Εκ της τέφρας αναγεννάται
Τι κάνει τελικά τον «Φοίνικα» να είναι ίσως το καλύτερο μυθιστόρημα του Χρήστου Χωμενίδη; Η πλοκή του; Η μυθοπλαστική εκδοχή του ζεύγους Εύας Πάλμερ και Αγγελου Σικελιανού; Και, μέσω αυτών, η ιστορία του τόπου μας από την ήττα του 1897 έως την καταστροφή της Σμύρνης; Η ανάδειξη της άγνωστης για τους περισσότερους αναγνώστες «φάρας» των «Αρβανιτών» με έδρα την Ελευσίνα; Ολα αυτά και άλλα τόσα. Όμως εκείνο που με κάνει να θεωρώ κορυφαίο αυτό το μυθιστόρημα του προικισμένου πεζογράφου είναι η αληθινά οιστρηλατημένη γραφή του. Που σαν τον φοίνικα, το μυθολογικό πουλί, αναγεννάται από τις στάχτες της στο τέλος κάθε ενότητας του βιβλίου.
Έχοντας διαβάσει το σύνολο των έργων του -από το πρώτο, «Το σοφό παιδί» (1993), έως το τελευταίο «Νεαρό άσπρο ελάφι» (2016)- νομίζω ότι ο γεννημένος αυτός «παραμυθάς» έχει ξεφύγει πολύ μακριά από τον πρώτο χαρακτηρισμό που του έδωσαν, «νέος Καραγάτσης» της πεζογραφίας μας. Τώρα πια δικαιούται έναν άλλο χαρακτηρισμό. Εχει τη δική του αναγνωρίσιμη γραφή, που δεν έχει καμία σχέση με τη γραφή του προπάτορα συγγραφέα της «Μεγάλης χίμαιρας». Τώρα πια το «φαντεζίστ» μυθοπλαστικό ταλέντο του έχει ένα όνομα «χωμενιδικό» – κατά το «καραγατσικό», που του είχαν προσδώσει στο ξεκίνημά του.
Ωστόσο, ο «Φοίνικας», ως γραφή, πρώτη φορά στα βιβλία του αποκτά μια νέα ιδιότητα. Ολο το κείμενο διαβάζεται στον «ενδεκασύλλαβο» της ποίησης. Είναι τόσο πηγαίο και συνταιριασμένο σε ένα μουσικό κλειδί που, αν αφεθεί ο αναγνώστης στη γοητεία του και παραδώσει τα όπλα, θα το χαρεί σαν να διαβάζει ποιητικό έπος, ενώ είναι κατεξοχήν καθαρό μυθιστόρημα (μύθος + ιστορία της νεότερης Ελλάδας την 60ετία 1866-1926). Στο οιστρηλατημένο, όπως το χαρακτήρισα στην αρχή, γράψιμό του οι λέξεις είναι έτσι δεμένες μεταξύ τους -και αντιστοιχούν στη γλώσσα της εποχής- ώστε -κάτι που δεν μου είχε συμβεί ποτέ πριν- παρασύρθηκα από την κρυφή ενορχήστρωσή τους.
Και όλα αυτά τα επισημαίνω γιατί θέλω να αποφύγω το ερώτημα σε ποιο ποσοστό αυτά που μας περιγράφει αντιστοιχούν στα πραγματικά πρόσωπα των δύο πρωταγωνιστών: Εύα Πάλμερ και Αγγελος Σικελιανός – στο βιβλίο Ηβη Σπρίνγκφιλντ και Πάρης Κερκινός. Δεν με ενδιαφέρει. Πρώτη φορά δεν με ενδιαφέρει να ψάξω, να ρωτήσω, να βρω τι είναι αλήθεια και τι συγγραφικό εύρημα. Ολα καταξιώνονται από τον Ποιητή (με κεφαλαίο). Και ο Κερκινός μόνο ως μονοδιάστατος ποιητής παρουσιάζεται, σαν ένας αρχαίος ραψωδός. Αντιδρά στον πόλεμο, στον έρωτα, στο πάθος και στη Μικρασιατική Καταστροφή στις Δελφικές Γιορτές που οργανώνει με την πλούσια Αμερικάνα σύζυγό του και ζει ως επίγειος οραματιστής στον ουρανό του. Απρόβλεπτος, αυθόρμητος, πέραν του Καλού και του Κακού, είναι η ενσάρκωση μιας αρσενικής Πυθίας.
Να πώς αφηγείται τη ζωή του σε μια φοιτητική σύναξη σε μια ταβέρνα της Πλάκας το 1923: «Τι τους είπε εκείνο το πολύ ζεστό βράδυ; Τους διηγήθηκε ουσιαστικά τη ζωή του. Ξετύλιξε τις πρώτες του αναμνήσεις από τα βοσκοτόπια της Πάρνηθας, συνέχισε με το σύντομο πέρασμά του από το σανίδι της “Νέας Σκηνής” του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, περιέγραψε τον κεραυνοβόλο έρωτά του με την Ηβη Σπρίνγκφιλντ, το ταξίδι τους στην Αμερική, τη δημιουργική του αφύπνιση στην όχθη μιας λίμνης στα σύνορα του Καναδά… Ιστόρησε -με ύφος σκωπτικό, αυτοσαρκαστικό- τη μελοποίηση των στίχων του από τον πιανίστα κουνιάδο του και την πανωλεθρία του ρεσιτάλ στο Κόνι Αϊλαντ. Την επιστροφή του στην Αθήνα το 1911 και τη θριαμβική πρώτη -και τελευταία προσώρας- δημόσια απαγγελία του. Πώς με το ξέσπασμα του Βαλκανικού Πολέμου βρέθηκε στο μέτωπο. Πώς πήρε θέση κατά τον Εθνικό Διχασμό: “Παραδόθηκα χωρίς δεύτερη σκέψη στη γοητεία του Ιώνος Δραγούμη – εάν τον γνωρίζατε προσωπικά, θα σας μάγευε κι εσάς…”. Πώς αποσύρθηκε στην Ελευσίνα: “Από μιαν ηλικία κι έπειτα, ο άνθρωπος δεν έχει ανάγκη παρά ένα στρώμα και μια τάβλα…”.
“Και η μοναξιά;” ρώτησε μια ξανθούλα, ηδυπαθώς γλείφοντας το κραγιόν της. “Ειλικρινά δεν ξέρω, δεσποινίς, τι σημαίνει η λέξη που αναφέρατε. Βρίσκω την απουσία των άλλων ευεργετική. Μέσα στη σιωπή αφουγκράζομαι τους χυμούς να φουσκώνουν στα κλαριά των δέντρων. Εχετε ιδέα πόσο πονάει ένα λουλούδι όταν ανοίγει για πρώτη φορά τα πέταλά του;”».
Και η τελευταία φράση του βιβλίου, που τη λέει ένας άλλος ποιητής (ο Καρυωτάκης); «Είναι ο Φοίνικας! Θαύμασε. Όχι το δέντρο. Το πουλί. Που αιώνια καίγεται από την ίδια τη φωτιά του. Και αιώνια ξαναγεννιέται από τη στάχτη του».
Δημοσιεύτηκε στο ένθετο «Τέχνη» στο φύλλο 53 της «Νέας Σελίδας» την Κυριακή 10/6
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου