ΕΛΕΝΗ Ή Ο ΚΑΝΕΝΑΣ
Το βιβλίο της Ρέας Γαλανάκη «Ελένη ή ο Κανένας» βασίζεται στην
περιπετειώδη ζωή της ζωγράφου Ελένης Μπούκουρα-Αλταμούρα, που γεννήθηκε
το 1821 στις Σπέτσες και πέθανε στον ίδιο τόπο το 1900.
Η
πρωτοκόρη και αγαπημένη του πατέρα της Γιάννη Μπούκουρα, η Ελένη,
γεννήθηκε τη χρονιά της επανάστασης. «Του έμοιαζε μάλιστα πολύ. Όχι τόσο
στην όψη, όσο στην περηφάνια και την αποκοτιά». Αυτός ο αγράμματος μα
ευαίσθητος Αρβανίτης αγωνιστής του 1821 υπήρξε ο βασικός εμψυχωτής της.
Είχε βέβαια καλλιτεχνική ψυχή και εκτός του ότι «δημιούργησε» την Ελένη,
με την πεισματική του επιμονή, έκτισε και το πρώτο θέατρο στην Αθήνα,
το θέατρο «Μπούκουρα».
Τα ταραγμένα χρόνια του ξεσηκωμού, όπου μεγάλωσε αυτή η κόρη, εξηγούσαν,
κατά τον κύρη της, τη μανία της να ζωγραφίζει. Επιπλέον, η μεγάλη και
συλλογική επανάσταση του 1821 επηρέασε την Ελένη κι αλλιώς : Θα έκανε κι
αυτή πολλές μικρές , ατομικές επαναστάσεις, ανατρέποντας προαιώνια ήθη
και διαταράσσοντας κατεστημένες νοοτροπίες. Άλλωστε «εκείνα τα τρομερά
χρόνια ανέσυραν από τον καθένα, μικρό ή μεγάλο, κάτι παραπάνω από αυτό
που σε κανονικές συνθήκες έδειχνε πως ήταν». Αυτά τα δύσκολα χρόνια αλλά
και τα παραμύθια που άκουγε η Ελένη από τις γυναίκες των ψαράδων για τα
βάσανα και τις ανδραγαθίες της Μεγάλης τους Κυράς, της Λασκαρίνας
Μπουμπουλίνας, την έκαναν να πλάθει με το νου της τις εικόνες.
Στη συνέχεια, η απόφαση του καπετάν Γιάννη να μετοικήσει με όλη του τη
φαμίλια στην Αθήνα, που μόλις είχε ανακηρυχτεί πρωτεύουσα, άλλαξε τη ζωή
της. Μέσα στο καράβι, που θα την οδηγούσε εκεί, η Ελένη είδε τον εαυτό
της μέσα στο πλήθος που αποχαιρετούσε το καράβι. Δεν κατάλαβε τότε αν τη
χαιρετούσε ή της παράγγελνε κάτι. Σκέφτηκε, όμως, πως «όποιος μπορεί να
ζωγραφίζει, ενδέχεται να βλέπει και τον εαυτό του απέναντί του, άρα δεν
έπρεπε να ξαναφοβηθεί ούτε την όραση ούτε τα οράματά της».
Στο αθηναϊκό σπίτι στην Πλάκα, ήρθαν μοδίστρες και έραψαν στολές για την
Ελένη και τις δύο αδερφές της, προκειμένου να φοιτήσουν στο
Παρθεναγωγείο. Στα διαλείμματα, η ομοιομορφία της στολής έσπρωχνε την
Ελένη να ανακαλύπτει τις διαφορές των κοριτσιών ανάμεσά τους,
σπουδάζοντας το πρόσωπο και τις κινήσεις της καθεμιάς, για να τις
ζωγραφίσει. Έφτασε μάλιστα κάποια στιγμή στην τιμωρία, αφού το πάθος της
για τη ζωγραφική θεωρήθηκε παρέκκλιση και δεν είχε καμιά σχέση με τη
διδασκαλία του διακοσμητικού σχεδίου και με την υποταγή, που απαιτούσαν
τα χειροτεχνήματα των κοριτσιών, που προορίζονταν για κυρίες της Αυλής ή
σύζυγοι πλούσιων αστών.
«Τότε αποφάσισε ότι θα γίνει οπωσδήποτε ζωγράφος, ακόμη κι αν αυτό
σήμαινε να μείνει διά βίου διαφορετική από τα συνομήλικα κορίτσια και
από τις γυναίκες του σογιού της».
Αξημέρωτα κατέβαινε κρυφά στην κουζίνα και στους έρημους διαδρόμους του
σχολείου και έκλεβε τα απομεινάρια από τα κεριά και τα σπερματσέτα, που
είχαν ανάψει σ΄ αυτούς τους κοινόχρηστους χώρους. Κι αργά τη νύχτα,
όταν όλα τα κορίτσια παραδίνονταν στην εφηβεία των ονείρων τους, η Ελένη
άναβε τα απομεινάρια των κλεμμένων κεριών και σπερματσέτων, για να
μπορεί να ζωγραφίζει στα κρυφά.
Η
λειτουργία του Σχολείου των Τεχνών στην Αθήνα συνέπεσε με τον ερχομό
στην πρωτεύουσα του Ραφαέλο Τσέκολι, ζωγράφου, αρχαιολόγου και γιατρού. Ο
διωγμός του από το Βασίλειο των Δύο Σικελιών, σε συνδυασμό με τη
φυματίωση της μοναδικής του θυγατέρας, τον προώθησε προς κλίματα πιο
νότια και ξηρότερα. Ο Ιωάννης Μπούκουρας βρήκε εύκολα τον Ιταλό ζωγράφο
και του ζήτησε να κάνει μαθήματα ζωγραφικής στην κόρη του Ελένη.
Άλλωστε, ο παλιός καπετάνιος είχε καταλάβει πως «η αγάπη που είχε η
Ελένη στη ζωγραφική έμοιαζε με το δικό του πάθος για τα θαλασσινά
ταξίδια». Κι ακόμα «ήταν κάτι που δεν τιμωρείται, αφού δεν είχε
αμαρτία».
Έτσι η Ελένη άρχισε με τον Ραφαέλο Τσέκολι μαθήματα ζωγραφικής. Τα
μαθήματά τους κράτησαν αρκετά χρόνια. «Η Ελένη άρχισε να αντιλαμβάνεται
τον πίνακα σαν μια οργάνωση ζωής, ένα δίχτυ αναφορών κι αισθημάτων, όπου
πιανόταν η ανθρώπινη ψυχή. ,όχι για να φυλακιστεί, μα αντίθετα για να
πετάξει από κει ελεύθερη από τα δεσμά της ύλης και του μετρημένου
χρόνου». Ο δάσκαλός της μάλιστα πίστευε πως «το πάθος της για τη
ζωγραφική, μολονότι απαγορευμένο στις γυναίκες, δεν έπρεπε να μαραζώσει,
μα να καλλιεργηθεί και να καρποφορήσει. Σαν να ήταν άντρας?.».
Κι όταν ο Τσέκολι άρχισε να διδάσκει ελαιογραφία στο Σχολείο των Τεχνών
με μισθό, υποσχέθηκε στην Ελένη να της μαθαίνει ακριβώς όσα θα δίδασκε
στους σπουδαστές του, αφού δεν επιτρεπόταν στις γυναίκες να
παρακολουθούν τα μαθήματα. Να της προσφέρει όμως μια γνώση περίκλειστη
και μελαγχολική, αφού χωρίς τα απαραίτητα χαρτιά θα έμενε για πάντα μη
ανταγωνιστική, φυλακισμένη στους τέσσερις τοίχους ενός σπιτιού.
Τον επόμενο χρόνο ο Ιωάννης Μπούκουρας με το κεφάλαιο από την εκποίηση
του ιστιοφόρου του «Θαλάσσιος Ίππος» αγόρασε το πρώτο λιθόκτιστο θέατρο
της Αθήνας, το «Θέατρο των Αθηνών» για τις εφημερίδες, αλλά «Θέατρο
Μπούκουρα» για τον κόσμο. Η Ελένη ενθουσιάστηκε με την ιδέα του πατέρα
της. Έμαθε εκεί τη σημασία της μίμησης ? γνώση που στάθηκε καθοριστική
για τη ζωή της. Όμως η ζωγραφική την τραβούσε πιο πολύ από το θέατρο,
πλην όμως περιοριζόταν από το γεγονός πως ήτανε γυναίκα.
Έτσι η Ελένη πήρε με τον πατέρα της το καράβι, για να ταξιδέψει από τον
Πειραιά στη Νάπολη, με σκοπό να σπουδάσει ζωγραφική. Η καπετάνισσα
Μαρία, η μάνα της, δέχτηκε τότε πολύ φαρμάκι από την αλαφροΐσκιωτη πρώτη
της θυγατέρα. Ο ξενιτεμός της απομάκρυνε την πιθανότητα του γάμου, που
τότε θεωρούνταν η φυσιολογική εξέλιξη στη ζωή κάθε γυναίκας, που
βρισκόταν στην ηλικία της. Αποχαιρετώντας την η Ελένη μέσα από το καράβι
έβλεπε τα ρούχα της να ξεμακραίνουν και αποχαιρετούσε μαζί όλες εκείνες
τις κοινωνικές συμβάσεις και παραδοσιακές αξίες, που η ίδια δεν ήθελε
να τηρήσει. Ο καπετάν Γιάννης από την άλλη «πίστευε ότι το κράμα του
αρβανίτικου αίματος και της ελληνικής ιδέας» θα αποτελούσαν το πιο
σίγουρο φυλαχτό για την Ελένη.
Βγαίνοντας όμως από τη Νάπολη, για να πάει στη Ρώμη έπρεπε να
μεταμφιεστεί. Μια αλλαγή της πολιτικής κατάστασης στην Ιταλία κατά τη
διάρκεια του ταξιδιού της επέβαλε αυτή τη μεταμφίεση, για λόγους
ασφαλείας. Ο καπετάν Γιάννης την εγκατέστησε στη Ρώμη και επέστρεψε στην
θεατρική επιχείρηση στην Αθήνα. Έδειξε έτσι απόλυτη κατανόηση στις
επιλογές της κόρης του - όσο τολμηρές κι αν ήταν αυτές - και μάλιστα σε
μια ιδιαίτερα δύσκολη εποχή. Και την πρώτη ρωμαϊκή της νύχτα επισκέφτηκε
την Ελένη στο όνειρό της η Μεγάλη Κυρά, η Λασκαρίνα. Και τη συμβούλεψε
«να συνεχίσει να ντύνεται σαν άντρας, γιατί έτσι θα μάθει τα διπλάσια κι
από τους άντρες κι από τις γυναίκες».
Το επόμενο πρωί, ανήσυχη με το όνειρο της περασμένης νύχτας, είδε σ΄
αυτό ένα προφητικό σημάδι. Εξάλλου θα έδινε σύντομα εξετάσεις στη Σχολή
των Ναζαρηνών ζωγράφων. Καθώς στο μοναστήρι δεν έκαναν δεκτές για τη
ζωγραφική γυναίκες ? πράγμα που είχε αποκρύψει από τον πατέρα της ? το
αποφάσισε. Γέννησε, λοιπόν, η Ελένη εκείνο το πρωί τον εαυτό της ως
Κανένα. Θα ζούσε εφεξής ως Κανένας. Έγινε δεκτή σε μια από τις ανώτερες
τάξεις. Και μέσα στο μοναστήρι και στην πόλη απέφευγε τις συναναστροφές,
μήπως αθέλητά της προδοθεί. Ήταν πια «ένας μοναχικός, συνεσταλμένος,
μάλλον άσχημος και ανήσυχος άντρας, βυθισμένος στην προοπτική των δίχως
όρια ταξιδιών και των περιπλανήσεων, που θα του επέτρεπαν η αμφίεση και
οι σπουδές του».
Έφερνε όμως στο μυαλό της και την αλλοτινή Ελένη, που έκλεβε τα αποκέρια
στο σχολείο, για να ζωγραφίζει στο σκοτάδι. Αναρωτιόταν συχνά ποια θα
ήταν τώρα η τιμωρία της, μιας και η παραβίασή της ήταν βέβαια πιο
σοβαρή. Η απελπισία την κυρίευε αραιά και πού, αφού με πονηριά και
ψέματα κέρδιζε την απαγορευμένη γνώση. Τελειώνοντας τη σχολή των
Ναζαρηνών εξακολούθησε να φορά κοστούμια, για να ζει μόνη και να
ταξιδεύει με ασφάλεια. Η Ελένη είχε μάθει να γίνεται αόρατη. Μόλις
περνούσε «το μαγικό δαχτυλίδι των αντρίκειων ρούχων, την αντικαθιστούσε
αμέσως η εικόνα ενός νέου άντρα, ονομαζόμενου Κανένας». Απελευθερώθηκε
σταδιακά μετά τη μετακίνησή της από την κλειστή κοινωνία των Σπετσών
στην αθηναϊκή κοινωνία και έπειτα σε μια ξένη χώρα. Απολάμβανε πια την
ελευθερία του ξένου, του ξεριζωμένου.
Κι ύστερα, μια πολιτεία της ενδοχώρας, στάθηκε μοιραία για την Ελένη. Η
Φλωρεντία. Κι ο έρωτας για το ζωγράφο Σαβέριο Αλταμούρα. «Πρώτη φορά,
μετά από πολλά χρόνια, η εντός της Ελένη εξεγέρθηκε εναντίον του Κανένα,
όπως πάντα εξεγείρεται η ζωή εναντίον του θανάτου. Αν νικούσε η Ελένη,
θα έχανε όλα τα προνόμια που της υποσχόταν ο Κανένας. Αν νικούσε ο
Κανένας, τότε η Ελένη θα έχανε για πάντα την ψυχή της»
Αποφάσισε, λοιπόν, να ενώσει τη ζωή της με τη δύναμη αυτού του ανέμου,
του Σαβέριο Αλταμούρα. Ο άνεμός του «την εσήκωσε σε δυνατή και τρυφερή
αγκάλη και την ταξίδεψε για λίγο στους εφτά ουρανούς». Εκεί γεννήθηκαν
τα δύο πρώτα της παιδιά, ο Ιωάννης και η Σοφία. Αναγκάστηκε, μάλιστα, να
ασπαστεί τον καθολικισμό, για να στεφανωθεί το Σαβέριο, προδίδοντας την
παμπάλαιη γονεϊκή της πίστη. Κι ύστερα ήρθε ο δεύτερος γιος, ο
Αλέξανδρος.
Κι όταν μετά από κάποια χρόνια την εγκατέλειψε ο Σαβέριο, για να φύγει
με την Αγγλίδα φίλη της και ζωγράφο Τζέιν Χέι, η Ελένη κίνησε με το
πλοίο της επιστροφής για την Ελλάδα. Τον Ιωάννη και τη Σοφία άλλωστε
ανέτρεφαν οι γονείς της στην πατρίδα. Τον Αλέξανδρο, βρέφος ακόμα, τον
πήρε μαζί του ο Σαβέριο. Και στο ταξίδι αυτό η Ελένη επέλεξε να ενδυθεί
τα αττικά της φορέματα, αφήνοντας πίσω της για πάντα το αντρικό κοστούμι
του Κανένα.
Στην Αθήνα άρχισε να εργάζεται, ντυμένη στα γυναικεία μακριά φορέματα,
στα γυναικεία μαλλιά. Έπρεπε να αποδείξει την αξία των γραμμάτων και για
τις γυναίκες, δικαιολογώντας έτσι τη μεταμόρφωσή της σε άντρα, για να
μορφωθεί. Από τη μαυρίλα της μελαγχολίας, που την επισκεπτόταν συχνά,
την ελευθέρωναν τα δυο μικρά παιδιά της. Ο Ιωάννης, μάλιστα, από πολύ
μικρός μαθήτευε κοντά της στη ζωγραφική. Και η Ελένη τα άφηνε να
πιστεύουν πως κάποια μέρα ο πατέρας τους θα ερχότανε να τα αγκαλιάσει
φέρνοντας δώρο τον μικρό Αλέξανδρο.
Μόλις, όμως η αρρώστια χτύπησε την κόρη της, τη Σοφία, στα 18 της
χρόνια, η Ελένη την έφερε στο σπίτι του νησιού, στις Σπέτσες. Και σαν
ήρθε η ώρα της για το τελευταίο ταξίδι, η Ελένη τη ζωγράφισε στην
αγκαλιά του αγγέλου. Κι ένιωσε τότε πω « η μοίρα την εκδικήθηκε, γιατί
προσπάθησε να δραπετεύσει από την προκαθορισμένη επανάληψή της. Να
δραπετεύσει προς την ελευθερία της δικής της φύσης».
Και το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς που έφυγε η Σοφία, έφυγε και ο
Ιωάννης, για να συνεχίσει τις ζωγραφικές του σπουδές στην Ακαδημία της
Κοπεγχάγης. Και ο αποχαιρετισμός αυτός πόνεσε την Ελένη. Όμως δεν έπρεπε
να αρνηθεί στο γιο της την περιπλάνηση στη γνώση, αφού ούτε κι ο
αγράμματος, πλην ευφυής, πατέρας της την αρνήθηκε κάποτε σ? αυτήν.
Το επόμενο καλοκαίρι ο μικρότερος γιος, ο Αλέξανδρος, ήρθε στο σπίτι των
Σπετσών, για να γνωρίσει τη μητέρα του. Και η Ελένη «αλίευε συγκινημένη
από το πρόσωπο και τη συμπεριφορά του γιου της θραύσματα από τον πρώτο
της έρωτα, σαν από ένα αρχέτυπο ζωής». Του έδειξε, μάλιστα, καθετί το
ορατό, καθετί που θα μπορούσε να τον βοηθήσει να την προσεγγίσει. Κι
όταν ο Αλέξανδρος ζήτησε να φύγει από το νησί, η Ελένη κατάλαβε πως
εκείνος θα έμενε πάντα ξένος γι? αυτήν κι εκείνη πάντα ξένη γι? αυτόν.
Ωστόσο, ο Ιωάννης, μετά την επιστροφή του από τη Δανία, ήρθε να ζήσει
κοντά στην Ελένη, στις Σπέτσες. Ζωγράφιζε ασταμάτητα, σαν να μην ήθελε
να πάει χαμένη ούτε η παραμικρή στιγμή, από όσες μετρημένες του είχαν
απομείνει. Κι όταν αναχώρησε κι αυτός, στα 26 του χρόνια, για το μεγάλο
ταξίδι, ξεκίνησε και η Ελένη για «τη μετά τη ζωή ζωή των γυναικών», όπως
την αποκαλούσε. Ουρλιάζοντας, πέφτοντας καταγής, λύνοντας και τραβώντας
τα μαλλιά της ξεκρέμασε έναν έναν τους πίνακές της, τους κουβάλησε στη
βεράντα πάνω από τη θάλασσα και τους έκαψε. Πίστευε πως έτσι έκαιγε όλη
την προηγούμενη ζωή της : τη δειλία της να σκοτωθεί, τα δύο παιδιά που
γέννησε δίχως ουράνιες και επίγειες ευχές, την αλλαγή του ορθόδοξου
δόγματος με το καθολικό, το αντρικό ντύσιμό της, που πλήγωσε τη νηνεμία
του γυναικείου πανάρχαιου κόσμου. Κι ακόμα πίστευε πως η φλόγα αυτή θα
ήταν ο φάρος για τον Ιωάννη, για να θυμάται πού ήταν το φως και να
μπορεί να επιστρέφει.
Από κει και πέρα τίποτε δεν είχε πια σημασία γι? αυτήν, όσο οι φωνές και
οι επισκέψεις των αγαπημένων της. Γέμιζε τις λεκάνες με νερό, άφηνε
πάνω στο τραπέζι κοντυλοφόρο και λευκό χαρτί και περίμενε. Ή έστρωνε και
ξέστρωνε τα κρεβάτια των παιδιών της. Καμιά φορά τους τραγουδούσε με τη
ραγισμένη της φωνή.
Όταν, μετά από χρόνια, η Ελένη, η κυρα-Λένη για τις γειτόνισσες,
αναχώρησε νύφη για το στερνό της ταξίδι, η Λασκαρίνα, η κουτσή της
υπηρέτρια, φάνηκε στην πόρτα και τους είπε να κοπιάσουν. Κι άρχισαν οι
Αρβανίτισσες τα θρηνητικά τους τραγούδια, λέγοντας στην κυρα-Λένη να
πάει στο καλό, αφού τη ζήτησε ο Θεός στη δούλεψή του.
Ένα μήνα αργότερα, Μεγάλη Τρίτη πρωί, ο Αναστάσης Μπούκουρας, ο αδελφός
της Ελένης, αποσφράγισε το σπίτι των Σπετσών. Και δυο μέρες μετά, τη
Μεγάλη Πέμπτη, περιδιαβαίνοντας μέσα στα δωμάτια αυτού του σπιτιού,
ανάστατος από την τρέλα που αντίκριζαν τα μάτια του, πήρε την απόφασή
του : Εξάλειψε με την πυρά όλα τα ίχνη, εξαερώνοντας μια για πάντα την
προδοσία, την αμαρτία, τα μαγικά.
Ο
χαρακτήρας του έργου είναι γυναικοκεντρικός, με σημείο αναφοράς το
διχασμό, τη διπλή ταυτότητα, το διώνυμο πρόσωπο, που παλεύει απεγνωσμένα
να συμφιλιώσει τα δύο μισά κομμάτια του εαυτού του και οδηγείται τελικά
στην ήττα και στην τρέλα. Κυρίαρχο μοτίβο είναι αυτό της μεταμφίεσης, η
οποία συνδέεται με την αναζήτηση της αλήθειας και δηλώνει την
προσπάθεια απεγκλωβισμού από τα στενά, περιοριστικά όρια του φύλου.
Έτσι, διαμορφώνεται μια νέα ταυτότητα στην ηρωίδα και εμφανίζεται μια
νέα εικόνα, αποδεκτή όχι μόνο από τον εαυτό της αλλά και από τους
άλλους. Η Ελένη είναι ένα σύμβολο της διαφορετικότητας και του στοιχείου
του Άλλου μέσα στο Ίδιο. Προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην
αρβανίτικη και την ελληνική καταγωγή της, το ορθόδοξο και το καθολικό
δόγμα, την ιδιότητά της ως γυναίκας και μητέρας και τη ζωγραφική, που
είναι πάντα η προτεραιότητά της.
Ο
γυρισμός στην Αθήνα και η επιστροφή στα γυναικεία ρούχα αφαιρούν από
την Ελένη το δυναμισμό και τη σιγουριά που της έδινε το κοστούμι του
Κανένα. Το ταξίδι της, με την έννοια της αναζήτησης μιας ταυτότητας,
βρίσκεται πλέον σε τελικό στάδιο. Τα πένθιμα γυναικεία ρούχα, όπως τα
αποκαλεί, είναι σαν μαύρα πανιά επιστροφής.
Επιπλέον, η ηρωίδα παρουσιάζεται σε πολλά σημεία του βιβλίου τόσο
αυτόνομη και ανεξάρτητη, που παρουσιάζει σημάδια αποκοπής, τόσο από τον
οικογενειακό όσο και από τον κοινωνικό της περίγυρο. Αυτή η τρομακτική
ανεξαρτησία και απόσυρση είναι που θα οδηγήσει στη δυσαρέσκεια των
οικογενειακών της προσώπων και στο χαρακτηρισμό της ως μάγισσας από την
κοινωνία των Σπετσών.
Ως προς το είδος του, θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε
¨μυθιστορηματική βιογραφία¨. Η συγγραφέας στηρίζεται σε αρχειακό υλικό,
σε βιογραφικά δεδομένα, σε μαρτυρίες, έγγραφα και γεγονότα, τα οποία
συνδυάζει αρμονικά με στοιχεία μυθοπλασίας.
Ο
τίτλος του έργου, όπως και η δομή του, παραπέμπουν στον Όμηρο. Με
αφορμή κάποια άλλη Ελένη έγινε ο Τρωικός πόλεμος στην Ιλιάδα, Κανένας το
όνομα με το οποίο συστήθηκε ο Οδυσσέας στον Πολύφημο στην Οδύσσεια. Το
κείμενο χωρίζεται σε τρία μέρη και τα κεφάλαια αριθμούνται από το Α ως
το Ω, σαν ραψωδίες. Το πρώτο μέρος ( Α-Δ ) και το τρίτο ( Υ-Ω ) είναι σε
τριτοπρόσωπη αφήγηση, με ουδέτερη φωνή. Από την αρχή κιόλας δίνεται ο
τόνος του τέλους. Τα χαρούμενα χρόνια της Ελένης στις Σπέτσες δίνονται
στο πρώτο μέρος. Το ίδιο αυτό νησί γίνεται και ο τάφος της, στο τρίτο
και τελευταίο μέρος. Το μεσαίο και πιο εκτεταμένο μέρος ( Ε-Τ )
χαρακτηρίζεται από τον πρωτοπρόσωπο λόγο της ίδιας της ηρωίδας, είναι
λυρικότερο και μοιρασμένο σε οκτώ ορθογράμματες και οκτώ πλαγιογράμματες
αφηγήσεις. Οι ορθογράμματες αφηγήσεις είναι η γραμμική αναπόληση του
παρελθόντος, ο αλλοτινός θρίαμβος. Οι πλαγιογράμματες αφηγήσεις, όπου
κυριαρχούν οι εσωτερικοί μονόλογοι, είναι το τωρινό πένθος, ο εγκλεισμός
στις Σπέτσες, όπου η Ελένη, έχοντας κάψει στην κυριολεξία το παρελθόν
της, παίζει με τα αποκαΐδια του στην ερημιά της. Δεν είναι, λοιπόν, ένα
κείμενο ευθύγραμμης πορείας, αλλά ένα πλέγμα συνεχών εναλλαγών παρόντος ?
παρελθόντος.
Πολλές φράσεις δίνουν ποιητικό χρώμα στο κείμενο. Η συγγραφέας κατέχει
τη γλώσσα και τη χειρίζεται αριστοτεχνικά. Είναι επιπλέον αξιοπρόσεκτος ο
συνδυασμός του ρεαλιστικού με το ονειρικό στοιχείο, με αποτέλεσμα η
ιστορία να παραμένει προσγειωμένη στην πραγματικότητα, ντυμένη όμως με
το στοιχείο του ονείρου.
Κλείνοντας, να επισημάνω πως η Ρέα Γαλανάκη, ανασύροντας από τη λήθη την
ξεχασμένη ζωγράφο και την τραγική ιστορία της, ανασύρει μαζί και το
φάσμα μιας άλλης Ιστορίας, καταδικασμένης από αιώνες στη λήθη και στη
σιωπή : αυτή της άγραφης έως τις μέρες μας Ιστορίας των Γυναικών.
Γιώτα Πολιτοπούλου
Φιλόλογος
3ο Γυμνάσιο Ναυπάκτου
3gym-nafpakt.ait.sch.gr
Φωτογραφία
της Ελένης
Αλταμούρα-Μπούκουρα
H μεταμφίεση
Στο μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη Ελένη, ή ο Κανένας (1998)
κεντρική ηρωίδα είναι η Ελένη Αλταμούρα-Μπούκουρα, η πρώτη σπουδασμένη
Eλληνίδα ζωγράφος, που γεννήθηκε το 1821 στις Σπέτσες και
πέθανε το 1900, αφού έζησε μια ζωή εντελώς ασυνήθιστη για μια γυναίκα
της εποχής της. Η Γαλανάκη συνδυάζει το ιστορικό και βιογραφικό
υλικό με καθαρά μυθοπλαστικά στοιχεία, στην απόπειρά της να
εκφράσει τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τα όνειρα μιας
καλλιτεχνικής προσωπικότητας που αντιμετωπίζει θαρραλέα τις κοινωνικές
προκαταλήψεις, αλλά νικιέται από την τραγική μοίρα της. Το
απόσπασμα που ακολουθεί αναφέρεται στην εποχή της νεότητας της
Ελένης, όταν μαζί με τον πατέρα της, παλιό Σπετσιώτη καπετάνιο
και αργότερα θεατρώνη της Αθήνας, φτάνει στην Ιταλία και ντύνεται
με αντρικά ρούχα, για να μπορέσει να γίνει δεκτή στη Σχολή των
Ναζαρηνών ζωγράφων.
Έξω από τη Νάπολη κρύφτηκα σε μια συστάδα από πικροδάφνες και
συκιές, που θέριευαν αντλώντας από τα χαλάσματα μιας αγροικίας.
Εκεί άλλαξα. Είχα αγοράσει ένα αντρικό σκούρο κουστούμι,
ακριβώς σαν εκείνα που φορούσανε οι κομψοί νέοι της πόλης. Τόνισα
τη σοβαρότητα του χρώματος και των προθέσεών μου, συντάσσοντας
με το σκούρο χρώμα του ένα πουκάμισο από λευκή φίνα βατίστα*.
Έκανε ζέστη, μα καθώς τρέμοντας ντυνόμουν, γύρισα να κοιτάξω
ποιοι βρίσκονταν μάρτυρες στη μεταμόρφωσή μου. Επισήμανα της
θάλασσας το μπλάβο, το κεραμιδί και το ωχρό της πολιτείας πιο
πέρα, το κοντινό μου πράσινο και το φαιό, το φωτεινό ουρανί
και το φλύαρο των ασπροκίτρινων χαμομηλιών. Φιλάρεσκα έδεσα ένα
μεταξωτό φουλάρι στον λαιμό μου ρόδο με ελάχιστο γαλάζιο,
ανταύγεια νερών όταν πλαγιάζει ο ήλιος. Φόρεσα τις δερμάτινές
μου μπότες και διόρθωσα την καμπύλη της ασημένιας μου καδένας.
Στην άκρη της κρεμότανε ένα ρολόι. Το κοίταξα. Μετέωρη,
εύθραυστη, σημαδεμένη μού έδειξε την ώρα. Στερέωσα ένα καθρεφτάκι
στα κλαδιά, για να δω να βάλω πάνω στα κουρεμένα μου μαλλιά ένα
αντρικό καπέλο. Κοίταξα το πρόσωπό μου στον καθρέφτη. Η παρθένος
ζωγράφος απουσίαζε, έχοντας φαίνεται ξεκινήσει για να
επιστρέψει στην αττική Ανατολή, όπου ανήκε. Υποσχέθηκα να μην ξεχάσω
τη μορφή της, ούτε καν με εκείνο το πολύ λίγο, που ξεχνάνε οι
γυναίκες. Όμως τώρα να τρέξει, να πάει στον Τσέκολι* μαντάτα
για τις εξελίξεις της φιλτάτης του πατρίδας. Ακόμη να του πει
ότι η μαθήτριά του δε φοβόταν, κι ότι, καθώς ντυνόταν, για να
μεταμορφωθεί από γυναίκα σε άντρα, άκουγε τα λόγια και τις
διδαχές του ένα μελίσσι γύρω της. Κι ότι μάντευα, όπως δύναται
να μαντεύει κάποιος τέτοιαν ώρα, πως εκτός από το ζήτημα της
τέχνης, η υπεσχημένη γη θα άφηνε πάνω μου ανεξίτηλα τα ίχνη της
ζωής. Ήδη πάσχιζα να σκεφτώ σαν άντρας. Ήδη είχα μιλήσει με το
εγώ.
Φωτογραφία
της Ελένης
Αλταμούρα-Μπούκουρα
Στον κήπο του πανδοχείου είχαμε τελειώσει το μεσημεριανό μας
γεύμα και περιμέναμε καφέ. Παράδεισος μας εφαινόταν η ανακωχή
του κήπου. Μακάρι να αργούσε ο σερβιτόρος, μολονότι μας είχε
διαβεβαιώσει για το αντίθετο, αφού τέτοιες μέρες δεν έβγαινε
στις εξοχές ο κόσμος και δεν είχε άλλους πελάτες. Είχα αρχίσει
το τραγούδι μου, όταν τον είδα από μακριά να επιστρέφει. Έκανα
ότι δεν τον πρόσεξα, γιατί, κρατώντας πάντοτε τον δίσκο,
στηρίχτηκε στο κάσωμα της πόρτας για να με ακούσει: «Σαν τη σπίθα
κρυμμένη στη στάχτη, εκρυβόταν για μας λευτεριά. Ήλθε η μέρα,
πετιέται, ανάφτει εξανοίχτη σε κάθε μεριά». Σταμάτησα να τραγουδώ.
Τον παρατηρούσα που κοντοστεκόταν. Έπειτα, σαν να ξύπνησε,
πλησίασε με τους καφέδες, υποκλίθηκε και ρώτησε με σεβασμό αν ο
νεαρός κύριος ήταν τενόρος. Δίστασε μια στιγμή προτού ρωτήσει
κάτι ακόμη, αν το τραγούδι της άγνωστής του γλώσσας μιλούσε
για τα γνωστά σε όλους πάθη του έρωτα, διότι έτσι του είχε
φανεί. Του εξήγησα με προσήνεια* για την Ιόνιο καταγωγή του άσματος,
ενώ σκεφτόμουν τι το γνωστό και τι το άγνωστο βρισκότανε
μπροστά σ' αυτό τον άνθρωπο. Θέλοντας να τον ευχαριστήσω, αφού ήταν
ο πρώτος που με χειροκρότησε στον δύσκολο μου ρόλο, του
τραγούδησα μιαν ιταλική πατριωτική άρια. Την άκουσε σχεδόν δακρυσμένος,
αφού αυτά τα τραγούδια είχαν πρόσφατα απαγορευτεί*. Το γνωρίζαμε
κι οι δυο.
O καπετάν Γιάννης με εγκατέστησε στη Ρώμη και βιάστηκε να
επιστρέψει στις επιχειρήσεις του Αθηναίου θεατρώνη Ιωάννη Μπούκουρη,
που δεν του επέτρεπαν πια το αργόσχολο βλέμμα των θαλασσινών
πάνω στα πράγματα του κόσμου. Αυτό δεν του άρεσε, αλλά δεν μπορούσε
να πράξει διαφορετικά. Η αναγκαστική πεζοπορία εξαιτίας της
επανάστασης, ώσπου να βρούμε κάποιαν άμαξα για το υπόλοιπο ταξίδι,
μας είχε αφάνταστα καθυστερήσει. Έφυγε όμως ήσυχος, αφού είχα
πάντοτε μαζί μου τις συστατικές επιστολές, που τις είχα δείξει
και στη Νάπολη, σε μερικούς ζωγράφους.
Από τη μεριά μου προετοιμαζόμουν να παρουσιαστώ στις εξετάσεις
των περίφημων Ναζαρηνών ζωγράφων. Αν περνούσα, θα σπούδαζα
ζωγραφική στο μοναστήρι έξω από τη Ρώμη όπου ζούσαν, για ένα
δυο χρόνια, όσο να υποστηρίξω με χαρτιά την κεκτημένη γνώση.
Λιγότερο από ένα υπερπόντιο ταξίδι, υπολόγιζε ο πατέρας μου,
και να γυρίσω έπειτα πίσω, αφού όποιος βγαίνει σε μακρύ ταξίδι
πρέπει να έχει στο μυαλό του την εστία που τον περιμένει. Σ'
ένα μονάχα επέμενε, να μη λησμονήσω ότι είμαι Ελληνίδα. Αυτό
τα λέει όλα, ισχυρίστηκε λίγο πριν φύγει.
Δεν το λησμόνησα, αφού αυτό σήμαινε για μένα περισσότερα από το
όλα του πατέρα μου. Μόνη μου τόλμησα να σκεφτώ και να εξηγήσω
με τον δικό μου τρόπο την παραγγελία του. Τόλμησα ακόμη,
ζητώντας κάπου να στηρίξω τα επιχειρήματά μου, να υποθέσω ότι κάτι
το αντίστοιχο θα είχε κάνει πολεμώντας κι η Μεγάλη μας Κυρά*.
Διότι, ενώ είχα χρόνια να τη δω, ήρθε και με επισκέφθηκε μιαν
από τις πρώτες ρωμαϊκές μου νύχτες, αν δεν σφάλλω τότε ακριβώς
που αναχώρησε ο κύρης μου. Όρθια στην πλώρη, εφορμώντας με
τον στόλο της στο απόρθητο Ανάπλι, έδειχνε στους κανονιέρηδες
με το δεξί της υψωμένο χέρι πού ακριβώς να βαρέσουν. Δεν εφορούσε
όμως τα ρούχα της περίφημης ζωγραφιάς της, αλλά τα ρούχα των
ψιθύρων και των αποσιωπήσεων. Καταπώς άφηναν οι γυναίκες στα
κατώφλια να εννοηθεί, όταν παιδί αποσπέριζα* ακούγοντάς τες,
αλλά τώρα μονάχα καταλάβαινα τη σημασία των λόγων, με γυναικεία
ενδύματα δεν μπαίνει άνθρωπος στην πράξη του πολέμου. Oύτε τα
όπλα του χειρίζεται σωστά ούτε και σκέφτεται σωστά. Και το χειρότερο,
με τα παράταιρα γυναικεία ρούχα έδινε στόχο στον εχθρό
σέρνοντας γρουσουζιά στους δικούς του. Άρα, συμπέραιναν δίχως βέβαια
να την έχουν δει σε ώρα μάχης, η Λασκαρίνα ανέβαινε στα πλοία
και κατέβαινε με τις φούστες της και με τις χρυσές μαντίλες,
ενόσω όμως έκανε κουμάντο, δεν μπορεί παρά να βρισκότανε μέσα
σε αντρίκεια φορεσιά, πότε του πρώτου της, πότε του δεύτερού
της άντρα, σκοτωμένων και των δυο τους.
Την ονειρεύτηκα να οδηγεί τους κανονιέρηδες ντυμένη στα
ματωμένα ρούχα ενός αδικοθάνατου κι αγαπημένου άντρα. Πρόσεξα, ωστόσο,
και το ανήσυχο πέταγμα ενός γλάρου γύρω της. Τον οιωνό του
σύντομου δικού της τέλους κατά τον τρόπο των ζωγράφων, που συχνά
στερέωναν μέσα στο ζωντανό παρόν του πίνακά τους έναν αδιόρατο
υπαινιγμό της μοίρας του εικονιζόμενου προσώπου, εάν την ήξεραν
ή την εμάντευαν. Η Κυρά τράβηξε μια στιγμή το βλέμμα της απο
τον στόχο, γύρισε και μου είπε να συνεχίσω να ντύνομαι σαν άντρας,
γιατί έτσι θα μάθω τα διπλάσια κι από τους άντρες κι από τις
γυναίκες. Να αποδεχτώ τη φιλοδοξία και το ήθος που εγείρει μέσα
μου ο έρωτας της τέχνης, ομόλογος προς τον δικό της έρωτα της
λευτεριάς. Στην επικράτειά τους, χαμογέλασε, τίποτε δεν μοιράζεται
στα δυο μοιραία και ξεκάθαρα, όπως γινόταν μέχρι τότε. Αυτή
είναι η πιο λεπτή ανατροπή, η πιο μεγάλη πρόκληση που κομίζουν
ξαναφτιάχνοντας τον κόσμο. Πλην όμως, έπρεπε να το σκεφτώ καλά
πριν ξεκινήσω τούτο το δεινό ταξίδι, αφού η έκτοτε ζωή μου
θα διαβεί χωρίς επιστροφή, χωρίς μετάνοια, χωρίς έλεος. Είναι
και τούτο ένας τρόπος για να είσαι Ελληνίδα, είπε. Και ξαναγυρνώντας
στη φρόνηση και τη σιωπή της ζωγραφιάς της, ξαναγυρνώντας στο
επείγον του πολέμου, έπλευσε τόσο βιαστικά προς το Ανάπλι, ώστε
δεν πρόλαβα να καταλάβω αν είπε την τελευταία της πρόταση
σοβαρά ή με ειρωνεία.
Το πρωί συλλογίστηκα ότι ποτέ της, τα χρόνια που τη συναντούσα
στα παραμύθια, στα όνειρα και κατά την εγρήγορση, ποτέ της
δεν μου είχε απευθύνει λέξη. Ανησύχησα με τούτο το ενύπνιο*, αν
ήταν ένα προφητικό σημάδι για τη μοίρα μου, εφόσον σύντομα
επρόκειτο να δώσω εξετάσεις στη Σχολή των Ναζαρηνών ζωγράφων.
Κι εκεί έπρεπε οπωσδήποτε να παρουσιαστώ σαν άντρας. Στο μοναστήρι
τους δεν έκαναν δεκτές για τη ζωγραφική γυναίκες, όμως αυτό το
είχα αποκρύψει από τον πατέρα μου, ενισχύοντας την απόφασή
του να γυρίσει στην Αθήνα το ταχύτερο.
Κι εγώ, αποφασίζοντας εκείνο το πρωί σε μιαν ξένη πολιτεία να
δώσω ως άντρας εξετάσεις, ενδεχομένως να ζήσω έτσι λίγα χρόνια,
γέννησα τον εαυτό μου ως Κανένα. Δεν είχε σημασία με ποιο όνομα
θα υπέγραφα τις εξετάσεις, τις σπουδές και τα έργα μου, μιας
και το Χρυσίνη, ακόμη και το Μπούκουρα ή Μπούκουρη,
μεταφρασμένα ιταλικά δε διαχώριζαν το φύλο. Θα ζούσα εφεξής ως ένας
Κανένας.
Άλλωστε, εάν επέμενα να αναζητώ στηρίγματα στη μεταβατική μου
ώρα, στον ίδιο κύκλο είχαν συνταιριάξει κάποτε τα ονόματα Ελένη
και Κανένας.
Ρ. Γαλανάκη, Ελένη, ή ο Κανένας, Άγρα
http://ebooks.edu.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου