1. H «ολλανδική ασθένεια»
Η
«ολλανδική ασθένεια» έχει οδηγήσει την Ελλάδα στα μνημόνια, από τα
οποία δύσκολα θα βγει, αν όλοι δεν καταλάβουμε τι πραγματικά συμβαίνει.
Στο επίπεδο αυτό, όμως, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα αντιλήψεως της
πραγματικότητας.
Του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
naftemporiki.gr/2017
Βρισκόμαστε στο 1977 και μία παράξενη ασθένεια πλήττει μία οικονομία, αυτήν του βασιλείου της Ολλανδίας, που τότε ήταν από τις πιο ανθηρές παγκοσμίως. Κάποιοι δεν καταλαβαίνουν απολύτως τίποτε. Και όμως, η ολλανδική οικονομία ήταν ασθενής. Γιατί όμως;
Όλα άρχισαν το 1959 όταν, υπό τη φλαμανδική ζητωκραυγή «hiep, hiep, hiep, hoera» (που δεν μεταφράζεται), οι Ολλανδοί υποδέχθηκαν την ανακάλυψη κοιτασμάτων αερίου στην όμορφη επαρχία του Γκρόνινγκ και πέρα από αυτήν στη Βόρεια Θάλασσα. Υπό συνθήκες ευφορίας, τότε, οι μάλλον εύποροι κάτοικοι της Αυτού Μεγαλειότητος πίστεψαν ότι θα γίνουν πάμπλουτοι, εξάγοντας τον «μπλε χρυσό» τους. Εκ πρώτης όψεως, δεν είχαν άδικο.
Λίγα χρόνια αργότερα, στη χώρα που είναι επίπεδη και βρίσκεται μάλλον υπό τη θάλασσα, τα φιορίνια άρχισαν να ρέουν άφθονα προκαλώντας μια σειρά από φαινόμενα που κανείς δεν είχε προβλέψει.Οι Ολλανδοί δεν φημίζονται για την απλοχεριά τους, ούτε βεβαίως για τον άκρατο καταναλωτισμό τους. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, όμως, η χώρα με τις τουλίπες, αντί να χαμογελά, σε πολλές περιπτώσεις θύμιζε τον πότη που έχει κάνει κατάχρηση του ολλανδικού εθνικού ποτού, του geniever -κάτι μεταξύ βότκας και τσίπουρου.
Τι είχε συμβεί; Η ανεργία, που στις αρχές του 1970 ήταν σχεδόν μηδενική (1,1%), το 1977 έφθανε το 5,2% και η πορεία της ήταν ανοδική. Έτσι, σε ένα πολύκροτο τότε άρθρο του, το βρετανικό περιοδικό The Economist ανέλυε την παράδοξη ασθένεια από την οποία υπέφερε η Ολλανδία και καθιέρωνε τη φράση «Dutch disease», την οποία στην Ελλάδα έφερε πρώτος ο καθηγητής Γιάννης Σπράος είκοσι χρόνια μετά, αλλά αυτά που έλεγε πήγαιναν σε αφτιά μη ακουόντων.
Στην Ελλάδα της εποχής εισέρρεε άφθονο κοινοτικό και δανεικό χρήμα και κανείς δεν έδινε σημασία στις παρενέργειες. Από το 1977 και μετά, ωστόσο, η έκφραση «ολλανδική ασθένεια» χρησιμοποιείται για να περιγράψει συμπτώματα που πάντα πλήττουν χώρες οι οποίες, για να πλουτίσουν εύκολα και γρήγορα, εξαντλούν ένα φυσικό κεφάλαιο που τους έκανε δώρο η φύση, χωρίς να λογαριάζουν τις πιθανές συνέπειες.
Πρόκειται για ένα είδος προσοδοθηρίας που κάποιοι σήμερα την αποκαλούν «κατάρα των πρώτων υλών».
Η αιτιολογία είναι απλή. Όσο μία χώρα κάνει εξαγωγές, τόσο το νόμισμά της ανατιμάται - διότι οι ξένοι πελάτες της εν λόγω χώρας για να πληρώσουν τα τιμολόγιά τους πρέπει να βρουν το συνάλλαγμα της χώρας-πωλητή. Τότε οι συναλλαγές σε φυσικό αέριο γίνονταν σε φιορίνια.
Όταν όμως υπάρχει υψηλή ζήτηση εθνικού νομίσματος η ισοτιμία του ανεβαίνει, πράγμα που συνέβαινε με το φιορίνι τη δεκαετία του 1970. Το γεγονός αυτό, ωστόσο, κάθε άλλο παρά ευνοϊκό ήταν για την ολλανδική βιομηχανία, η οποία έβλεπε τις εξαγωγές της να πέφτουν.
Από την άλλη πλευρά, ο πλούτος που έμπαινε στη χώρα οδηγούσε σε όλο και περισσότερες εισαγωγές, τις οποίες το ισχυρό εθνικό νόμισμα έκανε και φθηνότερες. Έτσι, την ώρα που η Philips, για παράδειγμα, έδινε μάχες για να πουλήσει τηλεοράσεις εκτός Ολλανδίας, οι Ολλανδοί είχαν κάθε λόγο να αγοράζουν τις φθηνότερες συσκευασίες της Telefunken ή της Thomson.
Την ίδια στιγμή, η άνοδος των μισθών σε έναν τομέα που αναπτυσσόταν, υποχρέωνε τους άλλους τομείς της βιομηχανίας να ακολουθούν την ίδια μισθολογική πολιτική, τροφοδοτώντας έτσι έναν πληθωρισμό που ντόπαραν οι εισαγωγές καταναλωτικών αγαθών.
Ευτυχώς για την Ολλανδία το πολιτικό σύστημα της χώρας, που είναι σοβαρό και υπεύθυνο, κατάλαβε γρήγορα σε ποιον ολισθηρό δρόμο βρισκόταν η οικονομία και αντέδρασε εγκαίρως με τον σωστό τρόπο.
Όμως, η επιδημία της «ολλανδικής ασθένειας» δεν έχει σταματήσει. Χώρες όπως η Αλγερία, η Σαουδική Αραβία, η Βενεζουέλα και η Ρωσία πλήττονται από αυτήν, αλλά δεν κάνουν τίποτε για να τη σταματήσουν.
Ο λόγος είναι απλός. Για να καταπολεμηθεί η «ολλανδική ασθένεια» ή να αντιμετωπιστεί προληπτικά, όπως έγινε στη Νορβηγία, πρέπει από πολιτικής πλευράς το καθεστώς μίας χώρας να είναι πέρα για πέρα δημοκρατικό και να έχει πίσω του μία εξίσου δημοκρατική δημόσια διοίκηση.
Η Νορβηγία κατάφερε να αποφύγει την «ολλανδική ασθένεια», πρώτον, γιατί έθεσε υπό έλεγχο τις δημόσιες δαπάνες της και, δεύτερον, γιατί δημιούργησε επενδυτικά ταμεία που με τον πόρο του πετρελαίου χρηματοδοτούν σχέδια για τις γενιές του αύριο.
Όσο για την Ελλάδα, η «ολλανδική ασθένεια» την έχει οδηγήσει στα μνημόνια, από τα οποία δύσκολα θα βγει, αν όλοι δεν καταλάβουμε τι πραγματικά συμβαίνει. Στο επίπεδο αυτό, όμως, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα αντιλήψεως της πραγματικότητας.
_____________________
To Χρόνινγκεν, μια πόλη περίπου 200 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του Αμστερνταμ αντιμετωπίζει εδώ και δεκαετίες καταστροφικές σεισμικές δονήσεις λόγω της άντλησης φυσικού αερίου από το γιγαντιαίο κοίτασμα που βρίσκεται στο υπέδαφός του.
Υστερα από χρόνια κινητοποιήσεων, η εταιρεία φυσικού αερίου ΝΑΜ (κονσόρτσιουμ της Shell και της ExxonMobil) αναγκάστηκε να πληρώσει εκατομμύρια δολάρια σε αποζημιώσεις, ενώ η κυβέρνηση υποσχέθηκε να σταματήσει την εκμετάλλευση του κοιτάσματος τα επόμενα χρόνια.
Η «κατάρα του Χρόνινγκεν» όμως δεν ξεκίνησε με τους σεισμούς. Η ανακάλυψη του φυσικού αερίου το 1959 λίγο έλειψε να προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά στην εθνική οικονομία, αποδεικνύοντας ότι το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο δεν αποτελούν πάντα ευλογία για μια χώρα. Οπως μου εξηγούσε την περασμένη εβδομάδα ο Ρικ βαν ντερ Πλόεγκ, Ολλανδός καθηγητής Οικονομικών και πρώην υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση των εργατικών, «οι τεράστιες εξαγωγές φυσικού αερίου σήμαιναν και μεγάλη ζήτηση για το εθνικό νόμισμα της Ολλανδίας, γεγονός το οποίο πίεσε ανοδικά την τιμή του.
Το αποτέλεσμα ήταν η υπόλοιπη βιομηχανία στην Ολλανδία να γίνει λιγότερο ανταγωνιστική, καθώς ήταν πλέον πολύ πιο δύσκολο να εξαγάγεις προϊόντα στο εξωτερικό».
Σύμφωνα με τον Βαν ντερ Πλόεγκ, «παρά το γεγονός ότι ήμασταν πλούσιοι από πλευράς φυσικού αερίου, η βιομηχανία μας υπέφερε δημιουργώντας ανεργία». Το συγκεκριμένο φαινόμενο ονομάστηκε Ολλανδική Ασθένεια και είναι μία μόνο από τις αρνητικές συνέπειες που μπορεί να επιφέρει η αιφνίδια ανακάλυψη πλουτοπαραγωγικών πηγών σε μια οικονομία.
«Αρκετές χώρες που ανακάλυψαν πετρέλαιο», μου εξηγεί ο οικονομολόγος που θεωρείται αυθεντία στη λεγόμενη Ολλανδική Ασθένεια, «κατέληξαν με πολύ χειρότερες οικονομικές αποδόσεις αλλά και πολύ μεγαλύτερη ανισότητα και φτώχεια από ό,τι είχαν πριν ανακαλύψουν το πετρέλαιο ή το φυσικό αέριο».
Προφανώς υπάρχουν και περιπτώσεις όπου η ανακάλυψη φυσικών πόρων ήταν ευλογία. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτέλεσε η Νορβηγία, η οποία τοποθέτησε τα έσοδα του πετρελαίου σε ένα ταμείο κρατικών επενδύσεων το οποίο δραστηριοποιείται στο εξωτερικό και το οποίο θα αποτελέσει το δίχτυ ασφαλείας για τις επόμενες γενιές, όταν θα εξαντληθούν τα αποθέματα ή όταν οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου καταστήσουν την άντληση μη κερδοφόρα.
Οπως μου εξηγεί όμως ο Ολλανδός πρώην υπουργός, σε χώρες που έχουν προβληματικά Συντάγματα και ασθενές κράτος δικαίου το αποτέλεσμα είναι να γιγαντωθεί η διαφθορά. «Τα καλύτερα μυαλά της χώρας δεν σκέφτονται πώς να μεγαλώσουν την πίτα, αλλά πώς να πάρουν το μεγαλύτερο κομμάτι».
Οταν όμως του έθεσα το ερώτημα εάν η Ελλάδα και η Κύπρος κινδυνεύουν να «κολλήσουν» την Ολλανδική Ασθένεια, σε περίπτωση που επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις για την ύπαρξη κοιτασμάτων φυσικού αερίου στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, έλαβα μια απρόσμενη απάντηση:
Η Ελλάδα, μου είπε, γνώρισε ήδη μια μορφή της Ολλανδικής Ασθένειας στα πρώτα χρόνια της ευρωζώνης όταν σημειωνόταν μεγάλη ροή κεφαλαίων από χώρες με πλεονάσματα, όπως η Ολλανδία και η Γερμανία, σε χώρες με ελλείμματα, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία. Το φαινόμενο αυτό, μου εξήγησε, αποτελεί εξίσου μεγάλη ευθύνη της Γερμανίας και όχι μόνο της Ελλάδας, η οποία έχοντας ενταχθεί στην ευρωζώνη έδινε μια μάχη χωρίς τα νομισματικά της όπλα, δηλαδή «με το ένα χέρι δεμένο στην πλάτη».
«Οπως συνέβη και με την Ολλανδική Ασθένεια», αναφέρει ο Ρικ βαν ντερ Πλόεγκ, «η αληθινή ισοτιμία των νομισμάτων αυτών των χωρών επιδεινώθηκε. Οι οικονομίες έγιναν λιγότερο ανταγωνιστικές και παρήγαγαν τεράστια επίπεδα ανεργίας».
Σήμερα η Ολλανδική Ασθένεια, αλλά και αρκετές ακόμη σχετικές «παθήσεις» ίσως χτυπήσουν και πάλι την πόρτα της ελληνικής αλλά και της κυπριακής οικονομίας εάν επιβεβαιωθούν οι πληροφορίες για τη δυνατότητα κερδοφόρας εξόρυξης φυσικού αερίου στη Μεσόγειο. «Σε αυτή την περίπτωση», υποστηρίζει ο συνομιλητής μου, «η Ελλάδα ίσως δει και πάλι ξένο χρήμα να μπαίνει στη χώρα. Και το ερώτημα είναι τι θα το κάνει. Αν το σπαταλήσει θα έρθει η καταστροφή. Η λύση όμως δεν είναι να το τοποθετήσει σε ένα ταμείο (όπως η Νορβηγία), αλλά να το επενδύσει στην ελληνική οικονομία και σε ιδιωτικά πρότζεκτ που θα αντιμετωπίσουν την ανεργία, κυρίως για τους νέους».
Η ιστορία, όμως, φαίνεται πως έχει όχι έναν αλλά δύο δράκους. Ο πρώτος είναι τα φαινόμενα διαφθοράς που πάντα γιγαντώνονται σε χώρες με προβληματικό κράτος δικαίου. Και ο δεύτερος είναι το κατά πόσο τα έσοδα θα μείνουν στη χώρα ή θα φύγουν για την αποπληρωμή του χρέους.
«Θα είναι τραγικό, αν υπάρξουν έσοδα, να μη χρησιμοποιηθούν για την ανοικοδόμηση της οικονομίας και να πάνε στους δανειστές», υποστηρίζει ο διεθνούς φήμης οικονομολόγος, συμπληρώνοντας ότι «η συμφωνία που αποδέχθηκε η Ελλάδα από το ΔΝΤ και την Ε.Ε. σημαίνει ότι η χώρα δεν θα μπορέσει να αποπληρώσει το χρέος ούτε στον αιώνα τον άπαντα».
naftemporiki.gr/2017
Βρισκόμαστε στο 1977 και μία παράξενη ασθένεια πλήττει μία οικονομία, αυτήν του βασιλείου της Ολλανδίας, που τότε ήταν από τις πιο ανθηρές παγκοσμίως. Κάποιοι δεν καταλαβαίνουν απολύτως τίποτε. Και όμως, η ολλανδική οικονομία ήταν ασθενής. Γιατί όμως;
Όλα άρχισαν το 1959 όταν, υπό τη φλαμανδική ζητωκραυγή «hiep, hiep, hiep, hoera» (που δεν μεταφράζεται), οι Ολλανδοί υποδέχθηκαν την ανακάλυψη κοιτασμάτων αερίου στην όμορφη επαρχία του Γκρόνινγκ και πέρα από αυτήν στη Βόρεια Θάλασσα. Υπό συνθήκες ευφορίας, τότε, οι μάλλον εύποροι κάτοικοι της Αυτού Μεγαλειότητος πίστεψαν ότι θα γίνουν πάμπλουτοι, εξάγοντας τον «μπλε χρυσό» τους. Εκ πρώτης όψεως, δεν είχαν άδικο.
Λίγα χρόνια αργότερα, στη χώρα που είναι επίπεδη και βρίσκεται μάλλον υπό τη θάλασσα, τα φιορίνια άρχισαν να ρέουν άφθονα προκαλώντας μια σειρά από φαινόμενα που κανείς δεν είχε προβλέψει.Οι Ολλανδοί δεν φημίζονται για την απλοχεριά τους, ούτε βεβαίως για τον άκρατο καταναλωτισμό τους. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, όμως, η χώρα με τις τουλίπες, αντί να χαμογελά, σε πολλές περιπτώσεις θύμιζε τον πότη που έχει κάνει κατάχρηση του ολλανδικού εθνικού ποτού, του geniever -κάτι μεταξύ βότκας και τσίπουρου.
Τι είχε συμβεί; Η ανεργία, που στις αρχές του 1970 ήταν σχεδόν μηδενική (1,1%), το 1977 έφθανε το 5,2% και η πορεία της ήταν ανοδική. Έτσι, σε ένα πολύκροτο τότε άρθρο του, το βρετανικό περιοδικό The Economist ανέλυε την παράδοξη ασθένεια από την οποία υπέφερε η Ολλανδία και καθιέρωνε τη φράση «Dutch disease», την οποία στην Ελλάδα έφερε πρώτος ο καθηγητής Γιάννης Σπράος είκοσι χρόνια μετά, αλλά αυτά που έλεγε πήγαιναν σε αφτιά μη ακουόντων.
Στην Ελλάδα της εποχής εισέρρεε άφθονο κοινοτικό και δανεικό χρήμα και κανείς δεν έδινε σημασία στις παρενέργειες. Από το 1977 και μετά, ωστόσο, η έκφραση «ολλανδική ασθένεια» χρησιμοποιείται για να περιγράψει συμπτώματα που πάντα πλήττουν χώρες οι οποίες, για να πλουτίσουν εύκολα και γρήγορα, εξαντλούν ένα φυσικό κεφάλαιο που τους έκανε δώρο η φύση, χωρίς να λογαριάζουν τις πιθανές συνέπειες.
Πρόκειται για ένα είδος προσοδοθηρίας που κάποιοι σήμερα την αποκαλούν «κατάρα των πρώτων υλών».
Η αιτιολογία είναι απλή. Όσο μία χώρα κάνει εξαγωγές, τόσο το νόμισμά της ανατιμάται - διότι οι ξένοι πελάτες της εν λόγω χώρας για να πληρώσουν τα τιμολόγιά τους πρέπει να βρουν το συνάλλαγμα της χώρας-πωλητή. Τότε οι συναλλαγές σε φυσικό αέριο γίνονταν σε φιορίνια.
Όταν όμως υπάρχει υψηλή ζήτηση εθνικού νομίσματος η ισοτιμία του ανεβαίνει, πράγμα που συνέβαινε με το φιορίνι τη δεκαετία του 1970. Το γεγονός αυτό, ωστόσο, κάθε άλλο παρά ευνοϊκό ήταν για την ολλανδική βιομηχανία, η οποία έβλεπε τις εξαγωγές της να πέφτουν.
Από την άλλη πλευρά, ο πλούτος που έμπαινε στη χώρα οδηγούσε σε όλο και περισσότερες εισαγωγές, τις οποίες το ισχυρό εθνικό νόμισμα έκανε και φθηνότερες. Έτσι, την ώρα που η Philips, για παράδειγμα, έδινε μάχες για να πουλήσει τηλεοράσεις εκτός Ολλανδίας, οι Ολλανδοί είχαν κάθε λόγο να αγοράζουν τις φθηνότερες συσκευασίες της Telefunken ή της Thomson.
Την ίδια στιγμή, η άνοδος των μισθών σε έναν τομέα που αναπτυσσόταν, υποχρέωνε τους άλλους τομείς της βιομηχανίας να ακολουθούν την ίδια μισθολογική πολιτική, τροφοδοτώντας έτσι έναν πληθωρισμό που ντόπαραν οι εισαγωγές καταναλωτικών αγαθών.
Ευτυχώς για την Ολλανδία το πολιτικό σύστημα της χώρας, που είναι σοβαρό και υπεύθυνο, κατάλαβε γρήγορα σε ποιον ολισθηρό δρόμο βρισκόταν η οικονομία και αντέδρασε εγκαίρως με τον σωστό τρόπο.
Όμως, η επιδημία της «ολλανδικής ασθένειας» δεν έχει σταματήσει. Χώρες όπως η Αλγερία, η Σαουδική Αραβία, η Βενεζουέλα και η Ρωσία πλήττονται από αυτήν, αλλά δεν κάνουν τίποτε για να τη σταματήσουν.
Ο λόγος είναι απλός. Για να καταπολεμηθεί η «ολλανδική ασθένεια» ή να αντιμετωπιστεί προληπτικά, όπως έγινε στη Νορβηγία, πρέπει από πολιτικής πλευράς το καθεστώς μίας χώρας να είναι πέρα για πέρα δημοκρατικό και να έχει πίσω του μία εξίσου δημοκρατική δημόσια διοίκηση.
Η Νορβηγία κατάφερε να αποφύγει την «ολλανδική ασθένεια», πρώτον, γιατί έθεσε υπό έλεγχο τις δημόσιες δαπάνες της και, δεύτερον, γιατί δημιούργησε επενδυτικά ταμεία που με τον πόρο του πετρελαίου χρηματοδοτούν σχέδια για τις γενιές του αύριο.
Όσο για την Ελλάδα, η «ολλανδική ασθένεια» την έχει οδηγήσει στα μνημόνια, από τα οποία δύσκολα θα βγει, αν όλοι δεν καταλάβουμε τι πραγματικά συμβαίνει. Στο επίπεδο αυτό, όμως, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα αντιλήψεως της πραγματικότητας.
_____________________
2. Η Ελλάδα «κόλλησε» την Ολλανδική Ασθένεια
Ο θεός, υποστηρίζουν ορισμένοι, έφτιαξε τον κόσμο και οι Ολλανδοί την Ολλανδία. Σε αντίθεση όμως με τον πρώτο, ο οποίος αποφάσισε κάποια στιγμή να ξεκουραστεί, οι Ολλανδοί συνέχισαν απτόητοι μέχρι τη στιγμή που συνειδητοποίησαν ότι είναι σε θέση να παράγουν ακόμη και τους δικούς τους σεισμούς.To Χρόνινγκεν, μια πόλη περίπου 200 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του Αμστερνταμ αντιμετωπίζει εδώ και δεκαετίες καταστροφικές σεισμικές δονήσεις λόγω της άντλησης φυσικού αερίου από το γιγαντιαίο κοίτασμα που βρίσκεται στο υπέδαφός του.
Υστερα από χρόνια κινητοποιήσεων, η εταιρεία φυσικού αερίου ΝΑΜ (κονσόρτσιουμ της Shell και της ExxonMobil) αναγκάστηκε να πληρώσει εκατομμύρια δολάρια σε αποζημιώσεις, ενώ η κυβέρνηση υποσχέθηκε να σταματήσει την εκμετάλλευση του κοιτάσματος τα επόμενα χρόνια.
Η «κατάρα του Χρόνινγκεν» όμως δεν ξεκίνησε με τους σεισμούς. Η ανακάλυψη του φυσικού αερίου το 1959 λίγο έλειψε να προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά στην εθνική οικονομία, αποδεικνύοντας ότι το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο δεν αποτελούν πάντα ευλογία για μια χώρα. Οπως μου εξηγούσε την περασμένη εβδομάδα ο Ρικ βαν ντερ Πλόεγκ, Ολλανδός καθηγητής Οικονομικών και πρώην υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση των εργατικών, «οι τεράστιες εξαγωγές φυσικού αερίου σήμαιναν και μεγάλη ζήτηση για το εθνικό νόμισμα της Ολλανδίας, γεγονός το οποίο πίεσε ανοδικά την τιμή του.
Το αποτέλεσμα ήταν η υπόλοιπη βιομηχανία στην Ολλανδία να γίνει λιγότερο ανταγωνιστική, καθώς ήταν πλέον πολύ πιο δύσκολο να εξαγάγεις προϊόντα στο εξωτερικό».
Σύμφωνα με τον Βαν ντερ Πλόεγκ, «παρά το γεγονός ότι ήμασταν πλούσιοι από πλευράς φυσικού αερίου, η βιομηχανία μας υπέφερε δημιουργώντας ανεργία». Το συγκεκριμένο φαινόμενο ονομάστηκε Ολλανδική Ασθένεια και είναι μία μόνο από τις αρνητικές συνέπειες που μπορεί να επιφέρει η αιφνίδια ανακάλυψη πλουτοπαραγωγικών πηγών σε μια οικονομία.
«Αρκετές χώρες που ανακάλυψαν πετρέλαιο», μου εξηγεί ο οικονομολόγος που θεωρείται αυθεντία στη λεγόμενη Ολλανδική Ασθένεια, «κατέληξαν με πολύ χειρότερες οικονομικές αποδόσεις αλλά και πολύ μεγαλύτερη ανισότητα και φτώχεια από ό,τι είχαν πριν ανακαλύψουν το πετρέλαιο ή το φυσικό αέριο».
Προφανώς υπάρχουν και περιπτώσεις όπου η ανακάλυψη φυσικών πόρων ήταν ευλογία. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτέλεσε η Νορβηγία, η οποία τοποθέτησε τα έσοδα του πετρελαίου σε ένα ταμείο κρατικών επενδύσεων το οποίο δραστηριοποιείται στο εξωτερικό και το οποίο θα αποτελέσει το δίχτυ ασφαλείας για τις επόμενες γενιές, όταν θα εξαντληθούν τα αποθέματα ή όταν οι διεθνείς τιμές του πετρελαίου καταστήσουν την άντληση μη κερδοφόρα.
Οπως μου εξηγεί όμως ο Ολλανδός πρώην υπουργός, σε χώρες που έχουν προβληματικά Συντάγματα και ασθενές κράτος δικαίου το αποτέλεσμα είναι να γιγαντωθεί η διαφθορά. «Τα καλύτερα μυαλά της χώρας δεν σκέφτονται πώς να μεγαλώσουν την πίτα, αλλά πώς να πάρουν το μεγαλύτερο κομμάτι».
Οταν όμως του έθεσα το ερώτημα εάν η Ελλάδα και η Κύπρος κινδυνεύουν να «κολλήσουν» την Ολλανδική Ασθένεια, σε περίπτωση που επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις για την ύπαρξη κοιτασμάτων φυσικού αερίου στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, έλαβα μια απρόσμενη απάντηση:
Η Ελλάδα, μου είπε, γνώρισε ήδη μια μορφή της Ολλανδικής Ασθένειας στα πρώτα χρόνια της ευρωζώνης όταν σημειωνόταν μεγάλη ροή κεφαλαίων από χώρες με πλεονάσματα, όπως η Ολλανδία και η Γερμανία, σε χώρες με ελλείμματα, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία. Το φαινόμενο αυτό, μου εξήγησε, αποτελεί εξίσου μεγάλη ευθύνη της Γερμανίας και όχι μόνο της Ελλάδας, η οποία έχοντας ενταχθεί στην ευρωζώνη έδινε μια μάχη χωρίς τα νομισματικά της όπλα, δηλαδή «με το ένα χέρι δεμένο στην πλάτη».
«Οπως συνέβη και με την Ολλανδική Ασθένεια», αναφέρει ο Ρικ βαν ντερ Πλόεγκ, «η αληθινή ισοτιμία των νομισμάτων αυτών των χωρών επιδεινώθηκε. Οι οικονομίες έγιναν λιγότερο ανταγωνιστικές και παρήγαγαν τεράστια επίπεδα ανεργίας».
Σήμερα η Ολλανδική Ασθένεια, αλλά και αρκετές ακόμη σχετικές «παθήσεις» ίσως χτυπήσουν και πάλι την πόρτα της ελληνικής αλλά και της κυπριακής οικονομίας εάν επιβεβαιωθούν οι πληροφορίες για τη δυνατότητα κερδοφόρας εξόρυξης φυσικού αερίου στη Μεσόγειο. «Σε αυτή την περίπτωση», υποστηρίζει ο συνομιλητής μου, «η Ελλάδα ίσως δει και πάλι ξένο χρήμα να μπαίνει στη χώρα. Και το ερώτημα είναι τι θα το κάνει. Αν το σπαταλήσει θα έρθει η καταστροφή. Η λύση όμως δεν είναι να το τοποθετήσει σε ένα ταμείο (όπως η Νορβηγία), αλλά να το επενδύσει στην ελληνική οικονομία και σε ιδιωτικά πρότζεκτ που θα αντιμετωπίσουν την ανεργία, κυρίως για τους νέους».
Η ιστορία, όμως, φαίνεται πως έχει όχι έναν αλλά δύο δράκους. Ο πρώτος είναι τα φαινόμενα διαφθοράς που πάντα γιγαντώνονται σε χώρες με προβληματικό κράτος δικαίου. Και ο δεύτερος είναι το κατά πόσο τα έσοδα θα μείνουν στη χώρα ή θα φύγουν για την αποπληρωμή του χρέους.
«Θα είναι τραγικό, αν υπάρξουν έσοδα, να μη χρησιμοποιηθούν για την ανοικοδόμηση της οικονομίας και να πάνε στους δανειστές», υποστηρίζει ο διεθνούς φήμης οικονομολόγος, συμπληρώνοντας ότι «η συμφωνία που αποδέχθηκε η Ελλάδα από το ΔΝΤ και την Ε.Ε. σημαίνει ότι η χώρα δεν θα μπορέσει να αποπληρώσει το χρέος ούτε στον αιώνα τον άπαντα».
Η αποστολή στην Ολλανδία εντάσσεται στο πλαίσιο του
ερευνητικού πρότζεκτ με τίτλο Make the economy scream που
χρηματοδοτείται από τους αναγνώστες του info-war. Μάθε περισσότερα στη
διεύθυνση maketheeconomyscream.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου