο όταν άρχισα να γράφω στη «Μάσκα», ο γυμνασιάρχης μου είχε κόψει την… καλημέρα! Και το οξύμωρο ήταν ότι το διάβαζαν ακόμα και επιτελείς της αστυνομίας, όπως έδειξε μια έρευνα που διεξήγαμε τότε (1956), ακριβώς για να εντοπίσουμε το λόγο αυτής της δημοφιλίας.
Πιστεύετε ότι στην Ελλάδα έχουμε καλό αστυνομικό μυθιστόρημα γραμμένο από Έλληνες και αν όχι τι είναι αυτό που λείπει;
Αποφεύγω να διαβάζω ελληνικά μυθιστορήματα τέτοιου είδους, επειδή είμαι «δύσκολος» πελάτης κι επειδή δεν θέλω να γίνω πιο «κακός» απ΄ ότι έχω γίνει με τις πολλές συνεντεύξεις που έχω δώσει κατά καιρούς πάνω στο θέμα. Όταν έχεις μεταφράσει βιβλία όλων των «γιγάντων» του είδους κι έχεις μάθει την τεχνική, ώστε να δέχονται να εκδίδουν τα δικά σου βιβλία στο εξωτερικό, γίνεσαι πολύ αναλυτικός και πολύ επικριτικός.
Ακούμε σήμερα συχνά να μιλούν για το νέο αστυνομικό μυθιστόρημα. Παρακολουθείτε ξένους συγγραφείς; Έχετε εντοπίσει κάτι ενδιαφέρον;
Δεν υπάρχει «νέο» αστυνομικό μυθιστόρημα. Σε όλα τα καθαρόαιμα αστυνομικά μυθιστορήματα διαπράττεται ένα έγκλημα, η αστυνομία αναλαμβάνει να το ερευνήσει, συγκεντρώνει στοιχεία, τα επεξεργάζεται, κάνει ανακρίσεις, παρακολουθεί πρόσωπα και φτάνει στον δράστη. Έχει ανακαλυφθεί κάτι «νέο» και δεν το ξέρω; Απλώς, υπάρχουν λογιών-λογιών μυθιστορήματα, χαρακτηρισμένα από τον τρόπο που τα γράφει ο δημιουργός τους. Και όλα τα «αστυνομικά» μυθιστορήματα δεν είναι αστυνομικά. Εμείς τα βάλαμε όλα σ΄ ένα τσουβάλι, επειδή έτσι μας βόλευε και ξεχάσαμε ότι οι άνθρωποι που επινόησαν το crime fiction το χώρισαν σε πολλές κατηγορίες – mysteries, crime stories, thrillers, detective stories, capers, police procedurals. Και πάντοτε αναφέρω το παράδειγμα της Aγκάθα Κρίστι, της «βασίλισσας» του αστυνομικού μυθιστορήματος, όπως την αποκαλούν, που δεν έγραψε ποτέ της καθαρόαιμο «αστυνομικό» μυθιστόρημα, αλλά μόνο «ιστορίες μυστηρίου» και “detective stories”, δεδομένου ότι ο ήρωάς της, ο περιβόητος Ηρακλής Πουαρό, ήταν ιδιωτικός ντετέκτιβ και αναλάμβανε υποθέσεις επί πληρωμή, όπως οι Αμερικάνοι συνάδελφοί του
Κατά τη γνώμη σας ποια είναι τα συστατικά μιας επιτυχημένης αστυνομικής ιστορίας;
Πρώτα-πρώτα, η ιστορία αυτή καθ΄ εαυτή. Αν το ανέκδοτο που ακούγεται σε μια παρέα δεν είναι καλό, γελάει κανείς; Μετά, ο τρόπος που την αφηγείται ο συγγραφέας της και η δομή που της δίνει. Το πρώτο συστατικό εξαρτάται από το πόσο καλός «παραμυθάς» είναι ο συγγραφέας. Το δεύτερο εξαρτάται από το ταλέντο του συγγραφέα να αφηγείται ιστορίες και από το προσωπικό του ύφος – ένα στοιχείο, αυτό το τελευταίο, που έκανε τους Αμερικάνους να απορρίψουν το πρώτο μου μυθιστόρημα στα αγγλικά (ήμουν 19 ετών τότε), μολονότι τους άρεσε η ιστορία, επειδή το ύφος μου θύμιζε Mickey Spillane. Το τρίτο και πιο δύσκολο, η δομή – κάτι που ισχύει ακόμα και για τα κτήρια! Δηλαδή, αν ένα κτήριο δεν είναι δομημένο σωστά – πέφτει!
Θα θέλατε να μου πείτε γιατί οι αστυνομικές ιστορίες και οι ιστορίες μυστηρίου βρίσκονται στην κορυφή της δημοφιλίας του αναγνωστικού κοινού;
Κακά τα ψέματα, το καθαρόαιμο «αστυνομικό μυθιστόρημα (police procedural) και οι ιστορίες μυστηρίου, ιδιαίτερα τα καλογραμμένα μυθιστορήματα με βάση τους κανόνες που διέπουν τα υπο-είδη, είναι αναγνώσματα ικανά να κρατήσουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ακόμα και να τον κάνουν να νιώσει αγωνία και οπωσδήποτε, ανταγωνισμό με τον συγγραφέα, προκειμένου να μαντέψει ποιος είναι ο ένοχος πριν τελειώσει – δεδομένου ότι ο δράστης παραμένει άγνωστος μέχρι το τελευταίο κεφάλαιο. Το thriller κάνει αυτό που λέει η ίδια η λέξη, σε συναρπάζει με την πλοκή του δεδομένου ότι εδώ δεν έχεις δράστη που παραμένει άγνωστος μέχρι το τέλος, αλλά περιμένεις να δεις πού θα καταλήξει η ιστορία. Το detective story, από την άλλη, συνδυάζει έγκλημα, έρευνα που την πληρώνει κάποιος πελάτης, μπόλικο χιούμορ στον διάλογο, δράση και συνήθως δυναμικό φινάλε και απαιτεί μια κάποια ιδιαίτερη δεξιοτεχνία, προκειμένου να κρατήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη από την πρώτη σελίδα μέχρι την τελευταία.
Γράψατε πρόσφατα το Pulp Fiction. Μας ξεναγείτε στον κόσμο αυτού του βιβλίου;
Το Pulp Fiction, που ο αρχικός του τίτλος ήταν «Και εγένετο… ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ!», εξηγεί με οικονομική, πάντοτε κινηματογραφική γραφή, χωρίς φιοριτούρες, πώς γεννήθηκε αυτό το είδος και πώς αναπτύχθηκε, τι ακριβώς είναι το κάθε υπο-είδος και πώς τελειοποιήθηκε από μερικούς σκαπανείς που έβαλαν τις βάσεις στα διάφορα τα υπο-είδη που προανέφερα, ποια περιοδικά (pulp magazines) το ανέδειξαν και, φυσικά, ανάμεσα σε πολλά άλλα και ενδιαφέροντα, ποιες ήσαν οι «χρυσές πένες» που τα έκαναν όλα αυτά – πένες που είναι εντελώς άγνωστες στις νεώτερες γενιές που πιστεύουν ότι το Α και το Ω του είδους επινοήθηκε από τους Σκανδιναβούς και ότι είναι «νέο». Τους πληροφορώ ότι είναι τόσο νέο, όσο ο υποφαινόμενος, που έκλεισε αισίως τα 81 και συνεχίζει με το παλιό που είναι και θα είναι πάντοτε νέο, ιδιαίτερα για όσους δεν είχαν την τύχη να διαβάσουν «Μάσκα», αρκεί να ξέρεις πώς γράφεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου