«Τριάντα εννέα Χαϊκού» του Kobayashi Issa
μεταγραφή: Γιώργος Μπλάνας
Πηγή: diastixo.gr
Μια πεταλούδα στον κήπο. Το παιδάκι μπουσουλάει, εκείνη πετάει. Μπουσουλάει-πετάει…*
Νύχτα. Φεγγάρι. Τα σαλιγκάρια τραγουδούν στο τσουκάλι.
*
Στο φρέσκο χορτάρι αφήνει η μοντέρνα γυναίκα τον τύπο των γλουτών της.
*
Ανάμεσα στα κόκκινα άνθη της δαμασκηνιάς
στεγνώνει η γάτα η βρεγμένη.
*
Μια ζωή την έχουμε. Χλωρά καλάμια, παρακαλώ, στο νεκροκρέβατό μου.
*
Άνθισαν οι κερασιές. Κάτι πεθαίνει. Ετοιμαστείτε.
*
Φυσάει. Μας έπνιξε στη σκόνη ο θάνατος.
*
Μυρίζονται, μυρίζουν, οι ερωτευμένες γάτες.
*
Βρέχει άνοιξη στην πόρτα της αγάπης μου.
*
Όταν ερωτεύονται τα νιάτα, βρέχει στα ψηλά βουνά.
*
Κι η αγριόγατα στον έρωτα γατούλα είναι.
*
Βρόμικος, κοντός, σκονισμένος ο θάμνος. Κι όμως ανθίζει.
*
Έπεσε ένα φύλλο. Έβαλε το καπέλο του το σκυλί και πάει…
*
Ούτε κι αυτός έχει όρεξη να μαζέψει το χιόνι: το σκιάχτρο.
*
Μοιάζει σαν να διαβάζει ένα βιβλίο στον ουρανό της νύχτας: βατράχι.
*
Για να βγάλει το ψωμί του το αηδόνι πέφτουν τα φύλλα.
*
Τα παιδιά που παίζουν παριστάνοντας του κορμοράνους, είναι συχνά πιο όμορφα από τους κορμοράνους.
*
Δεν ξέρω οι άνθρωποι… πάντως τα σκιάχτρα κάποτε λυγίζουν.
*
Κοιμάται, ξυπνάει, χασμουριέται
η γάτα και πάει να κάνει έρωτα.
*
Ζούμε σκαρφαλωμένοι στη σκεπή
της κόλασης για να δούμε τα λουλούδια.
*
Άνοιξη στο καλύβι μου: μια ομίχλη σαν γιγάντια φιγούρα κάποιου που κοιμάται.
*
Ο τόπος μου: ακόμα κι η ομίχλη είναι αρχαία.
*
Η ζέστη σήμερα θολώνει τα πάντα: ετούτοι οι δυο τάφοι μοιάζουν με παλιούς καλούς φίλους.
*
Στο τέλος τέλος, το νέο χορτάρι είναι… ε, ναι, λοιπόν: νέο!
*
Όταν το αηδόνι κρύβεται στο πεύκο… τραγουδάει το πεύκο!
*
Τιθασεύοντας τη σάρκα κινείται ανάμεσα στ’ αγκάθια… το βατράχι.
*
Το γέρικο σκυλί κοιτάζει σαν ν' ακούει τα σκουλήκια να τραγουδούν βαθιά στη γη.
*
Ο κόσμος: να βαράς μύγες σ’ ένα μικρό χέρσο χωράφι.
*
Ξημερώνει. Οι άνθρωποι φορούν τα πρόσωπά τους.
*
Όσο πετούν μπεκάτσες, οι άνθρωποι θα πεθαίνουν.
*
Το ίδιο σκοτάδι φορούν οι άνθρωποι, όταν πέφτουν τα φύλλα στα βουνά.
*
Όπου γυρίσω να κοιτάξω: βιολέτες. Τι μοναξιά κι αυτή!
*
Από πού έρχονται τα ουράνια τόξα;
*
Πώς άνθισαν έτσι τα λιβάδια; Κάτι κάνει εκεί κάτω ο νεκρός πατέρας μου.
*
Στο κεφάλι του αρχιερέα κάνουν έρωτα οι μύγες.
*
Πεθαίνουμε ένας ένας. Σε λίγο αρχίζει η γιορτή των καντηλιών.
*
Κάθε Πρωτοχρονιά, ξαναγίνομαι παιδί. Κάτι είναι κι αυτό!
*
Δύο πρώτου: γεράσανε κιόλας τα χέρια μου.
*
Ω θεέ της νέας χρονιάς, βοήθησέ μας
ν’ αντέξουμε κι ετούτη τη χρονιά!
Ο ποιητής και βουδιστής ιερέας Kobayashi Issa,
ένας από τους τέσσερις κορυφαίους του ιαπωνικού χαϊκού, γεννήθηκε στις
15 Ιουνίου του 1763, στο χωριό Kashiwabara –σήμερα τμήμα της πόλης
Shinano-machi, της κεντρικής Ιαπωνίας– και έχασε τη μητέρα του σε ηλικία
τριών ετών· ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε, γεγονός που τον έκανε παιδί
μοναχικό και αλλοπρόσαλλο. Δε γνωρίζουμε πού και πώς έμαθε γράμματα.
Ούτε πώς έγινε ιερέας. Από τα δεκατέσσερα μέχρι τα τριάντα οχτώ του
χρόνια περιηγήθηκε την Ιαπωνία. Παντρεύτηκε δύο φορές και έχασε τρία
παιδιά και την πρώτη του σύζυγο. Έγραψε περί τα 20.000 χαϊκού. Η ποίησή
του είναι σταθερά προσηλωμένη στην ανθρώπινη τραγωδία. Η ανθρώπινη
ύπαρξη σχετίζεται με τη φύση ειρωνικά. Το μέγεθος του ανθρώπινου
παραλογισμού φαίνεται από τη σύγκριση των πράξεών του με τις φυσικές
διαδικασίες.
Ο Κομπαγιάσι Ίσα πέθανε στις 19 Νοεμβρίου 1827, στο σπίτι όπου γεννήθηκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου