Κυριακή, Ιουλίου 08, 2018

Ο φανατικός αντισημιτισμός εν Ελλάδι και ο προοδευτικός νους του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

https://blog.oup.com/wp-content/uploads/2012/05/burningofjews-744x566.jpgΗ καύση των Εβραίων κατά τη διάρκεια του Μαύρου Θανάτου.

 Πηγή: Liber Chronicarum, 1493.

1. Αντιρατσισμός και λογοτεχνία




 
Τα πρόσφατα γεγονότα με τους αλλοδαπούς σημαιοφόρους και τις αντιδράσεις που προκάλεσαν σε μερίδα της γηγενούς κοινής γνώμης έφεραν για μία ακόμη φορά στην επιφάνεια το πρόβλημα του ρατσισμού στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Για την καταπολέμηση αυτού του φαινομένου αρκετές λύσεις έχουν ήδη προταθεί από παιδαγωγούς, κοινωνιολόγους και ψυχολόγους, που χρησιμοποιούν τα μεθοδολογικά εργαλεία των αντίστοιχων επιστημών. Ενα από τα προσφορότερα μέσα για τον σκοπό αυτόν, που δεν έχει προσεχθεί όσο θα του άξιζε, είναι η μελέτη και προβολή αντιρατσιστικών λογοτεχνικών έργων νεοελλήνων συγγραφέων. Τα έργα αυτού του χαρακτήρα, αντίθετα απ' ό,τι ίσως θα περίμενε ο μέσος έλληνας αναγνώστης, δεν σπανίζουν, ιδίως στην προ του 1922 λογοτεχνική παραγωγή. Ανάμεσα στους πιο αντιπροσωπευτικούς αντιρατσιστές συγγραφείς πρέπει να συγκαταλεγεί και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911), παρ' όλο που θεωρείται από κύκλους παπαδιαμαντολόγων εκφραστής του ελληνοκεντρισμού και του ελληνοχριστιανικού ιδεώδους. Το πιο αντιρατσιστικό διήγημα του Παπαδιαμάντη είναι «Ο αντίκτυπος του νου», που αποτελεί το κύκνειο άσμα του, αφού γράφτηκε στα τέλη του 1910, δηλαδή έναν-δύο μήνες πριν από τον θάνατό του. Το σκηνικό της ιστορίας είναι μια αθηναϊκή ταβέρνα των αρχών του 20ού αιώνα και ήρωες είναι τρεις φίλοι διαφορετικής εθνικότητας: ο Εβραίος Σάλβο, ο Ιταλός Αντόνιο Αλμπέργο και ο Ελληνας Λύσανδρος Παπαδιονύσης, τον οποίο κάποιοι κριτικοί έχουν ταυτίσει με τον ίδιο τον Παπαδιαμάντη.
Οι τρεις φίλοι περιγράφονται από τον συγγραφέα ως «αχώριστοι» έχοντας βρει ως κοινό «γνώρισμά» τους την ελληνική κουζίνα και μάλιστα την «μεγάλην κλίσιν εις τα γιουβέτσια»! Δεν πρέπει να είναι τυχαίο ούτε ότι τον Εβραίο Σάλβο τον φώναζαν, επί το ελληνικότερον, Σάββα ούτε ότι ο Ιταλός, που καταγόταν από την Κατάνη της Σικελίας, είχε αποκτήσει στα μάτια του Λύσανδρου «ηλιοκαή ελληνοϊταλικήν όψιν»!
Χωρίς καμία θρησκευτική ή φυλετική προκατάληψη ο Παπαδιαμάντης περιγράφει τους τρεις φίλους να κάνουν «μαζί Χριστούγεννα αλά φράγκα, Πρωτοχρονιάν αλά νόβα, καρναβάλια αλά ιταλιάνα κτλ. Και πάλιν μαζί έκαμναν Χριστούγεννα αλά γκρέκα, Αϊ-Βασίλη αλά βέκια κι Απόκρηες. Κατόπιν πάλιν Πάσχα αλά φράγκα, Πάσχα αλά γκρέκα, μαζί πάντοτε».
Και όμως η φιλία αυτή επέπρωτο να περάσει μια μεγάλη δοκιμασία εξ αφορμής του θανάτου μιας νεαρής Ελληνίδας στην Κέρκυρα, που αποδόθηκε από τον Τύπο της εποχής σε Εβραίους. Ο φόνος αυτός εντάσσεται στα αντίποινα των σφαγών των Εβραίων της Κέρκυρας από τον φανατισμένο όχλο που αποδοκιμάστηκαν από τη διεθνή κοινή γνώμη. Οι Εβραίοι είχαν κατηγορηθεί από τον Πολυλά επειδή δεν του είχαν παράσχει εκλογική υποστήριξη. Ο Παπαδιαμάντης βάζει τον ιδιοκτήτη του Εβραίου Σάλβο να τον πετάει στον δρόμο επειδή του χρωστούσε δύο ενοίκια και τον τελευταίο να καταφεύγει στον ιταλό φίλο του. Κάποιοι όμως φανατισμένοι αντισημίτες βάζουν φωτιά στο σπίτι του Ιταλού από τη μεριά του δωματίου όπου εφιλοξενείτο ο Εβραίος αναγκάζοντάς τον να απομακρυνθεί.
Οταν μετά από αρκετό καιρό ο Λύσανδρος συναντά τον εβραίο φίλο του, ο τελευταίος, για να τον ξανακερδίσει, του διηγείται την ιστορία της διάσωσης ενός έκθετου βρέφους ελλήνων γονέων από τη μητέρα του. «Αν ήτον αλήθεια αυτό που τους κατηγορούν τους Εβραίους, η μητέρα μου δεν θα παρέδιδε το παιδί εκείνο στη δημαρχία» σχολιάζει ο Εβραίος. Το διήγημα τελειώνει με την αποκάλυψη ότι η δήθεν δολοφονημένη νεαρά της Κέρκυρας δεν ήταν καν Ελληνίδα αλλά Εβραία, και μάλιστα ανιψιά του Σάλβο, την οποία βίασαν και σκότωσαν! Στο άκουσμα αυτό ο Λύσανδρος παραμένει αμίλητος για αρκετά δευτερόλεπτα «εν άκρα απορία και αμηχανία», για να κοιτάξει κατάματα τον αναλυμένο σε δάκρυα Εβραίο και να ψελίσει: «Μήπως οι Εβραίοι δεν είναι άνθρωποι; Ιδού, ο άνθρωπος αυτός κλαίει!».
Είναι προφανές ότι έργα σαν τον «Αντίκτυπο του νου» του Παπαδιαμάντη πρέπει να διδάσκονται συστηματικά στα σχολεία μας, να διαβάζονται πιο συχνά από τους μεγαλυτέρους και να γίνονται οδοδείκτες της πορείας των σύγχρονων Ελλήνων.
Ο κ. Ιωάννης Πλεμμένος διδάσκει Μουσική Αγωγή στο Παιδαγωγικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών.
______________________________ 

2. Κέρκυρα 1891 

  Αποτέλεσμα εικόνας για antisemitism

  O επικίνδυνος ( και δύσμορφος) Εβραίος απειλεί τον κόσμο, σύμφωνα με Γαλλική ανισημιτική αφίσα τιυ Μεσοπολέμου

2. Κέρκυρα 1891

 

« Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία 

sarantakos.wordpress.com


Το διήγημα «Ο αντίκτυπος του νου» θεωρείται το τελευταίο διήγημα που έγραψε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Το μισό διήγημα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Χαραυγή» της Μυτιλήνης (που ακόμα βρισκόταν υπό οθωμανική κυριαρχία) στις 15 Δεκεμβρίου 1910. Ο Παπαδιαμάντης αρρώστησε και πέθανε στις 3 Ιανουαρίου 1911 χωρίς να έχει στείλει στο περιοδικό το άλλο μισό. Μερικά χρόνια αργότερα, ο Κ. Φαλτάιτς επισκέφθηκε τη Σκιάθο, βρήκε τις αδελφές του Παπαδιαμάντη και μαζί με άλλα χαρτιά που του έδωσαν ήταν και το χειρόγραφο με τη συνέχεια του διηγήματος (αν και το τέλος έλειπε). Το διήγημα ολοκληρωμένο δημοσιεύτηκε το 1929 στο Μπουκέτο.
Στο διήγημά του «Ο αντίκτυπος του νου», ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης παρουσιάζει μια παρέα φτωχογλεντζέδων που κάνουν «σπονδάς εις τον Βάκχον» «εις του Καρμάνη το μπακάλικον». Οι πιο αχώριστοι της παρέας είναι τρεις, ο σιτσιλιάνος Αντώνιος Αλμπέργος από την Κατάνια, ο Σαββατίνος Λευί ή Σάλβος, εβραίος από την Κέρκυρα, και ο Λύσανδρος Παπαδιονύσης, «ένας από τους δικούς μας» και ολοφάνερο άλτερ έγκο του Παπαδιαμάντη. «Τρεις άνθρωποι, τρεις φυλαί, τρία θρησκεύματα, ως κοινόν γνώρισμα είχον μεγάλην κλίσιν εις τα γιουβέτσια, τα οποία παρήγγελλον εις τον γειτονικόν φούρνον, με μακαρόνια πολύ χονδρά, ραβδωτά, τα οποία τινές ονομάζουσι, δεν ηξεύρω διατί, σέλινα». Στην παρέα προστίθεται κι ένας γέρος ιταλοκερκυραίος, ο μπαρμπα-Νιόνιος ο Πούπης, ο οποίος σιγά-σιγά πιάνει μεγάλες φιλίες με τον Σάλβο τον εβραίο.
Μαζύ έτρωγαν, μαζύ έπιναν, μέ τον Σάλβον. Ποτέ δεν τα είχαν τόσον καλά… Αίφνης ένα πρωί, κατά Μάρτιον μήνα, ενώ επλησίαζε το Πάσχα, έρχεται από την Κέρκυραν είδησις, και την ανέγραφον όλ’ αι εφημερίδες, ότι οι εκεί Εβραίοι ήρπασαν μικράν κορασίδα χριστιανήν, και τήν έσφαξαν· της έπιαν το αίμα!…
Άμα ήκουσεν ο μπάρμπα Πούπης την εΐδησιν, ότι εις την πατρίδα του (όπου είχε τριάντα χρόνους να πατήση) συνέβη αυτό το πράγμα, έγεινεν αμέσως πυρ και μανία εναντίον των Εβραίων. Ω! να είχεν ένα Εβραίον νά τον πνίξη!…
Κατά συγκυρίαν, εκείνην την στιγμήν, εισήρχετο εις το καπηλείον ο Σάλβος… Ιδού είς Εβραίος! Και Εβραίος μάλιστα εκ Κερκύρας, εκεί­θεν όπου οι ομόθρησκοί του έπραξαν το ανοσιούργημα…
Ο μπαρμπα-Πούπης εγείρεται, σφίγγει τας πυγμάς απειλητικώς, πάλ­λει ταύτας άνω και κάτω κυκλοτερώς, ως προς πυγμαχίαν, και εφορμά κατά του Σάλβου.
— Μωρέ σκυλί!
Και μπούπ! η μία πυγμή κατέπεσεν εις τον ώμον του Εβραίου. Ο Σάλβος δεν επρόλαβε να είπει: «Τι έχεις; τι έπαθες;» μόνον είπεν ώχ! και ωπισθοχώρησεν. Η δευτέρα πυγμή του Πούπη θα εύρισκε παρ’ ολίγον το στέρνον, αλλά κατέπεσεν εις το κενόν. Ο Καρμάνης, ο κάπηλος, ο Λύσανδρος Παπαδιονύσης, όστις έτυχε να είν’ εκεί, και δύο άλλοι, πα­ρενέβησαν, και απεμάκρυναν τον Σάλβον, έξω του καπηλείου. Ο μπάρμπα Πούπης ήθελε να τον κυνηγήση εις τον δρόμον, αλλά μετά κόπου τον εκράτησαν.
Και αφηγείται ο Παπαδιαμάντης τις ειδήσεις που έρχονταν από Κέρκυρα:
Την επαύριον ήλθεν είδησις ότι ο όχλος της Κερκύρας είχε παρεκτραπή εις βιαιοπραγίας κατά των Εβραίων. Την τρίτην ημέραν η όχλαγωγία είχε φθάσει εις βαθμόν λίαν επίφοβον. Την άλλην ήμέραν αι ειδήσεις έλεγον ότι ενεργείται ανάκρισις ισχυρά. Την επομένην, ότι εξητάσθη το πτώμα της σφαγείσης κόρης, και ευρέθη ότι όλον το αίμα της είχε ροφηθή δι’ αλλόκοτου μεθόδου, δι’ απειραρίθμων εντομών και κοπίδων.
Την επιούσαν αι ειδήσεις έφερον ότι συνελήφθησαν τινές, ως ύποπτοι, ότι η εξουσία μετά μεγάλης δυσκολίας κρατεί την τάξιν… Ύστερον ήρχισαν ν’ αναγράφωνται συγκεχυμένα και αντιφατικά πράγματα… Ότι η νεκρά κόρη ευρέθη εφθαρμένη, ότι ο θάνατός της δεν προήλθεν εκ σφαγής, ούτε είχεν εκμυζηθή το αίμα της… Τέλος, ότι η κόρη δεν ήτον χριστιανή, αλλ’ Εβραία…
Την ίδια μέρα που γράφτηκε αυτή η είδηση στις εφημερίδες, ο Λύσανδρος Παπαδιονύσης, που επαναλαμβάνω ότι είναι προφανές άλτερ έγκο του συγγραφέα, συναντάει στο δρόμο τον Σάλβο, ο οποίος του λέει ότι είναι ψέμα πως οι εβραίοι σφάζουν παιδάκια για να τους πιουν το αίμα (χωρίς να καταφέρει να τον πείσει εντελώς) και προσθέτει, για την νεκρή κόρη της Κέρκυρας:
— Ναι, ήτον Εβραιοπούλα, και την είχαν σκοτώση χριστιανοί, απήντησε μετά πάθους ό Σάλβος, όχι διά χριστιανικούς σκοπούς βέβαια, προσέθηκε με πικράν έκφρασιν.
— Τι θέλεις να πης;
— Ναι, ήτον ή Ρουμπίνα, η ανηψιά μου, το πουλάκι μου! είπεν αίφνης ο Σάλβος… την είχαν βιάσει και την εσκότωσαν, που να κρεμασθούν ανάποδα!
Και η φωνή του επνίγη απ’ τα δάκρυά του, έβγαλε το μανδήλι από την τσέπην του, και ήρχισε να σπογγίζη τας παρειάς του.
Ο Λύσανδρος εστάθη επί τινα δευτερόλεπτα, εν άκρα απορία και αμηχανία. Δεν είξευρε τι να σκεφθή. Και εν ακαρεί, πλείσται αντιφατικαί ιδέαι, ασυνάρτητοι, συγκρουόμεναι, μαχόμεναι προς αλλήλας, συνέρρευσαν εις τον εγκέφαλόν του.
«Τι να πιστεύση κανείς; Προχθές ακόμη ήτον Ρωμηοπούλα, σφαγείσα και αιμορροφηθείσα από Εβραίους, και σήμερον είνε Εβραιοπούλα, βιασθείσα και φονευθείσα από Ρωμηούς. .. Πώς τόση τύφλωσις!… Πόθεν τόση αντίφασις;… Από  κακίαν επιστεύθη το πρώτον, ή από κακήν επίδρασιν απεδείχθη το δεύτερον; Η ανάκρισις φωτίζει τα σκοτεινά, ή σκο­τίζει τα φωτεινά;.. Οι Εβραίοι προσκυνούν τον Ιεχωβά και τον Χρυσούν Μόσχον, ή οι Χριστιανοί δουλεύουν Θεόν και Μαμωνάν; Τι να είνε;.. Τι να συμβαίνη;… Δεν εδόθη εις τους αμυήτους να τα γνωρίζουν αυτά… Ποτέ δεν θα μάθωμεν την αλήθειαν.»
Εντοσούτω τα δάκρυα του Σάλβου ήσαν δάκρυα. Δεν ηδύνατο να είπη τις αν ήσαν φώκης ή κροκοδείλου, πλην οπωσδήποτε ήσαν δάκρυα. Ο Λύσανδρος εστάθη, τον εκύτταξε και πάλιν εν συμπεράσματι καθ’ εαυτόν είπε·
«Μήπως οι Εβραίοι δεν είνε άνθρωποι; Ιδού ο άνθρωπος αυτός κλαίει… Βεβαίως πρέπει να υπήρξε κακή…………………
Και εδώ τελειώνει το χειρόγραφο που έχει σωθεί. Ο Παπαδιαμάντης περιγράφει σε γενικές γραμμές με ακρίβεια τα γεγονότα του πογκρόμ. Ας δούμε, σε αντιδιαστολή, πώς τα παρουσιάζει ένας σημερινός ιστορικός, ο Γ. Μαργαρίτης, από το βιβλίο του «Ανεπιθύμητοι συμπατριώτες» (Προειδοποιώ ότι επειδή σκοτεινοί κύκλοι της ανωμαλίας έχουν κρύψει το βιβλίο και δεν το βρίσκω στα ράφια μου, αναγκάστηκα να κοπιάρω το απόσπασμα από διαδικτυακό φόρουμ, οπότε δεν παίρνω όρκο για την ακρίβεια της αντιγραφής)
Στις 2 Απριλίου 1891, στην πόλη τής Κέρκυρας, βρέθηκε το πτώμα ενός εντεκάχρονου κοριτσιού. Το πτώμα ήταν άγρια κακοποιημένο, στραγγισμένο από το αίμα του, κλεισμένο μέσα σε σάκο μαζί με πίτουρα και χορτάρια. Οι βασανιστές και σφαγείς του το είχαν αποθέσει στην Εβραϊκή συνοικία της πόλης, κοντά στη Συναγωγή. Το κορίτσι, όπως γρήγορα αποδείχθηκε, ονομαζόταν Ρουμπίνα και ήταν κόρη του Εβραίου ράφτη Βήτα Σάρδη. Ο πατέρας του είχε δηλώσει τήν εξαφάνιση στην Αστυνομία και είχε προσλάβει κήρυκα (ντελάλη), υποσχόμενος αμοιβή σε όποιον βοηθούσε τις έρευνες για την ανεύρεση του.
Τα στοιχεία της υπόθεσης, το θρήσκευμα του δολοφονημένου παιδιού και η απελπισμένη αναζήτηση του από τον πατέρα άφησαν αδιάφορη την κοινή γνώμη και τις αρχές της πόλης. Γι αυτούς το έγκλημα ήταν οπωσδήποτε εβραϊκή πλεκτάνη …
Ο εισαγγελέας εφετών Μπένσης, που ανέλαβε τη διαλεύκανση της υπόθεσης, έστρεψε όλη του τη δραστηριότητα προς την εβραϊκή κοινότητα της πόλης. Κατάσχεσε τα βιβλία της Συναγωγής, ανέκρινε Εβραίους και πολύ σύντομα διέταξε τη σύλληψη υπόπτων, ξεκινώντας μάλιστα από τους ίδιους τους γονείς του δολοφονηθέντος κοριτσιού. Αυτές οι κινήσεις των επίσημων αρχών έπεισαν και τους πλέον διστακτικούς ότι κάτι το πολύ σκοτεινό βρισκόταν πίσω από τον φρικτό θάνατο, κάτι που εκπορευόταν από το εσωτερικό της εβραϊκής κοινότητας. Το έναυσμα για την εκδήλωση αντισημιτικών ταραχών δόθηκε έτσι με τον πλέον επίσημο τρόπο. Παρά τις διαμαρτυρίες και τις διαβεβαιώσεις του αρχιραβίνου της Κέρκυρας, αλλά και του νομάρχη, πλήθος ιστορίες κυκλοφόρησαν αστραπιαία στην πόλη. Στην τελική τους εκδοχή, το κορίτσι παρουσιαζόταν ως χριστιανή κόρη την οποία ο δήθεν πατέρας της έκλεψε ή αγόρασε, ίσως στα Γιάννενα, ώστε να τη διαθέσει στις εβραϊκές ανθρωποθυσίες.
Πλήθη Κερκυραίων συγκεντρώθηκαν πάραυτα, σε κατάσταση υστερίας. Αλίμονο στους Εβραίους που δεν πρόλαβαν να κλειστούν στα σπίτια τους. Λιθοβολισμοί, κακοποιήσεις, πυρπολήσεις, καταστροφές και λεηλασίες καταστημάτων, επιθέσεις κατά των οικιών. Σύμφωνα με τις φήμες, μερικοί από τους κακοποιημένους υπέκυψαν στα τραύματα τους.
Τίποτε επίσημο και συγκεκριμένο όμως δεν μπορούσε να μαθευτεί. Οι αρχές επέβαλαν συσκότιση στις περί τα γεγονότα ειδήσεις και απαγόρευσαν την αποστολή τηλεγραφημάτων. Στρατιωτικές δυνάμεις απέκλεισαν την Εβραϊκή συνοικία για περισσότερο από ένα μήνα, και μάλιστα τόσο αποτελεσματικά, ώστε λιμός έπληξε τους αποκλεισμένους. Για τον εφοδιασμό τους λειτούργησε ένα είδος μαύρης αγοράς που, φυσικά, εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο τις περιστάσεις.
Τα γεγονότα εξαπλώθηκαν και στα άλλα νησιά των Ιονίων. Στη Λευκάδα οι αρχές έκλεισαν τον εβραϊκό πληθυσμό στο Φρούριο, κάτω από άθλιες συνθήκες, για να τον προστατεύσουν. Στη Ζάκυνθο τα γεγονότα πήραν αγριότερες διαστάσεις καθώς ευθύς εξαρχής χρησιμοποιήθηκαν πυροβόλα όπλα. Οι μικρές στρατιωτικές μονάδες που υπήρχαν στα νησιά αποδείχθηκαν ανεπαρκείς για να προλάβουν ή να καταστείλουν τις ταραχές, γεγονός που οδήγησε στην αποστολή στρατιωτικών ενισχύσεων από την Πελοπόννησο και την Αθήνα. Στο τέλος Απριλίου μεταφέρθηκαν στην Κέρκυρα μονάδες πυροβολικού και ισχυρή ναυτική μοίρα. Τα γεγονότα είχαν στο μεταξύ προκαλέσει διεθνή συγκίνηση και, εκτός από τη δυσαρέσκεια της αυτοκράτειρας της Αυστρίας και τη φιλεύσπλαχνη άφιξη στο νησί της πρώην αυτοκράτειρας της Γαλλίας, Ευγενίας, η ελληνική κυβέρνηση είχε να αντιμετωπίσει τη διεθνή επέμβαση, διπλωματική ακόμα και στρατιωτική. Πολεμικά σκάφη της Ιταλίας, της Αγγλίας και της Γαλλίας κατέπλευσαν στην Κέρκυρα ενώ εξετάστηκε πολύ σοβαρά η απόβαση αγημάτων.
Κακοποιήσεις και ίσως δολοφονίες Εβραίων σημειώθηκαν και σε άλλες περιοχές της χώρας. Είναι φυσικά δύσκολο να υπολογίσουμε τον αριθμό και τη σύνθεση των επιτιθέμενων, μπορούμε όμως να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα από το μέγεθος των στρατιωτικών δυνάμεων που επενέβησαν για να περιορίσουν το κακό, καθώς και από τη διάρκεια του. Η έγκυρη Εφημερίς η οποία, όπως είδαμε, υποστήριζε στην αρχή του χρόνου ότι στο θέμα του αντισημιτισμού η Ελλάδα αποτελούσε φωτεινή εξαίρεση στον τότε ευρωπαϊκό κόσμο, παραδέχθηκε τη μεταβολή των δεδομένων. Υπερθεμάτισε μάλιστα ως προς το μέγεθος της απειλής διαπιστώνοντας ότι ενώ ο «κοινωνισμός» εισήχθη στη χώρα μάλλον ως ακίνδυνο αστείο, ο αντισημιτισμός ξεπέρασε ραγδαία, άμα τη εμφανίσει του, τα παραδεκτά όρια της βίας. Οι εβραϊκές κοινότητες στην τότε Ελλάδα ήταν μικρές έως ανύπαρκτες, ενώ οι κοινότητες των Ιονίων νησιών περιορίστηκαν αισθητά μετά τα γεγονότα. Εκατοντάδες Εβραίων εγκατέλειψαν τα Επτάνησα μεταναστεύοντας κυρίως προς την Αίγυπτο.
Ίσως ο Μαργαρίτης να είναι φειδωλός ως προς τον αριθμό των νεκρών και των εβραίων που έφυγαν. Η Ιουδαϊκή Εγκυκλοπαίδεια (2η έκδοση) γράφει:
In 1891, when the Jewish population of 5,000 still lived in their own quarter, a blood libel caused a storm on the island and throughout Greece and brought in its train large-scale emigration. The ensuing riots lasted three weeks and some 22 Jews died. Foreign ships were sent to the island to quell the disturbances in light of the apathetic attitude of the Greek authorities. From then on the Jewish community waned; many Jews emigrated to Trieste and Alexandria, Egypt.
(Encyclopedia Judaica, 2nd edition, Vol. 5, p. 222)
Τα τηλεγραφήματα των ξένων πρακτορείων κάνουν λόγο μέχρι και για 50 νεκρούς. Μια ιδέα από τα τηλεγραφήματα της εποχής παίρνετε από το εξής απόσπασμα… νεοζηλανδικής εφημερίδας, στη δεξιά στήλη της σελίδας (για κάποιο λόγο, ελεύθερη πρόσβαση στην αναζήτηση των αρχείων τους παρέχουν κυρίως αυστραλιανές και νεοζηλανδικές εφημερίδες ), όπου παρατίθενται διαδοχικά τηλεγραφήματα πρακτορείων από την Κέρκυρα (και μερικά από τη Ρωσία).
Ανάμεσα στις χιλιάδες Εβραίους που έφυγαν, αν και όχι αμέσως αλλά λίγα χρόνια αργότερα, ήταν και η οικογένεια του μετέπειτα σημαντικού γαλλόφωνου λογοτέχνη Αλμπέρ Κοέν. Τελικά έμειναν κάπου 2000 Εβραίοι στο νησί και τους αφάνισαν οι Γερμανοί το 1944 (μόνο 200 γλίτωσαν), πολλοί λένε με τη συνέργεια του κατοχικού δημάρχου (ή, ακριβέστερα, του προκατοχικού, κατοχικού και μετακατοχικού δημάρχου, αφού και πριν ήταν δήμαρχος και μετά επανεκλέχτηκε). Αντίθετα, στη Ζάκυνθο, όπου η σαφώς μικρότερη παροικία επίσης υπέστη διωγμούς το 1891, σώθηκαν και οι 200 Εβραίοι στην Κατοχή. Ο δεσπότης και ο δήμαρχος, όταν κλήθηκαν να υποβάλουν καταλόγους των Εβραίων του νησιού, έγραψαν μόνο δύο ονόματα: τα δικά τους.
Και θα κλείσω το άρθρο με μια άλλη λογοτεχνική ματιά στο πογκρόμ της Κέρκυρας, από τον Γεώργιο Σουρή. Βέβαια, ο Σουρής σατιρικός ποιητής ήταν και φαίνεται δύσκολο πώς μπορεί κανείς να προσεγγίσει σατιρικά ένα τέτοιο γεγονός· όμως στον Ρωμηό, την έμμετρη εφημερίδα που έβγαζε επί 35 χρόνια ο Σουρής, σχολιάζονταν όλα τα γεγονότα, όχι μόνο όσα επιδέχονταν σατιρικό σχολιασμό· και τα θλιβερά, και τα ηρωικά, και τα πένθιμα. Ο Σουρής βέβαια τονίζει τον επεισοδιακό χαρακτήρα των γεγονότων, αλλά δεν νομίζω ότι κρατάει ίσες αποστάσεις. Να σημειώσω ότι το ποίημα δημοσιεύτηκε στο φ. 341 του Ρωμηού (4 Μαΐου 1891) και ότι μια δισύλλαβη λέξη στον δεύτερο στίχο δεν φαίνεται και γι’ αυτό την παρέλειψα.
Των Εβραίων διωγμός
και σφαγή κι αλαλαγμός
Πω πω! με τους Εβραίους μεγάλο ξαφνικό…
(…) οι Κερκυραίοι και οι Ζακυνθινοί,
σκυλοκαυγάς, αντάρα, και τόσο φονικό,
κι ακόμη ποιος ηξεύρει τι έχει να γενεί.
Αλαλαγμός και θρήνος, παντού φωτιά και λαύρα,
και φεύγουν οι Εβραίοι αλλού να κάνουν χάβρα.
Εκ βάθρων συγκλονείται η νέα Βαβυλών…
Ουαί στον Ιεφθάε, ουαί στον Ζαβουλών!
Αποκλεισμός και τρόμος, βαρούν καμπαναρία,
τσακώνεται ο Νιόνιος μετά του Αζαρία,
αγρίως αλαλάζουν Ραβίνοι και παπάδες
και σπάνε τα ποτήρια και παν οι μαστραπάδες.
Πας εν Χριστώ πολίτης και τέκνον της αγάπης
λυσσομανά, φρενιάζει και γίνεται χασάπης,.
κι ο λέγων πως η πίστις δεν είναι για τα μάτια,
όταν Εβραίο τύχει τον κάνει δυο κομμάτια,
και ζωντανό δεν μένει ούτε τσιφούτη κτήνος,
και χαίρει η Εκκλησία και ο παπα-Μαρτίνος.
Σηκώνεται και κάθε Χριστιανή γυναίκα
κι οργής σκουπίζει μύδρους και κεραυνούς και λάβαν
και με τα τσόκαρά της η καθεμιά Ρεβέκκα
στην Χαναάν πηγαίνει για να ευρεί τον Λάβαν.
Στρατός και πυροβόλα, βροντά και το Σινά
και τρέχουν οι Εβραίοι και παίρνουν τα βουνά.
Κατρακυλούν τα φόντα, σκοτίζεται κι ο ήλιος.
μα πιο πολύ αφρίζει κάθε πιστός Σγαρίλιος,
και μέσα στην αντάρα και μες στο φονικό
στην Κέρκυρα πηγαίνει βαπόρι αγγλικό,
και αν δεν βάλει χέρι κι η μήτηρ Θεοτόκος
μπορεί να γίνει πάλι κανένας νέος μπλόκος.
Κι ο Θοδωρής, η μόνη ασφάλεια και σκέπη
παγίδας και πλεκτάνας του Χαριλάου βλέπει
Κι ενώ εκείνος τρώγει στο Μεσολόγγι σπάρους
αυτός συστήνει γνώσιν κι αγάπην στους πολίτας
γιατί ό,τ’ είχε πάθει με τους παλιο-Βουλγάρους
φοβάται μην το πάθει και με Ισραηλίτας.
__________________________





3. «Χρονικά Αντισημιτισμού #02» Το αντισημιτικό πογκρόμ του 1891 στην Κέρκυρα




Παλιά φωτογραφία από την Εβραϊκή συνοικία πηγή: abravanel
Συνεχίζουμε με μια νέα δημοσίευση της στήλης της ηλεκτρονικής περιοδικής έκδοσης του Shades «Χρονικά Αντισημιτισμού». Η δεύτερη αυτή δημοσίευση έχει θέμα το πογκρόμ ενάντια στους Εβραίους το 1891 στην Κέρκυρα και λίγο αργότερα στην Λευκάδα και την Ζάκυνθο. Θα εστιάσουμε στην παρουσίαση των γεγονότων, καθώς και σε μια μικρή ανάλυση για τις υλικές, θεωρητικές και πολιτικές προεκτάσεις με αφορμή αυτά τα γεγονότα. Για την συγγραφή αυτού του κειμένου χρησιμοποιήσαμε στοιχεία και αποσπάσματα από άρθρα και μελέτες που ήδη υπάρχουν στο διαδίκτυο ή στην ελληνική βιβλιογραφία. Τις πηγές αυτές τις παραπέμπουμε και στο τέλος του κειμένου.
Τα γεγονότα που εξελίχθηκαν το 1891 στα 3 αυτά νησιά των Επτανήσων είναι μια από τις πολλές μελανές σελίδες της ιστορίας του ελληνικού αντισημιτισμού και κράτησαν αρκετές εβδομάδες. Ωστόσο κρύβονται καλά από την επίσημη ιστοριογραφία και οι πηγές παραμένουν ελάχιστες ακόμα και σήμερα.
Ο ελληνικός αντισημιτισμός της εποχής του πογκρόμ του 1891 που ξεκίνησε στην Κέρκυρα ήταν θρησκευτικός, χωρίς όμως να μπορούμε να παραβλέψουμε τις υλικο-οικονομικές συνθήκες που έλαβε χώρα το συγκεκριμένο γεγονός. Εναρμονισμένος με τα πρότυπα του μεσαιωνικού αντισημιτισμού που κυριαρχούσε σε ολόκληρη την χριστιανική Ευρώπη, ο ελληνικός αντισημιτισμός κατά την διάρκεια των πρώτων χρόνων του νεοϊδρυθέντος ελληνικού αστικού κράτους ενσωμάτωνε ολόκληρη την μυθοπλασία γύρω από τον φανταστικό διαχρονικό Εβραίο. Για τους χριστιανούς οι Εβραίοι ήσαν θεοκτόνοι και τα κείμενα των πατέρων της ορθόδοξης εκκλησίας περιλαμβάνουν σκληρούς χαρακτηρισμούς [1] για αυτούς. Ο Εβραίος συμβολίζει τον Ιούδα, δηλαδή τον προδότη του Χριστού, αυτόν που τον παρέδωσε στην σταύρωση.
Σε αυτό το μοτίβο βρίσκουμε και το έθιμο του «καψίματος Ιούδα», μια πρακτική που εφαρμοζόταν σε πολλές περιοχές της Ελλάδας μέχρι και πρόσφατα και μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις συνεχίζει μέχρι και σήμερα [2]. Η ταύτιση του Ιούδα με τον Εβραίο είναι απόλυτη σε πολλές περιοχές, όπως πχ σε χωριά της Θράκης, την Χαλκίδα κοκ. Επίσημα το έθιμο απαγορεύτηκε από τις ελληνικές μετά και το πογκρόμ του 1891 στην Κέρκυρα, αλλά και πιο πριν με αφορμή την επίσκεψη του βαρώνου Rothchild το 1860.
Αν και στην νεωτερικότητα και συγκεκριμένα τον 19ο αιώνα η εχθρότητα κατά των Εβραίων άρχισε να βρίσκει στηρίγματα σε «επιστημονική» βάση, την οποία προσέφερε η φυλετική ψευδο-επιστημονική θεωρία, σύμφωνα με την όποια τα άτομα σημιτικής καταγωγής θεωρούνται ότι ανήκουν σε μια κατώτερη φυλή, στην Ελλάδα – αν και σιγά σιγά θα αρχίσει και εδώ να αναπτύσσεται ο φυλετικός αντισημιτισμός – ωστόσο παραμένει κατά κύριο λόγο ακόμα θρησκευτικός. Ο αντισημιτισμός στην Ελλάδα εκφράστηκε σε όλες τις περιόδους και μέσα από την λαϊκή τέχνη, παράδοση, τραγούδια (πχ πολλά παραδοσιακά των Επτανήσων), παραμύθια για μικρά παιδιά και άλλα.
Αυτός είναι και ο λόγος που αφορμή για το αντισημιτικό πογκρόμ στην Κέρκυρα στάθηκε μια «συκοφαντία αίματος». Τι είναι όμως η «συκοφαντία του αίματος» που κατηγορούσαν οι χριστιανοί τους Εβραίους;
Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα αλλά και την περίοδο της Αναγέννησης, και αργότερα, μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα, σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής, με αφορμή δολοφονίες και εξαφανίσεις κυρίως παιδιών χριστιανικών οικογενειών (αλλά και ενηλίκων χριστιανών σε κάποιες περιπτώσεις), κατηγορήθηκαν και διώχτηκαν ως υπεύθυνοι Εβραίοι. Συγκεκριμένα κατηγορούνταν ότι θυσίαζαν τα παιδιά και χρησιμοποιούσαν το αίμα τους για την παρασκευή του άζυμου άρτου, κατά την εορτή του εβραϊκού Πάσχα. Αυτή η κατηγορία, που είχε ως αποτέλεσμα να συλληφθούν, να υποστούν βασανιστήρια και να δολοφονηθούν εκατοντάδες άνθρωποι, μόνο και μόνο λόγω της θρησκείας τους, που είναι γνωστή ως συκοφαντία του αίματος ή λίβελος του αίματος.
— Το χρονικό του πογκρόμ στην Κέρκυρα
Ας δούμε όμως τώρα πως εξελίχθηκαν τα γεγονότα στην Κέρκυρα. Στις 2 Απριλίου του 1891 βρέθηκε δολοφονημένο σε μία γωνιά της οδού Παλαιολόγου κοντά
Δημοσίευμα της εποχής στον αγγλόφωνο τύπο για το πογκρόμ
Δημοσίευμα της εποχής στον αγγλόφωνο τύπο για το πογκρόμ
στα «εβραϊκά» σε ένα σακί με πίτουρα και χορτάρια ένα δεκαοχτάχρονο κορίτσι. Σύμφωνα με το ιατροδικαστικό πόρισμα στο πτώμα δεν βρέθηκε ούτε μια σταγόνα αίματος. Πρόκειται για την Εβραιοπούλα Ρουμπίνα Σάρδα, κόρη ενός Εβραίου ράφτη της πόλης. Όταν μαθεύτηκε το νέο προκάλεσε αναστάτωση στην κοινή γνώμη στο νησί. Ο εισαγγελέας εφετών Μπνέσης που είχε αναλάβει την διαλεύκανση της υπόθεσης, έστρεψε όλη του την δραστηριότητα προς την Εβραϊκή κοινότητα της πόλης. Έτσι προχώρησε σε κατασχέσεις ιερών βιβλίων και γραφών της Συναγωγής, ανέκρινε Εβραίους και μάλιστα προχώρησε ακόμα και στην σύλληψη των ίδιων των γονέων της 18χρονης δολοφονηθέντας [3].
Οι Εβραίοι πίστευαν ότι πίσω από την δολοφονία της 18χρονης εβραιοπούλας ήταν οι χριστιανοί κάτοικοι της πόλης, ενώ από την άλλη πλευρά οι χριστιανοί πίστευαν ότι ήταν οι Εβραίοι. Ο εισαγγελέας και οι αστυνομικές αρχές αγνόησαν το γεγονός ότι ο πατέρας της 18χρονης είχε δηλώσει την εξαφάνιση στην Αστυνομία και είχε προσλάβει κήρυκα (ντελάλη), υποσχόμενος αμοιβή σε όποιον βοηθούσε τις έρευνες για την ανεύρεση του.
Τα στοιχεία της υπόθεσης, το θρήσκευμα του δολοφονημένου παιδιού και η απελπισμένη αναζήτηση του από τον πατέρα, όπως είπαμε και παραπάνω, άφησαν αδιάφορη την κοινή γνώμη και τις αρχές της πόλης. Γι αυτούς το έγκλημα ήταν οπωσδήποτε εβραϊκή πλεκτάνη [4]. Οι κινήσεις των επίσημων αρχών έπεισαν και τους πλέον διστακτικούς ότι κάτι το πολύ σκοτεινό βρισκόταν πίσω από τον φρικτό θάνατο, κάτι που εκπορευόταν από το εσωτερικό της εβραϊκής κοινότητας. Το έναυσμα για την εκδήλωση αντισημιτικών ταραχών δόθηκε έτσι με τον πιο επίσημο τρόπο. Παρά τις διαμαρτυρίες και τις διαβεβαιώσεις του αρχιραβίνου της Κέρκυρας, αλλά και του νομάρχη, πλήθος ιστορίες κυκλοφόρησαν στην πόλη. Στην τελική τους εκδοχή, το κορίτσι παρουσιαζόταν ως χριστιανή κόρη την οποία ο δήθεν πατέρας της έκλεψε ή αγόρασε, ίσως στα Γιάννενα, ώστε να τη διαθέσει στις εβραϊκές ανθρωποθυσίες.
Στην αντισημιτική εκστρατεία ήρθε να προστεθεί και ο επτανησιακός τύπος στα πρότυπα και άλλων περιοχών της Ελλάδας που ένα πλήθος από εφημερίδες έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην συκοφαντία και λάσπη έναντι των Εβραϊκών κοινοτήτων. Ανάμεσα σε αυτές τις αντισημιτικές εφημερίδες ήταν και αυτή ενός πολιτικού παράγοντα της εποχής, του Ιάκωβου Πολυλά [5] που έκδιδε την εφημερίδα: «Ρήγας ο Φεραίος – εφημερίς πολιτική και φιλολογική». Ο Πολυλάς υπήρξε βουλευτής και οπαδός του Χ. Τρικούπη γεννημένος στην Κέρκυρα.
Στις εφημερίδες με αντισημιτικούς λιβέλους σύντομα προστέθηκαν και κάποιες από την Αθήνα με ανταποκριτές στα Επτάνησα «εδικούς» στις «εβραϊκές υποθέσεις».
Όταν ήρθε η στιγμή να ταφεί η 18χρονη, ο ραβίνος έθαψε το πτώμα στο εβραϊκό κοιμητήριο σύμφωνα με τα εβραϊκά έθιμα. Την ημέρα της κηδείας οι Χριστιανοί λιθοβόλησαν τη Συνοικία, ενώ ο τύπος συνέχιζε να φανατίσει τον κόσμο με εμπρηστικά άρθρα. Οι Χριστιανοί συνέχιζαν να διαμαρτύρονται και να υποστηρίζουν ότι η Ρουμπίνα δεν ήταν Εβραία, πλάθοντας το παρακάτω στιχάκι για να εκφράσουν τη διαμαρτυρία τους:
«Δεν είναι κρίμα κι άδικο δεν είναι αμαρτία σε κοιμητήριο οβρέικο να κείτεται η Μαρία;»
Οι αγριότητες συνεχίστηκαν ανεξέλεγκτα και οδήγησαν στη δολοφονία περίπου 25 Εβραίων. Οι Εβραίοι αποκλείστηκαν στη συνοικία τους όπου εκδηλώθηκε και λιμός. Η αστυνομία και ο στρατός αναγκάστηκαν να περικυκλώσουν και να αποκλείσουν την περιοχή της Εβραϊκής για να ηρεμήσει η κατάσταση και σταματήσει αυτή η φρενίτιδα. Ξένες στρατιωτικές δυνάμεις από την Αυστρία, Γαλλία, αποβιβάστηκαν στο νησί προκειμένου να σταματήσουν τις βιαιοπραγίες. [6]
Παλιά φωτογραφία της Εβραϊκής συνοικίας. πηγή abravanel
Παλιά φωτογραφία της Εβραϊκής συνοικίας. πηγή abravanel
Σιγά-σιγά αναμείχθηκαν στην υπόθεση και οι πολιτικοί. Πλησίαζαν άλλωστε οι εκλογές του Ιουλίου του 1891. Οι Τρικουπικοί στους οποίους ανήκαν, ο Ιάκωβος Πολυλάς και ο πολιτικός Γεώργιος Θεοτόκης έριχναν τις ευθύνες στους Εβραίους, ενώ οι Δηλιγιαννικοί με τη σειρά τους κατηγορούσαν τους Τρικουπικούς για εκφοβισμό. Οι Τρικουπικοί κατηγορούσαν το αντίπαλο στρατόπεδο ότι προκειμένου να εξασφαλίσουν ψήφους Εβραίων στις επικείμενες εκλογές, κάλυπταν τους Εβραίους δολοφόνους και τους συνεργούς τους. Η κάθε παράταξη υποστήριζε τις δοξασίες της με ακραία επιχειρήματα οξύνοντας την κατάσταση ακόμα περισσότερο. Οι ταραχές γενικεύτηκαν σε όλη την Επτάνησο. Την ίδια περίοδο σημειώθηκαν ανάλογα έκτροπα και στη Ζάκυνθο με πέντε νεκρούς… Ένα δημοσίευμα του Έλληνα πρέσβη στο Λονδίνο, Ιωάννη Γενναδίου, ο οποίος κατηγορούσε ανοιχτά τους Κερκυραίους για αντισημιτισμό και απαράδεκτη συμπεριφορά τέντωσε το σχοινί περισσότερο: «…Η εν Ελλάδι κατάστασις διεταράχθη σκληρώς υπό των Ιονίων ημών αδελφών, οίτινες ούτως ανέμνησεν ημάς, ότι η μεσαιωνική ενετική παράδοσις δεν απεσβέσθη εν Επτανήσω». Οι βανδαλισμοί και οι ωμότητες συνεχίστηκαν. Έτσι συνέβη και το εξής παράδοξο. Το πιο σημαντικό θέμα, που ήταν να βρεθεί ο δολοφόνος της Ρουμπίνας Σάρδα, εγκαταλείφθηκε. Ο δολοφόνος δεν τιμωρήθηκε ποτέ αν και τελικά έγινε η αφορμή για να χαθούν πολλές ζωές [7].
Όπως βλέπουμε το πολιτικό κατεστημένο της εποχής χρησιμοποιεί τους Εβραίους, είτε ως «αποδιοπομπαίο τράγο» εναρμονισμένο και με το «λαϊκό αίσθημα», είτε ως μια δεξαμενή ψηφοφόρων και πολιτικής υποστήριξης εμφανιζόμενο να έχει «φιλοσημιτικές» ανησυχίες.
— Αντί Επιλόγου
Οι Εβραϊκές κοινότητες των Επτανήσων αποτελούνταν κυρίως από Ρομανιώτες, Σεφαραδίτες και Πουλιέζους δηλαδή Εβραίους με καταγωγή την Πούλια. Στην Κέρκυρα, οι Εβραίοι είχαν υποστεί τον αντισημιτισμό της ενετικής εποχής με τον περιορισμό τους σε ένα γκέτο στην πόλη στα πρότυπα της Βενετίας και μέτρα που είχαν σχέση με την απαγόρευση ιδιοκτησίας γης. Το 1864 οι Εβραϊκές κοινότητες χαιρέτησαν με ενθουσιασμό την ένωση των νήσων με την Ελλάδα προφανώς με το σκεπτικό ότι θα αντιμετωπιστούν με διαφορετικό τρόπο από το νέο κράτος. Τον ενθουσιασμό τους όμως δεν τον συμμερίζεται και το χριστιανικό στοιχείο μεταξύ των οποίων όπως είδαμε και παραπάνω και μεγάλο κομμάτι του αστικού πολιτικού προσωπικού. Το αντισημιτικό πογκρόμ του 1891 στα Επτάνησα λαμβάνει μια ξεχωριστή θέση ανάμεσα σε εκατοντάδες αντισημιτικά ιστορικά παραδείγματα στην Ελλάδα. Παραδείγματα που η επίσημη εθνική αφήγηση του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους ξέρει καλά να κρύβει ή να δικαιολογεί. Αυτός είναι και ο λόγος που από την μεριά μας δεν πρέπει να σταματήσουμε να μελετούμε τις πηγές και να διασταυρώνουμε τα ελάχιστα στοιχεία που φέρνουν αυτές τις ιστορικές στιγμές στην επιφάνεια. Η εξερεύνηση αυτών των ιστορικών στοιχείων είναι κάτι περισσότερο από αναγκαία για την κατάρριψη όλων των μύθων ότι δεν υπάρχει πρόβλημα με τον αντισημιτισμό στην Ελλάδα. Για να κατανοήσουμε λοιπόν το σήμερα πρέπει με ένα ανοιχτό, διακριτικό και διαλεκτικό πνεύμα να ερευνούμε το παρελθόν.
Παραπομπές:
[1]  Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου “Ο Άλλος Εν Διωγμώ”: η εικόνα του Εβραίου στη Λογοτεχνία, Ζητήματα Ιστορίας και Μυθοπλασίας” εκδόσεις Θεμέλιο Αθήνα 1998 σελ. 25
[2] Ένα βίντεο με το κάψιμο του Ιούδα στο νησί της Σαντορίνης δείτε εδώ
[3] Δείτε και σχετικές πληροφορίες εδώ: http://www.corfuhistory.eu/?p=2429
[4] Δείτε σχετικό άρθρο και εδώ: https://sarantakos.wordpress.com/2009/11/17/corfupogrom/
[5] Ένα σύντομο βιογραφικό για το ποιος ήταν ο Ιάκωβος Πολυλάς, δείτε δημοσίευση του ελληνικού wikipedia εδώ
[6] Δείτε και δημοσίευση από την σελίδα Μηχανή του Χρόνου εδώhttp://www.mixanitouxronou.gr/to-koritsaki-pou-vrethike-katakreourgimeno-mesa-se-saki-stin-kerkira-itan-i-aformi-gia-na-xespasoun-episodia-metaxi-evreon-ke-christianon-30-atoma-dolofonithikan-kata-tis-agries-taraches/
[7] Δες πιο κάτω στην ίδια δημοσίευση της σελίδας Μηχανή του Χρόνου
____________________________________



Ὁ Ἀντίκτυπος τοῦ νοῦ (1910)

Αποτέλεσμα εικόνας για ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ 

Ένα διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Πηγή: papadiamantis.org

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΑΠΑΝΤΑ
ΤΟΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
ΑΘΗΝΑ 1985
Σελ. 367-380

Στοῦ Καρμάνη τὸ καπηλεῖον, ὅπου ἐγίνοντο ἄφθονοι σπονδαὶ εἰς τὸν Διόνυσον, ἐσύχναζον καί τινες Ἰταλοὶ σιμὰ εἰς τοὺς δικούς μας, μὲ τοὺς ὁποίους εἶχαν φιλικὰς σχέσεις. Ἀλλ᾿ οἱ πλέον ἀχώριστοι ἦσαν ὁ Ἀντώνιος Ἀλμπέργος, Σικελιώτης ἀπὸ τὴν Κατάνην, μὲ ἡλιοκαῆ Ἑλληνοϊταλικὴν ὄψιν, φέρων τὴν λάβαν τῆς Αἴτνης εἰς τὴν μορφὴν καὶ εἰς τὴν ψυχήν, σφραγιδοποιός, καὶ ἐν μέρει καλλιτέχνης· ὁ Σαββατῖνος, ἢ Σαλβατῶρος, ἢ Σάλβος, ἢ Σάββας, Ἑβραῖος ἀπὸ τὴν Κέρκυραν, ὁμιλῶν ἱκανὰς γλώσσας, καὶ ἐξασκῶν πολλὰς τέχνας· καὶ ὁ Λύσανδρος Παπαδιονύσης, ἀπὸ τοὺς δικούς μας.
Τρεῖς ἄνθρωποι, τρία θρησκεύματα, τρεῖς φυλαί. Ὡς κοινὸν γνώρισμα εἶχον μεγάλην κλίσιν εἰς τὰ γιουβέτσια, τὰ ὁποῖα παρήγγελλον εἰς ὅλους τοὺς γειτονικοὺς φούρνους, μὲ μακαρόνια πολὺ χονδρά, ραβδωτά, τὰ ὁποῖα τινὲς ὀνομάζουν, δὲν ἠξεύρω διατί, σέλινα. Ὁ Ἀντώνιος Ἀλμπέργος, πρὶν ἀκόμη ὁ Σάββας ἀρχίσῃ νὰ μεταβιβάζῃ εἰς τὰ πιάτα, προήρπαζε, κατὰ τὸ ρῆμα τοῦ Σαμοσατέως, ὄχι ὀλίγα ζεστὰ καυτὰ μὲ τὰ δάκτυλα.
Ἐπερίσσευεν ὅμως πάντοτε μεζὲς καὶ δι᾿ ἄλλους Ἰταλούς, ὅσοι ἤρχοντο κατόπιν· ὁ Ἄντζελο Μασσίνι, ἁμαξοπηγός· ὁ ὑψηλὸς καὶ τεράστιος Πίντο, ἢ Πίνδος, ὅστις ὡς κυριώτερον ἐπάγγελμα, κατὰ τοὺς χρόνους αὐτοὺς τῆς παρακμῆς, εἶχεν, ἅμα ἐπλησίαζε λαϊκή τις ἑορτή, νὰ παίρνῃ σημειώσεις ἀπὸ τὶς γειτονιές, καὶ νὰ συντάττῃ κατάλογον, ποῖοι καὶ πόσοι ἑώρταζον, Γιάννηδες, λ.χ. Γιώργηδες, ἢ Κωσταντῆδες· ἢ ποῖαι καὶ πόσαι Μαρίαι ἢ Ἑλέναι ἢ Κατίναι· καί, τὴν πρωίαν τῆς ἑορτῆς, νὰ ὁδηγῇ τὸν θίασόν του, τοὺς πλανοδίους μουσικούς, εἰς τὰ πρόθυρα, εἰς τὴν σκάλαν τῆς οἰκίας τοῦ ἑορτάζοντος τ᾿ ὄνομά του, διὰ νὰ τονίσουν χαρμόσυνον μέλος, καὶ λάβουν ὡς ἀμοιβὴν χαρτίνην δραχμὴν ἢ καὶ δίδραχμον.
Μαζὶ μ᾿ αὐτοὺς ἤρχετο καὶ ἄλλος Ἰταλὸς Ἀντώνιος, ὡς ἐπάγγελμα ἔχων τὰ ἐμπετάσματα καὶ τὸν εὐτρεπισμὸν οἰκιῶν ἢ δωματίων. Καὶ σιμὰ εἰς τούτους εἷς γέρων παλαιὸς Ἰταλοκερκυραῖος, κατασκευαστὴς ἑστιῶν καὶ ἐπιχρίστης, ὁ μπαρμπα-Νιόνιος ὁ Πούπης.
Ὅλοι τὸν ἐγνώριζον τὸν Ἰσραηλίτην Σάλβον ἢ Σαββατῖνον. Εἰς ὅλους εἶχε προσφέρει ἐκδουλεύσεις. Οἱ πλεῖστοι ἐξ ὅλων οὔτ᾿ ἐπάτουν ποτὲ εἰς τὴν φραγκοκκλησιάν. Μόνος ὁ Ἀντώνιος Ἀλμπέργος ἐκκλησιάζετο ἅπαξ τοῦ ἔτους, τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα. Ὁ γέρων Πούπης, καίτοι Δυτικός, ἐμίσει τρομερὰ τοὺς «φλάρους», ὅπως τοὺς ὠνόμαζεν, ἐνίοτε δὲ εἰσήρχετο εἰς ἑλληνικοὺς ναούς. Τὴν ἡμέραν τοῦ Πάσχα τῶν ὀρθοδόξων, τὸ εἶχε τάξιμον νὰ ὁδοιπορῇ πεζὸς ἀπὸ τὰς Ἀθήνας εἰς τὸν Πειραιᾶ, ἅμα ἐνύκτωνε τὸ Μέγα Σάββατον, διὰ ν᾿ ἀκούσῃ τὴν Ἀνάστασιν εἰς τὸν ναὸν τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος. Ἔτρεφεν ὡς Κερκυραῖος εὐλάβειαν εἰς τὸν Ἅγιον.
Οἱ ἄλλοι, βλάσφημοι, ὑβρισταί, μὲ τὸ Dio cane* καὶ Dio porco* εἰς τὸ στόμα, ἦσαν κατὰ τὸ μᾶλλον ἢ ἧττον ἄθρησκοι. Ἀλλ᾿ ὅταν ὁ Σαλβατῶρος ἢ Σαββατῖνος ἔλειπε, καὶ δὲν ἦτο παρών, τὸν ἐμνημόνευον ἁπλῶς διὰ τῆς φράσεως quello Ebreo, ἐκεῖνος ὁ Ἑβραῖος.
Κοινῶς εἰς τοὺς δικούς μας ὁ Ἰσραηλίτης, ἦτο γνωστὸς ὑπὸ τὸ ὄνομα Σάββας. Ὀλίγοι ἤξευραν ὅτι ἦτο Ἑβραῖος. Εἴς τινας ὁ ἴδιος εἶχε διηγηθῆ ὅτι ἡ οἰκογένειά του εἶχε προσέλθει εἰς τὸν Προτεσταντισμόν, καὶ εἶχε δεχθῆ τὸ βάπτισμα ἢ ράντισμα ἐν Κερκύρᾳ. Ἀλλ᾿ εἰς τὸν Λύσανδρον Παπαδιονύσην ὁ μπαρμπα-Πούπης, ὅστις ἐφαίνετο νὰ γνωρίζῃ καλὰ ὡς συμπατριώτην του τὸν Σάλβον, εἶχεν εἰπεῖ ὅτι οὗτος ἦτον Λέχος ― οὔτε κἂν Ἑβραῖος σωστός· un bastardo Ebreo*.
Μίαν φοράν, ἦτον τὴν 5 Δεκεμβρίου, ὁ μπαρμπα-Νιόνιος ἠρώτησε πονηρῶς τὸν Σαββατῖνον·
― Ντούγκουε, ἀμίκο*… τρατάρεις σήμερα; Δὲν ἔχεις τ᾿ ὄνομά σου;
Τοῦτο ἐπειδὴ ἦτον ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Σάββα. Καὶ συγχρόνως ὁ γέρων ἔπαιζε τὴν ματιὰν προσβλέπων τὸν Λύσανδρον. Ἀργότερα ἐξήγησε πρὸς αὐτόν, ὅτι τὸ καθαυτὸ ὄνομα τοῦ Ἑβραίου ἦτον, ὡς φαίνεται, Σαμπατίν, ἀλλὰ διὰ νὰ φαίνεται τάχα ὡς χριστιανὸς εἰς τοὺς πολλούς, τοὺς ἀδιαφόρους καὶ μὴ πολυπραγμονοῦντας, εἶχεν εἰπεῖ ὅτι ἐκαλεῖτο Σάββας. Ὑπάρχουν ἄλλοι, εἶπε, φέροντες ὄνομα Ἰακὼβ ἢ Ἀσὴρ ἢ Γιουδά, οἵτινες, ἐρωτώμενοι πῶς ὀνομάζονται, διὰ νὰ φαίνωνται μὲν ὡς χριστιανοί, ἀλλὰ νὰ μὴ πατῶσι καὶ τὴν θρησκευτικήν των συνείδησιν, ἀπαντῶσιν Ἠλίας ἢ Ζαχαρίας, ἐκλέγοντες μὲ τρόπον μαστορικὸν καὶ σοφιστικόν, ὄνομα κοινὸν εἰς τὰ δύο θρησκεύματα.
Ἀλλ᾿ εἰς τὸν Παπαδιονύσην ἀνεκοίνωσέ ποτε ὁ Σάββας ὅτι ἔφερε καὶ τὸ ὄνομα Μποχώρ, ὡς πρωτότοκος μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν του καὶ ὅτι ἦτο ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ Λευΐ.
― Καὶ ὑπάρχουν ἀκόμη φυλαί; ἠρώτησε δύσπιστος ἐκεῖνος.
Ὁ Σάββας μετά τινος δισταγμοῦ κατένευσεν.
Κατὰ τὰς ὥρας τῶν ρεμβασμῶν, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἐποτίζετο «οἶνον κατανύξεως», ὅπως λέγει ὁ Ψαλμός, κ᾿ ἐκάθητο μόνος παρὰ τὴν γωνίαν, πολλάκις ἤρχιζε νὰ ὑποψάλλῃ καθ᾿ ἑαυτόν, μὲ φωνὴν Ἄννης προσευχομένης, διάφορα μέλη τῆς Συναγωγῆς, καθὼς τὸ «Σόμερ Ἰσραέλ»*, καὶ τὸ Ἀλλελοὺ-Γιάχ (Αἰνεῖτε τὸν Ἰεχωβὰ ἢ τὸν Ὄντα). Καὶ πολλὰ ρητὰ ἀπεμνημόνευε ἀπὸ τὰς Γραφάς, συχνὰ δὲ στενάζων ἀπήγγελλε· Κι᾿ αβὶ βὲ ἀμὶ ναδζαβού-νι. Εἶτα ἐπέφερε· β᾿ Ἀδωνάϊ δασπέ-νι· (ὅτι ὁ πατήρ μου καὶ ἡ μήτηρ μου ἐγκατέλιπόν με, ὁ δὲ Κύριος προσελάβετό με).
Ἀλλ᾿ εἰς τὰς ὁμιλητικάς του ὥρας ἐφαίνετο τέλειος κοσμοπολίτης. Ἔτρωγε κ᾿ ἔπινεν, ὄχι μὲ ἀπληστίαν, ἀλλὰ μὲ ἄκραν κοσμιότητα καὶ ταπείνωσιν, μετὰ Ἰταλῶν καὶ Ἑλλήνων.
Δὲν τὸν ἔμελεν ἂν ὁ χαχάμης* εἶχεν ἐπιθεωρήσει τὰ κρέατα, ἢ ἂν ταῦτα ἦσαν ἀπὸ τὰ πρόσθια ἢ τὰ ὀπίσθια τοῦ προβάτου. Διηγεῖτο ὅτι ἄλλοτέ ποτε ἦτον τσαγγάρης, αὐτὴ ὑπῆρξεν ἡ πρώτη τέχνη του. Ἐφαίνετο τώρα ὣς ἡλικίας 45 ἐτῶν. Σήμερον, ἐκτὸς ὀλίγων μικρομεσιτειῶν ὁποὺ ἔκαμνε, πότε πωλῶν, κατὰ παραγγελίαν των, τὰ σύνεργα, πότε μικρὰ τεχνήματα, κ᾿ ἐνίοτε τὰ παλαιόρρουχα διαφόρων Ἰταλῶν, τοὺς ὁποίους εἶχε ρημάξει τὸ «κεσάτι», κατόπιν τῆς ἐπιστρατείας τῆς τότε, ἐβοήθει τὸν Ἀντώνιον, τὸν ἀγνώστου ἐπωνύμου, εἰς τὴν ἐργασίαν τῶν ἐμπετασμάτων καὶ εὐτρεπισμῶν. Ἄλλοτε εἰσήρχετο ὡς μισθωτὸς νοσοκόμος εἰς οἰκίας ἀρρώστων Ἰταλῶν, Γερμανῶν ἢ Γάλλων ― πρῴην ἠθοποιῶν, μουσικῶν καὶ ἄλλων τοιούτων.
Ἀπὸ τὸν εἰρημένον Ἀτώνιον ἐκέρδιζε περισσοτέρας ὕβρεις, ἀπειλὰς καὶ προπηλακισμοὺς παρὰ χρήματα. Ἀπὸ τὸ ἔργον τοῦ κατ᾿ οἴκους νοσοκόμου ἔπαιρνε λεφτά, τὰ ὁποῖα ἤθελε νὰ χαρῇ ὕστερον ἐν ἀνέσει καὶ ρᾳστώνῃ εἰς τὸ γνώριμον καπηλεῖον.
*
* *
Μόνος ὁ Ἀντώνιος Ἀλμπέργος ὁ Κατανέζος, ὅστις ἦτον, ὡς ὡμολόγει ὁ ἴδιος, πολὺ ὀριτζινάλε*, ἀλλὰ πρᾷος καὶ φιλάνθρωπος, ἐφαίνετο νὰ τρέφῃ ἀληθῆ στοργὴν πρὸς τὸν Σαββατῖνον. Μαζὶ ἔτρωγαν ὅλα τὰ γιουβέτσια, μὲ τὰ μακαρόνια τὰ χονδρὰ καὶ ραβδωτά, καὶ ὁ Παπαδιονύσης τρίτος. Οἱ τρεῖς αὐτοὶ «τὸ εἶχαν δίπορτο». Ἔκαμναν μαζὶ Χριστούγεννα ἀλλα Φράγκα, πρωτοχρονιὰν ἀλλα νόβα, καρναβάλι ἀλλα Ἰταλιάνα, κτλ. Καὶ πάλιν μαζὶ ἔκαμναν Χριστούγεννα ἀλλα Γρέκα, Ἅι-Βασίλη ἀλλα βέκια, κι Ἀπόκριες. Κατόπιν πάλιν Πάσχα ἀλλα Φράγκα, Πάσχα ἀλλα Γρέκα, μαζὶ πάντοτε. Ἀλλ᾿ ὁ Σαββατὶν ἦτο πλέον κερδισμένος ἀπ᾿ ὅλους. Καὶ τὰς χριστιανικὰς ἑορτὰς ὅλας μαζί τους ἑώρταζε, καὶ ποτὲ δὲν ἔλεγεν εἰς τοὺς φίλους του πότε αὐτὸς εἶχε Σκηνοπηγίαν, πότε Ἄζυμα, καὶ πότε Πεντηκοστήν. Ἀλλ᾿ ὅμως εἶναι βέβαιον ὅτι, καὶ οἱ δύο, δὲν θὰ ἤθελον ποτὲ νὰ συμμετάσχωσι τῶν ἑορτῶν του, καὶ ἂν εἶχε.
Ὁ Ἀλμπέργος, κερδίζων ἀρκετὰ ἀπὸ τὴν τέχνην του, ἐξώδευεν ἀφειδῶς εἰς φαγοπότια καὶ ἄλλας ἀπολαύσεις. Ἦτο χηρευμένος καὶ ἄτεκνος. Ἔδιδεν εἰς τὸν Σάββαν ὅλα τὰ παλαιὰ καπέλα του, σακκάκια, γελέκα κτλ. Κάποτε τοῦ ἔδιδε λεπτὰ «δανεικὰ κι ἀγύριστα». Μίαν νύκτα ὁ Σάββας εὑρέθη αἴφνης ἄστεγος. Ἐξήρχετο ἀπὸ ὑπερῷον ξενῶνος, ὅπου εἶχε νοσηλεύσει ἕνα Γερμανὸν διορθωτὴν πιάνων. Ἐν τῷ μεταξύ, ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ ἰδικοῦ του δωματίου, ὅπου εἶχε τὰ ροῦχά του, εἶχε διαρρήξει τὴν θύραν, καὶ τοῦ τὰ εἶχε πετάξει ἔξω αὐθαιρέτως, λόγῳ ὅτι καθυστέρει δύο μηνῶν ἐνοίκια.
Ὁ Σάλβος δὲν εἶχε ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ. Ἐξεμυστηρεύθη τὴν δυσχέρειάν του εἰς τὸν Ἀλμπέργον. Ὁ Ἰταλὸς προθύμως τοῦ προσέφερε ξενίαν. Ὁ κάπηλος παρακληθεὶς ἐπέτρεψε ν᾿ ἀκουμβήσῃ ὁ Σάββας προσωρινῶς τὰ παραπεταμένα πράγματά του εἰς τὸ ὑπόγειον τῶν οἴνων, καὶ οἱ δύο διευθύνθησαν περὶ ὥραν ἑνδεκάτην εἰς τὸ οἴκημα τοῦ Ἀλμπέργου.
Ἦτον εἰς μίαν πάροδον τῆς ὁδοῦ Αἰόλου, πρὸς τὸ ἀνατολικὸν μέρος. Μόλις εἶχον ἀποκοιμηθῆ, φωναὶ καὶ θόρυβος τοὺς ἐξύπνησαν. Ὁ οἰκοδεσπότης τοὺς ἔκρουε τὴν θύραν, μὲ ἀπόφασιν νὰ τὴν σπάσῃ.
― Ξυπνᾶτε!… τρεχᾶτε!… Καιόμαστε!
Μεγάλη φλὸξ τοὺς ἐθάμβωσε, καὶ καπνὸς τοὺς ἔπνιγε. Ἡ οἰκία εἶχε κολλήσει φωτιὰν πρὸς τὴν μίαν γωνίαν, εἰς ἕνα θάλαμον παραπέρα ἀπὸ τὸ χώρισμα τὸ ὁποῖον κατεῖχεν ὁ Ἀντώνιος. Ἦτον μεσάνυκτα περασμένα.
Ὁ Ἰταλὸς ἐφόρεσεν ἐν τάχει ὑποδήματα, περισκελίδα, κ᾿ ἐπανωφόρι ―μόνον τὸ κολάρο μὲ τὸν λαιμοδέτην ἐξεχνοῦσε― κ᾿ ἠθέλησε νὰ τρέξῃ εἰς βοήθειαν. Ὁ Σάββας, ὅστις εἶχε κοιμηθῆ μὲ τὰ φορέματά του, ὡς εἰκός, ὅπως στρατιώτης τοῦ μεταβατικοῦ, ὡσὰν νὰ ἐγνώριζε τὸ μέλλον, ἐστάθη κ᾿ ἐκοίταξε κατὰ τὴν πόρταν, τὸν διάδρομον, καὶ τὴν σκάλαν.
― Τώρα, ἔρκομαι!... Νερὸ ἔκει;... Ἆ, πεκκᾶτο*! Ὅλοι νὰ ντώσουμε βοήτεια, ἔκραζεν ὁ Ἀντώνιος.
― Τρεχᾶτε, γρήγορα! στὴν πόρτα! ἔκραζεν ὁ σπιτονοικοκύρης. Ἐσεῖς, καὶ τὰ πράγματά σας νὰ γλυτώσετε!… Μὴ σᾶς μέλῃ γιὰ τὸ σπίτι!
Καὶ μὲ τὰς χεῖρας ὤθει τὸν Ἀντώνιον πρὸς τὴν σκάλαν, κ᾿ ἐτράβα πρὸς τὰ ἔξω τὴν κασσέλαν τοῦ Ἰταλοῦ, τὴν τράπεζαν μὲ τὰ ἐργαλεῖα, καὶ τὰς σινδόνας του.
Ὁ Σάββας ἐπῆρε τὸ καπέλο του, καὶ ἤδη διευθύνετο πρὸς τὸν διάδρομον καὶ τὴν ἐξώπορταν.
― Σάλβο! Σάλβο! ντόβε βάϊ; ἔκραζεν ὁ Ἰταλός. Ντά-μι οὔνα μάνο. (Ποῦ πᾷς; δός μοι χεῖρα βοηθείας.)
Ὁ σπιτονοικοκύρης ἐπέμενεν ὅτι ἔπρεπε νὰ φύγουν τὸ ταχύτερον. Ἦτον κατὰ Μάρτιον. Ὁ Ἀντώνιος εἶχε προπληρώσει καὶ τὴν τριμηνίαν.
― Τρέξατε!… γρήγορα!… Τὰ πράγματα νὰ γλυτῶστε!
Ὁ Ἀλμπέργος ἐξηκολούθει νὰ φωνάζῃ·
― Μά, Σάλβο!… οὐν πόκο ἀσσιστάντσα. (Ὀλίγην βοήθειαν.)
Καὶ ὁ Ἑβραῖος εἰς ἀπάντησιν·
― Μὰ δὲν ἐκατάλαβες ἀκόμα;… νὸν ἄι καπίτο;… Νὸν [τσ᾽] ἒ ἀσσιστάντσα, μὰ σικουράντσα. (Δὲν ἔχει βοήθειαν, ἔχει ἀσφάλειαν.)
*
* *
Ὣς τόσον, τοῦ ἀγαθοῦ Καταναίου ἐκάησαν τὰ μισὰ ροῦχά του ἀπὸ τὴν πυρκαϊάν, καί τινα μικρὰ ἐργαλεῖα τῆς τέχνης του ἔγιναν ἄφαντα. Ἀργότερα ὁ Ἀλμπέργος ἐξωμολογεῖτο τὸ παράπονόν του εἰς τὸν Λύσανδρον Παπαδιονύσην.
―Ἄ, κόζα βολέτε;… μὰ κουέλλι Ἑμπρέι, νὸν σὶ μάντζα. (Αὐτοὶ οἱ Ἑβραῖοι, δὲν τρώγονται.)
Εἶχε χαλάσει ἡ καρδιά του, καὶ πολὺς παρῆλθε χρόνος ἑωσότου ἀρχίσῃ πάλιν νὰ τὸν χωνεύῃ. Καὶ ποτὲ ὁ Σάλβος δὲν ἀνέκτησε τὴν προτέραν του εὔνοιαν.
Εὐτυχῶς, τὰς ἡμέρας ἐκείνας ὁ Σαββατὶν συνέσφιγξε πολὺ τοὺς φιλικοὺς δεσμούς του μὲ τὸν γέρο-Πούπην τὸν Κερκυραῖον. Οὗτος κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν χρόνον εἶχεν ἐπανακάμψει ἀπὸ ἓν ταξίδι εἰς Σμύρνην, ὅπου εἶχε διατρίψει πολλοὺς μῆνας. Τὸν παλαιὸν καιρὸν εἶχε φθείρει εἰς τὴν Σμύρνην ὅλα τὰ νιᾶτά του. Εἶχε γλεντίσει κόσμον ἐκεῖ, ἀλλ᾿ εἶχεν ὅμως κάμῃ καὶ πολλοὺς καυγάδες κατὰ καιρούς, μὲ Λεβαντίνους, μὲ Ἀρμενίους καὶ μὲ Ἑβραίους… Καμμίαν ἐκ τῶν φυλῶν τούτων δὲν ἐχώνευεν. Ὅλους τοὺς ὠνόμαζε «σκυλιά».
Τώρα, εἰς τὰ γηράματά του, ἐβάστα καλὰ καὶ ἦτον γερὸς ἀκόμη, καίτοι ἑβδομηκοντούτης. Ἐκάλυπτε τὴν μικρὰν καμπούραν του μὲ σάλι σπαλετοειδῶς περὶ τὸν τράχηλον, εἶχε λευκὸν ὑπογένειον, καὶ ἡ ὄψις του ἐμειδία. Ἐφόρει πότε εἶδος κούκκου ἢ κασκέτου εἰς τὴν κεφαλήν, πότε ἡμίψηλον ἢ ρεμπούπλικαν. Συνήλλαζε καθημερινῶς διάφορα σουρτοῦκα, ζακέδες καὶ σακκάκια, καὶ ἡ ἱματιοθήκη του ἦτο πλουσία.
Τὸ τελευταῖον ταξίδι εἰς Σμύρνην, εἰς τὰ 1890, ἰδοὺ πῶς τὸ εἶχε κάμη. Ὁ μπαρμπα-Πούπης εἶχε δύο ἀδελφὰς εἰς τὰς Ἀθήνας, τὴν Νίναν καὶ τὴν Κιάραν. Ἡ πρώτη τούτων ἦτο ἰδιοκτήτρια οἰκιῶν, κατὰ τὴν ὁδὸν Σ… Ὁ Πούπης ἦτον χηρευμένος καὶ ἄτεκνος.
Ἡ Νίνα, ἄτεκνος ἐπίσης, εἶχε σύζυγον τὸν κ. Λακκοπόσταν, γέροντα μὲ ἀξίαν καὶ μὲ θέσιν κοινωνικήν. Οὗτος ἦτον διευθυντὴς ἑνὸς τῶν ἐξαρτημάτων τοῦ Πανεπιστημίου. Ἡ Νίνα ἀπέθανε κατὰ τὸ 1889. Ἦλθαν οἱ φραγκοπαπάδες μετὰ πομπῆς καὶ τὴν ἐσήκωσαν, ἐπῆγε καὶ ὁ μπαρμπα-Πούπης ἐφ᾿ ἁμάξης, μαζί. Ἦτον ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἐπάτει τὸν πόδα εἰς τὸν Δυτικὸν ναόν, ὕστερον ἀπὸ πολλὰ ἔτη.
Ὅταν, μετὰ τὴν κηδείαν, ἀνεγνώσθη ἡ διαθήκη τῆς θανούσης, καὶ εἶδεν ὁ μπαρμπα-Πούπης ὅτι ὅλην τὴν περιουσίαν τὴν ἄφηνε νὰ τὴν νέμηται ὁ σύζυγός της, καὶ ἡ ἀδελφὴ Κιάρα, ἡλικιωμένη, συζῶσα μετά τινος Ἰταλοῦ, μετὰ δὲ τὸν θάνατον τοῦ συζύγου, τὸ καλύτερον ἀπὸ τὰ τρία σπίτια τὸ ἐχάριζεν εἰς τὸν ἰατρόν της, ἕνα ὅλως διόλου ξένον πρὸς αὐτήν, ―ὅστις ἐπὶ δεκαετίαν εἶχεν ἐφαρμόσει ἐπ᾿ αὐτῆς ἓν φάρμακον, τὸ ὁποῖον ἐκαυχᾶτο ὅτι εἶχεν ἐφεύρει κατὰ τῶν νευρικῶν, τῶν στομαχικῶν καὶ νεφριτικῶν ἀλγηδόνων― ὁ μπαρμπα-Πούπης εὐλόγως ἐσκύλιασε. Ἔγινε πῦρ καὶ μανία, ἔβγαζεν ἀφρούς. Ἐν τῇ μανίᾳ του ἠπείλει νὰ φονεύσῃ τὸν ἰατρόν, ἔβγαλε κ᾿ ἕνα μικρόν, γυρτὸν ξυραφάν, καὶ τὸν ἐπέδειξεν… Ἐντούτοις δὲν θὰ ἦτο ἱκανὸς νὰ τὸ κάμῃ. Ὁ ἰατρὸς ἐφοβήθη, παρεπονέθη εἰς τὴν ἀστυνομίαν… καὶ ὁ ἀστυνόμος διέταξε «νὰ τὸν πάρουν μέσα» τὸν μπαρμπα-Πούπην…
*
* *
Ὁ γέρων Πούπης, μετ᾿ ὀλίγας ἡμέρας, ἀπῆλθεν εἰς Σμύρνην… τὸ περισσότερον διὰ νὰ ξεχάσῃ τὴν προσβολήν, τὴν ὁποίαν ὑπέστη… Ἐγύρισεν ἀπὸ τὴν Σμύρνην, καὶ ἀκόμη δὲν τὴν ἐξέχασεν. Ἀλλ᾿ ἓν τὸν εἶχε ταπεινώσει· τὸ ὅτι εἶχεν ἐκπέσει πολύ, ἐν τῷ μεταξύ, καὶ μάλιστα οἰκονομικῶς. Ἐνόσῳ ἔζη ἡ ἀδελφή του, ἡ Νίνα, αὕτη τὸν διετήρει, τώρα ὅμως τὸν εἶχον παραμελήσει. Ἡ ἐπιζῶσα ἀδελφή του, ἡ Κιάρα, ἥτις εἶχε κληρονομήσει μέγα μέρος τῆς περιουσίας, τὸν ἀπελάκτιζε καὶ «μονονουχὶ δικράνοις» τὸν ἐξεώθει τῆς οἰκίας. Ὁ οἱονεὶ γαμβρός του, ὁ Ἰταλὸς Γαετᾶνος, μέχρι τινὸς τὰ εἶχε καλὰ μὲ τὸν Πούπην, καὶ μαζὶ ἐκακολόγουν καθημερινῶς τὸν ἄλλον συγγενῆ των, τὸν χῆρον τῆς Νίνας. Ἀκολούθως, τὰ ἐχάλασαν οἱ δύο, καὶ τότε ὁ Πούπης ἐβελτίωσε τὰς σχέσεις του μὲ τὸν γαμβρόν του, τὸν Λακκοπόσταν. Ὕστερον ἡ Κιάρα, θυμωθεῖσα μιᾷ τῶν ἡμερῶν, ἐδίωξε τὸν οἱονεὶ σύζυγόν της, τὸν Γαετᾶνον, καὶ λευκόθριξ ἤδη, ρευματική, ἑξηκοντοῦτις, ἐνυμφεύθη ἕνα νέον καὶ εὔρωστον, +++.
Ὅταν ἡ Κιάρα ἀπεδίωξε τῆς οἰκίας τὸν Ἰταλόν, τότε οὗτος τὰ διώρθωσεν ἐκ νέου μὲ τὸν μπαρμπα-Πούπην. Μαζὶ καὶ οἱ δύο ἤρχισαν νὰ κακολογοῦν τὴν ἀδελφὴν τοῦ Πούπη, τὴν Κιάραν.
Μὲ τὸν γαμβρόν του, τὸν Λ…, ὁ Πούπης τὰ εἶχεν ἀκόμη καλά. Οὗτος, Λεβαντῖνος, κοσμογυρισμένος, μᾶλλον Φράγκος παρὰ Ρωμῃός, ἔζη ὡς πίθηκος τῆς πολυτελείας. Πάσχων ἐκ ρευματισμῶν ἢ ποδάγρας, εὑρίσκετο κλινήρης ἀπὸ πολλῶν μηνῶν. Ἐπὶ τῆς κλίνης ἐξαπλωμένος, φορῶν βελουδίνην ρόμπαν, ἔφερε πέντ᾿-ἓξ δακτυλίδια, βαρεῖαν χρυσῆν καδέναν, ἐγκόλπιον ἢ μεδαλλιόν, κτλ. Ἐνίοτε δοκιμάζων νὰ ἐγερθῇ, ἐφόρει τὴν μαύρην ρεδιγκόταν. Ἔφερε τότε ἐπὶ τῆς κομβιοδόχης του τὰς «ροζέτας» δύο ἢ τριῶν παρασήμων, μὲ τὰ ὁποῖα ἦτον «τιμημένος», ὡς καὶ δύο ἀριστεῖα. Ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ ἐφόρει ἐπάνω του ἐπὶ τῆς κλίνης.
Εἶχε κατηγορηθῆ δι᾿ ἀπιστίαν ἢ κατάχρησιν, κ᾿ ἐπειδὴ ἦτο ἀσθενής, ἐτέλει τὴν προφυλάκισίν του οἴκοι. Δύο χωροφύλακες ἐκ περιτροπῆς ἐφρούρουν τὴν θύραν του. Ἦτο πλήρης πικρίας κατὰ τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως, τὴν ὁποίαν εἶχεν ὑπηρετήσει. Εἶχε λάβει εἰς μισθούς, συντάξεις, καὶ ἐκτάκτους ἀμοιβὰς ἀπὸ τὸ ταμεῖον τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους ἄνω τῶν διακοσίων χιλιάδων δραχμῶν. Τὴν βιβλιοθήκην του καὶ μίαν συλλογήν του, πρὶν ἀποθάνῃ, τὰ εἶχε χαρίσει εἰς ἓν Αὐστριακὸν Πανεπιστήμιον.
*
* *
Διωγμένος ἀπὸ τὸ σπίτι πρὸ πολλοῦ ἦτον ὁ μπαρμπα-Πούπης. Τοῦ ἔδιδον κατὰ μῆνα κάτι τι οἱ οἰκεῖοί του, ἀλλὰ δὲν τὸν ἔφθανε διὰ νὰ ζῇ, ἐνίοτε τοῦ ἔστελλον ὅ,τι ἐπερίσσευεν ἐκ τοῦ φαγητοῦ τῆς χθές, κρέατα βοδινά, ψητὰ τοῦ φούρνου, κρύα βραστά, καὶ τὰ τοιαῦτα. Κατόπιν ἠλάττωσαν τὸ χρηματικὸν ἐπίδομα· εἶτα τὸ ἔκοψαν.
Εἰς τὸν Σάλβον, τὸν Ἑβραῖον, μὲ τὸν ὁποῖον τὰ εἶχε καλά, κατ᾿ αὐτὴν τὴν ἐποχήν, ὁ Πούπης, ἔδιδεν ὅ,τι εἶχε διὰ πώλημα, παλαιὰ ἐργαλεῖα, παλαιὰ ἀποφόρια, ἐνδύματα διατηρούμενα ἀκόμη. Διότι ὁ μπαρμπα-Πούπης εἰς τὴν νεότητά του ἦτον «τσελεπὴς»* πολύ, καὶ εἶχε πλουσίαν ἱματιοθήκην. Ὁ Σαλβατῶρος ἐφρόντιζε νὰ τὰ πωλῇ κ᾿ ἔφερεν εἰς τὸν μπαρμπα-Πούπην τὰ χρήματα, τὰ ὁποῖα ἐξεκοκκάλιαζαν καθήμενοι τὸ βράδυ εἰς τὸ καπηλεῖον τοῦ Καρμάνη, καὶ κουτσοπίνοντες, λίαν εὐαρέστως. Ὁ μπάρμπα-Πούπης ἦτον πλήρης εὐτραπελίας γεροντικῆς. Τὸ ρετσινᾶτο κρασὶ τὸ ὠνόμαζε «σαμπάνια». Εἰς τὸ παιδὶ τοῦ καπηλείου ἔλεγε:
― Μωρὲ παιδί, φέρε μας δυὸ σαμπάνιες!… Νὰ μπῇς μέσα στὸ βαρέλι, νὰ μᾶς τὸ διαλέξῃς!…
Μαζὶ ἔτρωγαν, μαζὶ ἔπιναν, μὲ τὸν Σάλβον. Ποτὲ δὲν τὰ εἶχαν τόσον καλά… Αἴφνης ἕνα πρωί, κατὰ Μάρτιον μῆνα, ἐνῷ ἐπλησίαζε τὸ Πάσχα, ἔρχεται ἀπὸ τὴν Κέρκυραν εἴδησις, καὶ τὴν ἀνέγραφον ὅλ᾿ αἱ ἐφημερίδες, ὅτι οἱ ἐκεῖ Ἑβραῖοι ἥρπασαν μικρὰν κορασίδα χριστιανήν, καὶ τὴν ἔσφαξαν· τῆς ἔπιαν τὸ αἷμα!…
Ἅμα ἤκουσεν ὁ μπαρμπα-Πούπης τὴν εἴδησιν, ὅτι εἰς τὴν πατρίδα του (ὅπου εἶχε τριάντα χρόνους νὰ πατήσῃ) συνέβη αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, ἔγεινεν ἀμέσως πῦρ καὶ μανία ἐναντίον τῶν Ἑβραίων. Ὤ! νὰ εἶχεν ἕνα Ἑβραῖον νὰ τὸν πνίξῃ!…
Κατὰ συγκυρίαν, ἐκείνην τὴν στιγμήν, εἰσήρχετο εἰς τὸ καπηλεῖον ὁ Σάλβος… Ἰδοὺ εἷς Ἑβραῖος! Καὶ Ἑβραῖος μάλιστα ἐκ Κερκύρας, ἐκεῖθεν ὅπου οἱ ὁμόθρησκοί του ἔπραξαν τὸ ἀνοσιούργημα…
Ὁ μπαρμπα-Πούπης ἐγείρεται, σφίγγει τὰς πυγμὰς ἀπειλητικῶς, πάλλει ταύτας ἄνω καὶ κάτω κυκλοτερῶς, ὡς πρὸς πυγμαχίαν, καὶ ἐφορμᾷ κατὰ τοῦ Σάλβου.
― Μωρὲ σκυλί!…
Καὶ μπούπ! ἡ μία πυγμὴ κατέπεσεν εἰς τὸν ὦμον τοῦ Ἑβραίου.
Ὁ Σάλβος δὲν ἐπρόλαβε νὰ εἴπῃ: «Τί ἔχεις; τί ἔπαθες;» μόνον εἶπεν ὤχ! καὶ ὠπισθοχώρησεν. Ἡ δευτέρα πυγμὴ τοῦ Πούπη θὰ εὕρισκε παρ᾿ ὀλίγον τὸ στέρνον, ἀλλὰ κατέπεσεν εἰς τὸ κενόν. Ὁ Καρμάνης, ὁ κάπηλος, ὁ Λύσανδρος Παπαδιονύσης, ὅστις ἔτυχε νὰ εἶν᾿ ἐκεῖ, καὶ δύο ἄλλοι, παρενέβησαν, καὶ ἀπεμάκρυναν τὸν Σάλβον, ἔξω τοῦ καπηλείου. Ὁ μπαρμπα-Πούπης ἤθελε νὰ τὸν κυνηγήσῃ εἰς τὸν δρόμον, ἀλλὰ μετὰ κόπου τὸν ἐκράτησαν.
*
* *
Πρὸς τὴν ἑσπέραν τῆς αὐτῆς ἡμέρας, ὁ γέρων Κερκυραῖος αἰσθανόμενος τὴν ἀνάγκην νὰ δικαιολογηθῇ, ἔλεγε πρὸς τοὺς φίλους του:
― Δὲν ἔχουν πίστη, μωρὲ γυιέ μου· σέντσα φέδε*! Μωρέ, αὐτὸ τὸ σκυλί, πόσα δὲ μοῦ εἶχε φάγει, καὶ πῶς μοῦ μπερδεύει τσοὺ λογαριασμούς; Μιὰ μέρα τοῦ ἔδωκα κάτι νὰ πωλήσῃ, ἐνῶ εἶχα παρμένο κάπαρο, καὶ μοῦ χάλασε τσὴ συμφωνίες. Κ᾿ ὕστερα ὁ μουστερὴς ἦρθε καὶ μοῦ γύρευε ἐμένα τὸ κάπαρο ᾽πίσω!… Ὄρσε, ντούγκουε*!…
―Ἐσεῖς τὰ εἴχατε τόσο καλά, ἐτόλμησε νὰ εἴπῃ εἷς τῶν παρεστώτων.
―Ἐγὼ νὰ τὰ ἔχω καλὰ μ᾿ αὐτὸ τὸ σκυλί!… Περ λ᾿ ἀμόρε*!
―Ἐτρώγατε κ᾿ ἐπίνατε μαζύ…
― Αὐτοὶ μᾶς τρώγουν τοὺς κόπους μας, καὶ μᾶς πίνουν τὸ αἷμα… Δὲν ἄκουσες ᾽στσοὺ Κορφοὺς τί ἔκαμαν!
― Καὶ τί φταίει αὐτός;… Αὐτὸς δὲν ἦτον ἐκεῖ, γιὰ νὰ ξεύρῃ τί ἔκαμαν οἱ Ἑβραῖοι!
― Αὐτὸς δὲν ἦτον;… Παντοῦ βρίσκονται αὐτοί, κ᾿ εἰς ὅλα εἶναι μέσα… φτάν᾿ ἡ χάρη τους!
*
* *
Τὴν ἐπαύριον ἦλθεν εἴδησις ὅτι ὁ ὄχλος τῆς Κερκύρας εἶχε παρεκτραπῆ εἰς βιαιοπραγίας κατὰ τῶν Ἑβραίων. Τὴν τρίτην ἡμέραν ἡ ὀχλαγωγία εἶχε φθάσει εἰς βαθμὸν λίαν ἐπίφοβον. Τὴν ἄλλην ἡμέραν αἱ εἰδήσεις ἔλεγον ὅτι ἐνεργεῖται ἀνάκρισις ἰσχυρά. Τὴν ἑπομένην, ὅτι ἐξητάσθη τὸ πτῶμα τῆς σφαγείσης κόρης, καὶ εὑρέθη ὅτι ὅλον τὸ αἷμά της εἶχε ροφηθῆ δι᾿ ἀλλοκότου μεθόδου, δι᾿ ἀπειραρίθμων ἐντομῶν καὶ κοπίδων.
Τὴν ἐπιοῦσαν αἱ εἰδήσεις ἔφερον ὅτι συνελήφθησαν τινές, ὡς ὕποπτοι, ὅτι ἡ ἐξουσία μετὰ μεγάλης δυσκολίας κρατεῖ τὴν τάξιν… Ὕστερον ἤρχισαν ν᾿ ἀναγράφωνται συγκεχυμένα καὶ ἀντιφατικὰ πράγματα… Ὅτι ἡ νεκρὰ κόρη εὑρέθη ἐφθαρμένη, ὅτι ὁ θάνατός της δὲν προῆλθεν ἐκ σφαγῆς, οὔτε εἶχεν ἐκμυζηθῆ τὸ αἷμα της… Τέλος, ὅτι ἡ κόρη δὲν ἦτον χριστιανή, ἀλλ᾿ Ἑβραία…
Τὴν ἰδίαν ἡμέραν, καθ᾿ ἣν ἀνεγράφετο εἰς τὸν τύπον ἡ τελευταία αὕτη πληροφορία, ὁ Λύσανδρος Παπαδιονύσης συναντᾷ τὸν Σάλβον, ὅστις ἐφοβεῖτο πλέον νὰ συχνάζῃ εἰς τὸ καπηλεῖον τοῦ Καρμάνη ―ἐπειδὴ ὁ μπαρμπα-Πούπης θὰ ἔσφιγγε πάλιν τοὺς γρόνθους, ἂν τὸν ἔβλεπε―· τὸν συνήντησεν εἰς ἓν μικρὸν καφενεῖον εἰς τὸ ἄκρον τῆς αὐτῆς ὁδοῦ. Ὁ Σάλβος, ὅστις ἐκάθητο ἐκεῖ, εἶδε τὸν Λύσανδρον διερχόμενον, ἐσηκώθη, καὶ τὸν ἔκραξε.
― Τί γίνεσαι, βρὲ ψυχή;
Ὁ Σάλβος ἀπήντησε μὲ τὴν ἔννοιαν, ὄχι ὅτι ἐφοβεῖτο, ἀλλὰ νά, διὰ νὰ μὴ δίδῃ ἀφορμὴν καὶ γίνεται σκάνδαλον, καὶ θόρυβος, δίδει τόπον τῇ ὀργῇ, καὶ διὰ τοῦτο δὲν ἐξαναφάνη αὐτὰς τὰς ἡμέρας εἰς τοῦ Καρμάνη. Ὁ Λύσανδρος τὸν ἐκοίταξε καλὰ-καλά. Τοῦ ἐφάνη ὅτι τὸ πρόσωπον τοῦ Ἰσραηλίτου ἔφερε διπλῆν ἔκφρασιν, εἶχε δύο ὄψεις σχεδὸν μαχομένας πρὸς ἀλλήλας. Ἐφαίνετο καὶ εὐχαριστημένος καὶ λυπημένος. Τὰ ὄμματά του συννεφῆ ὑπὸ τὰς ὀφρῦς καὶ περὶ τὰ βλέφαρα, εἶχον ὑγρόν τι καὶ συννεφῶδες, ἐνῶ τὸ στόμα του σχεδὸν ἐμειδία μετὰ πρᾳότητος.
Ὁ Σάλβος ἤρχισε νὰ τοῦ λέγῃ·
― Εἶδες;… τί σοῦ ἔλεγα ἐγώ;… Δὲν σοῦ εἶχα εἰπεῖ ἄλλοτε ὅτι οἱ Ἑβραῖοι δὲν τὸ κάμνουν αὐτό, ποὺ τοὺς κατηγοροῦν… θυμᾶσαι τί σοῦ διηγούμην;
Ὁ Λύσανδρος ἔμεινε σύννους, προσπαθῶν ν᾿ ἀναπολήσῃ.
― Δὲν σοῦ ἔλεγα ὅτι ἡ μητέρα μου μιὰ φορά, ηὗρε ἕνα παιδὶ χριστιανόπαιδο, πεταμένο στὸ δρόμο;…
― Ποῦ;
― Στὴν Κέρκυρα.
―Ἔ;
― Καὶ ἀμέσως τὸ ἐπῆρε, καὶ τὸ παρέδωκε στὴ δημαρχία γιὰ νὰ τὸ στείλουν στὸ βρεφοκομεῖο, ἢ νὰ τὸ δώσουν σὲ παραμάννα;… Ἂν ἦτον ἀλήθεια αὐτὸ ποὺ τοὺς κατηγοροῦν, τοὺς Ἑβραίους, ἡ μητέρα μου δὲν θὰ παρέδιδε τὸ παιδὶ ἐκεῖνο στὴ δημαρχία, ἀλλὰ…
Ὁ Λύσανδρος ἐνθυμήθη τότε ὅτι, πρὸ πολλοῦ καιροῦ, ἴσως πρὸ δύο ἐτῶν ἢ τριῶν, εἶχε γίνει πράγματι ἡ ὁμιλία αὐτὴ μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ Σάλβου. Ἀλλ᾿ ἐνθυμήθη ἐπίσης καὶ ποίαν ἀπάντησιν εἶχε δώσει τότε αὐτὸς εἰς τὸν Σάλβον. Εἶχεν ἀποκριθῆ ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι τεκμήριον, καὶ τοῦ εἶχεν ἀναπτύξει πῶς δὲν εἶναι.
― Τί θὰ πῇ; εἶχεν ἐρωτήσει ὁ Σάββας.
― Τεκμήριον θὰ πῇ, δὲν εἶναι βεβαία καὶ ἀσφαλὴς ἀπόδειξις, ποὺ νὰ μὴν ἀφήνῃ ἀμφιβολίαν… Διότι μένουν πολλὰ τὰ κενά, καὶ ἐνδοιασμοί, καὶ ἀντιρρήσεις.
― Ντούγκουε*, +++· δὲν καταλαβαίνω…
― Nά, διὰ νὰ καταλάβῃς· δὲν ἀμφιβάλλω ὅτι ἡ μητέρα σου εὗρεν ἕνα χριστιανόπαιδο πεταμένο, κ᾿ ἔσπευσε νὰ τὸ παραδώσῃ εἰς τὴν δημαρχίαν· καὶ εἶναι πολὺ ἀξιέπαινος, διότι τὸ ἔκαμε… Πλὴν αὐτὸ τὸ ἔθιμον τῆς σφαγῆς χριστιανοπαίδων παρ᾿ Ἑβραίοις, ἂν ἀληθεύῃ ―ἐγώ, ὅπως σοῦ εἶπα δὲν πιστεύω ποτὲ ν᾿ ἀληθεύη, καὶ τοῦτο χάριν αὐτοῦ τοῦ ἀνθρωπισμοῦ― ἂν ἠλήθευε, θέλω νὰ εἴπω, πρῶτον δὲν ἔπρεπε νὰ τὸ γνωρίζῃ πῶς γίνεται καὶ πότε γίνεται ὅλος ὁ Ἑβραϊκὸς λαός, ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδία, δεύτερον, ἂν ἐγίνετο, θὰ ἐγίνετο, ὅπως λέγει ἡ πρόληψις ἢ ἡ φήμη, ἢ τέλος πάντων ὁ θρῦλος, ὁ μῦθος αὐτός, περὶ τὰς ἡμέρας τοῦ Πάσχα, καὶ τοῦτο, κατ᾿ ἐντολήν, καὶ διὰ κλήρου, ἢ ὅπως ἄλλως· καὶ προσέτι, ὄχι συχνά, ἀλλ᾿ εἰς τακτὰς ἐποχάς· καί, ἐν οὐδεμιᾷ περιπτώσει, μία Ἑβραία ἥτις θὰ εὕρισκε ἕνα χριστιανόπαιδον ἐκτεθειμένον εἰς τὸν δρόμον καὶ θὰ τὸ παρέδιδεν εἰς τὰς ἀρχὰς τῆς χριστιανικῆς κοινότητος, θ᾿ ἀπετέλει, τὸ γεγονὸς αὐτό, βεβαίαν ἀπόδειξιν· ἠδύνατο μάλιστα νὰ εἶναι ἁπλῶς «στάκτη στὰ μάτια». Θὰ εἴπῃς ὅτι ὑπάρχει ἄρα κακοβουλία ἐκ μέρους τινός, ὅστις θ᾿ ἀνέλυεν οὕτω τὸ πρᾶγμα. Δυστυχῶς ἡ φήμη αὕτη, ὁ θρῦλος ἢ λαϊκὴ πίστις αὐτή, ὑπάρχει, μεταδιδομένη ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεὰν μεταξὺ τῶν χριστιανικῶν πληθυσμῶν, καὶ ὁ ἐπιχειρῶν ἢ ἀναλύων ἢ ὁ συλλογιζόμενος οὕτω καὶ ζητῶν βεβαίαν ἀπόδειξιν, εὑρίσκεται εἰς τὴν δυσχερῆ ταύτην θέσιν, ἀκριβῶς διότι εἶναι ἀμερόληπτος· καθότι, ὅπως εἶπα, ὁ θρῦλος ὑπάρχει, δὲν τὸν ἔπλασα ἐγὼ οὔτε σὺ ἢ ἄλλος. Καὶ εὑρίσκεται εἰς τὴν δυσχερῆ ταύτην θέσιν ἀκριβῶς διότι ἐπιθυμεῖ νὰ εὕρῃ βεβαίαν ἀπόδειξιν, νὰ πεισθῇ ὅτι τὸ πρᾶγμα αὐτὸ εἶναι μῦθος. Πρὸς τὸ παρόν, ὅπως ἔχουσι τὰ πράγματα, μόνον ****.
― Δι᾿ αὐτὸ σοῦ ἐπαναλαμβάνω ὅτι τὸ ἀνόσιον αὐτὸ ἔθιμον, τὸ ἀποδιδόμενον εἰς τοὺς Ἑβραίους, εἶναι μῦθος ― καὶ εἴθε νὰ εἶναι μῦθος. Λοιπόν…
― Λοιπόν; εἶπε καὶ ὁ Λύσανδρος.
― Λοιπόν, ἐπανέλαβεν ὁ Ἰσραηλίτης, τί σοῦ ἔλεγα… Ὄχι μόνον αὐτὴ ἡ μικρὴ κόρη, τὴν ὁποίαν ηὗραν σκοτωμένην εἰς τὴν Κέρκυραν δὲν εἶχε σφαγῆ ἀπὸ Ἑβραίους διὰ νὰ τῆς πάρουν τὸ αἷμα, ἀλλὰ αὐτὴ ἡ κόρη δὲν ἦτον χριστιανή.
―Ἀλλὰ τί ἦτον; ὑπέλαβεν ὁ Λύσανδρος· ἀληθεύει λοιπὸν ὅτι ἦτον Ἑβραιοπούλα;
― Ναί, ἦτον Ἑβραιοπούλα, καὶ τὴν εἶχαν σκοτώσει χριστιανοί, ἀπήντησε μετὰ πάθους ὁ Σάλβος, ὄχι διὰ χριστιανικοὺς σκοποὺς βέβαια, προσέθηκε μὲ πικρὰν ἔκφρασιν.
― Τί θέλεις νὰ πῇς;
― Ναί, ἦτον ἡ Ρουμπίνα, ἡ ἀνηψιά μου, τὸ πουλάκι μου, εἶπεν αἴφνης ὁ Σάλβος… τὴν εἶχαν βιάσει καὶ τὴν ἐσκότωσαν, ποὺ νὰ κρεμασθοῦν ἀνάποδα!…
*
* *
Καὶ ἡ φωνή του ἐπνίγη ἀπὸ τὰ δάκρυά του, ἔβγαλε τὸ μανδῆλι ἀπὸ τὴν τσέπην του, καὶ ἤρχισε νὰ σπογγίζῃ τὰς παρειάς του. Ὁ Λύσανδρος ἐστάθη ἐπί τινα δευτερόλεπτα, ἐν ἄκρᾳ ἀπορίᾳ καὶ ἀμηχανίᾳ. Δὲν ἤξευρε τί νὰ σκεφθῇ. Καὶ ἐν ἀκαρεῖ, πλεῖσται ἀντιφατικαὶ ἰδέαι, ἀσυνάρτητοι, συγκρουόμεναι, μαχόμεναι πρὸς ἀλλήλας, συνέρρευσαν εἰς τὸν ἐγκέφαλόν του.
«Τί νὰ πιστεύσῃ κανείς; Προχθὲς ἀκόμη ἦτον Ρωμῃοπούλα, σφαγεῖσα καὶ αἱμορροφηθεῖσα ἀπὸ Ἑβραίους, καὶ σήμερον εἶναι Ἑβραιοπούλα, βιασθεῖσα καὶ φονευθεῖσα ἀπὸ Ρωμῃούς… Πῶς τόση τύφλωσις!… Πόθεν τόση ἀντίφασις;… Ἀπὸ κακίαν ἐπιστεύθη τὸ πρῶτον, ἢ ἀπὸ κακὴν ἐπίδρασιν ἀπεδείχθη τὸ δεύτερον; Ἡ ἀνάκρισις φωτίζει τὰ σκοτεινά, ἢ σκοτίζει τὰ φωτεινά;… Οἱ Ἑβραῖοι προσκυνοῦν τὸν Ἰεχωβὰ καὶ τὸν Χρυσοῦν Μόσχον, ἢ οἱ Χριστιανοὶ δουλεύουν Θεὸν καὶ Μαμωνᾶν; Τί νὰ εἶναι;.. Τί νὰ συμβαίνῃ;… Δὲν ἐδόθη εἰς τοὺς ἀμυήτους νὰ τὰ γνωρίζουν αὐτά… Ποτὲ δὲν θὰ μάθωμεν τὴν ἀλήθειαν.»
Ἐντοσούτῳ τὰ δάκρυα τοῦ Σάλβου ἦσαν δάκρυα. Δὲν ἠδύνατο νὰ εἴπῃ τις ἂν ἦσαν φώκης ἢ κροκοδείλου, πλὴν ὁπωσδήποτε ἦσαν δάκρυα. Ὁ Λύσανδρος ἐστάθη, τὸν ἐκοίταξε καὶ πάλιν ἐν συμπεράσματι καθ᾿ ἑαυτὸν εἶπε:
«Μήπως οἱ Ἑβραῖοι δὲν εἶναι ἄνθρωποι; Ἰδοὺ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς κλαίει… Βεβαίως, πρέπει νὰ ὑπῆρξε κακὴ
(Ἀνολοκλήρωτο)
(1912)



* Μεγάλο μέρος τοῦ διηγήματος ―ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὣς τὴ φράση «εἶχε γλεντίσει κόσμον ἐκεῖ» ― παρουσιάζει σημαντικὲς ἀποκλίσεις ἀπὸ τὸ ἀντίστοιχο κείμενο τῆς ἔκδοσης Δόμου. Γιὰ τὴ διαφορὰ αὐτὴ δὲς τὸ μελέτημα Λ. Τριανταφυλλοπούλου - Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλου «“Ὁ Ἀντίκτυπος τοῦ νοῦ”. Συμβολὴ στὴ μελέτη τῆς παράδοσης τοῦ παπαδιαμαντικοῦ κειμένου», Νέα Ἑστία, τεῦχ. 1744, Ἀπρίλιος 2002.

Δεν υπάρχουν σχόλια: