Μικρή ιστορία του μεγάλου θεάτρου, με αφετηρία την Ελλάδα
978-960-504-231-8
Rüdiger Schaper (Ρύντιγκερ Σάπερ)Μικρή ιστορία του μεγάλου θεάτρου
με αφετηρία την Ελλάδα
Μετάφραση: Γιάννης Καλιφατίδης
ISBN: 978-960-504-231-8, Σελ. 264
Σχήμα: 14,2x21εκ.
Τιμή! 13/11,70 Ε
Το θέατρο κλείνει 2.500 χρόνια ζωής. Όλα ξεκίνησαν στην Ελλάδα, όταν ήρθε στον κόσμο ένα ασυμβίβαστο μα και σοφό πλάσμα, που υπακούει στον δικό του χρόνο και καταλαμβάνει κεντρική θέση στην ιστορία της ανθρωπότητας. Το βιβλίο αποτελεί μια συλλογή από συναντήσεις με ορισμένες από τις μεγαλύτερες μορφές του σύγχρονου θεάτρου, όπως ο Ρόμπερτ Ουίλσον, ο Χάινερ Μύλλερ, ο Καζούο Όνο, ο Πατρίς Σερώ και ο Ντάριο Φο, καθώς και με πολλούς άλλους θεατρικούς καλλιτέχνες που άφησαν εποχή. Η θεατρική διαδρομή οδηγεί από το Βερολίνο στο Παρίσι, από την Καμπούλ στη Βαγδάτη και από την Πέτρα στην Επίδαυρο. Μέσα από διαλόγους με τον Τσέχωφ, τον Σαίξπηρ ή τον Αισχύλο, ο συγγραφέας καταδεικνύει ότι κλασικό θέατρο μπορεί να υπάρξει μονάχα στο παρόν. Το θέατρο ζει, αναπνέει και ορίζεται από την εμπειρία της στιγμής, ενώ είναι σε θέση να μαθαίνει από το παρελθόν του, να πλουτίζει διαρκώς τις γνώσεις του και να ανανεώνεται με νέες δομές και τεχνολογίες, και μάλιστα ακολουθώντας ανάστροφη πορεία από το σήμερα προς την αφετηρία του – 2.500 χρόνια πριν.
→ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΕΔΩ (PDF)
Η γέννηση του θεάτρου – Ο δρόμος προς τον Λαβύρινθο
Η παρακάτω ιστορία µιλάει για µια νέα ζωή. ∆ιαδραµατίζεται στη Βιέννη, πριν από µερικά χρόνια, και οδηγεί σε έναν µακρινό κόσµο, που µπορεί να µας φανεί πολύ κοντινός και οικείος. Μας ανοίγει τις πύλες του κόσµου, από τον οποίο καταγόµαστε. Η ιστορία είναι αληθινή, γεµάτη ειρωνεία και δράµα. Και, όπως συµβαίνει όταν πρωτοσυναντιούνται δύο άνθρωποι, ολόκληρη η ουσία της ιστορίας βρίσκεται ήδη στην αρχή: «Στο φουαγέ του Μπουργκ-Τεάτερ (Burgtheater), µια σαραντάχρονη Βιεννέζα έφερε στον κόσµο ένα αγόρι. Οι ωδίνες είχαν αρχίσει κατά τη διάρκεια µιας παράστασης της Φαίδρας. Φαίνεται πως το βρέφος δεν ήταν διατεθειµένο να περιµένει, κι έτσι η γυναίκα γέννησε υπό την επίβλεψη του γιατρού του θεάτρου στο φουαγέ του Μπουργκ-Τεάτερ. Η µητέρα και το βρέφος χαίρουν άκρας υγείας. Υπάρχουν κιόλας ιδέες για την επιλογή του ονόµατος: “Κατά τη γνώµη µας, το αγόρι επιβάλλεται να πάρει το όνοµά του από τους πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες του έργου και να ονοµαστεί Ιππόλυτος ή Θησέας” είπε ο Ματτίας Χάρτµαν, ο διευθυντής του Μπουργκ-Τεάτερ. Μάλιστα, ο ίδιος σκέφτεται να εξασφαλίσει στο αγόρι ελεύθερη είσοδο εφ’ όρου ζωής».
Σε αυτή την είδηση της εφηµερίδας η κωµωδία συναντά την τραγωδία, όπως στους θεατρικούς αγώνες της αρχαίας Αθήνας. Τι ευτυχής γέννηση! Μα και τι φρικτή προφητεία! Τι επιπόλαιη προσέγγιση εκ µέρους του δυτικού πολιτισµού, οι ρίζες του οποίου δεν είναι ούτε τόσο δυτικές, µα ούτε και τόσο πολιτισµένες. Η συγκεκριµένη ιστορία έχει µείνει καλά χαραγµένη στη µνήµη µας: Η Φαίδρα έχει ερωτευτεί τον Ιππόλυτο, τον θετό της γιο. Όταν εκείνος περιφρονεί τον έρωτά της, αυτή αυτοκτονεί, έχοντας όµως προηγουµένως προκαλέσει τη ζήλια του συζύγου της, του Θησέα, ο οποίος, πάνω στην οργή του, καλεί σε βοήθεια τους θεούς. Την υπόθεση αναλαµβάνει να διευθετήσει ο Ποσειδώνας. Στέλνει ένα τεράστιο κύµα, που πνίγει τον νεαρό Ιππόλυτο µαζί µε τα άλογά του. Έτσι είναι οι θεοί, οι εκπρόσωποι της πολιτισµένης κλασικής αρχαιότητας. Κατάλευκοι αστράφτουν σήµερα οι ναοί τους, που άλλοτε ήταν ζωγραφισµένοι µε όλα τα χρώµατα της ίριδας. Αντλούν τέρψη από τα δεινά που προκαλούν στους θνητούς. Χαίρονται να βλέπουν το αίµα να ρέει ή νεαρούς ήρωες, γυναίκες και παιδιά να πεθαίνουν. Και, µα τον ∆ία, σκαρφίζονται χίλια δυο κόλπα για να παρασύρουν τους θνητούς σε ερωτικές περιπέτειες και να φέρουν στον κόσµο τούς καρπούς των κρυφών γάµων τους. Η παρθενογένεση του Χριστού στην Καινή ∆ιαθήκη ωχριά µπροστά στον επινοητικό νου των πανάρχαιων θεών. Η Αθηνά Παλλάδα ξεπήδησε πάνοπλη από το κεφάλι του ∆ία, αφήνοντας µια πολεµική ιαχή. Ο ∆ιόνυσος, ο θεός της µέθης, γεννήθηκε από τον µηρό του πατέρα των θεών, επειδή η Σεµέλη, η µητέρα του, κάηκε όταν αντίκρισε τον ολύµπιο εραστή της. Τότε ο ∆ίας αναγκάστηκε να κρύψει το έµβρυο από τη ζήλια της συζύγου του, της Ήρας: « Όµως, ο ∆ίας µεταµόρφωσε τον ∆ιόνυσο σε αρνάκι και τον γλίτωσε από την οργή της Ήρας. Και ο Ερµής πήρε το παιδί και το πήγε στις νύµφες που κατοικούσαν στη Νύσσα της Μικράς Ασίας, τις οποίες ο ∆ίας µεταµόρφωσε αργότερα σε αστέρια και τις ονόµασε Υάδες» γράφει τον 1ο µ.Χ. αιώνα ο Απολλόδωρος, µιλώντας για τη γέννηση του θεού της έκστασης. Το αµφιθέατρο στις παρυφές του λόφου της Ακρόπολης φέρει µέχρι σήµερα το όνοµα του θεού. Οι νύµφες µεταµορφώνονται σε αστέρια στο ουράνιο στερέωµα, ενώ στη γη πέφτουν καταρρακτώδεις βροχές προς τιµήν του ∆ιονύσου. Οι µάσκες πέφτουν, και τα ∆ιονύσια θέτουν εκτός ισχύος τούς κοινωνικούς κανόνες – ή γίνονται τα ίδια κανόνες. Ο κόσµος παραδίδεται στη βασιλεία της ηδονής και του τρόµου, ενώ από παντού αντηχεί µουσική, σαγηνευτική µουσική. Κάπως έτσι είχαν τότε τα πράγµατα...
Οι µύθοι µοιάζουν µε προνοητική υπενθύµιση. Μα το θέατρο δεν επικοινωνεί πια µαζί τους, καθώς έχει χάσει τη σύνδεση µε τον ίδιο του τον εαυτό. Παίζει µε τους µύθους, τους διαλύει εις τα εξ ων συνετέθη, τους πετάει στη γωνία. Έχει συσσωρεύσει τεράστια εµπειρία και γνώση, διαθέτει σχεδόν απεριόριστες τεχνικές δυνατότητες, µα δεν έχει να πει σχεδόν τίποτε πια. Φαίνεται πως οι παλιές ιστορίες έχουν ήδη ειπωθεί, ενώ πολλές φορές εξιστορούνται µε µια βεβαιότητα, που τις κάνει να ακούγονται παλιές και παρωχηµένες, ή έστω καινούριες αλλά φθηνές.
Θησέας; Ιππόλυτος; Ποιο παιδί έχει τέτοιο όνοµα; Κανείς δεν βαφτίζει έτσι το παιδί του. Και όµως, ένας Θησέας –που ήρθε στον κόσµο µε την πολύτιµη συνδροµή του Μαντείου των ∆ελφών– θα ήταν µεγάλη βοήθεια. Ο Θησέας βγάζει από τη µέση µια σειρά διαβόητων ληστών, νικάει στην Κρήτη τον Μινώταυρο, το µυθικό τέρας, και καταφέρνει κάτι που δεν είχε καταφέρει κανένας άλλος θνητός, δηλαδή να βρει την έξοδο από τον ζοφερό Λαβύρινθο, χάρη στη βοήθεια µιας ερωτευµένης γυναίκας, της Αριάδνης, και ενός µίτου. Για τους σηµερινούς ανθρώπους, είναι δύσκολο να βρουν ακόµα και την είσοδο που οδηγεί στον περίτεχνο Λαβύρινθο.
Fast rewind – κάπως έτσι θα παροµοίαζα το ταξίδι µου. Επιλέγω την αντίστροφη κίνηση από µια θεατρική περίοδο, η οποία έχει χάσει τη σύνδεση µε τις απαρχές της και πνίγεται στην παροντική πραγµατικότητα. Όµως, η λύση είναι να επιστρέψουµε στην αφετηρία, στο αγκυροβόλι απ’ όπου ξεκίνησε το ταξίδι της η βάρκα.
“A tree is best measured when it is down” ήταν ο υπότιτλος της όπερας The CIVIL warS, την οποία σκηνοθέτησε στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ο Ρόµπερτ Ουίλσον, σε συνεργασία µε τον Χάινερ Μύλλερ και τον συνθέτη Φίλιπ Γκλας.
Το χρονικό πλαίσιο που έχω επιλέξει καλύπτει τα τελευταία τριάντα, τριάντα πέντε, σχεδόν σαράντα χρόνια – κάτι παραπάνω από αρκετά για να ανιχνεύσουµε µια ιστορική πορεία δυόµισι χιλιάδων χρόνων θεατρικής δηµιουργίας. Θεατρικά έργα, σκηνοθετικά επιτεύγµατα, πρόσωπα και τόποι συνθέτουν ένα ενιαίο σύνολο, όπως σε ένα θεατρικό ρεπερτόριο. Σκοπός µου είναι να εξετάσω τι µένει ύστερα από µισή ζωή στο θέατρο, ύστερα από τις περίπου δυόµισι χιλιάδες παραστάσεις που παρακολούθησα τα τελευταία τριάντα πέντε χρόνια. Οµολογώ ότι έχω παραλείψει ή ότι εξετάζω ακροθιγώς εποχές ολόκληρες, ρεύµατα και κινήµατα. Ωστόσο, το ζητούµενο, εν προκειµένω, δεν είναι η συγγραφή ενός εγκυκλοπαιδικού έργου. Άλλωστε, η πληρότητα αφενός είναι αδύνατον να επιτευχθεί και αφετέρου δεν αποτυπώνει το θεατρικό γίγνεσθαι, όπως συµβαίνει µε το δοκίµιο, την πραγµατεία, το προσωπικό βίωµα, την αναζήτηση. Ούτως ή άλλως, η µνήµη αναλαµβάνει να σχηµατίσει µια ολοκληρωµένη εικόνα. Το θέατρο µε έχει διδάξει ότι η αλήθεια βρίσκεται στο ρίσκο.
Μερικές φορές έχω την αίσθηση ότι τα µουσεία είναι πιο ζωντανά από τα θέατρα. Σε µια έκθεση για τους Ολυµπιακούς Αγώνες είδα το σπάραγµα ενός ελληνικού αγγείου της κλασικής αρχαιότητας, που απεικόνιζε µια οµάδα θεατών καθισµένων σε µια κερκίδα να παρακολουθούν µια αρµατοδροµία. Ζητωκραυγάζουν, απλώνουν τα χέρια, µετά βίας µένουν καθισµένοι στις θέσεις τους. Ωστόσο, δεν πρόκειται για τη ζωγραφική παράσταση κάποιου ολυµπιακού αγωνίσµατος, αλλά για µια σκηνή από τους επιτάφιους αγώνες που διοργάνωσε ο Αχιλλέας προς τιµήν του Πατρόκλου, του φίλου του, που σκοτώθηκε έξω από τα τείχη της Τροίας. Η σχετική λογοτεχνική πηγή βρίσκεται στη ραψωδία Ψ της Ιλιάδας, ένα αθλητικό ρεπορτάζ µε τα όλα του – αγωνία και προστριβές, νικητές και ηττηµένους. Το θέαµα απαλύνει τον πόνο της απώλειας και εξυµνεί την άµιλλα, από την οποία γεννήθηκε το θέατρο: θάνατος και αγώνες.
Και ιδού πώς ακούγεται ο Φαίδρας έρως στη δεκαετία του 1990: «∆εν µπορώ να το διώξω απ’ τη σκέψη µου. ∆εν µπορώ να το συντρίψω. Είναι αδύνατον. Απ’ τη στιγµή που θα ξυπνήσω, µε συντροφεύει και µου καίει τα σωθικά. Νιώθω να σπάζω σε χίλια κοµµάτια – τόσο πολύ τον ποθώ! Μιλάω µαζί του. Κι εκείνος µιλάει µαζί µου, ξέρεις, γνωριζόµαστε από µέσα κι απέξω⋅ µου µιλάει για τον εαυτό του⋅ είµαστε πολύ κοντά ο ένας στον άλλο. Μου µιλάει για το σεξ και για τη βαθιά θλίψη που του φέρνει...» Τόσο ξαναµµένη είναι η βασίλισσα στο θεατρικό έργο της Σάρα Κέην, της νεαρής Βρετανίδας δραµατουργού. Στο εξαιρετικά σύντοµο διάστηµα που είχε για να ζήσει και να υποφέρει έγραψε πέντε δράµατα. Το 1999 έβαλε τέλος στη ζωή της, σε ηλικία µόλις είκοσι οκτώ χρόνων. Είχε πλησιάσει κοντά, πολύ κοντά, σε αυτό που συνιστά την αρχαϊκή ουσία του θεάτρου – ίσως µάλιστα πιο κοντά απ’ όσο µπορούσε η ίδια να αντέξει.
Οι άνθρωποι έπλασαν τους θεούς, και οι θεοί έπλασαν το θέατρο. Όµως, στην πορεία αυτής της δηµιουργικής διαδικασίας, φαίνεται πως κάτι αποσπάστηκε και αναπτύχθηκε αυτόνοµα. Τούτη η ουσία είναι εφήµερη, επικίνδυνη και µεθυστική. Χρειάζεται ιδιαίτερες προϋποθέσεις, όχι µόνο για να εξαπλωθεί, αλλά και για να κάνει απλώς την εµφάνισή της. Η οµιλία παίζει µονάχα περιορισµένο ρόλο. Στην πραγµατικότητα, χρειάζονται πολύ περισσότερα – η φευγαλέα σιωπή ανάµεσα στα λόγια, ο χρόνος, που άλλοτε συρρικνώνεται και άλλοτε, πάλι, επιµηκύνεται, η σκηνή, που φωτίζει τη µισοσκότεινη αίθουσα, ο αριθµός των θεατών, που απελευθερώνονται και παύουν να νιώθουν το βάρος του σώµατός τους. Τούτη η αέρινη, αιολική ουσία είναι σαν την ερωτική αύρα ανάµεσα σε δύο ανθρώπους – ή ανάµεσα σε δύο οµάδες ανθρώπων, στους ηθοποιούς και στους θεατές. Σκοπός µου είναι να µιλήσω για ένα θέατρο που διεγείρει τη µνήµη και αγγίζει την ανθρώπινη ύπαρξη. Είναι ένα σπάνιο και πολύτιµο βίωµα, που συνεπαίρνει τον θεατή καταφέρνοντας να εκµεταλλευτεί το στοιχείο του αιφνιδιασµού, όπως είπε κάποτε ο Γιαν Κοτ, ο µεγάλος Πολωνός κριτικός του θεάτρου: «Και, µεµιάς, µας αφήνει άφωνους».
* Ο Rüdiger Schaper γεννήθηκε το 1959. Είναι συγγραφέας, δημοσιογράφος και κριτικός θεάτρου. Από το 1999 συνεργάζεται με τη βερολινέζικη εφημερίδα Der Tagesspiegel και διευθύνει το πολιτιστικό τμήμα της. Έχει γράψει πολυάριθμα βιβλία, με πιο πρόσφατο τη βιογραφία του Alexander von Humboldt (2018). Το 2012 κυκλοφόρησε στις Εκδόσεις Νεφέλη το βιβλίο του Η Οδύσσεια του πλαστογράφου Κωνσταντίνου Σιμωνίδη. Η γερμανική έκδοση του βιβλίου του για την ιστορία του θεάτρου, με τίτλο Spektakel – Eine Geschichte des Theaters von Schlingensief bis Aischylos, κυκλοφόρησε το 2014. Η παρούσα ελληνική έκδοση είναι αναθεωρημένη και συντομευμένη από τον συγγραφέα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου